Τάδε έφη Καραγκιόζης
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Καθόμουν, που λέτε, έξω απ’ την παράγκα και κοιτούσα τ’ άστρα, μπας και με πάρει ο ύπνος να ξεχάσω την πείνα μου. Και πάνω που μ’ έπαιρνε πέφτει πάνω μου και με πατάει ο Χατζηαβάτης.
“Τι κάνεις, βρε αθεόφοβε; Κοιμάσαι;”
“Τι να κάνω, ρε Χατζατζάρη; Να παίζω μπιρίμπα;”
“Μα καλά, δεν άκουσες τι λέει η τηλεόραση;”
“Χατζατζάρη την τηλεόραση την έκανα ενυδρείο. Δεν μπορούσα να βλέπω, με πείραζε στο στομάχι.”
“Βρε ανεπρόκοπε, βρε χαραμοφάη, σήκω πάνω γρήγορα. Δεν έμαθες τι έγινε;”
“Σεισμός;”
“Χειρότερα.”
“Πόλεμος;”
“Χειρότερα.”
“Ήρθε ο Αντίχριστος;”
“Χειρότερα σου λέω.”
“Ε, τι έγινε ρε Χατζατζάρη, και μ’ έσκασες.”
“Κλείνουν οι τράπεζες.”
“Γιατί; Διακοπές θα πάνε;”
“Όχι, βρε αχαΐρευτε. Capital control.”
Εγώ εγγλέζικα καλά δεν ξέρω. Μόνο το ντογκ, το κατ και το ασανσέρ ξέρω.
“Τι ‘ν’ αυτό το κάτι το χοντρό, ρε Χατζατζάρη;”
“Θα σου πω γρήγορα γιατί βιάζομαι.”
“Πες γρήγορα γιατί βαριέμαι.”
“Αποφάσισε ο δήμαρχος να κάνει δημοψήφισμα.”
“Τι να ψοφήσουμε;”
“Ναι ή όχι στα νέα μέτρα του Σουλτάνου.”
“Κι άλλα μέτρα θέλει ο Σουλτάνος; Μας έχουν πάρει τα μέτρα μια και δυο, κι άλλα θέλει;”
“Δεν είναι αυτό το θέμα.”
“Πώς δεν είναι, ρε Χατζατζάρη; Μ’ ένα βρακί τρύπιο έχω μείνει. Τώρα θέλουν να μου πάρουν και την παράγκα. Πώς δεν είναι;”
“Θα μ’ ακούσεις ή θα λες βλακείες;”
“Εσύ το στομάχι μου που γουργουρίζει τ’ ακούς; Δεν τ’ ακούς, αυτό είναι το θέμα. Αν δεν γουργουρίσει και το δικό σου…”
“Αυτό που έχει σημασία είναι ότι κλείνουν οι τράπεζες.”
“Να κλείσουν και να γκρεμίσουν μπορούν;”
“Και δεν θα μπορούμε να πάρουμε λεφτά. Γι’ αυτό τρέχουν όλοι, να προλάβουν να πάρουν τις λίρες τους.”
“Ε, καλά, κι εμένα τι με σηκώνεις; Σάμπως έχω;”
Κι έπεσα χάμω να μετρήσω τ’ αστέρια.
“Πάλι ξαπλώνεις, ρε αθεόφοβε;”
“Φύγε, Χατζατζάρη, γιατί αν σηκωθώ θα σ’ αρχίσω στις καρπαζιές, κι όταν νυστάζω και πεινάω βαράω πιο πολύ.”
“Α, να χαθείς. Εγώ φταίω που σε ειδοποίησα.”
Έφυγε ο Χατζατζάρης κι εγώ κοιτούσα τον Ερμή που ‘ταν ανάδρομος.
~~{}~~
Πάνω που ‘κλειναν τα μάτια μου μπαίνει μια μύτη στη μέση και μου κρύβει το φεγγάρι. Ήταν εκείνος ο κομψευόμενος ο Μορφονιός, που ξημεροβραδιάζεται στα καφέ σαντάν.
“Κάνε άκρη!” του φωνάζω. “Μου χαλάς τον ύπνο.”
“Ουίτ, μαμά μου. Ζωντανός είσαι; Νόμιζα ότι ήσουν πεθαμένος.”
“Και συγκινήθηκες. Πού πας, ρε μυτόγκα;”
“Πάω στην τράπεζα, να σηκώσω λίρες, χοντροκέφαλε.”
“Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα. Και πού τις βρήκες τις λίρες εσύ, ρε Μορφονιέ; Γιατί δεν θυμάμαι να ‘χεις πιάσει στα χέρια σου τίποτα άλλο απ’ το φλυτζάνι του καφέ.”
“Είναι της μαμάς μου, ασχημάνθρωπε. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι κι όμοιοι.”
