Ελεγεία για ένα δέντρο και μια νεογέννητη Κινέζα.

0
591

«You don’t need a weatherman to know which way the wind blows»

Bob Dylan

Υπήρχε, κάποτε, ένα δέντρο μπροστά απ’ το μπαλκόνι μου.

Δεν ξέρω τι είδος ήταν, τι ράτσα, αλλά ήταν ελληνικό.

Δε θέλω να με νομίσετε για ρατσιστή. Απλά μου άρεσε πιο πολύ από τους φοίνικες που κάποιοι φυτεύουν στις πολυκατοικίες τους για να εκλύουν ενοικιαστές και αγοραστές.

Όπως μου αρέσουν πιο πολύ τα πλατάνια, οι λεύκες και οι ακακίες.

Όπως μου αρέσουν και οι πλατύφυλλες μουριές, αφού κάτω από τη σκιά μιας τέτοιας περνούσα τα ζεστά καλοκαίρια στο χωριό.

Αυτό το δέντρο βρισκόταν εκεί πολύ καιρό πριν βγω για πρώτη φορά στο μπαλκόνι. Βρισκόταν εκεί πριν καν χτιστεί αυτή η πολυκατοικία, με αυτό το μπαλκόνι.

Ανάμεσα στους ανθρώπους της γειτονιάς που πέρασαν για να θρηνήσουν πάνω από το τεμαχισμένο σώμα του (η πυροσβεστική είχε φροντίσει γι’ αυτό), άκουσα έναν μεσήλικα, θα ήταν πενήντα χρονών μπορεί και μεγαλύτερος, να λέει: «Το θυμάμαι από τότε που ήμουν παιδί.»

«Όλοι λυπούνται όταν πέφτει ένα δέντρο», είπε η γυναίκα του Γελωτοποιού.

Και ο γιος του έπεσε νωρίς να κοιμηθεί, εμφανώς στεναχωρημένος γι’ αυτό που είχε συμβεί.

Ήταν ασθενικό δέντρο, γερασμένο.

Πρώτο έριχνε τα φύλλα του το φθινόπωρο και τελευταίο έβγαζε καινούρια την άνοιξη. Ο κορμός του είχε σαπίσει εσωτερικά και με δυσκολία ανέβαζε τους χυμούς του.

Όμως πάνω στο κορμό του είχαν φυτρώσει επίφυτα και στα κλαδιά του έφτιαχναν τις φωλιές τους οι δεκαοχτούρες.

Ήταν το καταφύγιο των γατών όταν προσπαθούσαν να προστατευτούν από τα αδέσποτα σκυλιά και τα ξαναμμένα αρσενικά.

Κάτω από τη σκιά του έστηνε το τραπεζάκι του ο μπακάλης και έπινε μπύρες με τους φίλους του, καθώς περίμενε κάποιος να γυρίσει από το σούπερ-μάρκερ με γεμάτες σακούλες για να αγοράσει μια εξάδα νερά –ίσως και λίγες πατάτες.

Και η φυλλωσιά του, το καλοκαίρι, έκρυβε την πραγματικότητα δίνοντας μου μια ψευδαίσθηση υπαίθρου.

Τώρα που έπεσε μπορώ ξανά να δω την απέναντι πολυκατοικία. Τόσο άσπρη, τόσο τετραγωνισμένη, τόσο προβλέψιμη.

Ο κορμός του είχε σαπίσει (αυτό νομίζω το ξαναείπα), αλλά τα φύλλα του ήταν καταπράσινα και έβγαζε καρπούς, κάτι μπαλάκια που μόνο τα πουλιά μπορούσαν να εκτιμήσουν.

Θα μπορούσε να ορθώνεται για πολλά χρόνια ακόμα, ίσως περισσότερα από εμένα, αλλά μια πεταλούδα πέταξε πριν ένα μήνα πάνω από ένα εργοστάσιο κατασκευής πλαστικών φυτών στο Πεκίνο.

Μια Κινέζα, που λίγες μέρες πριν είχε ξεφορτωθεί το θηλυκό παιδί της στον κάδο απορριμμάτων, βγήκε από το εργοστάσιο καταβεβλημένη, μετά από δώδεκα ώρες δουλειάς.

Είδε την πεταλούδα και άπλωσε το χέρι της να την πιάσει, αφού σε όλες τις κουλτούρες οι πεταλούδες είναι ψυχές, και εκείνη είχε νιώσει το στήθος του νεογέννητου κοριτσιού της να πεταρίζει όταν ο άντρας της την υποχρέωσε να το πετάξει.

Το χέρι της Κινέζας εργάτριας δεν μπόρεσε να τεντωθεί –τόσες πολλές ώρες κολλώντας πλαστικά φύλλα.

Η πεταλούδα ανέβηκε λίγο πιο ψηλά και αναστάτωσε με τα φτερά της τον αέρα.

Πόση αναστάτωση μπορούν να προκαλέσουν τα φτερά μιας πεταλούδας, το χέρι μιας Κινέζας εργάτριας και η καρδιά ενός νεογέννητου;

Το κύμα του αέρα από τα φτερά της πεταλούδας έσπρωξε λίγο τα σύννεφα, μια απειροελάχιστη ώθηση, την ίδια στιγμή που σε μια μικρή βαλκανική χώρα ένας φαλιρισμένος βιοτέχνης, που δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τα κινέζικα προϊόντα, έβγαλε τα παπούτσια του και πήδηξε από το μπαλκόνι, χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν.

Και πέρασε ένας μήνας στον πλανήτη, ένας μήνας με εκατομμύρια νεκρούς και άλλα τόσα νεογέννητα. Ένας μήνας για ένα δέντρο που είχε ζήσει πενήντα χρόνια –εξακόσιους μήνες.

Η τηλεόραση δεν είπε τίποτα για ακραία καιρικά φαινόμενα, οι μετεωρολόγοι μίλησαν μόνο για συννεφιά και σποραδικές βροχοπτώσεις –πως να προβλέψεις το χάος;- και οι άνθρωποι στη συμπρωτεύουσα της μικρής βαλκανικής χώρας παρακαλούσαν το Θεό τους για λίγη δροσιά.

Και δεν το είδα να έρχεται, κανείς δεν το περίμενε –ούτε καν το δέντρο.

Σαν άρχισε η βροχή και οι κεραυνοί έκλεισα τον υπολογιστή για να τον προφυλάξω από ενδεχόμενη πτώση τάσης.

Πήγα στο παράθυρο και είδα τη θύελλα να επιβάλλεται ουρλιάζοντας.

Κράτησε ένα λεπτό, μπορεί και λιγότερο.

Μπορεί να ήταν μόνο μια στιγμή, όσο κρατούν τα όνειρα, όσο κρατάει το φτερούγισμα της πεταλούδας, όσο κρατάει η ζωή.

Μια στιγμή και το δέντρο κατέρρευσε μπροστά στα μάτια μου.

Έπεσε αδιαμαρτύρητα, χωρίς κραυγή, χωρίς θόρυβο, λες και έπεφτε μια πεταλούδα.

Έτσι πέφτουν πάντα τα κούφια δέντρα και οι κούφιοι άνθρωποι,

έτσι θα τελειώσει και αυτή η έρημη χώρα.

“This is the way the world ends

This is the way the world ends

This is the way the world ends

Not with a bang but a whimper”