Μύγες
Ανεβαίνοντας το τελευταίο σκαλί, πήρε μια ανάσα, κοίταξε ξανά την αριστερή του τσέπη και προσπάθησε να εντοπίσει στο οπτικό του πεδίο αυτόν που περίμενε. Κανείς. Είχε αργήσει και τώρα πια έπρεπε να περιμένει.
Άναψε ένα τσιγάρο, έκανε λίγα μικρά βήματα και σιγοψιθύρισε: “Να δεις που δεν θα ‘ρθει. Μ’ έστησε ο μπάσταρδος.”
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ακούστηκαν βήματα να πλησιάζουν προς το μέρος του, από άγνωστη κατεύθυνση. Όσο κι αν έψαχνε, δεν μπορούσε να προσδιορίσει την πηγή του ήχου. Ώσπου άκουσε τη φωνή που περίμενε:
– Ξέρεις πως θα μπορούσα να σε γράψω που καπνίζεις εδώ.
– Δεν φτάνει που σε περίμενα. Χρωστάς, αν δεν το ‘χεις καταλάβει.
– Μην αγχώνεσαι, μανάρι. Όλα στην ώρα τους. Λοιπόν;
Δεν έδωσαν τα χέρια. Μόνο ο Έντυ έψαξε τάχα την τσέπη του, έφτυσε το τσιγάρο και ρώτησε:
– Είναι η τελευταία φορά;
Την ίδια στιγμή μετάνιωσε για την ερώτηση που έκανε. Σκέφτηκε πως με τέτοιους ανθρώπους θα έπρεπε να μη μιλάει πολύ. Δεν το άξιζαν. Και πιο σημαντικό απ’ όλα, ήξερε πολύ καλά την απάντηση στην ερώτησή του. Δεν ήταν η τελευταία φορά. Ήτανε μια από τις πολλές. Ένα ακόμα δείγμα του πόσο απογοητευτικά μάταιη είχε γίνει η ζωή του.
Ο ανόητος τύπος που στεκόταν απέναντί του ψέλλισε κάτι. Ο Έντυ δεν μπήκε καν στη διαδικασία να προσποιηθεί ότι τον άκουγε. Στα αυτιά του αντηχούσε αυτός ο ενοχλητικός θόρυβος που κάνουν οι μεγάλες χοντρές μύγες, όταν παγιδεύονται σε κάποιο σπίτι και προσκρούουν με δύναμη σε τζάμια και τοίχους.
Μέσα στην απόγνωσή του χαμογέλασε. Αυτός ο γλοιώδης άντρας έμοιαζε πραγματικά με έντομο! Πόσο θα ήθελε να τον λιώσει με την τσαλακωμένη εφημερίδα, που ήταν πεσμένη στο πεζοδρόμιο μπροστά τους. Μακάρι να μπορούσε. Αλλά όχι, αυτό δεν μπορούσε να το κάνει, όχι αυτό, όχι πάλι.
Η θλίψη επανήλθε στα κουρασμένα του μάτια.
~~
Ασύλληπτος παραμένει ακόμα ο δολοφόνος με τις μύγες, που έχει τρομοκρατήσει την περιοχή του Ρίτσμουντ. Το τελευταίο εικοσιτετράωρο βρέθηκαν ακόμα δύο πτώματα ανδρών, σε διαφορετικά σημεία του κεντρικού πάρκου. Οι αρχές δηλώνουν βέβαιες πως πρόκειται για θύματα του ίδιου ατόμου, καθώς η στάση στην οποία βρέθηκαν τοποθετημένα τα σώματα είναι πανομοιότυπη.
Να σημειωθεί πως ο δολοφόνος στραγγαλίζει τα θύματά του κι έπειτα δένει στο στόμα τους διάφανες πλαστικές σακκούλες, γεμάτες μύγες.
Η αστυνομία συνιστά στους πολίτες να αποφεύγουν το πάρκο, ειδικά τις απογευματινές ώρες.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τα ναύλα για το φεγγάρι
‘Εφτασε στο τέλος του διαδρόμου κι η πόρτα άνοιξε απότομα. Τα χέρια του είχαν αρχίσει να πονάνε από τις χειροπέδες. Σήκωσε βαριεστημένα το βλέμμα και εντόπισε τον νεαρό δικηγόρο. Καθόταν στην καρέκλα του μικρού γραφείου που είχε το κρατητήριο. Χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα, κάθισε απέναντι του. Μετά από κάποια λεπτά εκνευριστικής σιωπής ο Άκης αποφάσισε να μιλήσει για να τον ξεφορτωθεί όσο μπορούσε πιο σύντομα.
-Να του πεις ότι δεν θέλω τη βοήθεια του. Να μην ξαναέρθεις, ούτε εσύ, ούτε κανένας άλλος του είδους σου.
-Ο πατέρας σου προσπαθεί να σε βγάλει από εδώ μέσα.
-Αυτός που αποκαλείς ”πατέρας” νοιάζεται μονάχα για την δουλειά του και για το τι θα σκεφτούν οι άλλοι, όταν μάθουν ότι ο γιός του συχνάζει σε πιάτσες.
-Πες μου την ποσότητα και το είδος της ουσίας που είχες επάνω σου.
– Πολύ! Πολύ ήτανε! Πήγα και ήρθα απο το φεγγάρι 7 φορές. Πολύ χρώμα, πολύ μπλε, πολύ μωβ, πάρα πολύ κόκκινο. Πολύς κύκλος, βούτηξα σε μπλε, μωβ, κόκκινους κύκλους. Και ζώα, πολλά ζώα. Μπλε λαγοπόντικα, μωβ γατόσκυλα και πολλά πολλά κόκκινα ελεφαντόψαρα. Τόσο πολύ ήταν. Ευχαριστήθηκες τώρα;
Ο νεαρός δικηγόρος έμεινε ανέκφραστος. Άνοιξε το χαρτοφύλακα και ακούμπησε πάνω στο τραπέζι τρία σακούλια με σκόνη. Ο Άκης γούρλωσε τα μάτια. Θα πρέπει να ήτανε τουλάχιστον πέντε κιλά. Με αργές κινήσεις ο δικηγόρος έβαλε τις σακούλες πίσω στο χαρτοφύλακα.
– Θα ομολογήσεις τα πάντα, θα αναλάβεις όλη την ευθύνη και σε έξι μήνες θα είσαι έξω. Θα σταματήσεις να βλέπεις λαγοπόντικα, γατόσκυλα, ελεφαντόψαρα και κύκλους, θα καθαρίσεις τελείως και θα αναλάβεις το πόστο του ψηλού. Ο πατέρας μ’ εξουσιοδότησε να σου πω, πως αρκετά έπαιξες και ήρθε η ώρα να σοβαρευτείς. Και πως για τα πήγαινε-έλα σου στο φεγγάρι, αυτός ήταν που ναύλωνε, μαλάκα, το διαστημόπλοιο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Οι γυναίκες δεν καπνίζουν βαριά τσιγάρα
Είχε ήδη λύσει και ξαναδέσει το ρεβόλβερ του τρεις φορές, όταν χτύπησε η πόρτα. Από το ημιδιάφανο τζάμι της πόρτας διέκρινε μια γοητευτική σιλουέτα. Πριν προλάβει να απαντήσει η πόρτα άνοιξε σχεδόν μηχανικά και ξεπρόβαλε μια ευγενική παρουσία.
Σκέφτηκε ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε αντικρίσει την συγκεκριμένη γυναίκα, αλλά γρήγορα έβγαλε την σκέψη από το μυαλό του. Πήρε το περίστροφο και το βαλε στο συρτάρι.
– Ο άνδρας μου αγόρασε ένα παρόμοιο όπλο πριν μερικές εβδομάδες, του είπε.
Άρωμα από παπαρούνες, από φρεσκοκομμένο χορτάρι, από χώμα. Άρωμα από χώμα. Φρεσκοκομμένο χώμα και χώμα είμαστε σε χώμα θα γυρίσουμε. Η αντανάκλαση στα γυαλιά της, εκείνος στα γυαλιά της, κόκκινο κραγιόν και μια ελιά δίπλα στα χείλη.
Κι ο καπνός. Η μυρωδιά. Gitanes.
Οι γυναίκες δεν καπνίζουν βαριά τσιγάρα. Οι γυναίκες δεν καπνίζουν βαριά τσιγάρα. Το άφιλτρο στο χέρι της, η ελιά δίπλα στα χείλη.
Ο άντρας της είχε αυτοκτονήσει, μ’ εκείνο το όπλο, και στην κηδεία του κάπνιζε άφιλτρα τσιγάρα βαριά, Gitanes, βαριά τσιγάρα, η αντανάκλαση στα γυαλιά της, ο τάφος, χώμα.
~
Η συνεύρεση του 48χρονου με την 34χρονη διήρκησε μόλις δέκα λεπτά, όταν εμφανίστηκαν αιφνιδίως μπάτσοι. Η κατάσταση λίγο έλειψε να ξεφύγει, όταν ο άνδρας απείλησε να αυτοκτονήσει αν δεν άφηναν τα όπλα.
Η 34χρονη ήταν καταζητούμενη για τη διπλή δολοφονία του συζύγου της και της ερωμένης του την περασμένη εβδομάδα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο 48χρονος, αφού απομακρύνθηκε, πληροφορήθηκε την επιτυχή σύλληψη της δολοφόνου της γυναίκας του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Κινέζικο βάζο
Ο Χένρι άκουσε βήματα στο διάδρομο. Ήπιε ακόμα μια γουλιά. Μόλις που πρόλαβε να κρύψει το ποτήρι κάτω από το γραφείο. Χωρίς να χτυπήσει η πόρτα, άνοιξε και είδε τη γυναίκα από το προηγούμενο βράδυ.
-Το ήξερα πως θα σε βρω εδώ.
-Εσύ, πάλι, είσαι ο τελευταίος άνθρωπος που περίμενα να δω σήμερα.
-Έφερα το πορτοφόλι σου.
-Εσύ έκλεψες το πορτοφόλι μου;
-Ποτέ μην εμπιστεύεσαι κάποια που κοιμάται μαζί σου από το πρώτο βράδυ, γλύκα. Δεν στο ‘μαθαν αυτό στην υπηρεσία;
Ο Χένρι σηκώθηκε, πήρε το πορτοφόλι του κι έβγαλε το όπλο από το συρτάρι. Πυροβόλησε.
Εκείνη παραπάτησε και ένιωσε το βάζο πίσω της να είναι στον αέρα. Ο ήχος του σπασίματος ήταν εξωπραγματικός σχεδόν. Ποτέ δεν της άρεσαν οι βίαιοι ήχοι και η συγκεκριμένη σύγκρουση βάζου με φρεσκογυαλισμένο παρκέ ήταν ικανή να την στείλει κατευθείαν στο άσυλο.
Χιλιάδες λευκά κομμάτια εκτοξεύθηκαν. Πληγές άνοιξαν στα πόδια της. Ξανάνιωσε μικρό κοριτσάκι για μια στιγμή.
~~
Την Τρίτη, 22 Μαρτίου 1942, βρήκαν τον Χένρι Τζέιμς νεκρό στο γραφείο του. Υπήρχαν σημάδια πάλης.
Εκείνος είχε προλάβει να πυροβολήσει τρεις φορές. Τον πυροβόλησαν μία. Ακριβώς στην καρδιά.
Δεν ήταν ληστεία, Τον είχαν γδύσει, αλλά στο στήθος του, ακριβώς πάνω στην πληγή, είχε ακουμπισμένο το πορτοφόλι του, με πέντε χιλιάρικα μέσα.
Ο δολοφόνος δεν βρέθηκε ποτέ.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το τελευταίο μεθύσι
Ο Χάρι κατέβηκε αργά τα σκαλοπάτια. Κοντοστάθηκε στην πόρτα. Όταν είδε το τραμάκι ν’ ανοίγει έκλεισε το μάτι στον πορτιέρη.
“Άργησες”, του είπε ο γορίλας κι έκανε χώρο να περάσει. “Σε περιμένει ώρα.”
Ο Χάρι σήκωσε τους ώμους, ξετύλιξε μια τσίχλα και την έβαλε στο στόμα του. