Αυτό που κάνει τη σκοτεινιά μου φως

0
2365

– Δε θα τη ξεχάσω, σίγουρα δε θα τη ξεχάσω όσο ζω. Για μετά δεν ξέρω.

Άφησε την κιθάρα στην άκρη, μου γέμισε το ποτήρι και συνέχισε.

– Την ακολούθησα σ’ όλη την παλιά πόλη. Είχε μακριά ξανθά μαλλιά, αυτό είναι το μόνο που ξέρω. Γλυκά ξανθά, ζεστά, όχι πλατινέ ούτε εκείνο το πολύ κραυγαλέο, αλλά ούτε και καστανά, ξανθά. Φορούσε πράσινο παλτό μέχρι τα γόνατα, πιο στενό πάνω και κάτω άνοιγε, λιγάκι έμοιαζε με τ’ αμπέχωνα που είχαμε, του ναυτικού.
– Των αξιωματικών εννοείς, τα μακριά.
– Ναι. Και μπότες, χα, φορούσε κάτι μάλλινες μπότες, πράσινες ξανά, χωρίς τακούνι, λες κι ήτανε κινούμενο σχέδιο, σαν κι εκείνα τα γιαπωνέζικα που βλέπαμε στην ΥΕΝΕΔ, Κάντι-Κάντι και τέτοια… Και, ξέρεις, ενώ δεν μπορούσα να δω τίποτα, δεν μπορούσα να σταματήσω να τη φαντάζομαι γυμνή. Όχι τελείως γυμνή, σχεδόν γυμνή, ξέρεις, μ’ ένα ρούχο ή εσώρουχο και τα μακριά μαλλιά να πέφτουν στην πλάτη… Κι ήθελα να τη λατρέψω, να τη δοξάσω, να την προσκυνήσω, να…

Ο Νίκος ξεφύσησε και χαμογέλασε. Στα μάτια του φαίνονταν τα φώτα απ’ την Πάρο.

– Μου ‘σωσε τη ζωή εκείνο το κορίτσι.

Πίναμε και παίζαμε κιθάρα στην παραλία της Πλάκας. Ήταν η τελευταία φορά που θα βρισκόμασταν για να παίξουμε. Μόλις είχε παραιτηθεί απ’ τη δουλειά, στην καφετέρια όπου δούλευα κι εγώ. Δεν άντεχε άλλο να κάνει το ρομπότ, έτσι μου είχε πει, έτσι είχε πει στον Γιάννη, τον ιδιοκτήτη. Και τα παράτησε για να πάει στα Μάταλα. Κάτι τέτοιο δεν θα ‘κανε κι ο Ζορμπάς;

Είχαμε υιοθετήσει, εκών άκων, το καζαντζακικό δίπολο.
Αυτός ήταν ζορμπάς, εγώ καζαντζάκης. Αυτός εξωστρεφής κι αυθόρμητος, ερωτύλος απ’ τους λίγους. Εγώ εσωστρεφής και ήσυχος, πιο πολύ με τα βιβλία ν’ ασχολούμαι παρά με τους ανθρώπους.

– Και δεν της μίλησες; τον ρώτησα.
– Όχι! Δεν είδα καν το πρόσωπο της.
– Παράξενο… Δεν ταιριάζει στον Ζορμπά που κουβαλάς.
– Γιν και γιάνγκ. Έχω και λίγη μαυρίλα μέσα μου, τι νόμιζες, εργολαβία την πήρες;
– Δεν είναι μαυρίλα.
– Ναι, ναι, ξέρω… Άδειασε το ποτήρι σου να σου βάλω.

Γρατζουνίσαμε ένα δωδεκάμετρο από λα, κοιτώντας το φεγγάρι.

– Την ακολούθησα από πίσω για μισή ώρα, μπορεί και παραπάνω. Αλλά δεν ήθελα να δω το πρόσωπο της ούτε να της μιλήσω. Έτσι, με το περπάτημα της, μου ‘σωσε τη ζωή.
– Κυριολεκτικά εννοείς;
– Πιο κυριολεκτικά δε γίνεται. Είχα είκοσι μέρες να βγω εξοδούχος. Στο ναύσταθμο με ‘χαν λιανίσει. Όλη μέρα ματσακόνι και το βράδυ γερμανική. Να ‘χω και κάτι αρχίδια, παλιοί, Κρητικοί, που νόμιζαν μπορούν να κάνουν ό,τι γουστάρουν, επειδή ήμασταν στο νησί τους. Μπουγέλα, ξαναμπουγέλα, να μη μ’ αφήνουν σε ησυχία, επειδή τους πήγαινα κόντρα. Κι εγώ πιτσιρίκι, δεκαεννιά, ήθελα στ’ αλήθεια να χώσω το όπλο στο στόμα κι άντε γεια.
– Σε κάποιους πέφτει βαρύς ο στρατός. Εγώ δεν έδινα δεκάρα τσακιστή. Ούτε που ήξεραν ότι υπήρχα.

– Είχα βουτήξει στο σκοτάδι, εντελώς. Κι όταν βγήκα ήθελα να πάω να βουτήξω στη θάλασσα, για να μη ξαναγυρίσω μέσα.
– Και τότε την είδες.
– Και τότε την είδα. Την ακολουθούσα κι ήταν σαν να ‘βγαινα, με κάθε βήμα της, απ’ το σκοτάδι στο φως. Ήταν λες και τα μαλλιά της ήταν ο ήλιος κι εκείνο το παλτό δεν ξέρω, κάτι ωραίο, λιβάδι, θάλασσα, κάτι όμορφο σαν… Και κατάλαβα: Ότι αξίζεις να ζεις μόνο και μόνο για να είσαι ερωτευμένος. Ή ότι μόνο τότε αξίζει να ζεις, όταν είσαι ερωτευμένος.
– Αλλά το πρόσωπο της δεν το είδες.
– Δεν καταλαβαίνεις; Δεν ήθελα να το δω. Δεν ήθελα να δω το πρόσωπο της, δεν ήθελα να ξέρω τι χρώμα είχαν τα μάτια της, πώς ήταν το στήθος της, ο κώλος της, δεν ήθελα ν’ ακούσω τη φωνή της, να μυρίσω τ’ άρωμά της… Αυτή η γυναίκα ήταν όλες οι γυναίκες, ήταν ο έρωτας, ο πόθος, ήταν η εκκλησία μου.

Τον ζήλεψα πάλι. Πάντα τον ζήλευα τον Νίκο, κι όλο ορκιζόμουν ότι θα γίνω πιο περιπετειώδης, πιο δυναμικός, πιο τολμηρός, πιο χαρούμενος, πιο… ζορμπάς.

Αλλά όλο κάτι τύχαινε, ένα βιβλίο, μια ιδέα, ένα κείμενο, μια στραβή, μια αδυναμία, κι όλο επέστρεφα σ’ εκείνο το μαύρο μου -που έχει στον πυρήνα του φως.

Τώρα πια, χρόνια μετά από ‘κεινη τη βραδιά στην Νάξο, χρόνια μετά το θάνατο του Νίκου, τη βλέπω να περπατάει μπροστά μου και με βγάζει απ’ τη σκοτεινιά μου.

Κι έμαθα πια ότι κάθε φως έχει μέσα του σκοτάδι και κάθε σκοτάδι φως. Κι έμαθα -ναι Νίκο είχες δίκιο- ότι είναι ο έρωτας που κάνει το σκοτάδι φως.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η φωτογραφία είναι του Dennis Stock,
California. 1968. Venice Beach Rock Festival.