(Τετράδια Συνεργείου)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
“Αιωνόβια σαρακοφαγωμένη αρκούδα”
Ο απογευματινός ήλιος έσερνε τα πόδια του στον συννεφοκεντημένο καλοκαιρινό ουρανό την ώρα που η Κασσάνδρα σταμάτησε το λαχανιασμένο της τετράτροχο στο πάρκινγκ. Μπροστά της, όπως και πίσω, απλώνονταν ο τζαναμπέτης κάβος της επαρχιακής οδού, ανεβοκατέβαινε τους κατάφυτους ορεινούς παραστάτες και ξετύλιγε την άπειρη καλούμπα του.
Το διαζύγιο των βουνών επιβεβαίωνε η κοιλάδα του άγριου ποταμού στο βάθος, που ερωτοτροπούσε και με τα δύο, χωρίς να δίνεται σε κανένα. Τη διπλοπροσωπία του φοβότανε ο δρόμος κι έμενε μακριά του.
Τα στομάχια των επιβατών, σαν απαιτητικά δίχρονα μπροστά στα γλυφιτζούρια του περίπτερου, είχαν ορίσει τη στάση απαραίτητη.
Κατέβηκε πρώτος ο Γκουντελάν τρέχοντας, μετά η Χο, και τελευταία η οδηγός, στην καντίνα που αψηφούσε το λιοπύρι στην άκρη της αλάνας. Ανέδυε μια μελωδική τσίκνα μέσα σε νέγρικο καπνό κι ένα ραδιόφωνο να κάνει παρέα στα ρουμάνια με κλαρίνα.
Πήρανε κι οι τρεις από ένα «μέγκα-μπέργκες» από την αιωνόβια σαρακοφαγωμένη αρκούδα, που ‘σκυβε σιγοτραγουδώντας πάνω απ’ την ψησταριά. Αδιάφορα πήρε τα λεφτά τους, κι αφού ζωντάνεψε τη θράκα και χάϊδεψε τα υπόλοιπα κρεατικά στη σχάρα, γύρισε και τους χάρισε το τρύπιο, χιλιομπαλωμένο, χαμόγελό της, και την κιτρινισμένη νικοτένια ανάσα της στο ρυθμό της μουσικής:
“Μικρά παιδιά πού πηγαίνετε, νέα κορμιά πού πάτε;
Σταθείτε ν’ αποστάσετε, σταθείτε να κε-φάτε!
Εκεί στη βρύση να ξεδιψάσετε, στη γούρνα της να πλυθείτε,
Με το νερό το κρύο της να νίψετε το λαιμό σας,
Τα χέρια και το σβέρκο σας, και ξανά να πιείτε!
Εδώ που σταθήκατε να φάτε, φαΐ δεν έχει – μόνο γαλήνης μυρουδιά, κι οσμήσεις νοσταλγίας…
Εδώ ’ναι χώρα ορεινή, με β’νά ψηλά ’ναι χώρα,
Κι είν’ το ψωμάκι της ακριβό, και το ζ’μί της κρύο,
Γιατ’ έχει πετροκόκκαλα, δασότριχα, και βατόχειλα,
Κι από χαμόδεντρα στρωσίδια, κι ο που ανήκει αναρριγεί,
Και χρόνια μπροστά του δίνει…
Κάτ’ ο ποταμός κυλάει, ρέει μες την κοιλάδα,
Έτσ’ η ζωή μας κλείνεται σε τοίχους π’ εμείς φτιάχνουμε,
Μην ξεφύγει την κλείνουμε, μην ξεδώσει, μην αποκλίνει,
Μη και δεν φτάσει στη θάλασσα, μην και δεν τελειώσει!
