Ο Πωλ και η Μπόμπι δεν ταίριαζαν στον Κήπο. Όταν τους είδα πρώτη φορά να μπαίνουν και να κάθονται αναρωτήθηκα τι θέλουν στο μπαρ. Θα μπορούσαν να ήταν παππούς και γιαγιά μου – ή μάλλον προπάππους και προγιαγιά.
Ήταν νωρίς το απόγευμα, μόλις που είχα ανοίξει, και η Θέμη -η σερβιτόρα- δεν είχε έρθει ακόμα. Έτσι πήγα να τους πάρω παραγγελία, αν και κάτι μου έλεγε ότι είχαν κάτσει πιστεύοντας ότι θα μπορούσαν να φάνε παγωτό ή πάστα-αμυγδάλου (το αγαπημένο γλυκό ζαχαροπλαστείου για κάθε άνθρωπο που γεννήθηκε πριν εφευρεθεί η τηλεόραση).
Από κοντά φαίνονταν ακόμα πιο γέροι. Ήταν μπασμένοι σαν καλικάντζαροι και τα μαλλιά τους ήταν τόσο άσπρα που ένας Εσκιμώος θα τα χαρακτήριζε: “Εκτυφλωτικό λευκό του χιονιού που δεν το έχει κατουρήσει αρκούδα”.
Το πρόσωπο τους ρυτιδιασμένο. Τα μάτια τους υγρά και κόκκινα. Τα χέρια τους -αυτά τα πρόσεξα όταν τους σέρβιρα- ήταν στρεβλά και δυσκίνητα. Οι κινήσεις τους, απελπιστικά αργές, μου θύμισαν ένα αργοκίνητο πλάσμα του Αμαζονίου, λέγεται sloath ή βραδύπους, αν δεν κάνω λάθος.
Τους χαμογέλασα και τους είπα ότι είχαν κάτσει σε μπαρ.
“Το παγωτατζίδικο είναι από την έξω μεριά του φράχτη”, συνέχισα και ετοιμάστηκα να φύγω.
“Μιλάτε γαλλικά;” με ρώτησε -στα γαλλικά- ο Πωλ.
~~{}~~
Ήταν τρία χρόνια που έκανα ιδιαίτερα με την κυρία Γενοβέφα. Την είχα πάρει τηλέφωνο και τη ρώτησα αν μπορούσε να μου κάνει μαθήματα.
“Είστε φοιτητής;” με είχε ρωτήσει.
“Όχι, εργάζομαι στο νησί, σερβιτόρος, μπάρμαν, ανάλογα”.
“Α, κατάλαβα. Θέλετε να μάθετε γαλλικά για τη δουλειά σας.”
“Όχι!” είπα εγώ. (Αν είναι δυνατόν να μάθω γαλλικά για να είμαι καλύτερος σερβιτόρος.) “Όχι, θέλω να μάθω γαλλικά για να…” Δίστασα. “Για να διαβάσω τα Άνθη του Κακού από το πρωτότυπο.”
Ένα κενό. Communication breakdown, its always the same.
“Ξέρετε”, είπε η Γενοβέφα, “αυτό είναι λίγο δύσκολο, αλλά μπορούμε να δοκιμάσουμε.”
Έκανα τρία χρόνια μαθήματα, πριν φύγω στη Γαλλία. Δεν πήρα πτυχίο, αλλά, ναι, διάβασα Μποντλέρ, με πολύ κόπο και το λεξικό στο πλάι.
Και μου χρησίμευσαν σίγουρα όταν συνάντησα τον Πωλ και την Μπόμπι.
~~{}~~
“Λίγο”, είπα στον Πωλ. “Εδώ είναι μπαρ, μπρασερί. Παγωτό σερβίρουν στις καρέκλες απ’ έξω.”
“Ωραία μουσική”, μου είπε στα ελληνικά η Μπόμπι.
Έστησα αυτί και κατάλαβα για ποιο λόγο είχαν έρθει τα γεροντάκια στον Κήπο. Νωρίς το απόγευμα, πριν αρχίσει να παίζει ροκ μουσική ο Νίκος, έβαζα ό,τι CD ήθελα να ακούσω. Εκείνη τη μέρα είχα βάλει ένα με τις μεγάλες κυρίες της τζαζ. Όταν μου είπε η Μπόμπι ότι της άρεσε η μουσική ακουγόταν η Νίνα Σιμόν να τραγουδάει το “Σ’ αγαπάω, Πόργκι”, του Γκέρσουιν.
