Η λέξη που ψάχνεις είναι…

0
2680

Coffee-Shop,-Railway-Statio

(Ιστορίες απ’ το μπαρ)

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

“Έχεις παρατηρήσει ότι στην πόλη δεν υπάρχει ουρανός;”

Μου το ‘πε κοιτώντας το ποτήρι του.

“Εννοείς δεν φαίνεται.”

Κούνησε το κεφάλι του, σαν εκείνα τα παιχνίδια που βάζουν στα αυτοκίνητα, εκείνα που συνήθως είναι σε σχήμα σκύλου ή γάτας, και σε κάθε λακούβα ή στροφή το κεφάλι τους πηγαίνει πέρα-δώθε.

“Δεν υπάρχει. Κι εδώ δεν φαίνεται, αλλά αν βγεις απέξω θα τον δεις, υπάρχει.”

Ήμασταν σ’ ένα υπαίθριο μπαρ, στην Νάξο. Πάνω απ’ το κεφάλι μας απλωνόταν μια κληματαριά. Πιο πάνω ήταν, πράγματι, ο ουρανός.

“Στην πόλη δεν υπάρχει ουρανός, μόνο μπαλώματα… Αυτό είναι που μου λείπει πιο πολύ.”

Πήγα ως την άκρη της μπάρας, να πάρω την παραγγελία από τη Δήμητρα, τη σερβιτόρα.

“Είναι παράξενο αυτό”, συνέχισε καθώς έβαζα μπύρες, και χωρίς να τον νοιάζει αν τον άκουγα, “γιατί… Μεγάλωσα στην πόλη. Εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα. Οδός Σμύρνης, 39. Το σχολείο μου ήταν ένα τετράγωνο παραπέρα. Γκράβα. Την ξέρεις τη Γκράβα; Δεν χάνεις τίποτα. Άλλωστε όλα τα σχολεία έτσι είναι, σαν φυλακές.”

Πήγα τις μπύρες στη Δήμητρα και χτύπησα την απόδειξη. Γυρίζοντας έβαλα ένα ποτό και για μένα. Ο τύπος μιλούσε κι όσο έλειπα. Σαν έφτασα κοντά του άκουσα τη συνέχεια.

“… που για πρώτη φορά το κατάλαβα. Όταν ήμουν παιδί μάλλον δε μ’ ένοιαζε. Η πόλη ήταν τεράστια, τι να τον κάνω τον ουρανό; Αλλά τώρα πνίγομαι.”
“Στις διακοπές φορτώνεις τις μπαταρίες σου”, του είπα, για να πω κάτι πιο πολύ, μπάρμαν ήμουν.

Με κοίταξε, σαν να έβλεπε έντομο που μιλούσε, λες και δεν είχε προσέξει ότι ήμουν εκεί. Τα μάτια του θολά, σαν μπαγιάτικο ψάρι.

“Δεν κάνω διακοπές”, είπε και μου ‘δωσε το ποτήρι του. “Πουλάω.”
“Τι πουλάς;”

Δεν απάντησε, μόνο άναψε τσιγάρο.

“Όταν ήμουν μικρός, ο πατέρας μου έλεγε ότι θα πάμε να ζήσουμε σε μια φάρμα. Με ζώα, λουλούδια, κατσικάκια κι ουρανό. Εγώ τον πίστευα, αλλά αυτός δεν πίστευε τα ψέματα του. Κάποια μέρα πήρε το αυτοκίνητο και βγήκε απ’ την πόλη, πήγε προς Σούνιο. Κάπου εκεί σταμάτησε, ένωσε ένα λάστιχο με την εξάτμιση, το πέρασε απ’ το παράθυρο, έκλεισε με χαρτοταινία τα κενά…”

Κοίταξα προς τη Δήμητρα, μήπως χρειαζόταν κάτι, για να ξεφύγω. Έπαιζε με το κινητό της. Ξαναγέμισα το ποτήρι μου, με παραπάνω τζιν παρά τόνικ.

“Πάντα παραπονιόταν για το καυσαέριο κι έλεγε ότι στη φάρμα, που θα πηγαίναμε, δεν έχει καυσαέριο. Και τελικά πέθανε έτσι, μέσα στο καυσαέριο.”