“Ε, κάτσε να δώσεις κι ένα μήνυμα στη μαμά σου, ομορφάνθρωπε.”
Σηκώνομαι πάνω και τον αρχίζω στις καρπαζιές.
“Τι βαράς, ρε φτωχέ;” σκούζει ο Μορφονιός.
“Τι να άλλο να κάνω; Λίρες δεν έχω, φαΐ δεν έχω, κάπου πρέπει να ξεδώσω. Άρπα μια φτωχική”.
“Ουίτ, μαμά μου, η μυτούλα μου…”
Κι έφυγε κι εκείνος.
~~{}~~
Κατάλαβα ότι δεν θα μ’ άφηναν να κοιμηθώ. Πήγα να φέρω το βραδινό μου, να δειπνήσω έξω. Λιόσποροι αλατισμένοι, ό,τι είχε μείνει, όλο τσόφλια, να τα γλείφεις να ξεγελιέσαι.
Και να, μετά από λίγο, που βλέπω τον μπάρμπα μου τον Γιώργη, να ‘χει τα τσαρούχια στο χέρι και να τρέχει.
“Τι τρέχεις, ρε μπάρμπα;” του λέω και τον κόβω. “Αρρώστησε καμιά γίδα;”
“Συ ‘σαι μισοριξιά; Καν’ άκρη μη σε σβουρίσω.”
“Πού πας έτσι φουριόζος, μπάρμπα;”
“Να πάρω τις λίρες μου, μη μ’ τις φαν’ οι άπλυτοι.”
“Έλα, ρε μπάρμπα, έχεις λίρες; Την αδελφή σου τη μακαρίτισσα τη θυμάσαι; Καλή γυναίκα, ένα παιδί είχε όλο κι όλο, την αφεντομουτσουνάρα μου. Φέρε μου κι εμένα καμιά λίρα, να χαρείς τα πεθαμένα σου. Φέρε μου να ταΐσω τα Κολλητήρια που έχουν αρχίσει να τρώνε τους σοβάδες απ’ την παράγκα.”
Στάθηκε ο μπάρμπας και με κοίταξε άγρια.
“Κομούνι είσαι, ρε θρασίμι;”
“Φτωχός είμαι, μπάρμπα.”
“Κι εγώ τι φταίω, να σου δώκω τις λίρες μου;”
“Έλα ντε… Εγώ τι φταίω;”
“Φταις, για δε δουλεύεις. Αν δούλευες δε θα μας κάμαν το capital control.”
“Βλέπω μπάρμπα, το δουλεύεις το εγγλέζικο.”
“Παραμέρνα τώρα, τι θ’ αδειάσουν τα συρτάρια και θα μου τ’ς φάνε τις λιρίτσες μου.”
Έφυγε με τη φουστανέλα στο λαιμό. Είχα αρχίσει να κάνω χάζι. Έκατσα να περιμένω τον επόμενο.
~~{}~~
Νάτος κι ο Νιόνιος, ο Ζακυνθινός.
Από μεγάλο τζάκι ο Ζακυνθινός, μεγάλο σαν το καπέλο του, μεγάλο σαν τις τσέπες του. Πολιτευόμενος της κακιάς ώρας, και α και ου και μίζες από παντού. Έτρωγε με πέντε μασέλες τόσα χρόνια κι έγλυφε τ’ απαυτά του Σουλτάνου.
“Τι έγινε, ρε Νιόνιο; Άφησες το Τζάντε κι ήρθες να σηκώσεις τις λίρες σου; Εγώ νόμιζα ότι τις είχες όλες στις τράπεζες της Βενετίας.”
“Α, Καραγκιόζο, ψυχή της ψυχής μου, Καραγκιόζο, καρδούλα μου, τι πάθαμε;”
“Άσε τα καλοπιάσματα, Νιόνιο, και δεν έχουμε εκλογές. Τι έγινε, τι πάθαμε;”
“Καταστροφή, Καραγκιόζο, θα μας καταστρέψουν αυτοί.”
“Εγώ έχω καταστραφεί προ πολλού και απ’ ανέκαθεν, Νιόνιο. Εσένα τι σου κάνανε;”
“Θέλουν να μας βγάλουν απ’ την Αυτοκρατορία.”
“Την Οθωμανική;”
“Και τι θ’ απογίνουμε, Καραγκιόζο, πώς θα επιβιώσουμε χωρίς την Υψηλή Πύλη;”
“Πώς θα πάρεις τις μίζες σου, θες να πεις. Εγώ ένα φουρνάκι Siemens έχω, κι αυτό το ‘κανε φωλιά η γάτα.”
“Α, Καραγκιόζο, τραγοπόδαρε, είσαι αφελής. Χωρίς την Υψηλή Πύλη θα πεινάσουμε.”