“Είναι η Νίνα Σιμόν”, τους πληροφόρησα.
“Το ξέρουμε”, είπε η Μπόμπι και γέλασε. “Αλλά σε αυτή την ηχογράφηση είναι κάπως σπασμένη η φωνή της. Τραγουδούσε καλύτερα όταν ήταν νέα. Και σίγουρα είναι διαφορετικά να την ακούς ζωντανά”.
Κοίταξε τον Πωλ κι εκείνος είπε: “Υπέροχη Σιμόν, η μαύρη ιέρεια.”
“Την έχετε ακούσει ζωντανά;” ρώτησα. “Πότε;”
“Ω, ήταν πολύ παλιά”, έκανε η Μπόμπι. “Είχε περάσει από τη Γαλλία κι έπαιζε σε μια μικρή μπουάτ στην Τουλούζ. Δεν ήταν ακόμα διάσημη. Μόνο εκείνη και το πιάνο της. Ήταν γνωστή, αλλά όχι στους πολλούς. Θυμάσαι, Πωλ;”
Εκείνος ένευσε και ξεκίνησε να μιλάει για τη Σιμόν, ανακατεύοντας ελληνικά και γαλλικά. Σαν τέλειωσε δεν ήξερα τι να πω. Τα γεροντάκια γνώριζαν πολύ περισσότερα για τη τζαζ από μένα. Η αλαζονεία της νεότητας είχε για μια ακόμα φορά αστοχήσει.
“Να σας φέρω κάτι να πιείτε;” ρώτησα για να κρύψω την ντροπή μου.
Θα ήταν άκρως εντυπωσιακό αν μου είχαν ζητήσει μαλτ ουίσκι και κίτρινη τεκίλα χωρίς πάγο. Όμως, ας μην υπερβάλλουμε, νεαροί μου. Παραγγείλανε τσάι και καφέ χωρίς καφείνη. Και αντί για ζάχαρη, ζαχαρίνη. Τους σέρβιρα, τα ήπιανε τραγουδώντας μερικούς στίχους και φύγανε, πριν αρχίσει η νύχτα και η ροκ.
~~{}~~
Την επόμενη μέρα τους είδα, την ίδια ώρα, να κατεβαίνουν προς τον Κήπο. Απ’ τη στιγμή που στρίψανε στη γωνία μέχρι να φτάσουν και να κάτσουν πρόλαβα να πλύνω τα ποτήρια που είχα αφήσει από την προηγούμενη νύχτα και να καπνίσω ένα τσιγάρο. Πριν πάω στο τραπέζι έβαλα να παίζει ένα CD του Τζάνκο Ρέινχαρτ, του Γάλλου κιθαρίστα με τα τρία δάκτυλα.
“Μπράβο!” είπε ο Πωλ από μακριά. “Ο τσιγγάνος που ανακάλυψε την τζαζ.”
“Είμαι σίγουρος ότι τον έχετε ακούσει κι αυτόν ζωντανά”, τους είπα σαν πλησίασα.
“Ω, ναι” είπε ο Πωλ. “Πολλές φορές. Με το υπέροχο βιολι του Γκραπέλι και το κουιντέτο τους. Να παίζουν στο Χοτ-Κλαμπ, πριν τον πόλεμο. Εσύ ήσουν μικρή τότε”, είπε στην Μπόμπι, πιάνοντας ‘της το χέρι. “Οι γονείς δεν θα σε άφηναν να πηγαίνεις σε τέτοια κακόφημα μέρη.”
“Δεν μ’ αφήνανε”, είπε η Μπομπι και τα μάτια της γελάσανε.
“Τι;” έκανε ο Πωλ. “Είχες πάει στο Χοτ-Κλάμπ;”
“Μόνο μια φορά”, είπε η Μπόμπι σαν μαθήτρια που την πιάνουν να έχει κάνει κοπάνα.
Όμως δεν άντεξε τη διερευνητική ματιά του Πωλ και ομολόγησε:
“Εντάξει. Είχα πάει δύο. Δυο-τρεις. Με φλέρταρε ο Μπάρο, ο δεύτερος κιθαρίστας.”
