Οι Πρόγονοι του Αδάμ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Γερμαναράς δεν έπινε, δεν πήγαινε στα μπουρδέλα, αλλά είχε μια αδυναμία. Τα αγοράκια. Τον ψάρεψε λοιπόν ο Σπύρος με ένα παχουλό πιτσιρίκι και τον οδήγησε στο Χρυσό Σπίτι. Ο Έρωτας δεν ήθελε να ξέρουν οι άλλοι τη διαστροφή του, αλλά ο Σπύρος τον διαβεβαίωσε ότι δεν θα μάθαινε κανείς τίποτα, αφού είχε, έτσι του είπε, μια ιδιαίτερη αίθουσα στο υπόγειο, για τους ανώτερους αξιωματικούς.
Και πάνω που περίμενε ο ανώμαλος ότι θα ικανοποιούσε τις ορέξεις του, τον πιάνει ο παππούλης σου, του δίνει μία στο κεφάλι και μετά τον αλυσοδένει στο υπόγειο.
(Ο Έρωτας συνέρχεται. Είναι δεμένος χειροπόδαρα σε μια καρέκλα, μέσα σε έναν σκοτεινό χώρο. Προσπαθεί να ελευθερωθεί, αλλά δεν μπορεί.
ΕΡΩΤΑΣ (φωνάζει): Ποιος είναι εδώ; Που βρίσκομαι; Είναι κάποιος εδώ;
Ο Σπύρος, που στεκόταν πίσω του, έρχεται μπροστά του, με μια λάμπα πετρελαίου στο χέρι. Ο Έρωτας τον κοιτάει και αγριεύει.
ΕΡΩΤΑΣ: Εσύ! Λύσε με. Λύσε με, τώρα!
Ο Σπύρος τραβάει μια καρέκλα και κάθεται απέναντι του. Το πρόσωπο του είναι μελαγχολικό, σκεπτικό. Κοιτάει τα μπλεγμένα του δάκτυλα.
ΕΡΩΤΑΣ (χωρίς να φωνάζει): Σε διατάζω να με λύσεις. Με ακούς;
Ο Σπύρος δεν ανταποκρίνεται, δεν κάνει τίποτα.
ΕΡΩΤΑΣ (εξοργισμένος): Γουρούνι, αν δεν με λύσεις τώρα αμέσως θα το μετανιώνεις για όλη σου τη ζωή. Θα με παρακαλάς να σε σκοτώσω.
Ο Σπύρος σηκώνει το κεφάλι και τον κοιτάει κατάματα. Χωρίς να δείχνει φόβο ή μίσος, αλλά σαν να βλέπει κάποιον παλιό γνωστό, κάποιον που προσπαθεί να αναγνωρίσει, να θυμηθεί το όνομα του. Ο Έρωτας τον βρίζει και τον απειλεί, αλλά σιγά-σιγά ηρεμεί και αρχίζει να ζυγίζει τον ψυχισμό του δεσμοφύλακα του.
ΕΡΩΤΑΣ (ήρεμα): Καταλαβαίνεις τι σου λέω;
Ο Σπύρος μόνο κουνάει το κεφάλι, για να δείξει ότι καταλαβαίνει.
ΕΡΩΤΑΣ: Διάβασε τα χείλη μου. Δεν υπάρχει περίπτωση να τη γλιτώσεις.
Ο Σπύρος ανάβει τσιγάρο. Προτείνει και στον Έρωτα, αλλά εκείνος αρνείται.
ΕΡΩΤΑΣ: Άκου… Σπύρος. Σπύρος δεν είναι το όνομα σου; Ο αξιωματικός υπηρεσίας ξέρει που βρίσκομαι. Του είχα πει ότι θα έρθω εδώ. Αν με βρουν δεμένο δεν έχεις καμία ελπίδα… Ούτε εσύ ούτε η οικογένεια σου ούτε οι πουτάνες σου ούτε κανείς. Θα σας εκτελέσουμε όλους… Αν με λύσεις τώρα θα την πληρώσεις μόνο εσύ… Δεν έχεις οικογένεια; Παιδιά;
Ο Σπύρος κοιτάει το ταβάνι. Είναι ένας ιστός αράχνης εκεί.
ΕΡΩΤΑΣ: Καταλαβαίνεις τι σου λέω;
ΣΠΥΡΟΣ: Αράχνη.
Τα γερμανικά του ακούγονται πολύ βάρβαρα.
