Το πρώτο μέρος εδώ “Η Παναγιά σ’ αναπηρικό καρότσι”
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Στο βαγόνι-κυλικείο τέσσερις πιτσιρικάδες παίζουν μουσική. Χωρίς όργανα. Οι δύο χτυπάνε το τραπέζι και το σώμα τους, οι άλλοι δύο κάνουν φωνές.
Απέναντι δυο τουρίστες, ασιατικής καταγωγής, τους ρωτάνε: “What kind of music is this?”
Οι πιτσιρικάδες δεν ξέρουν αγγλικά, παρεμβαίνω, μεταφράσεις, γέλια, τελικά ο πιτσιρικάς μου λέει: “Γυφταλβανικά”.
Μεταφράζω: “Gypsalbanian jazz”
Οι Ασιάτες καταλαβαίνουν.
~~
Ξαφνικά μια κυρία, που στέκεται στο μπαρ, αρχίζει να φωνάζει: “Βοήθεια, με κλέψανε, σταματήστε ‘τον!”
Τρέχουν να πιάσουν τον κλέφτη, έναν μελαψό νεαρό, πρόσφυγα. Εκείνος δεν καταλαβαίνει τι γίνεται, αλλά δεν αντιστέκεται. Τελικά, πολύ σύντομα, η κυρία αντιλαμβάνεται και παραδέχεται ότι δεν της κλέψαν τίποτα.
Είχε ανοικτή την τσάντα, είδε να περνάει πίσω της ο νεαρός, στερεοτυπική σκέψη, “ο μελαψός μου κλεψε το πορτοφόλι”.
Απέναντι μου κάθεται ο “κλέφτης”. Τον ρωτάω από που είναι.
“Πακιστάν”, μου λέει, φοβισμένος κι αυτός.
Προσπαθώ να του εξηγήσω ότι είμαι συγγραφέας, μήπως και του εκμαιεύσω κάποια ιστορία, αλλά δεν καταλαβαίνει αγγλικά. (Ναι, ας το παραδεχτώ. Οι συγγραφείς χρησιμοποιούμε τους ανθρώπους ως υλικό, ως πρώτη ύλη για τις ιστορίες μας. Δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς).
~~
Η κοπέλα με τη Μοίρα περνάει δίπλα μου. Με βλέπει να γράφω με ταχύτητα.
“Αυτόματη γραφή;” με ρωτάει.
“Απλώς γραφή”.
Βλέπω τη φωτογραφική μηχανή στο λαιμό της. Μου εξηγεί ότι προσπαθεί να κάνει φωτογραφία, αλλά ντρέπεται να τραβήξει τους ανθρώπους κι ότι θέλει να ταξιδέψει για να το κάνει.
Της λέω ότι εκεί μέσα, στο τρένο, βρίσκεται όλος ο κόσμος. Γιατί δεν φωτογραφίζει αυτούς;
Πηγαίνει προς τη γυφταλβανική τζαζ μπάντα. Τους ρωτάει αν μπορεί να τους φωτογραφίζει. Εκείνοι χαίρονται και παίρνουν πόζες.
“Τουρίστρια είσαι;” τη ρωτάνε.
“Φωτογράφος δρόμου”, λέει εκείνη.
Κι εγώ συγγραφέας δρόμου είμαι.
~~{}~~
Στο φεστιβάλ είδα, γνώρισα πολλούς ανθρώπους. Αυτοί που είχαν την ιδέα και το έστησαν ήταν η Αναστασία και ο Σάκης, από τις εκδόσεις Ρενιέρη, σε συννενόηση με τους αρχαιολόγους.
Ο Μάριος Μεγαπάνος, ο άνθρωπος που είχε την έμπνευση της εκδοτικής, ήταν παντού τριγύρω, καθόλου απών, σαν ν’ ανέπνεε μαζί μας, σαν να γελούσε κι αυτός.
Οι άνθρωποι που το στήριξαν ήταν κι εκείνοι “του δρόμου”.
Κομιξάδες, φανζιδάδες, παραμυθάδες, θεατρικοί αυτοσχεδιαστές, ζογκλέρ, μπλόγκερ και συγγραφείς.
Αυτοί ήταν ο σκελετός. Όμως ο κόσμος που ήρθε έδωσε αξία στο εγχείρημα.
~~
Η γυφταλβανική τζαζ μπάντα δεν μπορεί να σταματήσει να παίζει μουσική. Πειράζουν τα κορίτσια με το Ζώα-Φυτά-Πράγματα κι εκείνα κρυφογελάνε.
Ένας παππούς σαν τον Άι-Βασίλη, ασπρομάλλης και παχύς, ανοίγει ένα πακέτο με σνακ, το αφήνει στη μέση του τραπεζιού και κάνει νόημα στον μελαψό που κάθεται απέναντι του να πάρει. Εκείνος παίρνει και χαμογελάει.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι εχθροί μου.
~~
Ο ελεγκτής λέει στην γυφταλβανική τζαζ μπάντα να πάνε προς τα πίσω.
“Όχι”, απαντάει ένας απ’ αυτούς, “γιατί προσπαθούμε να ψήσουμε την Πηνελόπη.”
Ένα απ’ τα κορίτσια που πειράζουν λέγεται Πηνελόπη.
Οι μνηστήρες ξεκινάνε έναν μικρό αυτοσχεδιασμό, κάτι σαν χιπ-χοπ, σαν λαϊκό, σαν αφρικάνικο, σαν ανατολίτικο, κάτι fusion και εξυμνούν την ομορφιά της Πηνελόπης.
Λίγο μετά τους λέω για τον Τζάνγκο Ρέινχαρτ, τον τσιγγάνο που άλλαξε τη τζαζ, με δύο μόλις δάκτυλα. Ακούνε, σκέφτονται, γελάνε.
“Εγώ γεννήθηκα με τον ρυθμό μέσα μου”, λέει ο Βαλάντης, ο πιο ταλαντούχος απ’ όλους. Και συνεχίζουν να τραγουδάνε.
Αυτά τα παιδιά έχουν τη μουσική μέσα τους. Πώς μπορώ να τους θεωρήσω εχθρούς μου;
~~{}~~
Πέρασε πολύς κόσμος απ’ το φεστιβάλ. Μιλήσαμε για την τέχνη, για τον θεό, για την κοινωνία και την πολιτική, για το χάος, για όσα υπάρχουν κι όσα είναι ψευδαίσθηση.
Ο ένας δεν ήθελε να γυρίσει στην τράπεζα, στη δουλειά του, το επόμενο πρωινό, γιατί θέλει να τα κάνει “πουτάνα όλα”, και να αφιερωθεί στη μουσική του.
Ο άλλος, που δεν ήθελε να αναφέρεται στο πτυχίο φυσικής που κατείχε, μιλούσε για τις μη-γραμμικές εξισώσεις και την κοινωνία, όπου ο έλεγχος είναι χιμαιρικός.
Ο άλλος είπε αυτό το εκπληκτικό απόφθεγμα:
“Αν αυτός, ο τόσο παράλογος, ο τόσο παράλογα οργανωμένος κόσμος, μπορεί να λειτουργεί, τότε ΚΑΘΕ ΣΥΣΤΗΜΑ θα λειτουργούσε”.
Ίσως αυτή είναι η καλύτερη απάντηση σ’ εκείνους που πιστεύουν και υποστηρίζουν ότι ζούμε στον Καλύτερο Δυνατό Κόσμο.
Αυτοί ήταν οι άνθρωποι που ήρθαν, είδαν κι έμειναν. Και σίγουρα αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι εχθροί μου. Πώς μπορεί να είναι εχθρός ένας φίλος;
~~{}~~
Δυο παιδιά απ’ τη γυφταλβανική τζαζ μπάντα έχουν καταφέρει να προσεγγίσουν τα κορίτσια Ζώα-Πράγματα-Φυτά. Τους κάνουν κοτσίδες τα μαλλιά. Μόνο η Πηνελόπη αντιστέκεται ακόμα.
“Πηνελόπη”, λέει ο Θύμιος. “Από πού βγαίνει το Πηνελόπη;”
“Απ’ το Πηνελόπη”, λέει η Πηνελόπη.
Γελάνε.
“Είναι κάπως… αρχαίο”, τους λέω. “Βγαίνει απ’ την Οδύσσεια”.
“Θα τη λέμε Οδύσσεια τότε”, κάνει ο Θύμιος.
“Ναι”, σκέφτομαι, αλλά δεν του το λέω. “Ναι, κάθε έρωτας είναι μια Οδύσσεια”.
~~{}~~
“Αν είχαμε ένα νέο νόμισμα, με νέο όνομα, πώς θα έπρεπε να το λέμε;” ρωτάω τους φίλους στο φεστιβάλ, το απόγευμα της Κυριακής.
Προτείνω το “θεός”. Για να θυμόμαστε ποιον υπηρετούμε.
Να λέμε: “Χωρίς θεό, τίποτα δεν κάνεις”. Και να εννοούμε το χρήμα.
Ο Μιχάλης προτείνει κάτι καλύτερο: “Υποταγή”.
Να λέμε: “Αυτό το παντελόνι κοστίζει πενήντα Υποταγές.”
Να λέμε: “Βγάζω χίλιες Υποταγές τον μήνα”.
Να λέμε: “Δεν έχω ούτε μια Υποταγή στην τσέπη μου”.
Να λέμε: “Πόσες Υποταγές θες για να μου πουλήσεις τη ζωή σου;”
Να λέμε: “Θέλω να έχω Υποταγές, για να μη χρειάζεται να υποτάσσομαι σε κανέναν”.
Να λέμε: “Θες Υποταγή ή να σου κόψω επιταγή”.
~~{}~~
Τα παιδιά της γυφταλβανικής τζαζ μπάντας παίζουν χαρτιά με τα κορίτσια Ζώα-Πράγματα-Φυτά. Η Πηνελόπη ενέδωσε τελικά, και το χάρηκε.
Ο Άι-Βασίλης έφυγε. Ο μελαψός νεαρός προσπαθεί να κοιμηθεί ακουμπώντας το κεφάλι του στο παράθυρο. Τι να ονειρεύεται;
Έξω ο κόσμος κι η ιστορία κυλάνε. Το ίδιο και μέσα.
Κανείς δεν ξέρει πού θα οδηγήσει αυτό, μέσα κι έξω. Υποτίθεται ότι υπάρχει ένα τερματικός σταθμός. Όλοι φτάνουμε στο ίδιο μέρος, όποια διαδρομή και να πάρουμε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η συνέχεια εδώ http://sanejoker.info/2015/07/antichrist.html
[…] Γνώρισα τον Αλέξαντρο πέρυσι το καλοκαίρι (δες παλιότερο κείμενο «Πόσες υποταγές αξίζει η ζωή μας;» http://sanejoker.info/2015/07/submission.html) […]
[…] Γνώρισα τον Αλέξανδρο πέρυσι το καλοκαίρι (δες παλιότερο κείμενο «Πόσες υποταγές αξίζει η ζωή μας;» http://sanejoker.info/2015/07/submission.html) […]
[…] Η συνέχεια εδώ «Πόσες υποταγές αξίζει η ζωή μας;» […]
Comments are closed.