“Ο παιδεραστής!” έκανε ο Πωλ. “Πόσα ακόμα δεν ξέρω για σένα; Έχεις κι άλλες εκπλήξεις; Αν δεν σε έσωζα εγώ θα κατέληγες στα καμπαρέ.”
“Μην υπερβάλλεις”, είπε η Μπόμπι.
Ο Πωλ με κοίταξε και είπε, συνομωτικά, κλείνοντας το μάτι: “Μια γυναίκα με παρελθόν είναι σαν παλιό καλό κρασί. Πρέπει να ξέρεις να πίνεις για να το απολαύσεις.”
Η Μπόμπι τον χτύπησε στο χέρι για να τον μαλώσει. Εγώ δεν ήξερα τι να πω. Ένιωθα λες και βρισκόμουν μπρος σε δύο νεόνυμφους ή -ακόμα περισσότερο- σαν να βρισκόμουν μπρος σε δύο ερωτευμένα παιδαρέλια.
Ο έρωτας είναι μια κοινώς αποδεκτή παραφροσύνη.
“Να σας φέρω τα συνηθισμένα;” ρώτησα.
“Τα συνηθισμένα”, είπε ο Πωλ. “Αλλά γι’ αυτήν φέρε κανονική ζάχαρη. Είναι μοιραία γυναίκα.”
Καθώς έφευγα άκουσα την Μπόμπι να λέει κάτι που τέλειωνε με femme fatale.
Έφτιαξα τα ροφήματα τους σφυρίζοντας το “Δάκρυα” του Ρέινχαρντ. Τα γεροντάκια μου είχαν φτιάξει το κέφι. Μόλις τους σέρβιρα τους ρώτησα αν μπορούσα να κάτσω μαζί τους. Αυτοί χάρηκαν και πήγα να φέρω τον καφέ μου -ήταν νωρίς ακόμα για ποτό.
“Να μια καλή ευκαιρία”, σκεφτόμουν, “ν’ ακούσω μια ιστορία έρωτα.”
~~{}~~
Είμαι ένας άνθρωπος με αθώο πρόσωπο. Όχι με αθώα καρδιά ούτε με αγγελικό πρόσωπο. Απλά φαίνομαι αγαθός -όχι ηλίθιος, προς Θεού! Αυτό βοηθούσε, όσο καιρό δούλευα στο μπαρ, για να αρχίζουν οι πελάτες να εξομολογούνται.
Και ίσως έχω εθιστεί -ύστερα από αυτή τη θητεία μου πίσω από την μπάρα- στο να ακούω ιστορίες από αγνώστους. Δεν είναι καθόλου ψυχοφθόρο, αφού ο αφηγητής δεν περιμένει τίποτα άλλο από εσένα, παρά μόνο να τον ακούς. Ή να κάνεις ότι τον ακούς.
Τρεις κανόνες υπάρχουν για τον καλό μπάρμαν: Δεν φέρνεις ποτέ αντιρρήσεις, δεν αμφιβάλλεις για όσα ακούς, δεν διακόπτεις για να πεις τη δική σου ιστορία και όταν λένε αστεία γελάς. Το τελευταίο δεν είναι κανόνας, αλλά βοηθάει.
Πολλές ιστορίες που άκουσα ήταν τόσο βαρετές που μετά βίας συγκρατούσα τα χασμουρητά. Σε αυτές τις περιπτώσεις βοηθάει το ποτό. Γιατί, όπως έλεγε και ο ποιητής-αυτόχειρας της Πρέβεζας: “Όλα μου φαίνονται χρυσά όταν τα κοιτώ μέσα από ένα ποτήρι ρετσίνα”.
~~
Όταν άκουγα τον Πωλ και την Μπόμπι δεν χρειαζόμουν ποτό. Είναι ωραίο να ακούς γέρους να διηγούνται. Δεν νομίζω ότι έχει κάνει με κάποιου είδους σοφία, που υποτίθεται ότι αποκτούν όλοι όσοι γερνάνε. Τις μεγαλύτερες βλακείες τις λένε οι γέροι. Όμως έχουν εμπειρίες κι αν τύχεις και στο σωστό άτομο, τότε αξίζει να βγάλεις το σκασμό.
