Ο μεγάλος θεός Πάνας είναι ζωντανός

0
2768

faune2

Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών.
Ψαλμ. 136,1

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Περπατούσαμε ώρες πολλές, δεν ξέραμε πού βρισκόμασταν, αλλά δεν είχαμε χαθεί. Ήμουν με τον Βασίλη, τον οδοιπόρο και ιεροφάντη.

Κάθε φωτογράφος δρόμου έχει αυτή τη διττή υπόσταση. Οδοιπόρος, γιατί περπατάει ανάμεσα στους θνητούς και τους απαθανατίζει. Ιεροφάντης, όταν κλείνεται στο άδυτο του εργαστηρίου, όπου κάτω απ’ τη κόκκινη λάμπα μετατρέπει τον χρυσό σε μόλυβδο.

Σπάνια συναντούσαμε δέντρα, κάτι στρεβλούς κέδρους.

Απ’ τη στιγμή που ξεφυτρώνουν ο άνεμος τους σμιλεύει. Δεν αντιστέκονται, αφήνονται να παραμορφωθούν. Όταν μεγαλώσουν μοιάζουν με γλυπτά. Αποδίδουν την κίνηση του ανέμου με το σχήμα τους, ακόμα κι όταν δεν φυσάει.

Κατεβήκαμε την κοίτη ενός χειμάρρου. Νερό δεν υπήρχε ούτε ίσκιος. Μόνο πέτρα και ήλιος. Μεσοκαλόκαιρο κι οι τουρίστες αλείφονταν με λάδι στις παραλίες.

Κανείς δεν μιλούσε. Μοιραζόμασταν τη σιωπή σαν ένα καρβέλι ψωμί. Μετά από τόσες κουβέντες, τόσα λόγια, τόση μουσική, τόσο θόρυβο, τόσα εδέσματα ανωφελή, η σιωπή, το ψωμί σκέτο, αυτό ήταν που μας έλειπε.

Κάποιες φορές η έλλειψη σου δίνει περισσότερα απ’ την αφθονία.

~~

Ο Βασίλης δεν σήκωνε τη leica για να φωτογραφίσει. Είχε έφεση στο ανθρώπινο. Πρόσωπα και χέρια, πόδια που χόρευαν, αφίσες και κτίρια. Σαν να ‘φτιαχνε ένα αρχείο του ανθρώπινου πολιτισμού, λίγο πριν εκείνος εκλείψει.

Μας τράβηξε ένα σύδεντρο και το γάβγισμα ενός σκύλου. Ήμασταν σαν άνθρωποι που επέζησαν της ολοκληρωτικής καταστροφής, οι τελευταίοι άνθρωποι. Τα δέντρα σήμαιναν σκιά, ίσως και νερό. Ο σκύλος σήμαινε ανθρώπινη παρουσία -ή μόνο τη συντροφιά ενός ζώου.

Στραφήκαμε προς τα ‘κει χωρίς να μιλήσουμε, χωρίς καν να κοιταχτούμε. Ήταν το ορμέμφυτο του τροφοσυλλέκτη που μας οδηγούσε.

Σαν πλησιάσαμε φάνηκε ένα χτίσμα ν’ ασπρίζει ανάμεσα στα δέντρα. Το γάβγισμα δυνάμωσε. Ακούστηκε κι ένα γέλιο, με συνοδεία από βελάσματα και κουδουνάκια. Αν κάποιος μου ‘λεγε ότι βρισκόμουν στην αρχαία Παλαιστίνη, όταν οι Εβραίοι απολύθηκαν -χωρίς να πληρωθούν τα δεδουλευμένα, δεν θα παραξενευόμουν.

Όλοι οι τόποι είναι αρχαίοι. Κάθε πέτρα είναι μουλιασμένη στο αίμα.

Ένα τσομπανόσκυλο μας όρμηξε γαβγίζοντας και κουνώντας την ουρά. Ο Βασίλης σήκωσε το χέρι, με την παλάμη προς τη γη, κι ο σκύλος έτρεξε να τον μυρίσει. Έπειτα σήκωσε το κεφάλι του μέχρι το χέρι του ανθρώπου, όχι για να δαγκώσει, αλλά για να δεχτεί το χάδι.

Η ιστορία του ανθρώπου κι εκείνη του κυνός ταυτίζονται. Μεγαλώσαμε μαζί, sapiens και canis, σοφοί και σκύλοι.

Μας οδήγησε χαρούμενος προς το χτίσμα. Ήταν μια εκκλησιά ερειπωμένη. Μία απ’ τις παλιές, εκείνες χωρίς τρούλο. Οι τοίχοι της είχαν χτιστεί πάνω σε κίονες.

Πριν γεννηθεί ο Ναζωραίος, πριν ξεκινήσει τη διαφήμιση ο Παύλος, βρισκόταν εκεί κάποιος ναός των αρχαίων. Δεν γνωρίζω ποιανού θεού ή θέαινας. Ίσως του Απόλλωνα -τόσο πολύ φως! Ή μπορεί της Δήμητρας, της αρχέγονης μητέρας, αυτής που υπήρχε πριν απ’ την πατριαρχία του Δία και του Γιαχβέ.

“Είναι η εκκλησιά της Παναγιάς της Ξερολιθίτισσας”, μου ‘πε ο Βασίλης, που ‘ξερε τον τόπο καλύτερα.

Μπήκαμε και κοντοσταθήκαμε για λίγο, μέχρι τα μάτια μας να συνηθίσουν το σκοτάδι. Πριν μπορέσουμε να δούμε ακούσαμε ξανά το γέλιο.

Για μια στιγμή υπήρχε μόνο το σκοτάδι και το γέλιο. Μετά αναδύθηκε το πρόσωπο του Πανός.

Ήταν ένας έφηβος βοσκός που γελούσε. Μαλλιά κατσαρά και σκονισμένα, τζίβες προβατίσιες, σχεδόν ρασταφάρι. Και μαυρισμένος απ’ τον ήλιο, σημιτικός, αλλά το κόκκινο στα μάγουλα έφεγγε. Τα δόντια του ξεχώριζαν στο ημίφως του ναού. Στα χέρια κρατούσε ένα κινητό τηλέφωνο.

“Τι κάνετε εδώ;” μας ρώτησε, χωρίς να σταματήσει να γελάει.

Αυτόματα ο Βασίλης, χωρίς καθόλου να σκεφτεί, σήκωσε τη leica για να τον απαθανατίσει, λες και υπήρχε θάνατος μέσα σ’ εκείνο το μυθικό πλάσμα.

“Περπατάμε”, του είπα.

Ο βοσκός είχε σοβαρέψει. Κοιτούσε τον Βασίλη σαν να ‘βλεπε κάποιον που τον σημάδευε με όπλο.

“Τουρίστες είμαστε”, του ‘πα για να τον καλμάρω.

Χαμογέλασε.

“Τουρίστες; Καθίστε να φωνάξω τις κοπέλες να τις τραβήξετε.”

Έβαλε τα δάκτυλα στο στόμα και σφύριξε συνθηματικά. Ο σκύλος βγήκε τρέχοντας έξω και λίγο μετά η εκκλησιά της Ξερολιθίτισσας γέμισε πιστούς. Κατσίκια που προσέρχονταν για να προσκυνήσουν τον ενσαρκωμένο θεό, τον Πάνα.

Πάνω απ’ τα ζώα και πίσω απ’ τον βοσκό, οι μισοσβησμένες αγιογραφίες και οι διαλυμμένοι κίονες. Η ζωή και τα ερείπια.

“Πώς σε λένε;” τον ρώτησα.
“Ζάχο”, είπε κι έπιασε ένα κατσίκι να το φιλήσει.

Θυμήθηκα τον Ζαγρέα, το άλλο όνομα του Διόνυσου.

Αυτός ο τόπος είναι γεμάτος από πνεύματα, μυθολογία και ιστορία. Δεν μπορείς να τραβήξεις μια κλωστή χωρίς να λύσεις το κουβάρι -ή να το μπλέξεις περισσότερο.

Και δεν είναι μόνο η Ελλάδα. Όλος ο κόσμος είναι ένα κουβάρι από εικόνες, ονόματα, μύθους και θεούς.

Στην εκκλησιά της Δήμητρας της Ξερολιθίτισσας, κάπου στην αρχαία Παλαιστίνη, ο ρασταφάρι Πάνας γράφει μηνύματα στο κινητό του.

“Τι κάνεις εδώ;” τον ρώτησα.

“Εγώ τι κάνω; Εσείς τι κάνετε; Τόσες γυναίκες εκεί κάτω” (έδειξε προς το νότο, προς την παραλία) “εδώ ήρθατε;”

“Για κάτι άλλο ψάχνουμε”.

“Τι άλλο; Αν έχεις γυναίκα τι τα θες τα κατσίκια;”

Ο Βασίλης κατέβασε τη leica και είπε: “Ψάχνουμε για τον θεό”.

Με τα γκρίζα γένια του κι έτσι βαρύς, μεγαλόσωμος, επιβλητικός, έμοιαζε με προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης.

“Ψάχνουμε για τον θεό”, είπα κι εγώ. Ήμουν δέκα χρόνια νεώτερος, κοντά στην ηλικία που σταύρωσαν τον Ναζωραίο, με μακριά μαλλιά και χαζό βλέμμα.

Ο Βασίλης, ήταν βγαλμένος απ’ την Παλαιά Διαθήκη, εγώ απ’ την Καινή.

Ο Ζάχος έμεινε να μας κοιτάει, με το κεφάλι λιγάκι γερμένο στα δεξιά και ανοιχτό το στόμα, σαν να ‘βλεπε κάτι παράξενο, ανοίκειο. Μετά ξεκίνησε να χαμογελάει, μ’ ένα χαμόγελο που όλο κι απλωνόταν, τα φρύδια του σηκώθηκαν, τα μάτια άνοιξαν όσο μπορούσαν και ξεκίνησε να γελάει.

Όμως δεν ήταν γέλιο αυτό. Ήταν λαίλαπα, που έκανε τους αγίους, τους αρχαίους και τους θεούς να τρεμοσβήνουν, να γκρεμίζονται. Ο σκύλος τον συνόδευε γαβγίζοντας, τα κατσίκια βέλαζαν εν χορώ και η ηχώ του άδεια χώρου μεγένθυνε την κωμωδία του τραγοπόδαρου.

Δακρυσμένος ο Ζάχος κράτησε το γέλιο του κι είπε: “Αυτά παθαίνεις αν δεν γαμάς”.

Κι έπιασε πάλι να γελά.

Όπως τον άκουγα, στα ερείπια του μύθου, στα ερείπια του ναού, στα ερείπια της εκκλησίας, στα ερείπια του πολιτισμού, έκατσα κι εγώ, στα ερείπια του κόσμου, έκατσα και γέλασα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Φωτογραφία: André Kertész, The Dancing Faune, 1919