Ευτυχώς μας θυμάτ’ η βροχή, μας ξυπνά η μπόρα,
Κι απ’ τη ροή ξεφεύγουμε, και λίγο αλλιώτικα ζούμε,
Μα ευτυχής κι όποιος τη βροχή την έλαβε ευλογία,
Κι όχι αντάρα, θύελλα, όχι σαν καταιγίδα,
Γιατί αλλιώς θα σπάσει ο ντουνιάς, της κοίτης θα εξέλθει,
Κι άλλον εαυτό θ’ αναζητά, μάταια, ν’ αποδυθεί τον εαυτό θα ψάχνει,
Μέχρι να ξαναβρεί το νήμα του –
Ή να τον ρουφήξει το χώμα κι η διψασμένη γη.”
Αντώνης
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το προηγούμενο μέρος του του road trip του Αντώνη εδώ
“Ασθενής και ωδιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει!” http://sanejoker.info/2015/12/road-trip-no-sin.html
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
“Λογική ενενήντα μοιρών”
Ο αέρας έπαιρνε μαζί του φύλλα και αναμνήσεις. Οι μικροί μπλέ φάροι κολλημένοι στο μαύρο απόμακρο χαλί βάζαν τα δυνατά τους να νικήσουν το σκοτάδι. Το φεγγάρι είχε εγκαταλείψει τη μάχη εκείνο το βράδυ.
Η Λίζα καθώς κλείδωνε το αυτοκίνητο ανατρίχιασε. Είχε τόσο κρύο που ακόμα και τα αστέρια έτρεμαν. Το βλέμμα του Τζος έψαχνε καταφύγιο σε κάποιο αστέρι στον ουρανό. Συνοδευόμενο από μια μελαγχολική βαθιά ανάσα, αναζήτησε κάποιο καταφύγιο στη γη. Στο βάθος του σκοταδιού, μια φωτεινή κόκκινη πινακίδα, έσπασε την ερημιά. Ένα μαγαζί καταμεσής του πουθενά. Μέσα άνθρωποι τρώγανε και πίνανε, κάνοντας τις ίδιες κινήσεις σαν μαριονέτες.
Την εκκωφαντική σιωπή τσάκισε ένα γάβγισμα από μακριά. Κάπου κάπου ακούγονταν κάποιες ανθρώπινες φωνές. Η Λίζα σταύρωσε τα χέρια της και έτριψε τα μπράτσα της με τις παλάμες της. Αφού επιτάχυνε το βήμα της και έφτασε δίπλα στον Τζος, τον πήρε αγκαζέ, αναζητώντας ζεστασιά. Ο Τζος, έτεινε το χέρι του και σημάδεψε με το δάχτυλο την κόκκινη πινακίδα.
Προχωρούσαν και οι δύο κόντρα στον άνεμο όταν συνειδητοποίησαν ότι οι ανθρώπινες φωνές ήταν προιόν, ενός και μόνο ανθρώπου. Μια θολή φιγούρα, αιωρούμενη στον αέρα, κοιτάζοντας προς τη τζαμαρία του εστιατορίου. Καθώς πλησίασαν προς τη φιγούρα με βραδύ βήμα, φάνηκε σαν να πατάει κάπου. Φτάσαν πολύ κοντά. Η σκοτεινή φιγούρα ήταν ένας άνδρας με μεγάλη γεννειάδα, πολύ ψηλός, που είχε σκαρφαλώσει πάνω σε ένα τραπέζι. Αγόρευε μπροστά στο κοινό του, το οποίο δεν φαινόταν να τον ακούει, με ένα πελώριο γυαλί να τους χωρίζει.
Οι κινήσεις που έκανε με τα χέρια του ήταν κωμικές και το πάθος της φωνής του φανέρωνε τη συγκίνηση και έξαρση ηθοποιού αρχαίας τραγωδίας. Τα μπράτσα της Λίζας τραβήξαν τα μπράτσα του Τζος. Σημάδι ανυπομονοσίας.