“Νιόνιο, τόσα που ‘χεις κλέψει εσύ να πεινάσεις δεν πρόκειται.”
“Τα παιδιά σου, τα παιδιά σου θα πεινάσουν.”
“Πεινάνε ήδη, φρόντισε ο Σουλτάνος γι’ αυτό, μην ανησυχείς. Τώρα έχουν αρχίσει να συνηθίζουν.”
“Τέτοια λες για τον Σουλτάνο, γι’ αυτό δεν έχεις προκοπή. Φτωχός γεννήθηκες, φτωχός και θα πεθάνεις.”
Έφτιαξε το καπέλο του και μ’ άφησε με την ευχή του.
~~{}~~
Να μετά που πλησιάζει σιγά ο Σταύρακας, ο ψευτόμαγκας.
“Καραγκιοζούα, κάν’ άκρη, γιατί περνάει το λιοντάρι της Νεμέας.”
“Τι έγινε, ρε Σταύρακα; Κάναν κάτι το χοντρό και στα κωλόμπαρα;”
“Άσε τις περιστροφές, Καραγκιοζάκο. Εγώ είμαι της αντρικής σχολής.”
“Ναι, σε ξέρω τι σωματέμπορας που ‘σαι.”
“Με αποκάλεσες νταβατζή ή μου φάνηκε;”
“Πάντως φούρναρης δεν είσαι.”
“Αμάν, τι προσβολασιόν ήταν αυτή! Εγώ, ρε χαμηλέ, βοηθάω τα κορίτσια να ‘χουν δουλειά.”
“Και τους ρίχνεις και καμιά μπάτσα.”
“Οι άντρες έτσι φέρονται και ξηγιούνται. Κάνε τόπο τώρα, να πάω στην τράπεζα, μη σε λιώσω σαν κουνούπι.”
“Τα ‘κονόμησες κι εσύ, Σταύρακα, ε;”
“Με τον ιδρώτα του προσώπου μου, φτωχέ.”
Ε, δεν άντεξα. Του ‘ριξα μια κατακέφαλη.
“Τόλμησες ν’ ακουμπήσεις τον λέοντα;”
“Τόλμησα.”
“Να φύγω, να φύγω γιατί θα κάνω φονικό και θα σε κλαίνε τα παιδιά σου.”
Έφυγε με την ουρά στα σκέλια ο λέοντας. Κι έμεινα και σκεφτόμουν: “Όλοι έχουν λίρες, μόνο εγώ είμαι μπατίρης;”
~~{}~~
Τότε βλέπω να ‘ρχεται απ’ την άλλη ο Μέγας Αλέξανδρος, καβάλα στ’ άλογο του.
“Πού πας, ρε Αλέξη;”
“Πάω να σκοτώσω το θεριό.”
“Πώς θα το σκοτώσεις μόνος, ρε Αλέξη; Το θεριό έχει χίλια κεφάλια και κάθε κεφάλι θέλει νεκρούς χιλιάδες.”
“Θα ‘ρθει μαζί μου ο λαός.”
“Ο λαός, Αλέξη, πήγε απ’ την άλλη, να σώσει τις λίρες του και τον πισινό του.”
“Θα τα καταφέρουμε. Κυριαρχία κι αξιοπρέπεια.”
“Ε, καλά, τράβα. Κι η Παναγιά μαζί σου.”
“Δεν πιστεύω σε θεούς”, λέει ο Μέγας Αλέξανδρος.
“Ε, τότε τράβα, και το Μέγα Χάος μαζί σου.”
Έφυγε τριποδίζοντας. Αλλά έτσι όπως πήγαινε μου φάνηκε για μια στιγμή πως αυτό που καβαλίκευε δεν ήταν άλογο, αλλά το θεριό, και χαμπάρι εκείνος δεν είχε πάρει.
~~{}~~
Κουράστηκα να τρώω λιόσπορους, ήπια κι ένα κουβά νερό, ήρθε και νταλάκιασα. Έκλεισα τα μάτια και κοιμήθηκα.
Κι είδα στον ύπνο μου ότι μου ορμούσε το θεριό. Είχε κεφάλια πολλά και μιλούσε όλες τις γλώσσες. Και πάνω στο κεφάλι του είχε το σημάδι του Σατανά χαραγμένο €. Κι ήθελε να με κατασπαράξει.
Κι εγώ ξεκίνησα να γελάω στα μούτρα του.
“Ξέρεις πόσοι προσπάθησαν να με φάνε, θεριό; Αλλά δεν τρώγομαι, αχώνευτος είμαι.”
Κι εκεί, μέσα στον ύπνο μου, άρχισαν να παίζουν τα νταούλια.
“Αβάντι, μανέστρο, έναν καλαματιανό, να χορέψουμε στα ερείπια της αυτοκρατορίας. Γεια σου, ξυπόλητη οικογένεια.”