Ο δόκιμος μοναχός, μετά την νηστεία των εκατό ημερών, πήγε στο δάσκαλο.
“Είμαι έτοιμος για να μπω στο τάγμα;” τον ρώτησε.
“Είσαι;” ρώτησε εκείνος από τη στάση του λωτού.
“Γιατί δεν είμαι;” ρώτησε ο δόκιμος.
“Γιατί δεν είσαι;” ρώτησε ο δάσκαλος από τη στάση του λωτού.
“Απαρνήθηκα τους φίλους μου, απαρνήθηκα τη μάνα μου και τον πατέρα μου, απαρνήθηκα τον εαυτό μου. Μέχρι που έκλεισα τα μάτια σαν είδα εκείνο το κορίτσι να έρχεται”, είπε ο δόκιμος.
“Ποιο κορίτσι;” ρώτησε ο δάσκαλος από τη στάση του λωτού.
“Θα ξανάρθω όταν θα είμαι έτοιμος”, είπε ο δόκιμος και πήγε να διαλογιστεί στο ναό του χρυσού περιπτέρου.
“Είμαι έτοιμος για να μπω στο τάγμα;” τον ρώτησε.
“Είσαι;” ρώτησε εκείνος από τη στάση του λωτού.
“Γιατί δεν είμαι;” ρώτησε ο δόκιμος.
“Γιατί δεν είσαι;” ρώτησε ο δάσκαλος από τη στάση του λωτού.
“Απαρνήθηκα τους φίλους μου, απαρνήθηκα τη μάνα μου και τον πατέρα μου, απαρνήθηκα τον εαυτό μου. Μέχρι που έκλεισα τα μάτια σαν είδα εκείνο το κορίτσι να έρχεται”, είπε ο δόκιμος.
“Ποιο κορίτσι;” ρώτησε ο δάσκαλος από τη στάση του λωτού.
“Θα ξανάρθω όταν θα είμαι έτοιμος”, είπε ο δόκιμος και πήγε να διαλογιστεί στο ναό του χρυσού περιπτέρου.