Οι γέροι ζουν στο παρελθόν. Είναι λες και το κεφάλι τους είναι γεμάτο (η ταμπέλα “no vacancy” αναβοσβήνει απ’ έξω), έτσι κάθε ερέθισμα τους οδηγάει στο παρελθόν. Μπορεί να το κάνουν, ασυναίσθητα, για να κατανοήσουν το παρελθόν τους, τη ζωή τους, καθώς οδεύουν προς το τέλος.
Τα παιδιά δεν έχουν παρελθόν ούτε τα ενδιαφέρει το μέλλον. Ζούνε μόνο για ένα παγωτό-χωνάκι, για παιχνίδι με τους φίλους και για ένα μητρικό χάδι.
Οι νέοι ζουν πιο πολύ στο μέλλον. Ονειρεύονται μεγαλεία και έρωτες, πλούτη και γάμους, δόξα και μεταθανάτια φήμη.
Οι μεσήλικες επιβιώνουν.
Οι γέροι δεν νοιάζονται για το μέλλον της ζωής τους (γι’ αυτό άλλωστε ψηφίζουν όσο πιο συντηρητικά μπορούν). Πάνε στην εκκλησία για να ποντάρουν στην αθανασία, αυτό είναι το μέλλον τους. Το παρόν τους; Φάρμακα, κακή μνήμη και ακράτεια, τηλεόραση και απόγονοι που τους θυμούνται κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα. Αλλά το παρελθόν τους.
Όταν ένας άνθρωπος αρχίζει να λέει: “Θυμάσαι τότε που…”, ε, τότε αυτός ο άνθρωπος έχει αρχίσει να γερνάει.
~~{}~~
Έτσι κι εγώ δεν μπορούσα να ρωτήσω τον Πωλ και την Μπόμπι ποια ήταν τα σχέδια τους για το μέλλον. Άλλωστε αυτό που με ενδιέφερε ήταν να ακούσω για τις μυθικές εποχές, από κάποιους που ήταν αυτόπτες -και αυτήκοοι- μάρτυρες.
“Πότε γεννηθήκατε;” ρώτησε ο ξεδιάντροπος μπάρμαν, ξεκινώντας τη συνέντευξη.
“Γεννήθηκα δεκαπέντε χρόνια πριν ηχογραφήσει η Χόλιντεϊ το πρώτο της τραγούδι. Λίγο μετά τον πρώτο πόλεμο”, είπε ο Πωλ και συμπλήρωσε: “Μην ρωτήσεις πότε γεννήθηκε η κυρία.”
“Πού μάθατε ελληνικά;” ήταν η δεύτερη ερώτηση.
“Εδώ”, είπε η Μπόμπι. “Ήρθαμε στην Ελλάδα για πρώτη φορά πριν… Πριν πενήντα χρόνια; Τότε όλοι οι Γάλλοι χορεύανε συρτάκι και πίνανε ρετσίνα. Ο Ζορμπάς ήταν η αγαπημένη μας ταινία. Από τότε, σχεδόν κάθε χρόνο ερχόμαστε.”
“Τι δουλειά”, ξεκίνησα να λέω, αλλά σταμάτησα. Ό,τι δουλειά και να έκαναν, πρέπει να είχε περάσει τόσος καιρός από τότε που πήραν τη σύνταξη που δεν θα είχε καμιά σημασία γι’ αυτούς.
“Δάσκαλοι ήμασταν”, είπε η Μπόμπι.
Είχε σημασία τελικά. Υπάρχουν δουλειές από τις οποίες περιμένεις μόνο το μισθό και τη σύνταξη. Αλλά είναι κι άλλες που σου δίνουν περισσότερα, ίσως επειδή δίνεις κι εσύ περισσότερα.
“Πώς γνωριστήκατε;” ρώτησα μετά και κατάλαβα ότι είχα χτυπήσει φλέβα (ατόφιου παρελθόντος). Αυτή ήταν η σωστή ερώτηση.
Ο Πωλ και η Μπομπι κοιταχτήκανε κι αρχίσαν να ρωτάνε ο ένας τον άλλο πότε ήταν η πρώτη φορά που ειδωθήκανε.
~~
“Θυμάμαι”, είπε ο Πωλ. “Ήσασταν πρωτοετείς. Μόλις είχατε έρθει. Όλοι οι συμφοιτητές μου κοιτούσαν τη Βερονίκ, εκείνη την παρδαλή με τα μεγάλα” (έκανε μια κίνηση που σήμαινε βυζιά) “αλλά εγώ–“
“Το θυμάσαι το όνομα της”, είπε η Μπόμπι.
“Όχι! Ναι, το θυμάμαι, αλλά ως θηλυκό προς αποφυγή”, δικαιολογήθηκε ο Πωλ.
“Ναι, σε πιστεύω”, είπε η Μπόμπι.
“Μα ήταν τεράστια!” είπε ο Πωλ, προσπαθώντας να αστειευτεί, και σαν κατάλαβε ότι το αστείο του δεν έπιασε, συμπλήρωσε: “Εγώ μόνο εσένα αγάπησα.”
“Τουλάχιστον τα δικά μου σταθήκανε στο ύψος των περιστάσεων όσο καιρό στεκόταν και το…” είπε η Μπόμπι και κοίταξε τον καβάλο του Πωλ, όπου σίγουρα τίποτα πια δεν στεκόταν.
Ο Πωλ γέλασε και τη φίλησε. Μετά μου είπε: “Να ξέρεις: Οι γυναίκες πρέπει να έχουν πάντα την τελευταία λέξη. Μόνο έτσι τελειώνει η συζήτηση στον γάμο.”
~~{}~~
“Και γιατί ερωτευτήκατε;” τους ρώτησα πριν αρχίσουν να θυμούνται δυσάρεστες εμπειρίες, από επίδοξους μνηστήρες και μεγαλόβυζες πιτσιρίκες.
“Τι εννοείς;” έκανε η Μπόμπι.
“Γιατί ερωτευτήκαμε;” ρώτησε ο Πωλ. “Είναι σαν να ρωτάς γιατί η βροχή πέφτει από τον ουρανό. Ερωτευτήκαμε γιατί δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς.”
Το CD τέλειωσε και τους ρώτησα τι ήθελαν να ακούσουν.
“Ζωρζ Μπρασσέν”, είπε ο Πωλ και η Μπομπι συγκατάνευσε. “Θα ταίριαζε η μεθυσμένη φωνή του κάτω από αυτό το αμπέλι.”
“Το μόνο γαλλικό που έχω μαζί είναι Σερζ Γκαινσμπούργκ”, τους είπα.
“Βάλε αυτό”, έκανε ο Πωλ και είπε κάτι στο αυτί της Μπόμπι.
Η Μπόμπι, χαμογελώντας, είπε: “Ναι!” Σαν να έλεγε: “Θυμάμαι!”
~~{}~~
Πήγα να αλλάξω μουσική και τους κοιτούσα να χαϊδεύονται πίσω από το σιντριβάνι. Αναρωτιόμουν πώς γίνεται δύο άνθρωποι να μένουν για τόσο καιρό μαζί. Να μένουν τόσο καιρό ερωτευμένοι. Σίγουρα θα ζήσανε δύσκολες στιγμές. Ίσως κάποια Βερονίκ με πληθωρικό μπούστο να ήταν αιτία για κάποια από αυτές. Ή μπορεί να ήταν κάποιος Μπάρο, κιθαρίστας με τσιγγάνα καρδιά.
Ή μπορεί να ήταν η ρουτίνα, η κούραση, ο ίδιος ο χρόνος που περνάει από πάνω σου αδυσώπητος, ισοπεδώνοντας βυζιά, πουλιά και όνειρα.
Σαν γύρισα τους ρώτησα ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή που είχαν ζήσει, στον έρωτα τους. Πόσο πιο αδιάκριτος μπορεί να είναι ένας μπάρμαν;
Η Μπόμπι κοίταξε τον Πωλ. Εκείνος έξυσε το σχεδόν φαλακρό κεφάλι του (με ίχνη χιονιού που δεν έχει κατουρήσει αρκούδα πάνω του).
“Δεν πρόλαβα να πάω να πολεμήσω”, είπε μετά. “Πριν να το καταλάβουμε οι Ναζήδες πάτησαν το Παρίσι. Ήταν ό,τι χειρότερο έχω δει. Να βλέπεις αυτά τα καθάρματα να κάνουν παρέλαση κάτω από την αψίδα. Θα έπρεπε να πάω με τους παρτιζάνους, έτσι ένιωσα τότε, αλλά δεν το έκανα. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως επειδή δεν πίστευα αρκετά. Μάθαμε να ζούμε στην Κατοχή. Αλλά δεν συνηθίσαμε. Περιμέναμε τη σωστή στιγμή. Και ήταν η απόβαση.
