Νύχτωσε. Βάζω ένα ποτήρι κρασί, παίρνω το ηλεκτρονικό μου τσιγάρο (ναι, δεν μου χρειάζονται πια οι πορτοκαλί αναπτήρες), και κάθομαι να γράψω κάτι για τον Μάριο, που τόσο ξαφνικά διέκοψε τη σύνδεση.
Πριν ξεκινήσω (και χωρίς να ξέρω πώς να ξεκινήσω), χτυπάει το κουδούνι. Ανοίγω και είναι ένας άνθρωπος 30 ημερών (μαζί με τον πατέρα της), που κοιτάει με τα γαλάζια ακόμα μάτια της το φως.
Ο ένας έφυγε από τον κόσμο, η άλλη μόλις ήρθε. Αυτή είναι η ζωή, που θα συνεχίσει να κυλάει και χωρίς εμάς, όταν κάποτε θα πάψουμε να είμαστε μέρος της.
~~{}~~
Ο Μάριος έφυγε απρόσμενα, οξύ πνευμονικό οίδημα, χωρίς πολλές παράτες και ιστορίες και θεραπείες. Άνθρωπος των κόμικ ήταν, δεν μπορούσε τις φιλολογικές φλυαρίες, τύπου “Πόλεμος και Ειρήνη” ή “Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο”, όπου ένας θάνατος μπορεί να διαρκέσει μέχρι και διακόσιες σελίδες.
Μια σελίδα όλη κι όλη: Ένα ταξίδι με τρένο, κάτι που μοιάζει με κρύωμα, εισαγωγή στο νοσοκομείο, εντατική, τέλος…
Στο επόμενο τεύχος η ιστορία κάποιου άλλου.
Πήρα τηλέφωνο την Αναστασία. Δεν ήξερα τι να πω. Ποτέ δεν ξέρω τι να πω σε τέτοιες περιπτώσεις. Είμαι από εκείνους τους ασπεργκιανούς σχεδόν ανθρώπους που πηγαίνουν σε γάμο και λένε: “Συγχαρητήρια”.
Τον κηδέψανε στο χωριό, στην ορεινή Αχαία. Λίγο μακριά από τα Εξάρχεια, όπου είχανε στήσει το Comicon Shop.
Στο χωριό, εκεί ανάμεσα στα δέντρα, εκεί όπου θα μπορούσε να πει ο κυνικός και λυρικός Έλιοτ: “That corpse you planted last year, has it begun to sprout? Will it bloom this year?”
–
“Εσείς να τα βλέπετε”, μου λέει η Αναστασία, “οι νέοι.”
Και νομίζω ότι θα μου πει ότι πρέπει να προσέχουμε και να γυμναζόμαστε και να τρεφόμαστε καλά και ό,τι άλλο κάνουμε εμείς οι άνθρωποι για να ζήσουμε αιώνια.
“Ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας”, λέει η Αναστασία και (ναι!) νομίζω ότι ακούω τον Μάριο να μιλάει. Κι εκείνος έτσι απλά θα διέλυε την ψευδαίσθηση της σημαντικότητας μας.
~~{}~~
Από την ώρα που έμαθα το τέλος του κόμικ γυρνάω στην πόλη και κάθετι έχει σημασία. Όλα αυτά τα μικρά κι ασήμαντα, τα οποία δεν βλέπεις υπό φυσιολογικές συνθήκες, ακριβώς επειδή είναι μικρά κι ασήμαντα, κι επειδή νομίζεις ότι θα τα δεις και την επομένη και τον επόμενο χρόνο κι ότι θα τα βλέπεις για πολλά χρόνια ακόμα.
Κι όμως… Ακόμα και το ποπ-κορν είναι σημαντικό, αν θυμάσαι, αν καταλαβαίνεις ότι αυτή μπορεί να είναι η τελευταία φορά που τρως νιφάδες τηγανητού καλαμποκιού.
Ένα ερωτευμένο ζευγαράκι, hand in hand, και ένας σκύλος που μοιάζει με πρόβατο. Ο ήλιος που δύει, τα κουνούπια και οι νυχτοπεταλούδες που φτεροκοπάνε γύρω από τη λάμπα.