Λίγο πριν ανοίξουν την πόρτα, σαν συγχρονισμένοι ξεκαρδίστηκαν στα γέλια με την ατάκα του τραγωδού. Σε λίγα λεπτά, είχαν πάρει το φαγητό τους πακέτο, και κάθισαν σε δύο καρέκλες στην παγωμένη νύχτα.
Ο τραγωδός είχε κοινό που τον άκουγε.
«Νεοφιλελεύθερέ μου!
Αγρια πετούμενα, βδελυρά αρπακτικά, βαλτώστε κι άλλο την καρδιά του ανθρώπου, παγώστε και συντρίψτε το ρου της ιστορίας, έτσι, κανένα έλεος, κανένας δισταγμός!
Κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, τι ωραία αίσθηση, τι καλά που νιώθω όταν έχω κι άλλο κι άλλο!
Ναι,ναι,ναι δωσε μου λεφτά, δώσε μου σπίτια, δώσε μου εξουσία , δώσε μου έλεγχο, δώσε μου υπαλλήλους να αφεντέψω, δώσε μου βλάκες να κοροϊδέψω, δώσε μου φοβισμένους να τρομοκρατήσω, δώσε μου κρατούμενους να βασανίσω, δώσε μου σκουλήκια να πατήσω, δώσε μου φτωχούς να λιανίσω, δώσε μου, δώσε μου, ναι, ναι, ναι.
Ναι, ναι, ναι, δεν ξέρω τι είναι η αγάπη, δεν ξέρω τι είναι ο έρωτας, δεν ξέρω τι είναι να ανοίγω την καρδιά μου στους ανθρώπους που αγαπώ, δεν ξέρω τι είναι να γράφω ένα ποίημα για το κορίτσι που λατρεύω, δεν ξέρω τι είναι απ’την ψυχή μου να τραγουδώ, δεν ξέρω ότι δεν με αγκάλιασαν οι γονείς μου, δεν ξέρω το κενό που με ρουφάει.
Δεν ξέρω ότι δεν τα ξέρω όλα αυτά, το μόνο που ξέρω είναι ότι θέλω κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο.
Σκάσε και δώσε μου κι άλλο.
Ω, μα τι μου λέτε, έχουμε και κάποιους διανοούμενους νεοφιλελέδες στην παρέα.
Ω, μα τι μου λέτε, έχουμε και κάποιους μορφωμένους που ξέρουν!
Μου λέτε έτσι είναι η ανθρώπινη φύση, μα έτσι είναι ο άνθρωπος κατά βάθος, μα έτσι πάει, ζούγκλα, μα έτσι πάει, να γαμήσει ο ένας τον άλλον!
Ακούς, ακούς πικρέ Αδόλφε, δεύρο έξω!
Είχες δίκιο τελικά!
Ακούς καλλιτέχνη, ακούς, αρρωστημένο, λυσσασμένο, φαντασιόπληκτο σκυλί!
Τα είχες πει, μόνο ο ουρανός ξέρει τι αγώνα έδωσες.
Μα το λέει ο Δαρβίνος, ω, μα έτσι είναι φυσικά, από πού κατάγονται τα είδη;
Ο δυνατός επιβιώνει, ο αδύναμος ψοφάει.
Ακούς, ακούς, Αριστοτέλη και συ δίκιο είχες, τα είχες πει!
Ω, δες τη φύση, κάποιοι γεννήθηκαν αφέντες, κάποιοι γεννήθηκαν σκλάβοι !
Ω, δες τη φύση, οι γυναίκες έχουν κενό ανάμεσα στα πόδια τους, τους λείπει κάτι, άρα είναι κάτω από τους άνδρες, ω μα φυσικά, ναι!
Χαχαχαχαχα
Ω, δες τη φύση, τι μαλάκες είστε!
Χαχαχαχαχαχαχα
Δες τη φύση, δες την αρμονία, δες το αριστούργημα, δες την ομορφιά!
Άνοιξε τα μάτια σου και δες, πώς να σου πάει η καρδιά μετά..