Τον ρώτησα αν ήθελε ένα ποτό ακόμα, κέρασμα. Έπρεπε κάτι να πω, μπάρμαν ήμουν.

“Σε ψυχοπλάκωσα, ε;”
“Η ζωή είναι δύσκολη”, είπα, λες και ήξερα τι είναι η ζωή.
“Δεν είναι δύσκολη, είναι… Αν ήταν μόνο δύσκολη δεν θα ήταν πρόβλημα. Αν υπήρχε ένας στόχος, ένας σκοπός, κάποιο νόημα… Αλλά είναι κάτι άλλο.”
“Κουραστική;”
“Μπα.”
“Βαρετή;”

Εκεί συμφώνησε. Σχεδόν.

“Η βαρεμάρα είναι μέρος του άλλου, του… Δεν βρίσκω τη λέξη. Είναι… Ξυπνάς το πρωί και δεν θες να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι. Σηκώνεσαι τελικά, τι άλλο να κάνεις; Δουλεύεις όλη μέρα. Τα παιδιά σου έφυγαν απ’ το σπίτι, πριν προλάβεις να καταλάβεις ότι έχεις παιδιά. Με τη γυναίκα σου δεν λες και πολλά. Τα λεφτά που βγάζεις φτάνουν για τα βασικά. Ούτε και γι’ αυτά τώρα πια. Ίσα να επιβιώνεις. Κάποιες φορές ούτε καν γι’ αυτό… Κι ύστερα κοιτάς πάνω και δεν βλέπεις ουρανό. Και τότε είναι που σκέφτεσαι: Γιατί κάνω ό,τι κάνω; Έφτασα τα 48 και δεν είμαι τίποτα. Έχω ένα σπίτι, δυο παιδιά που φύγανε, μια γυναίκα, ένα αυτοκίνητο κι έναν σκύλο, αλλά δεν είμαι τίποτα.”

Απ’ τα ηχεία, σύμπτωση βασανιστική, έπαιζε το “Once in a lifetime”:

And you may ask yourself
How do I work this?
And you may ask yourself
Where is that large automobile?
And you may tell yourself
This is not my beautiful house
And you may tell yourself
This is not my beautiful wife

Το ποτό με είχε πιάσει κι είχα διάθεση να μιλήσω.

“Γιατί δεν φεύγεις;” τον ρώτησα.
“Πού να πάω;”
“Σε μια φάρμα.”

Χαμογέλασε. Ανάποδα. Σαν ν’ αποδεχόταν την ήττα.

“Κάποτε μπορεί να το ‘κανα. Όταν είχα δυνάμεις. Τώρα απλώς υπάρχω, δεν είμαι άνθρωπος, απλώς βγάζω πέρα την κάθε μέρα, περιμένοντας για το βράδυ, για να κοιμηθώ, σαν να περιμένω το τέλος, το οριστικό βράδυ… Πλέον δεν κατηγορώ τον πατέρα μου. Σχεδόν τον καταλαβαίνω.”

“Έχεις παιδιά”, του είπα, “γι’ αυτά αξίζει”
“Να είμαι τίποτα”, μ’ έκοψε. “Ώστε να γίνουν τίποτα κι αυτά.”

Μου ‘δωσε το ποτήρι του.

“Τι ήθελες να κάνεις όταν ήσουν παιδί;” τον ρώτησα. “Τι ονειρευόσουν;”
“Δεν θυμάμαι πια. Ήμουν παιδί; Ονειρευόμουν;”
“Όλοι κάποτε ήμασταν παιδιά.”

“Ξέρεις τι εύχομαι; Αυτή είναι η μόνη μου ελπίδα πια. Να καταστραφούν τα πάντα. Να γίνει κάτι και να μη μείνει τίποτα όρθιο. Ώστε να μην έχω δικαιολογίες πια, να μπορέσω να ελευθερωθώ… Όλα αυτά που έχω δεν μ’ αφήνουν να είμαι. Και δεν έχω κάτι, να είχα εντάξει, αλλά δεν έχω. Δεν έχω ούτε ουρανό.”

“Γιατί δεν τα καταστρέφεις μόνος σου;”

“Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Είναι ενάντια στους κανόνες. Δεν το ‘χεις καταλάβει ακόμα, είσαι μικρός και νομίζεις ότι κάνεις την επανάσταση σου δουλεύοντας στα μπαράκια και σαλιαρίζοντας με τις σερβιτόρες. Αλλά θα το δεις. Σιγά-σιγά, δεν θα καταλάβεις πότε έγινε, αλλά θα μπεις μέσα του… Ζούμε για τους άλλους. Όχι προσφέροντας, αυτό θα ήταν καλό. Ζούμε για την εικόνα μας, για να μην διαταράξουμε την εικονική ειρήνη. Οι άλλοι μας κατασκευάζουν, εμείς πατάμε στα χνάρια τους, και τα παιδιά μας στα δικά μας… Αν καταφέρεις να συνεχίσεις να ζεις με την ψευδαίσθηση ότι είσαι κάτι, τότε είναι καλά. Οι περισσότεροι έτσι ζουν, αντέχουν. Αλλά κάποιοι την πατάνε, έρχονται φάτσα κάρτα με τον εαυτό τους και δεν βρίσκουν τίποτα. Κι έπειτα βάζουν τον σωλήνα στο παράθυρο.”

Η Δήμητρα με φώναξε για να της κόψω μια απόδειξη. Της είπα να το κάνει μόνη της.

“Δηλαδή τι;” είπα στον τύπο. “Δεν είμαστε ελεύθεροι; Σπουδαία ανακάλυψη. Κανείς δεν είναι ελεύθερος. Ακόμα και τα πουλιά είναι δεμένα στον ουρανό.”

Απ’ τα ηχεία ακουγόταν η γκρινιάρα φωνή του Dylan.

“Τα πουλιά έχουν τον ουρανό. Εμείς τι έχουμε;”
“Υπάρχουν στιγμές που”
Μ’ έκοψε.

“Στιγμές. Ζεις μια ολόκληρη ζωή μες στα σκατά, και χαίρεσαι όταν βγάζεις, για μια στιγμή, το κεφάλι σου απέξω. Αυτές είναι οι στιγμές σου.”
“Όχι! Διαφωνώ. Δεν μπορεί να είναι έτσι. Είσαι πολύ…”
“Ειλικρινής;”
“Απαισιόδοξος.”
“Δεν είμαι τίποτα. Έχω τόσες υποχρεώσεις, τόσα να κάνω, τόσα προβλήματα να λύσω, που πλέον δεν είμαι. Υπάρχω για να πληρώνω λογαριασμούς. Και να προσποιούμαι ότι είμαι εντάξει… Είμαι καλά, είμαι καλά, είμαι καλά, είμαι… Δεν είμαι. Δεν ξέρω τι είμαι.”

Η Δήμητρα μου έκανε νόημα. Είχε αδειάσει η πλατεία και η μπάρα. Έπρεπε να τον διώξω για να κλείσουμε.

“Τι πουλάς;” τον ρώτησα, όχι επειδή ήμουν μπάρμαν κι έπρεπε να πω κάτι, αλλά επειδή πραγματικά ήθελα να μάθω τι πουλάει ένας τέτοιος τύπος. Συσκευές ανώδυνης αυτοχειρίας;

“Τον εαυτό μου”, είπε και σηκώθηκε απ’ το σκαμπό. “Όλη μου τη ζωή αυτό κάνω: Πουλιέμαι. Κι αλήθεια δεν έχω κερδίσει τίποτα.”

Μου άφησε ένα χαρτονόμισμα για τα ποτά του, και μου ‘κανε νόημα να κρατήσω τα ρέστα. Έφυγε απ’ τον “Κήπο” χωρίς να παραπατάει. Σαν βγήκε έξω γύρισε και κοίταξε τον ουρανό. Έμεινε για λίγο έτσι. Μετά κατέβασε το κεφάλι και χάθηκε.

Μαζέψαμε το μαγαζί με τη Δήμητρα.

“Θα έρθεις στο jam bar;” μου είπε όταν κλειδώναμε.
“Θα πάω στην παραλία”, της είπα. “Να δω τον ουρανό.”
Εκείνη θίχτηκε.
“Κάνε ό,τι γουστάρεις”, είπε κι έφυγε.
“Μακάρι”, είπε ο μπάρμαν κι έμεινε μόνος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η φωτογραφία είναι του Robert Frank, από το The Americans