Μια στροφή του Έλιοτ:
“Eyes that last i saw in tears
through division
here in death’s dream kingdom
the golden vision reappears.
I see the eyes, but not the tears.
This is my affliction.”
~~{}~~
Είναι και όλα εκείνα που θεωρούμε σημαντικά, εκείνα που μας τρώνε τη ζωή, που την αφήνουμε να χάνεται εξαιτίας τους.
Στο σούπερ-μάρκετ η πελάτισσα λέει στην ταμία (μεσήλικη αυτή):
“Πρωινή είσαι; Σχολάς τώρα;”
“Βράδυ σχολάω”, λέει η ταμίας.
“Άντε, να περάσει κι αυτή η μέρα”, λέει η πελάτισσα.
“Η ζωή μας περνάει”, λέει η ταμίας. “Δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό, η ζωή μας περνάει.”
Κοιτάζω την ταμία με θαυμασμό. Κάποιοι πιστεύουν ότι μόνο ο Καστοριάδης μπορεί να φιλοσοφεί.
~~{}~~
Η αλήθεια είναι ότι την πρώτη φορά που είδα τον Μάριο, τη φωτογραφία του ως avatar στο μπλοκ, πίστεψα ότι είναι διαταραγμένο άτομο. Πολύ διαταραγμένο μάλλον, γιατί δεν θέλω να διεκδικήσω για τον εαυτό μου τα σκήπτρα του φυσιολογικού και ισορροπημένου.
Είχε ανεβάσει μια φωτογραφία όπου η μουστάκα του κατέκλυζε το καρέ, και έμοιαζε λίγο με τον Σεχίδη, πριν αποφασίσει να δολοφονήσει την οικογένεια του.
Και τα σχόλια του μου προκαλούσαν σύγχυση στην αρχή, αφού ο Μάριος δεν ήταν άνθρωπος politically correct. Έβριζε και τα ‘λεγε έξω από τα δόντια.
Κάποιες στιγμές, πριν τον γνωρίσω, ήθελα να τον βρίσω κι εγώ, γιατί νόμιζα ότι είναι κάποιος μικροαστός ψυχασθενής, αυτό που λέμε τρολ στο διαδίκτυο.
Μετά κατάλαβα ότι ο Μάριος ήταν η ενσάρκωση του γελωτοποιού, αυτός που περιγελά όλα τα “σοβαρά και σπουδαία”, χωρίς να το παίζει εναλλακτικός και προοδευτικός. Ήταν αληθινός κι όταν κάτι τον ενοχλούσε άρχιζε τις βλαστήμιες. Χωρίς να αγριεύει όμως, λες και αντιλαμβανόταν το κωμικό της ανθρώπινης ύπαρξης.
~~{}~~
Τον πρωτοσυνάντησα όταν κάναμε την παρουσίαση της “Λεγεώνας των Ψυχών”.
Ήταν ο Μάριος, που διάβασε το βιβλίο στο διαδίκτυο και είπε: “Ρε μαλάκα, μ’ αρέσουν αυτά τα τρομοκρατικά. Ας το βγάλουμε σε κυτταρίνη” (εννοώντας σε χαρτί).
Με περίμενε στο σταθμό Λαρίσης. “Θα με αναγνωρίσεις”, μου είπε, “κοντός με μουστάκα”.
Φυσικά και τον αναγνώρισα. Δεν νομίζω να υπήρχε παρόμοιο άτομο στο σταθμό (και στην Αθήνα).
Αυτό που παρατήρησα από την πρώτη στιγμή (και το λέω όχι επειδή έφυγε, αλλά επειδή τώρα βρήκα την ευκαιρία), ήταν ότι ο Μάριος κατάφερνε αμέσως να γίνει οικείος, χωρίς να είναι επίπλαστος. Μετά από λίγο ένιωθες λες και τον ήξερες χρόνια. Δεν χρειαζόταν να προσπαθείς να πεις κάτι ή να κάνεις κάτι. Δεν χρειαζόταν να μιλάς, μόνο και μόνο για να μην υπάρχει σιωπή.
Αν υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων που είναι δήθεν (κατηγορία στην οποία πολύ συχνά συναντάς τους καλλιτέχνες, τους πολιτικούς και αυτούς που προσπαθούν να δείχνουν ότι είναι περισσότερα απ’ όσα είναι) ο Μάριος δεν άνηκε σε αυτήν.