Ανθρώπινη φύση, παλέτα μαγική, ικανή για το σκοτάδι και το φως
Εδώ είναι η κόλαση, εδώ είναι και ο παράδεισος..
Αναρχικέ μου!
Στερητικό το α, ναι, αρχή καμία!
Ζήτω η ελευθερία, ζήτω!
Ζήτω, ζήτω η αναρχία, όλοι στους δρόμους!
Πάρε μια πέτρα και αμόλα!
Πάρε μια μολότοφ και αμόλα!
Πάρε μια βόμβα και αμόλα!
Πάρε ένα καλάσνικοφ και αμόλα!
Γάζωσε όλα τα σκυλιά, όλα τα αποβράσματα, όλα τα καθάρματα, όλα τα γουρούνια, βάρα, βάρα!
Ωχ, σκοτώνεις έναν, βγαίνουν δύο!
Ωχ, σκοτώνεις δύο, βγαίνουν τέσσερις!
Ωχ, σκοτώνεις τέσσερις, βγαίνουν οχτώ!
Ωχ, σκοτώνεις οχτώ, βγαίνουν δεκαέξι!
Μα πόσοι είναι με ρωτάς!
ΕΣΥ που με κοιτάς, μελαχρινή μου καλλονή, πες!
ΕΣΥ που με κοιτάς, κατσαρομάλλη μορφονιές πες!
Τους σκοτώνεις όλους και βγαίνουν και άλλοι και άλλοι
Λερναία ύδρα, καταχθόνιο τέρας από τα άδυτα του πουθενά, σταμάτα να τους γεννοβολάς πια!
Μα ποιο είναι αυτό το τέρας, που βαράς, βαράς και όλο περηφάνο στέκει και δεν πεθαίνει;
Εμείς το απαρτίζουμε, εμείς οι ανθρώποι το δημιουργούμε, οπότε τους ρίχνω, τους ρίχνω, ανατροπή!
Και φτου ξελευθερία! Θα έρθει η αναρχία!
Ω, να με συμπαθάς, αγαπώ τα ιδανικά σου, αγαπώ την κοινωνία που ονειρεύεσαι!
Ω, να με συμπαθάς, πιστεύω στα ιδανικά σου, πιστεύω στην κοινωνία που ονειρεύεσαι!
Λάθος, λάθος, λάθος! Nein, nein, nein!
Ο τρόπος, ο τρόπος! Χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο!
Εις τους αιώνας των αιώνων να βαράς, απάντηση καμία, αμήν.
Ω μα τι ξέρω εγώ, ρομαντικός ποιητής, ανεμοδούρα στο αεράκι, πετραδάκι στην ακρογιαλιά που το παίρνει το κύμα, τι ξέρω εγώ.
Αόρατο χέρι του Σέλντον, που ζωγραφίζει τις ψυχοϊστορίες μας, που μας οδηγείς!
Πες τους Βίλχελμ, , πες τους Βίλχελμ!
Διαβάστε, ερωτευτείτε, εργαστείτε!
Φυτέψτε στωικά μικρά σποράκια, καλλιεργείστε, μεταλαμπεδεύστε, σκυτάλες δώστε, το νου σας στα παιδιά!
Βοηθήστε τα παιδιά!
Χάος, ντετερμινισμός
Κβαντομηχανική απροσδιοριστία, συμπαντική τελεολογία
Αέναη μάχη
Βοηθήστε τα παιδιά!
Ένας τρόπος υπάρχει το τέρας για να σκοτωθεί!
Στη μήτρα, στη μήτρα, ποτέ του να μη γεννηθεί!
Κομμουνιστή μου!
Δώσε την εξουσία στο λαό!
Δώσε την εξουσία στους εργάτες!
Δώσε την εξουσία στους εργαζόμενους!
Δώσε την εξουσία στους φτωχούς!
Πάλι!
Εδώ η καλή εξουσία, για περάστε, για περάστε!
Σε τιμές ευκαιρίας, στις τρεις εξουσίες η μία δώρο, για περάστε, για περάστε!
Γεώργιε, στραβοτσουνιασμένε πεσιμιστή γέρο, μη χτυπάς το χέρι σου στο τραπέζι, βγες από το καφενειο της Καστανιάς, πες!
Κι άλλα γουρούνια, πιο ίσα!
Κι άλλη εξουσία, πιο δίκαιη!
Κι άλλος έλεγχος, πιο τίμιος!
Φαύλοι κύκλοι, ατέρμονη γραμμή του αίματος, χαλασμένο πικάπ με τον ίδιο βάρβαρο ρυθμό, πόσο ακόμα;
Τα λέω καλα για τα κομμούνια ε, συμφωνείτε, ω μα φυσικά,
Είδαμε και τι κάναν αυτοί στη χώρα του Βλαδίμηρου
Είδαμε πως εφαρμόστηκε και κατέρρευσε!
Μα βέβαια εφαρμόστηκε ένα σύστημα κάπου στην ανατολή
Νιετ χρήμα νιετ!
Νιετ κοινωνικές τάξεις νιετ!
Νιετ, ναδα, καπούτ!
Ναι, ναι εφαρμόστηκε!
Χαχαχαχαχαχαχα
Το λένε οι τηλεοράσεις, το λένε τα ραδιόφωνα, το λένε οι εφημερίδες, το λέει ο κόσμος όλος!
Ω, μα δεν το ξέρατε, στοιχειώδες κύριε Γουότσον!
Τι μου λες δεν σε ακούω, πάλι φωνάζεις
Ακούστε τον!
Είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε!
Λάθος, λάθος, λάθος! Nein, nein, nein!
Είναι η ηλιθιότητα, καπιταλιστή!
Παιδεία μου!
Μπράβο κυρία μου, ω τα σέβη μου δεσποσύνη, στις διαταγές σας υψηλοτάτη!
Βάλε τα παιδάκια να κυνηγάνε βαθμούς από μωρά
Μητέρα, μάλωσε το παιδί σου που πήρε εννιαράκι και όχι δεκαράκι,
Δώσ’του για να μάθει ένα καλό μπερντάκι!
Άγχωσέ το, να το μάθει απ’εξω όλο, όλο μη ξεχάσει κάτι, ο Γιαννάκης της κυρίας Μαρίας παίρνει όλο δεκάρια, είναι έξυπνο παιδί, και εμάς, και εμάς, όλο, όλο απ’έξω!
Ξανά, ξανά, να πάρει εικοσάρια, δώσ’του δώσ’του, κι άλλο, κι άλλο, να πάρεις καλούς βαθμούς, συνέχεια άλλα 6 χρόνια
Αχ, δεν νομίζω να κουράστηκες ε, το νου σου και σ’έφαγα!
Τώρα, τώρα έχει σημασία, τώρα πρέπει να τα δώσεις όλα!
Πώς θα περάσει το παιδί μας σε μια καλή σχολή!
Όλη μέρα δίαβασμα, σχολείο, φροντιστήριο και άλλο διάβασμα!
Μηχανές κουρδισμένες, μελαγχολικές μαριονέτες, μαυριτανικοί πένθιμοι χοροί,
Όλα η τίποτα , όλα η τίποτα, μη σηκώνετε κεφάλι, τελευταία στροφή!
Χορέψτε όπως σας διατάζουν!
Σκοτώστε όσα όνειρα καλπάζουν!
Πέρασε, ανοίξτε τις σαμπάνιες, γυναίκα βγάλε το γουρουνόπουλο, το παιδι μας πέρασε!
Πανηγύρι, χοροί, γλέντια, χαρές
Γιατί ορέ συγχωριανοί τέτοιο γλέντι!
Ορέ δεν τα έμαθες, δώσαμε 5 εκατομύρρια ρούβλια ,
Το παιδί μας πέρασε σε μια σχολή
Και τώρα θα δώσουμε και άλλα εκατομύρρια ρόυβλια
Για να πάρει το χαρτί
Για να μην ξέρει μετά να κάνει τι, ζήτω!
Ω, τα συγχαρητήριά μου, εύγε εύγε!
Και μένα και μένα ο κανακάρης μου!
Και τα παιδάκια που δεν πέρασαν;
Α, τα κακόμοιρα, αποτυχημένα, δεν είναι έξυπνα σαν τα δικά μας
Ω ναι, ναι, τι ωραία, τα δικά μας είναι καλύτερα!
Και άλλα και άλλα χρόνια σπουδές , και δεν φτάνουν μόνο αυτές!
Δύσκολοι καιροί, σκληροί οιωνοί, μεταπτυχιακά, διδακτορικά, δώσ’του δώσ’του!
Αυτό θα πει καλλιέργεια!
Αυτό θα πει μόρφωση!
Ανύψωση, πνευματική υπέρβαση!
Εύγε, εύγε!
Λοιπόν, λοιπόν, αρκετά μ’ όλα αυτά!
Ακούστε συγχωριανοί!
Εσείς που φοβάστε το νεοφιλελευθερισμό!
Εσείς που φοβάστε τον Πούτιν!
Εσείς που φοβάστε τους Τζιχαντιστές!
Εσείς που φοβάστε την κλιματική αλλαγή!
Εσείς που φοβάστε τον υπερπληθυσμό!
Εσείς που φοβάστε τον πυρηνικό όλεθρο!
Εσείς που φοβάστε τη σύγκρουση με αστεροειδείς και κομήτες!
Εσείς που φοβάστε τη βιοτεχνολογική πανδημία!
Εσείς που φοβάστε την αποκάλυψη των ζόμπι!
Εσείς που φοβάστε την αποκάλυψη του Ιωάννη!
Σε μια πλατωνική ζοφερή σπηλιά
Σκουριασμένα, μουχλιασμένα, απόκοσμα γρανάζια τρίζουν
Αργά, αόρατα, δηλητηριώδη, θανατηφόρα φίδια σεργιανίζουν
Έρχεται, έρχεται..
Μοίρες κλέθουν
Μάγισσες καμμένες στην πυρά σκούζουν
Σαμάνοι σε σύννεφα καπνού το ψιθυρίζουν
Τουαρέγκ απ’τη Σαχάρα κρύβουν το πρόσωπό τους απ’το φόβο και τυμπανίζουν
Έρχεται, έρχεται..
Κατάρτι στον ορίζοντα του ωκεανού
Θολή, θαμπή φιγούρα στο βάθος του οφθαλμού
Πρώτη τολμηρή σκιά που κατατροπώνει το φως
Έρχεται, έρχεται…
Ρίζες επίμονες, βαθιά χωμένες στα άβατα του εδάφους
Κουκούλι διαβολικό, καταδικαστικό, αθάνατο
Ύφανε, ύφανε, υφαντή του ανέμου
Έρχεται, έρχεται…
Κόκκινα αδυσώπητα τελεσίδικα μάτια, ατσαλένια κορμιά
Λογική ενενήντα μοιρών
Ο άνθρωπος εναντιώνεται στη φύση, πρέπει να αφανιστεί, εξολοθρεύστε, εξολοθρεύστε, εξολοθρεύστε
Έρχεται, έρχεται…
Καλώδια στον αφαλό
Τσιπάκια στην καρδιά
Η σκέψη είναι η σκέψη της σκέψης
Έρχεται, έρχεται…
~~~~~~~~~~~~~~~
Γιώργος
Το προηγούμενο μέρος του road trip του Γιώργου εδώ
“Ωτοστόπ στις αόρατες πόλεις” http://sanejoker.info/2015/12/dialogos-dimitris-giorgos.html
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τα κείμενα αυτά γράφτηκαν στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής