All that you touch, All that you see, All that you taste, All you feel, All that you love, All that you hate
All you distrust, All you save, All that you give, All that you deal, All that you buy, beg, borrow or steal.
All you create, All you destroy, All that you do, All that you say. All that you eat,And everyone you meet
All that you slight, And everyone you fight, All that is now, All that is gone, All that’s to come…
Eclipse, Pink Floyd
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Χορέψετε χορέψετε παπούτσια μη λυπάστε
μα ‘κεινα ξεκουράζονται τη νύχτα που κοιμάστε
Τουτ’ η γης θα μας εφάει βαρ’τε ‘την με το ποδάρι
βαρ’τε ‘την με το ποδάρι τούτ’ η γης θα μας εφάει
~
ΠΡΩΤΟ ΒΗΜΑ
Η μνήμη είναι η βάση του εαυτού. Χωρίς αναμνήσεις είμαστε σκιές, όντα που γυροφέρνουν άσκοπα στο παρόν. Ζωντανοί σίγουρα, με αισθήσεις, συναισθήματα, σκέψεις, ορμέμφυτα, αλλά χαμένοι.
Η μνήμη είναι ταυτότητα.
Συλλογική μνήμη, ιστορική μνήμη, προσωπική μνήμη.
~
ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΗΜΑ
“Still Alice”. Μια γυναίκα μαθαίνει ότι έχει πρώιμο αλτσχάιμερ. Είναι επιστήμονας, μητέρα, σύζυγος, φίλη, φτιάχνει και πουτίγκα.
Τη λένε Άλις. Κι αρχίζει να χάνει τον εαυτό της.
~
ΤΡΙΤΟ ΒΗΜΑ
Ο Βασίλης Χατζόπουλος ήταν ένας άνθρωπος μικρός στο μπόι. Γελαστός και κεφάτος, σαν εικονογράφηση νάνου για παιδικό παραμύθι. Μα όταν έπιανε το λαούτο του μεγάλωνε απρόσμενα. Έβγαζε φωνή δυσανάλογα ισχυρή για το σώμα του. Τον κοιτούσα κι αναρωτιόμουν που χώραγε τόση δύναμη.
~
ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΗΜΑ
Το πρώτο βιβλίο της Άιρις Μέρντοχ, «Κάτω από το δίχτυ», το βρήκα στη δημοτική βιβλιοθήκη και το πήρα χωρίς να γνωρίζω τη συγγραφέα. Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι άντρας. Κάθε τόσο γυρνούσα στο αυτί του εξώφυλλου και κοιτούσα τη φωτογραφία της Άιρις, το βιογραφικό της, για να βεβαιωθώ –ξανά, ότι ήταν γυναίκα η συγγραφέας.
Μου φαινόταν αδύνατον να πιστέψω ότι μια γυναίκα μπορεί να γίνει τόσο άντρας, λες και ήταν ο Τειρεσίας που είχε ζήσει και τις δύο καταστάσεις.
~~{}~~
Χορέψετε χορέψετε τα νιάτα να χαρείτε
γιατί σε τούτο τον ντουνιά δεν θα τα ξαναβρείτε
Τουτ’ η γης που την πατούμε όλοι μέσα θε’ να μπούμε
όλοι μέσα θε’ να μπούμε τούτ’ η γης που την πατούμε.
~
ΠΡΩΤΟ ΒΗΜΑ
Είναι παράξενο. Θυμάσαι τον εαυτό σου ως παιδί και νομίζεις ότι αυτό που θυμάσαι είναι αληθινό. Μετά μαθαίνεις ότι είναι κατασκευασμένη ανάμνηση. Ποτέ δεν είχες πάει σ’ εκείνη την παραλία, ποτέ δεν έπεσες απ’ την κούνια, ποτέ δεν σου όρμησε ένα λυσσασμένο σκυλί.
Τις αναμνήσεις τις αναπλάθουμε κάθε φορά που τις ανασύρουμε απ’ τα βάθη του χρόνου και του νου.
Θυμόμαστε με βάση τα τωρινά μας συναισθήματα, με βάση τις τωρινές μας γνώσεις, εμπειρίες, πεποιθήσεις.
Επινοούμε τις αναμνήσεις μας –αφού πρώτα επιλέξουμε τι προτιμάμε να θυμόμαστε.
~
ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΗΜΑ
Ένα βίντεο παίζει ξανά και ξανά. Η Άλις νέα, με την κόρη της ακόμα παιδί, να τρέχουν στην αμμουδιά. Καταλαβαίνει ότι δεν θα ξαναζήσει τίποτα σαν κι αυτό. Σύντομα δεν θα θυμάται καν την κόρη της, δεν θα θυμάται καν τον εαυτό της.
