Η ατέρμονη γραμμή του αίματος

0
3699

“Εκείνο που παραμένει σταθερό μέσα στην Ιστορία είναι η απληστία και η βλακεία, και η δίψα για αίμα.”
Όλα τα όμορφα άλογα, Κόρμακ Μακάρθι

“Δεκατρείς όροφους πάνω απ’ τη γη
φόβοι και ψίθυροι για ανώμαλη προσγείωση”
Πάρτυ στον 13ο όροφο, Τρύπες

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

– Δεν με ξέρεις, είπε ο Τζέρομ. Νομίζεις ότι με ξέρεις. Κανείς δεν με ξέρει.

Είχε δίκιο. Μόλις συναντάμε κάποιον κατασκευάζουμε αυτόματα στο μυαλό μας μιαν εικόνα για ‘κεινον. Στερεότυπα και προκαταλήψεις και τυχαίες ομοιότητες με άλλους ανθρώπους, που είχαμε συναντήσει παλιότερα.

Όμως κανείς άνθρωπος δεν είναι αυτό που βλέπεις. Κάτω απ’ την επιφάνεια, πίσω απ’ τη μάσκα, την περσόνα που έχει οικειοποιηθεί για να κυκλοφορεί στον κόσμο, κρύβονται πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορείς να φανταστείς.

Τις περισσότερες φορές δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον εαυτό μας, πώς τολμάμε να πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε τους άλλους;

~~

Όταν συνάντησα τον Τζέρομ δούλευα μπάρμαν στον Κήπο, ένα υπαίθριο μαγαζάκι στη Χώρα της Νάξου. Ήταν Ολλανδός σερφάς. Γύρω στα τριάντα. Κοντός και νευρώδης, αδύνατος πολύ. Είχε γυρίσει όλον τον κόσμο για να κάνει wind surfing κι είχε καταλήξει στις Κυκλάδες. Μέχρι να φύγει.

Έκανε μαθήματα τα πρωινά και τ’ απογεύματα σέρφαρε. Το βράδυ ερχόταν στον Κήπο, πάντα καλοδιάθετος και χαμογελαστός, σχεδόν ηλίθιος. Έπινε μια μπύρα, δύο το πολύ. Κι έφευγε, πριν πάει δώδεκα.

Ένα βράδυ (ήταν 11 Ιουλίου, αλλά αυτό το κατάλαβα πολλά χρόνια αργότερα) ήρθε στον Κήπο ένας διαφορετικός Τζέρομ. Δεν χαμογελούσε και φαινόταν μεθυσμένος. Ούτε η ώρα -δύο το πρωί- ταίριαζε με την εικόνα που είχα κατασκευάσει.

Έκατσε και μου ζήτησε να του βάλω ό,τι πιο δυνατό είχα. Ήθελε να γίνει λιώμα. Του έβαλα ούζο.

Ήπιε το ποτό μονορούφι. Έπειτα άνοιξε το σακίδιο του κι έβγαλε ένα αρκουδάκι. Όχι ζωντανό, ένα λούτρινο. Του έλειπε το ένα μάτι, το ύφασμα ήταν φθαρμένο και φαίνονταν οι αυτοσχέδιες επιδιορθώσεις, με κλωστές ξένες, σε διαφορετικά χρώματα.

Τ’ ακούμπησε στην μπάρα και τα μάτια του γυάλιζαν. Του Τζέρομ. Μ’ εκείνα τα μάτια γύρισε και με κοίταξε. Έβαλα ένα τζιν-τονικ για μένα κι ένα ούζο για ‘κείνον.

~~

Γράφω στο μπαλκόνι, Σάββατο βράδυ. Στη διπλανή πολυκατοικία, στο ρετιρέ, έχουν πάρτι κάτι έφηβοι. Φωνάζουν, τραγουδάνε, γελάνε και μ’ αποσπούν. Ένα κορίτσι γελάει σαν τροπικό πουλί. Στριγγλιές και παλαμάκια. Δεκατρείς όροφους πάνω απ’ τη γη, φόβοι και ψίθυροι για ανώμαλη προσγείωση.

~~

– ΟΚ, νομίζω ότι έχεις κάτι να μου πεις.
– Ο Αντνάν μου ‘σωσε τη ζωή, είπε ο Τζέρομ δείχνοντας το αρκουδάκι.
– Έκανες σερφ στην Τενερίφη, σου όρμηξαν δυο λευκοί καρχαρίες κι ο…
– Αντνάν
– Κι ο Αντνάν τους έδιωξε;

Δεν γέλασε.

– Είναι δύσκολη μέρα για μένα.
– Το κατάλαβα. Θες να μιλήσεις;
– Προσπαθώ.

Ήπιε άλλη μια μεγάλη γουλιά. Στο μπαρ του Κήπου άκουσα πολλές εξομολογήσεις. Οι περισσότερες από ανθρώπους που ήξερα μόνο το μικρό τους όνομα. Κάποιες φορές ούτε καν αυτό.

Ο μπάρμαν είναι καλύτερος ακροατής απ’ τον φίλο, τον ψυχαναλυτή και τον εξομολογητή. Δεν σου ζητάει ν’ ακούσεις και τις δικές του αμαρτίες, δεν σου χρεώνει 40 ευρώ την ώρα και δεν του ζητάς συγχώρεση.

Είναι ένα πηγάδι, όπου φωνάζεις τον καημό σου, μεθυσμένος.

~~

Έχοντας διαβάσει πρώτα τα “Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους” και “Ο δρόμος”, σου είναι δύσκολο να φανταστείς ότι ο ίδιος συγγραφέας μπορεί να έχει γράψει κι άλλο, εξίσου καλό, μυθιστόρημα. Όμως ο Κόρμακ Μακάρθι δεν είναι απλώς ένας συγγραφέας.

Στο “Αιματοβαμμένος Μεσηβρινός” κυριαρχεί το αίμα.

Μια ομάδα μισθοφόρων αλωνίζει στην περιοχή ανάμεσα στο Μεξικό και στις Τέξας. Κυνηγοί κεφαλών, σφαγιάζουν Απάτσι και πληρώνονται με χρυσό για κάθε σκαλπ -άντρα, γυναίκας ή παιδιού.

Σύντομα το αίμα γίνεται πιο μεθυστικό απ’ τον χρυσό, έτσι σκοτώνουν όποιον βρεθεί μπροστά τους.

Ο Μακάρθι περιγράφει τις σφαγές χωρίς να τις απολαμβάνει, αλλά και χωρίς να τις καταδικάζει. Ενδιάμεσα στους σκοτωμούς παρεμβάλλει λυρικές περιγραφές του τοπίου της Αριζόνας, του Μεξικού, την έρημο, τα δάση, τα βουνά, τ’ άστρα.

Κι όταν χαλαρώνεις παρατηρώντας τη θέα έρχεται μια επίθεση στον καταυλισμό, όπου οι κεφαλοκυνηγοί ανοίγουν τα κρανία των μωρών στα δύο.

Αίμα, λαχτάρα για αίμα, και χρυσός.

Οι μισθοφόροι συνενοούνται με μισόλογα και χειρονομίες, πιο άγριοι απ’ τους άγριους που καταδιώκουν.

Σωτηρία, κάθαρση, δεν υπάρχει. Μόνο αίμα, η ατέρμονη γραμμή αίματος που ξεκίνησε όταν ο πρώτος ανθρωπίδης διέλυσε το κρανίο ενός άλλου, με το πρώτο εργαλείο, το όπλο.

Το πρώτο εργαλείο του ανθρώπου δεν το χρησιμοποίησε για να τραφεί, αλλά για να σκοτώσει.

~~

– Τον έχω απ’ τον στρατό.
– Πήγες στρατό;
– Γιατί; Εσείς δεν πηγαίνετε;
– Ναι, αλλά νόμιζα ότι στην Ολλανδία…

Λάθος νόμιζα. Στην Ολλανδία έχεις την επιλογή της άοπλης θητείας, αλλά κι εκεί υποχρεωτική είναι. Τουλάχιστον ήταν το 1995, όταν παρουσιάστηκε ο Τζέρομ. Εικοσάχρονος τότε, αποφάσισε να πάει στους κυανόκρανους.

– Δεν ήξερα τι είναι ο πόλεμος, είπε ο Τζέρομ. Νόμιζα ότι θα πηγαίναμε κάπου κι όλα θα σταματούσαν. ΟΗΕ, εγγύηση, ασφάλεια.

Σαν είπε αυτά τα λόγια δάκρυσε. Μου ζήτησε κι άλλο ποτό για να συνεχίσει.

– Κάναμε την εκπαίδευση, όλα καλά. Λίγο καιρό μετά μας είπαν ότι θα πηγαίναμε στη Γιουγκοσλαβία. Να σου πω, δεν ήξερα που ακριβώς ήταν. Στην Ελλάδα είχα σερφάρει. Ε, κάπου εκεί πάνω θα ήταν κι η Γιουγκοσλαβία, έτσι το σκέφτηκα.

~~

Τα παιδιά φωνάζουν: Την τούρτα, την τούρτα!
Κάποιος έχει γενέθλια, ίσως να γίνεται δεκάξι, ίσως δεκαοκτώ. Ένα αγόρι ραπάρει άτσαλα. Μετά βάζουν κι ακούνε Βασίλη Καρρά ή κάτι παρόμοιο. Άτυχο πάρτυ, σκάρτη μουσική, και το κρασί έτσι γρήγορα μας τέλειωσε.

~~

Ο Τζέρομ κατάλαβε τι είναι ο πόλεμος, τι είναι ο άνθρωπος, μόνο σαν βρέθηκε στην Γιουγκοσλαβία. Έτρεχαν πίσω απ’ τα φορτηγά τους και ζητιάνευαν για μια κονσέρβα. Στους δρόμους έβρισκαν ανθρώπους κομματιασμένους από νάρκες.

Ποιος θέλει τούρτα; φωνάζει το αγόρι.

Πρόσφυγες παντού, ποτάμια από πρόσφυγες, σιωπηλά ποτάμια. Να εγκαταλείπουν το σπίτι και τη ζωή τους, να γίνονται σκλάβοι της ιστορίας.

Η λέξη slave προέρχεται από το Σλάβος. Και στα Ελληνικά σκλάβος, από τον Σκλαβηνό, τον Σλάβο.

– Έτσι είναι ο πόλεμος, είπα στον Τζέρομ.
– Δεν μπορείς να καταλάβεις πώς είναι ο πόλεμος, έκανε αυτός, αγριεμένος.

– Οι άνθρωποι! είπε κοιτώντας κάπου μακριά, μετά μισόκλεισε τα μάτια κι έσφιξε τα χείλη, σαν να πονούσε, σαν να μισούσε.

– Ήμασταν στο χωριό όταν το περικύκλωσαν. Υποτίθεται ότι τους προστατεύαμε. Ο Σέρβος έστειλε μήνυμα στον δικό μας. Αν δεν εγκαταλείπαμε τις θέσεις μας δεν θα ήταν υπεύθυνος εκείνος για ό,τι συμβεί στους Ολλανδούς. Εκατό δεν ήμασταν. Οι άνθρωποι στο χωριό μας παρακαλούσαν να μείνουμε, να μην τους εγκαταλείψουμε. Ο αρχηγός μας είπε να μπούμε στα φορτηγά. Απέξω ήταν οι λύκοι, μέσα πρόβατα. Έπεφταν στα πόδια μας οι γυναίκες, οι άντρες έκλαιγαν, να μη φύγουμε… Αλλά φύγαμε.

Ο Τζέρομ έπιασε τον Αντνάν, το αρκουδάκι.

– Ένα κοριτσάκι, δεν ξέρω πόσο ήταν, πέντε-έξι-εφτά, δεν ξέρω. Έτρεξε στο φορτηγό και πέταξε τον Αντνάν μέσα. Το ‘πιασα εγώ. Κάτι μου φώναξε, δεν κατάλαβα. Ρώτησα κάποιον δίπλα μου που ήξερε. Έκλαιγε κι εκείνος. Όλοι κλαίγαμε. Τι είπε; τον ρώτησα. Να προσέχεις το αρκουδάκι της. Να προσέχω το αρκουδάκι της. Και φύγαμε απ’ τη Σρεμπρένιτσα

~~

Στον Αιματοβαμμένο Μεσηβρινό ο ένας ήρωας είναι το Αγόρι. Το όνομα του δεν αναφέρεται ποτέ. Είναι απλώς ένα αγόρι.

Ο άλλος είναι ο Δικαστής, ένας γιγάντιος άτριχος άνθρωπος, που μιλάει πολλές γλώσσες, γνωρίζει όλες τις επιστήμες και αποθεώνει τον πόλεμο. Σκοτώνει με αγάπη, λες και προσπαθεί να τους λυτρώσει απ’ τη φτωχή τους σάρκα.

Ο Δικαστής είναι το ίδιο το Κακό, ο Σατανάς κι ο Θεός μαζί. Κανείς δεν γλιτώνει απ’ τα χέρια του.

~~

– Κάθε χρόνο, είπε ο Τζέρομ, πηγαίνουνε στη Σρεμπρένιτσα, όσοι Ολλανδοί ήμασταν. Εγώ δεν μπορώ να πάω. Τι να κάνω; Τι να πω;

Αίμα. Μάζεψαν όλους τους άντρες και τ’ αγόρια στο γήπεδο και τους εκτέλεσαν. Τις γυναίκες, όσες δεν βίασαν, τις έδιωξαν. Γιατί ήταν μουσουλμάνοι, ενώ εκείνοι ήταν χριστιανοί. Λες και υπάρχει ένας θεός που τρέφεται με αίμα αλλόθρησκων. Κι αν υπήρχε ούτε να τον φτύσω δεν θ’ άξιζε.

8.000 ανθρώπους σκότωσαν. Άντρες κι αγόρια. Κάποιοι ήταν σαν τα παιδιά που ακούνε σκυλάδικα στο ρετιρέ και φωνάζουν τούρτα, τούρτα. Παιδιά σκοτώσαν.

Δεκατρείς όροφους πάνω απ’ τη γη. Ένα μέτρο κάτω απ’ τη γη, σε ομαδικό τάφο.

~~

Ο Μακάρθι τελειώνει το βιβλίο του με τον Δικαστή να χορεύει και να φωνάζει ότι δεν θα πεθάνει ποτέ. Ο Δικαστής είναι ο πόλεμος, ο φόνος, η βία, το αίμα.

Έξω, στην έρημο της Αριζόνα, οι περιπλανώμενοι περιφέρονται. Το Αγόρι είναι ένας ακόμα άνθρωπος, χωρίς όνομα καν, ένας σκλάβος της Ιστορίας.

~~

Ο Τζέρομ πλήρωσε κι έβαλε τον Αντνάν στο σακίδιο.

– Δεν ξέρεις τι ‘ναι ο πόλεμος, μου είπε. Δεν ξέρεις τι ‘ναι ο άνθρωπος. Κι εμένα. Δεν με ξέρεις. Νομίζεις ότι με ξέρεις. Κανείς δεν με ξέρει.

Σηκώθηκε και παραπάτησε, λίγο δεξιά, λίγο αριστερά, τελικά ισορρόπησε.

– Γιατί σ’ έσωσε ο Αντνάν; τον ρώτησα.
– Έχω κάποιον να προσέχω. Αλλιώς θα ‘χα αυτοκτονήσει.

Γύρισε κι έφυγε, παραπατώντας.

~~

Το πάρτι τέλειωσε. Κάποιος έγινε δεκάξι χρονών. Κι ο Τζέρομ κάνει σέρφινγκ για να ξεχάσει μια θάλασσα αίματος. Κι οι μισθοφόροι σφαγιάζουν τους Ινδιάνους στο Μεξικό, σήμερα, τώρα.

“Τότε που πήγαινα σχολείο μελέτησα βιολογία. Έμαθα ότι οι επιστήμονες, όταν κάνουν τα πειράματα τους παίρνουν μια ομάδα -μικρόβια, ποντίκια, ανθρώπους- και βάζουν την ομάδα αυτή κάτω από ορισμένες συνθήκες.

Συγκρίνουν ύστερα τα αποτελέσματα με μια δεύτερη ομάδα που δεν επηρεάστηκε. Η δεύτερη ομάδα ονομάζεται ομάδα ελέγχου. Η ομάδα ελέγχου είναι αυτή που δίνει τη δυνατότητα στον επιστήμονα να αξιολογήσει το αποτέλεσμα του πειράματος του, να κρίνει τη σημασία αυτού που συνέβη.

Στην Ιστορία δεν υπάρχουν ομάδες ελέγχου. Δεν υπάρχει κανείς να μας πει τι θα μπορούσε να έχει συμβεί.

Υποτίθεται ότι εκείνοι που αγνοούν την Ιστορία είναι καταδικασμένοι να την επαναλάβουν. Εγώ δεν πιστεύω ότι η γνώση μπορεί να μας γλιτώσει.

Εκείνο που παραμένει σταθερό μέσα στην Ιστορία είναι η απληστία και η βλακεία, και η δίψα για αίμα.”

~~

ΣΗΜ: Ο Τζέρομ είναι υπαρκτό πρόσωπο. Δεν γνωρίζω αν ζει ακόμα στην Νάξο ή αν πήγε να κάνει σερφ στην Τενερίφη. Δεν γνωρίζω αν κατάφερε να ξαναπάει στη Σρεμπρένιτσα.