Ναι, πολλά πράγματα μπορεί να ήταν, αλλά “δήθεν” ο Μάριος δεν ήταν.
Όσοι έχουν περάσει καιρό εδώ μέσα, στη γιάφκα του Γελωτοποιού, θα θυμούνται.
Κάθε άνθρωπος διαγράφει μια πορεία σ’ αυτή τη ζωή και η πορεία του Μάριου είναι δεμένη με την παιδικότητα. Γιατί τα κόμιξ είναι η παιδική ψυχή του ανθρώπου, πριν την σακατέψουν.
~~{}~~
Γράφω όλη μου τη ζωή, το κάνω επειδή δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Ή μάλλον επειδή μου αρέσει τόσο πολύ. Κι αν πρέπει να ευχαριστήσω τον Μάριο για κάτι (του το ‘χα πει κι όσο ήταν μαζί μας), είναι ότι αυτός θέλησε να τυπωθεί ένα βιβλίο μου. Και το έκανε. Αν κάποιοι άνθρωποι έχουν στα χέρια τους τη “Λεγεώνα” οφείλεται και στον Μάριο, ακριβώς επειδή έκανε ό,τι του άρεσε, χωρίς να σκέφτεται το κέρδος.
~~{}~~
Το προηγούμενο καλοκαίρι πήγα στο comicon-shop με τον γιο μου, τον Τηλέμαχο. Η Αναστασία με τον Μάριο άρχισαν να τον φορτώνουν δώρα. Το ίδιο απόγευμα, όταν συναντήσαμε κάποιους φίλους στο Θησείο, ο Τηλέμαχος είπε στην κόρη τους και συνομήλικη του: “Πήγαινε στο κέντρο της πόλης. Είναι εκεί ένα μαγαζί όπου είναι πολύ καλοί και σου δίνουν δώρα.”
~~{}~~
–
Εκείνο το απόγευμα ήταν η τελευταία φορά που είδα από κοντά τον Μάριο.
Και, ναι, θα ήθελα να είχαμε ξαναβρεθεί, να είχαμε πιεί ένα μπουκάλι (και δύο) κρασί. Αλλά τότε είναι πολύ αργά. Το κάθε “μετά” ή “θα τα πούμε” ή “θα βρεθούμε” είναι πολύ αργά.
Αν θες να δεις κάποιον πρέπει να το κάνεις τώρα. Αυτή είναι η μόνη στιγμή που υπάρχει. Μόνο το τώρα. Όλα τα άλλα είναι αβέβαια.
Ας το θυμόμαστε πάντα, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον. Οι άνθρωποι υπάρχουμε για μια στιγμή. Ξέχνα το μέλλον. Είμαστε εδώ, τώρα. Και αυτό το εδώ, αυτό το τώρα, περνάει τόσο γρήγορα.
Δεν πιστεύω στη μεταθανάτια ζωή. Μπορεί να υπάρχει κάτι, αλλά δεν μπορώ να συλλάβω αυτό το κάτι. Χαίρομαι κάθε λέξη που είπα και έγραψα, κάθε πράξη. Χαίρομαι και με τα λάθη μου. Έμαθα από αυτά. Και συνεχίζω να μαθαίνω.
Μου λείπουν οι άνθρωποι που έφυγαν. Αλλά πιο πολύ χαίρομαι που τους γνώρισα.
~~{}~~
Ναι, Μάριε, δεν αλλάξαμε τον κόσμο, αλλά τουλάχιστον καταφέραμε να μην αλλάξει ο κόσμος εμάς.
Κομιξάδες, γελωτοποιοί, ασήμαντοι, γελοίοι. Δήθεν δεν ήμασταν, καταπιεστές δεν ήμασταν. Και, ναι, αγαπήσαμε τη ζωή, γι’ αυτό θα αγαπήσουμε και το θάνατο.
Αντίο, φίλε, θα τα πούμε από κοντά μια μέρα.
Ή μπορεί και να μην πούμε τίποτα. Απλώς να βρεθούμε.
(Όλες οι εικόνες είναι του Malk)