Είναι ακόμα στην αρχή της αρρώστιας. Αφήνει ένα βιντεομήνυμα στον υπολογιστή, με οδηγίες αυτοκτονίας.
Όταν δεν θα μπορείς ν’ απαντήσεις σ’ αυτές τις ερωτήσεις (πού μένεις, πώς λένε την κόρη σου, πού γεννήθηκες) τότε πήγαινε στη συρταριέρα, βρες το μπουκαλάκι που λέει eat me και πάρε όλα τα χάπια. Πρόσεχε, Άλις! Πρέπει να πάρεις όλα τα χάπια!
Η Άλις, με προχωρημένο αλτσχάιμερ, βρίσκει το μήνυμα. Προσπαθεί να καταλάβει ποια είναι εκείνη που της μιλάει απ’ την οθόνη.
Η Αλίκη έχει πέσει στην κουνελότρυπα.
~
ΤΡΙΤΟ ΒΗΜΑ
Ο κυρ-Βασίλης ήταν φτωχό παιδί. Έβοσκε πρόβατα, φορούσε παπούτσια από λάστιχα αυτοκινήτου και ρούχα από δέρμα γίδας. Ένας βιολιτζής τον είδε να χορεύει στο πανηγύρι και κατάλαβε ότι μπορούσε να γίνει καλός λαουτιέρης.
Ο πατέρας του Βασίλη δεν ήθελε. Του μουσικού το πιάτο, δέκα φορές είν’ αδειανό και μια φορά γεμάτο.
Εκείνος επέμενε, έμαθε λαούτο κι έπαιζε σ’ όλα τα πανηγύρια της Νάξου.
~
ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΗΜΑ
Η Άιρις σπούδασε φιλοσοφία στην Οξφόρδη και δίδαξε στο Κέμπριτζ. Φίλη του Σαρτρ, συνδιαλεγόταν με κάθε φιλόσοφο και διανοούμενο της εποχής της, ακόμα και με τον αλλοπρόσαλλο Βιτγκενστάιν.
Κάποιος είπε ότι η Μέρντοχ είχε το πιο λαμπρό μυαλό της μεταπολεμικής Αγγλίας.
Κάθε λέξη στα μυθιστορήματα της είναι βαλμένη στο σωστό μέρος, λες και δεν μπορούσε να είναι πουθενά αλλού.
Οι λέξεις. Ώσπου ξεκίνησε να τις χάνει, να μην μπορεί να γράψει, να μιλήσει, να σκεφτεί, όταν το αλτσχάιμερ της πήρε το μυαλό.
~~{}~~
Χαρείτε νιοι χαρείτε νιες χαρείτε παλικάρια
κι εγώ του χάρου του ‘βαλα σίδερα στα ποδάρια.
Δώστε του χορού να πάει τούτ’ η γης θα μας εφάει
τουτ’ η γης θα μας εφάει δώστε του χορού να πάει.
~
ΠΡΩΤΟ ΒΗΜΑ
Το παρελθόν δεν υπάρχει.
Ό,τι πέρασε νεκρό είναι. Κι όσα θυμόμαστε είναι κατασκευές του νου μας.
Όλα όσα γνωρίζουμε κι όλα όσα πιστεύουμε κι όλα όσα αγαπάμε κι όλα αυτά που σκεφτόμαστε κι όλα όσα φοβόμαστε, όλα προορίζονται να χαθούν μαζί μ’ εμάς.
Τότε τι μένει; Τι δίνει αξία σ’ αυτόν τον εφήμερο χορό;
~
ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΗΜΑ
Η Άλις μιλάει στον άντρα της.
Πάμε να φύγουμε, του λέει. Για ένα χρόνο, να γυρίσουμε τη χώρα με τροχόσπιτο. Για ένα χρόνο, όσο είμαι ακόμα η Άλις.
Δεν μπορώ ν’ αφήσω την ευκαιρία, λέει εκείνος. Με περιμένουν στο καινούριο νοσοκομείο. Είναι σημαντική θέση.
Εκείνος σκέφτεται το μέλλον, τη νέα δουλειά. Εκείνος έχει μέλλον. Η Άλις έχει ένα χρόνο, το πολύ.
Πάμε. Όσο είμαι ακόμα η Άλις, τον εκλιπαρεί.
~
ΤΡΙΤΟ ΒΗΜΑ
Ο Χατζόπουλος έγινε ο «λαουτιέρης του Αιγαίου». Έπαιξε σ’ όλα τα νησιά, στην Αθήνα, στο Ισραήλ, στην Ιταλία, στη Νέα Υόρκη.
Τον συνάντησα, γέρο πια, αν και τόσο ζωντανό, στην Νάξο.