Τότε μέναμε στην Νορμανδία. Θυμάσαι, γλυκιά μου; Είχαμε βρει ένα ωραίο σπιτάκι μέσα στα χωράφια και ζούσαμε εκεί σαν να μη μας ένοιαζε τι γίνεται στον υπόλοιπο κόσμο. Κάποιος ήρθε και μου είπε για την απόβαση. Μου είπε ότι οι σύμμαχοι θα χρειάζονταν κάθε βοήθεια. Την ίδια στιγμή το πήρα απόφαση. Θα πήγαινα να πολεμήσω.”
Η Μπόμπι τον κοιτούσε, άγρια ίσως.
“Δεν σε ρώτησα γι’ αυτό, το ξέρω”, της είπε. “Όμως το καθήκον μου ως άντρας…”
“Το καθήκον”, είπε η Μπόμπι. “Το καθήκον κάθε άντρα είναι η οικογένεια του.”
“Θυμάμαι την ημέρα που έφυγα”, είπε ο Πωλ για να διακόψει την επίθεση. “Ήταν μια μέρα πριν τη μεγάλη, την D-Day. Είχα ξυπνήσει από το βράδυ. Μάλλον δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Σηκώθηκα όσο πιο σιγά μπορούσα από το κρεβάτι, για να μην ξυπνήσω την Μπόμπι.”
“Ούτε εγώ κοιμόμουν”, είπε εκείνη. “Πώς θα μπορούσα να κοιμάμαι; Τον είδα να ντύνεται μες στο μισοσκόταδο και προσευχόμουν να είναι όνειρο. Να ξυπνήσω το πρωί και να τον δω δίπλα μου. Να μη γινόταν πόλεμος. Να μη γινόταν απόβαση. Να μην πήγαινε.”
“Έπρεπε να πάω”, της είπε ο Πωλ. “Παλεύαμε για την ελευθερία μας. Τι είναι πιο σημαντικό από την ελευθερία;”
“Η αγάπη”, είπε η Μπόμπι. “Η ζωή.”
“Γι’ αυτό οι γυναίκες δεν γίνονται καλοί στρατιώτες”, είπε ο Πωλ σε μένα.
Δεν είπα τίποτα. Μόνο άκουγα.
“Τι μου ‘χες φτιάξει για πρωινό; Θυμάσαι;” τη ρώτησε.
“Αυγά. Θυμάμαι”.
“Ναι! Αυγά. Τα έτρωγα και σκεφτόμουν ότι μπορεί να είναι τα τελευταία μου. Αυτό πρέπει να ήταν το πιο νόστιμο φαϊ που έχω φάει.”
“Τ’ αυγά σκεφτόσουν;”
“Δεν μπορούσα να σ’ αγκαλιάσω”, της είπε ο Πωλ. “Φοβόμουν. Δεν ήθελα να καταλάβεις πόσο φοβόμουν.”
“Εγώ φοβόμουν πιο πολύ. Ότι δεν θα γυρίσεις.”
“Θυμάσαι τι σου υποσχέθηκα τότε;”
“Είπες πως θα γυρίσεις, ό,τι και να συμβεί.”
“Το είπα. Και το πίστευα. Και νεκρός θα γυρνούσα.”
“Πολλοί το πιστεύανε. Αλλά δεν γυρίσανε.”
“Εγώ ήμουν σίγουρος.”
“Κι αυτοί ήταν.”
“Περίμενα να απομακρυνθώ λιγάκι και μετά σου φώναξα σ’ αγαπώ. Το έκανα έτσι, έφυγα μακριά πριν σου μιλήσω, γιατί φοβόμουν ότι δεν θα κατάφερνα να φύγω. Γιατί ήμουν νέος κι εσύ είχες ξανθιά μαλλιά. Τα μάτια σου λάμπανε και το φουστάνι σου ανέμιζε. Και σου φώναξα: Σ’ αγαπώ! Και έφυγα για τη μεγάλη μέρα. Κι εσύ γελούσες.”