ΕΡΩΤΑΣ: Τι;
ΣΠΥΡΟΣ: Έχεις παρατηρήσει ότι υπάρχουν παντού;
ΕΡΩΤΑΣ: Ποιος; Τι θες να πεις;
ΣΠΥΡΟΣ: Οι αράχνες… Είναι πιο πολλές κι από μας. Γιατί; Είναι έξυπνες; Καταλαβαίνουν τι κάνουν; Όταν η αράχνη φτιάχνει τον ιστό της, τότε, καταλαβαίνει τι κάνει; Λέει: Θα φτιάξω έναν ιστό εδώ που έχει πολλά έντομα, για να τα παγιδεύσω, να τραφώ και να ταϊσω τα παιδιά μου… Έτσι λέει; Δηλαδή, κάνει σχέδια η αράχνη;
Ο Έρωτας γυρνάει και κοιτάει το σημείο όπου έχει καρφωμένο το βλέμμα ο Σπύρος. Βλέπει τον ιστό. Μετά γυρνάει και παρατηρεί το πρόσωπο του Σπύρου. Του μιλάει ήρεμα, σαν να μιλάει σε ασθενή του.
ΕΡΩΤΑΣ: Άκουσε με… Καταλαβαίνω ότι είσαι μπερδεμένος, ίσως και κάποιοι να σε αναγκάσανε να με… να με δέσεις έτσι… Δεν φταις εσύ, το βλέπω. Λύσε με τώρα και κανείς δεν θα μάθει τι έγινε. Ας τα ξεχάσουμε όλα. Μόνο λύσε με. Θα σε βοηθήσω.
ΣΠΥΡΟΣ: Λες η αράχνη να μας βλέπει; Εννοώ, σίγουρα μας βλέπει, αλλά λες να καταλαβαίνει ότι είμαστε άνθρωποι; Να καταλαβαίνει ότι βρίσκεται μπροστά σε κάτι ανώτερο; (Γυρνάει και κοιτάει τον Έρωτα). Είμαστε ανώτεροι από την αράχνη, έτσι δεν είναι;
ΕΡΩΤΑΣ: Προσπάθησε να συγκεντρωθείς σ’ αυτό που σου λέω. Συγκεντρώσου σ’ αυτό που συμβαίνει τώρα. Αν με λύσεις θα ζήσεις. Δεν θες να ζήσεις; Λύσε με.
ΣΠΥΡΟΣ: Στα μέρη μου, κάτω από το αυλάκι, στην Κόρινθο, λένε μια ιστορία, για έναν από τους παλιούς των ημερών, ξέρεις, τους αρχαίους. Εκείνος έπιασε τον Χάροντα και τον έδεσε. Έτσι κανείς δεν πέθαινε για λίγες μέρες, όσο καιρό τον είχε εκεί.
ΕΡΩΤΑΣ: Τον γνωρίζω τον μύθο. Ξέρω την ελληνική μυθολογία καλύτερα απ’ όσο την ξέρετε εσείς, οι υποτιθέμενοι απόγονοι.
ΣΠΥΡΟΣ: Δεν είναι μύθος.
ΕΡΩΤΑΣ: Φυσικά και είναι, ηλίθιε. Αυτός ήταν ο Σίσυφος. Και ξέρεις πως τον τιμώρησαν οι Κριτές των Νεκρών; Τον έβαλαν να σπρώχνει έναν βράχο, αιώνια.
ΣΠΥΡΟΣ: Δεν το ήξερα αυτό.
ΕΡΩΤΑΣ: Βεβαίως δεν το ήξερες. Αλλά το ξέρουν όλοι όσοι έχουν σπουδάσει, σε αντίθεση με–
ΣΠΥΡΟΣ: Οπότε είναι αλήθεια.
Ο Έρωτας πάει να βρίσει.
ΣΠΥΡΟΣ: Αφού το ξέρουν όλοι αυτοί που έχουν σπουδάσει.
Ο Έρωτας αντιλαμβάνεται άξαφνα, σαν να φωτίζεται, ότι ο δεσμοφύλακας του δεν είναι ηλίθιος ή ψυχασθενής, αλλά παίζει μαζί του, όπως η αράχνη με το παγιδευμένο έντομο.
ΕΡΩΤΑΣ: Ωραία… Κατάλαβα… Τι θες ως αντάλλαγμα για να μ’ αφήσεις; Μπορείς να πάρεις πολύ χρυσό. Και θα φροντίσω να διαφύγεις… Αν με αφήσεις να γράψω ένα μήνυμα. Θα πάρεις λύτρα, όσα θες, και κάτι για να σε πάει στην Αίγυπτο… Εκτός κι αν… Φαίνεσαι έξυπνος άνθρωπος, μιλάς καλά και τα γερμανικά. Θα μας ήσουν πολύ χρήσιμος, σκέψου ‘το.
ΣΠΥΡΟΣ: Θα το σκεφτώ… Όμως πρέπει να μάθουν οι δικοί σου ότι είσαι ζωντανός… Θα χρειαστώ το καπέλο σου.
Του το βγάζει και το κρατάει σαν να το ζυγίζει.
ΕΡΩΤΑΣ: Αυτό από μόνο του δεν αποδεικνύει ότι είμαι ζωντανός.
ΣΠΥΡΟΣ: Έχεις δίκιο. Πως δεν το σκέφτηκα;
Ο Σπύρος σηκώνεται, πάει ως τη γωνία και επιστρέφει με έναν μπαλτά. Ο Έρωτας δεν αντιδρά. Παγώνει.
ΣΠΥΡΟΣ: Το πιο σημαντικό δάκτυλο είναι ο αντίχειρας.
Φέρνει το αριστερό του χέρι μπροστά στο πρόσωπο του και παρατηρεί τον αντίχειρα του.
ΣΠΥΡΟΣ: Αυτός μας κάνει ανθρώπους. Τα υπόλοιπα δεν είναι απαραίτητα. Όχι όλα. Ειδικά αυτό, το μικρό… Πως το λέτε στα γερμανικά αυτό το δάκτυλο;
Κουνάει το μικρό δάκτυλο. Ο Έρωτας δεν απαντάει.
ΣΠΥΡΟΣ: Ουσιαστικά είναι άχρηστο. Δεν θα σου λείψει.
Πιάνει το χέρι του Έρωτα και κρατάει το μικρό του δάκτυλο τεντωμένο.
ΕΡΩΤΑΣ (φωνάζει): Αν το κάνεις υπογράφεις τη θανατική σου καταδίκη!
ΣΠΥΡΟΣ: Αυτό το έκανα μόλις γεννήθηκα… Τώρα κλείσε τα άλλα και μην κουνιέσαι. Δεν είμαι καλός στο σημάδι.
ΕΡΩΤΑΣ: ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ! ΔΕΝ ΘΑ ΤΟΛΜΗΣΕΙΣ!
ΣΠΥΡΟΣ: Ηρέμησε και μην κουνιέσαι. Κλείσε τα μάτια και σκέψου κάτι όμορφο: Τη σβάστικα, το θείο Αδόλφο, τους ανθρώπους που βασάνισες.
ΕΡΩΤΑΣ: ΜΗΝ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ!
Ο μπαλτάς πέφτει.)
Χαμός έγινε στη Λάρισα. Δεν ήξεραν τι να κάνουν οι Γερμαναράδες. Να σκοτώσουν; Να περιμένουν για να ανταλλάξουν τον αρχηγό τους; Ήταν σημαντικός ο δόκτορας, το Ράιχ τον χρειαζόταν. Και λεγόταν ότι ήταν από τους αγαπημένους του ίδιου του Χίτλερ… Οπότε έγινε κάτι σαν ανακωχή.
Για μια βδομάδα ήταν ο Έρωτας στο υπόγειο. Οι Γερμαναράδες δεχτήκαν να αφήσουν τα γυναικόπαιδα που κρατούσαν. Οι αντιστασιακοί έμαθαν τι γινόταν και βρήκαν χρόνο να αλλάξουν θέσεις. Μια βδομάδα τον είχε εκεί κάτω…
Μετά… Αυτό είναι το παράξενο. Ο Σπύρος δεν τον σκότωσε…
Ένα βράδυ έδωσε εντολή στα κορίτσια από το Χρυσό Σπίτι να φύγουν, να εξαφανιστούν. Τους μοίρασε όσα λεφτά είχε και τους είπε να πάνε σε άλλο μέρος.
Σαν φύγαν εκείνες έστειλε μήνυμα στους Γερμαναράδες και έφυγε κι αυτός, ανέβηκε στα βουνά. Ο αρχιγερμαναράς βρέθηκε στο υπόγειο, πεινασμένος και χεσμένος, με κάμποσα δάκτυλα να του λείπουν. Τον άφησε εκεί κι έφυγε. Δεν ξέρω γιατί το έκανε έτσι. Δεν μπορούσε να τον σκοτώσει; Πίστευε ότι ο γερμαναράς θα το εκτιμούσε; Δεν ξέρω… Ούτε κι αυτός ήξερε.
(Ο Έρωτας είναι ακόμα δεμένος στην καρέκλα. Τόσες μέρες κάνει τις ανάγκες του πάνω του. Του λείπουν εφτά δάκτυλα. Τα ακρωτηριασμένα είναι μπανταρισμένα. Οι επίδεσμοι είναι καθαροί. Ο Σπύρος του καυτηρίαζε κάθε δάκτυλο, αφού το ‘κοβε, ζητώντας ‘του συγνώμη, που δεν είχε μορφίνη.
Τον πλησιάζει με τη λάμπα πετρελαίου στο χέρι. Τον παρατηρεί για λίγο να κοιμάται. Μετά τον φιλάει στο μέτωπο και του μιλάει, γλυκά.
ΣΠΥΡΟΣ: Ξύπνα, μικρέ μου, η μαμά έφτιαξε λουκάνικα για πρωινό, ξύπνα.
Ο Έρωτας ανοίγει τα μάτια.
ΕΡΩΤΑΣ: Νερό!
Ο Σπύρος πηγαίνει και φέρνει ένα ποτήρι με νερό. Του το ακουμπάει στα χείλη κι όταν εκείνος σκύβει για να πιεί, του το ρίχνει στο πρόσωπο. Ο Έρωτας γλύφει όσο νερό μπορεί.
Ο Σπύρος κάθεται και αφήνει τη λάμπα κάτω. Το φως, έτσι όπως έρχεται από χαμηλά, τον κάνει να φαίνεται τρομαχτικός.
ΣΠΥΡΟΣ: Ήταν κι ένας άλλος πρόγονος μου, ένας αρχαίος, από την Κόρινθο. Ξέρεις τι είχε κάνει αυτός; Είχε βράσει το ίδιο του το παιδί και το είχε δώσει στους θεούς να το φάνε… Άτιμη φάρα οι Έλληνες, δεν συμφωνείς;
Ο Έρωτας δεν απαντάει. Προσπαθεί να σταθεί ίσια.
ΣΠΥΡΟΣ: Τον τιμώρησε ο Θεός. Τον έστειλε στην Κόλαση, αλλά τι παράξενη Κόλαση ήταν αυτή. Τον είχε μέσα σε μια λίμνη, αιώνια διψασμένο, κι όποτε εκείνος έσκυβε να πιεί νερό η λίμνη στέρευε.
ΕΡΩΤΑΣ: Δεν θα γλιτώσεις.
ΣΠΥΡΟΣ: Πιστεύεις στο Θεό, Ράινχαρντ;
Ο Έρωτας δεν απαντάει. Μισοκλείνει τα μάτια και γέρνει στα δεξιά, πολύ εξαντλημένος πια για να αντιμετωπίσει τον δεσμοφύλακα. Ο Σπύρος γελάει.
ΣΠΥΡΟΣ: Συμφωνούμε! Κι εγώ το ίδιο κάνω όταν σκέφτομαι τον θεό.
Μιμείται τη στάση του Έρωτα. Με μισόκλειστα μάτια, σαν ηλίθιος, να κοιτάει απέναντι. Μετά ανάβει τσιγάρο.
ΣΠΥΡΟΣ: Αλλά κάτι μου λέει ότι αυτή η ζωή δεν είναι το τέλος… Πως θα είναι μετά; Το έχεις αναρωτηθεί ποτέ;
Ο Έρωτας βογγά και προσπαθεί να βρίσει.
ΣΠΥΡΟΣ: Μην εξάπτεσαι, μην εξάπτεσαι… Δεν θέλω να μου πάθεις τίποτα, έτσι, χωρίς λόγο… Σου είπα τα καλά νέα; Χίλιες λίρες δίνουν οι δικοί σου, σε όποιον έχει πληροφορίες. Χίλιες λίρες. Μάλλον είσαι πολύ σημαντικός. Μήπως ξέρεις πράγματα που δεν πρέπει κανείς να μάθει;
ΕΡΩΤΑΣ (με δυσκολία): Θα σε βρουν.
ΣΠΥΡΟΣ: Το θέμα είναι να βρουν εσένα, όχι εμένα… Εμένα με βρήκαν. Μόλις τώρα ήμουν με τον δικό σας, τον Έρμαν, εκείνον με τα γυαλάκια που του αρέσουν οι ώριμες κυρίες. Ξέρεις ποιον λέω. Με ρωτούσε αν έχω ακούσει τίποτα. Του είπα ότι σ’ έχω κρυμμένο στο υπόγειο, και γελούσε. Μετά του έβαλα υποψίες για τον Πούλο, τον ταγματασφαλίτη… Ναι, θα μπορούσε να το ‘χε κάνει αυτός, θα έκανε τα πάντα για τα λεφτά.
ΕΡΩΤΑΣ: Τι θες;
Ο Σπύρος ρουφάει μια τελευταία τζούρα από το τσιγάρο του. Έπειτα σηκώνεται και πλησιάζει τον ιστό της αράχνης. Τον παρατηρεί. Μιλάει από εκεί που βρίσκεται.
ΣΠΥΡΟΣ: Θα είμαι ειλικρινής μαζί σου, Ράινχαρντ, γιατί κατά βάθος συμπαθώ τους ανθρώπους… Δεν ξέρω τι θέλω… Δεν σε μισώ. Στην αρχή σε σιχαινόμουν, αλλά τώρα σε λυπάμαι κι εσένα.
ΕΡΩΤΑΣ: Δεν θέλω τον οίκτο σου.
ΣΠΥΡΟΣ: Δεν είναι οίκτος… Περιφρόνηση είναι… Είσαι κι εσύ τόσο ασήμαντος. Ίσως γι’ αυτό έγινες αυτό που έγινες. Ήθελες να νιώσεις θεός, ανώτερος, σαν την αράχνη με τα κουνούπια που πιάνει στον ιστό της, σ’ αρέσει αυτό, σε όλους τους ανθρώπους αρέσει, να έχουν εξουσία, εξουσία ζωής και θανάτου, σε φτιάχνει αυτό… Εμένα όχι.
Πηγαίνει, παίρνει τη λάμπα και την πλησιάζει στο πρόσωπο του Έρωτα.
ΣΠΥΡΟΣ: Είσαι μικρός, Ράινχαρντ… Ασήμαντος σαν κουνούπι.
Ο Έρωτας τυφλώνεται και κλείνει τα μάτια.
ΣΠΥΡΟΣ: Όλοι έτσι είμαστε…
Φεύγει και αφήνει τον Έρωτα στο σκοτάδι.)
Λες να πίστευε ότι ο Γερμαναράς θα το εκτιμούσε; Τότε έκανε μεγάλο λάθος… Σαν συνήλθε ο Έρωτας και σαν μαθεύτηκε ποιος ήταν ο υπαίτιος… Εκτέλεσαν όλους τους άντρες από το χωριό του Σπύρου και σχεδόν όλες τις γυναίκες. Τη μάνα του και τον πατέρα του πρώτους-πρώτους. Τα παιδιά του χωριού τα ‘στειλαν σε ορφανοτροφεία και σε στρατόπεδα. Το ίδιο το Λιντίτσι το κάψαν, του βάλανε δυναμίτη και μετά, στο μέρος που ήταν κάποτε σπίτια, έβαλαν τους χωριανούς από τα γύρω χωριά να φυτέψουν καλαμπόκι. Το εξαφάνισαν από το χάρτη.
Θα μου πεις τώρα, ότι η αντίσταση συνεχίστηκε, πόλεμος ήταν.
Όμως, μπορείς εσύ να ζυγιάσεις τις ζωές; Ποιος αξίζει να ζήσει και ποιος να θυσιαστεί;
Ο Σπύρος, που νόμιζε ότι μπορούσε να είναι πάνω απ’ όλα, έμαθε τα νέα στο βουνό και έσφιξε τα δόντια για ν’ αντέξει. Τα παράσφιξε. Δεν μπορούσε να το ξεχάσει, δεν μπορούσε να το καταλάβει. “Έσωσα εκατό και πεθάναν χίλιοι”, έλεγε όταν ήμασταν στην Αθήνα, τότε που είχε αρχίσει να χάνεται… Δεν μπορούσε να ξεχάσει, δεν μπορούσε να καταλάβει…
Περίεργα θα σου φαίνονται όλ’ αυτά. Ο παππούς σου, που νόμιζες ότι πάντα ήταν γέρος και βλαμμένος, να έχει κάνει τέτοια πράγματα… Αδαμάκι μου, όλοι νέοι ήμασταν πριν γεράσουμε. Και το ίδιο θα συμβεί και σε σας και σε όλους τους νέους.
Αυτή είναι η διαφορά μας. Εμείς περάσαμε από εκεί που είστε εσείς και ξέρουμε πως είναι. Εσείς δεν μπορείτε να μας καταλάβετε. Σας φαινόμαστε αργοί, ίσως και κάπως ηλίθιοι. Σίγουρα βαρετοί… Αλλά εμείς ζήσαμε την νεότητα, γι’ αυτό και την αγαπάμε. Εσείς δεν ξέρετε πως είναι να είσαι γέρος. Αλλά θα το μάθετε. Κι αυτό στο εύχομαι. Να καταφέρεις να γεράσεις, να σου τύχει να γεράσεις, γιατί είμαι βέβαιη πια, θέμα τύχης είναι η ζωή κι όπου του μέλλει να πνιγεί ποτέ του δεν πεθαίνει.
Ο παππούς σου δεν γέρασε στ’ αλήθεια. Όταν ήρθε η ώρα του να γεράσει χάθηκε, δεν πέθανε στ’ αλήθεια, αλλά σταμάτησε να ζει μέσα στον κόσμο, διάλεξε κάτι άλλο ή μπορεί να μην το διάλεξε, του έτυχε, μέχρι που πέθανε, αιωνία του η μνήμη.
(“Αιωνία του”, επαναλαμβάνει ειρωνικά ο Αδάμ και βγάζει το πακέτο του να καπνίσει.
Όσο αιώνιος είναι ο καπνός του τσιγάρου, άλλο τόσο αιώνια θα είναι και η μνήμη του, η μνήμη κάθε ανθρώπου. Μόνο ο καπνός από έναν ολόκληρο ναό, όπως αυτόν που έκαψε ο Ηρόστρατος, μπορεί να σου εξασφαλίσει την αιωνιότητα.
Κι αυτή πάλι είναι μια αιωνιότητα ανθρώπινη, καθορισμένη από την ευθραυστότητα του ανθρώπινου είδους.
Οι αράχνες δεν διαβάζουν Πεσσόα, τα βακτήρια δεν γνωρίζουν τον Σοάρες, τα αστέρια αδιαφορούν για τον Ρέις.
Άλλωστε ούτε τα αστέρια είναι αιώνια. Η αιωνιότητα, όπως και το άπειρο, όπως και η αλήθεια, ο θεός, είναι ανθρώπινες κατασκευές. Μαζί τους θα χαθούν.)
Δώσε ένα και στον παππού σου.
(Ο Αδάμ ανάβει τσιγάρο, τραβάει μια δυνατή ρουφηξιά και το χώνει ανάποδα στο χώμα. Έπειτα στέκεται και το κοιτάει λες και απόθεσε στεφάνι καπνίζον για τους πεσόντες.)
Του άρεσε να καπνίζει. Τι του άρεσε που μας είχε ντουμανιάσει. Τον είχες δει κι εσύ. Αυτό τον έφαγε, όλη την ώρα με– Τι έγινε μετά; Μετά από τι; Όταν πήγε στα βουνά;
Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι. Υπάρχουν άνθρωποι που τραβούν τις συμφορές. Κι άλλοι που τραβούν το χρήμα. Αλλά όλοι τραβάμε εκείνους που μας μοιάζουν.
(Όμοιος ομοίω αεί πελάζει)
Ναι, ο όμοιος τον όμοιο και δείξε μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι.
Στα βουνά ο Σπύρος μπλέχτηκε με έναν περίεργο άνθρωπο. Μετά, όποτε μιλούσε γι’ αυτόν, τα μάτια του λάμπανε. Η φωνή του, μου έλεγε, δεν έχω ξανακούσει τέτοια φωνή από άνθρωπο. Τον λάτρεψε…
Μόνο έναν άνθρωπο νομίζω ότι σεβάστηκε ο Σπύρος έτσι. Κι εμένα μ’ αγάπησε και τα παιδιά του, αλλά εκείνον τον θυμόταν αλλιώς, λες και ήταν ο Θεός ο ίδιος.
Ναι, αυτόν δεν τον ξέχασε. Τον Καπετάν Αρθούρο, τον ποιητή καπετάνιο.
(συνεχίζεται)
[…] (η συνέχεια εδώ) […]
Comments are closed.