Τι μένει απ’ τη ζωή; τον ρώτησα. Τα παιδιά, τα εγγόνια, οι φίλοι, οι αναμνήσεις;
Και τα τραγούδια! Και τα τραγούδια μου! είπε εκείνος, απορώντας πώς τα είχα ξεχάσει.
~
ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΗΜΑ
Θάλασσα, θάλασσα. Ένας συγγραφέας, άντρας, μεσήλικας, απομονώνεται κάπου κοντά στη θάλασσα, για να χαθεί. Αλλά η ζωή δεν τον αφήνει σε ησυχία, όχι όσο είναι ακόμα ζωντανός. Έχει πολλούς χορούς ακόμα να χορέψει.
Αυτό το μυθιστόρημα της Μέρντοχ είναι πιθανότατα το καλύτερο απ’ τα αριστουργήματα της. Πήρε βραβείο booker γι’ αυτό, το 1978.
Ο τίτλος προέρχεται απ’ την Κάθοδο των Μυρίων.
Θάλαττα, Θάλλατα. The sea, The sea.
~~{}~~
Οσ’ έχουνε καλή καρδιά και τακτικά γλεντούνε
μοναχ’ αυτοί τον ψεύτικο τον κοσμο θα χαρούνε.
Τουτ’ η γης με τα χορτάρια τρώει νιες και παλικάρια
τουτ’ η γης με τα λουλούδια τρώει νιες και κοπελούδια.
~
ΠΡΩΤΟ ΒΗΜΑ
Τι λες; Τα τραγούδια σου θα μείνουν; ρωτάει ο χάρος τον ποιητή, λίγο πριν τον πάρει μαζί του.
Δεν ξέρω, απαντάει εκείνος. Αυτό ξέρω: Κάποιες φορές, όταν τραγουδούσα βρήκα την αιωνιότητα.
~
ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΗΜΑ
Η Άλις δεν κατάφερε ν’ αυτοκτονήσει. Η ταινία τελειώνει πριν βρεθεί σε κάποια κλινική, παρέα μ’ άλλους χαμένους ανθρώπους, που ζουν χωρίς εαυτό πλέον, χωρίς ταυτότητα.
Τι έχει μείνει απ’ την Άλις σ’ εκείνο το σώμα; Σ’ εκείνο το μυαλό που δεν αναγνωρίζει τα παιδιά της; Είναι ακόμα η Άλις;
Τι έμεινε απ’ την Άλις;
~
ΤΡΙΤΟ ΒΗΜΑ
Χάνεται στον δρόμο, δεν ξέρει πού βρίσκεται και ποιος είναι, μου είχε πει η κόρη του κυρ-Βασίλη.
Προχθές, καθώς ξεκινούσα αυτό το κείμενο, έκανα αναζήτηση στο διαδίκτυο. Κι ανακάλυψα ότι ο λαουτιέρης του Αιγαίου είχε αφήσει αυτόν τον «ψεύτικο τον κόσμο» ένα μήνα πριν.
Έμειναν πίσω τα παιδιά του, τα εγγόνια του, οι φίλοι του. Και τα τραγούδια του.
Το τραγούδι που έχει κατοχυρωθεί ως παραδοσιακό, αυτό το «Χορέψετε Χορέψετε», είναι δικό του. Εκείνος σκάρωσε τα πρώτα στιχάκια, εκείνος το πρωτόπαιξε, μετά άλλοι πρόσθεσαν καινούρια, το άλλαξαν, το βελτίωσαν, το τραγούδησαν.
~
ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΗΜΑ
Η Άιρις Μέρντοχ είχε ξεχάσει όλες τις λέξεις όταν πέθανε, το 1999. Το τελευταίο της καταφύγιο ήταν η θάλασσα, η ακροθαλασσιά.
Καθόταν στις ακτές του Ατλαντικού και κοιτούσε τα κύματα, ανοιακή πλέον, βουβή, εκείνη που άγγιξε την αιωνιότητα με τα τραγούδια της.
~~{}~~
…and everything under the sun is in tune but the sun is eclipsed by the moon.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΒΗΜΑ
Καθώς γράφω έρχεται η Πέρλα, ο σκύλος, και με σκουντάει με το μουσούδι της, με κοιτάει με τα δίχως ασπράδι μάτια της, για να τη χαϊδέψω, για να τη πάω βόλτα.
Πάμε, όσο είμαι ακόμα η Πέρλα, μου λέει.
Βρέχει, ο κόσμος είναι βαρύς από πόλεμο και αίμα. Όμως υπάρχουν άνθρωποι που συνεχίζουν να χορεύουν, να τραγουδάνε, να ερωτεύονται, να δημιουργούν, να αγωνίζονται, να κοιτάνε ψηλά, να…
Εντάξει, Πέρλα, σταματάω. Πάμε, όσο είμαι ακόμα εγώ.
There is no dark side of the moon really. Matter of fact it’s all dark.