“Έκλαιγα! Πως μπορείς να λες ότι γελούσα;”
“Γελούσες και μ’ αγαπούσες και ήξερες ότι θα μείνουμε μαζί για άλλα πενήντα χρόνια.”
“Αν το ήξερα δεν θα έκλαιγα.”
“Ήξερες ότι οι μέρες μας θα είναι πράσινες σαν το γρασίδι εκείνου του λόφου.”
“Φοβόμουν ότι θα είναι μαύρες οι μέρες μου.”
“Ήξερες πως ο ήλιος θα φώτιζε τον έρωτα μας, τα παιδιά μας, ήξερες πως θα γυρίσω, Μπόμπι, ήξερες πως σ’ αγαπώ, Μπόμπι, και σ’ αγαπούσα, Μπόμπι, κι ακόμα σ’ αγαπώ για πάντα θα σ’ αγαπώ.”
~~
Αγκαλιαστήκανε κι εγώ σηκώθηκα και γύρισα στη μπάρα, γιατί κάτι είχε μπει στο μάτι μου -και στα δύο. Έμειναν για πολύ ώρα αγκαλιασμένοι και μετά συνέχισαν να μιλάνε, πρόσωπο με πρόσωπο.
Όταν με φώναξαν για να πληρώσουν μου είπαν ότι ήταν η τελευταία τους μέρα στο νησί. Θα με έβλεπαν ξανά τον επόμενο χρόνο.
“Αν είμαι εδώ”, τους είπα χαμογελώντας, ελπίζοντας σε κάτι καινούριο, ίσως έναν έρωτα.
Εκείνοι με κοίταξαν και φάνηκαν να θλίβονται. Δεν κατάλαβα γιατί, έπρεπε να μου εξηγήσει το όνειρο.
~~{}~~
Εκείνο το βράδυ ονειρεύτηκα ότι η Μπόμπι είχε έρθει μόνη της στον Κήπο. Και τη ρώτησα πού είναι ο Πωλ. Η Μπόμπι προσπαθούσε να χαμογελάσει, αλλά δεν απαντούσε.
Έπειτα την είδα να στέκεται στους λόφους της Νορμανδίας. Το γρασίδι ήταν πράσινο και ο ήλιος έλαμπε και η θάλασσα έλαμπε και τα μάτια της έλαμπαν. Και η Μπόμπι ήταν ξανθιά, νέα, με το φουστάνι της να ανεμίζει. Περίμενε τον Πωλ να γυρίσει.
Της είχε ορκιστεί ότι θα γυρίσει. Της είχε πει ότι θα γεράσουν μαζί. Την φίλαγε στα μάτια και της έσφιγγε τη μέση και της ορκιζόταν ότι θα γυρίσει.
Και στο όνειρο μου γύρισε. Αλλά με το που έφτασε άρχισαν να γερνάνε. Τα μαλλιά της Μπόμπι έγιναν άσπρα και το δέρμα της θαμπό. Ο Πωλ δεν ήταν πια δυνατός, όπως την ημέρα που έφυγε. Τα δόντια του ήταν πιο λευκά απ’ όταν ήταν νέος, αλλά δεν ήταν αληθινά. Κάνανε παιδιά και τα παιδιά τους γεράσανε κι εκείνα τόσο γρήγορα. Κάποια πέθαναν.
Το γρασίδι ήταν ακόμα πράσινο και ο ήλιος έλαμπε όπως παλιά. Και η θάλασσα ήταν ίδια. Όμως πού ήταν εκείνος να ψιθυρίσει: “Μπόμπι, Μπόμπι, σ’ αγαπώ.”
Ο Πωλ είχε πεθάνει. Όχι στην απόβαση. Είχε πεθάνει εξήντα χρόνια μετά. Και η Μπόμπι είχε έρθει μόνη στον Κήπο. Και η Μπόμπι άκουγε μόνη της τη Μπίλι Χόλιντεϊ που τραγουδούσε: “Θέλω να μείνω εδώ, με σένα, για πάντα. Έχω τον άντρα μου.”
Σηκώθηκα να πιω νερό και ορκίστηκα: “Αν ήμουν Θεός, τον Πωλ και την Μπόμπι, και κάθε ζευγάρι που αγαπήθηκε τόσο, θα τους σκότωνα μαζί.”
Έπειτα κοιμήθηκα, ήσυχος σαν θεός.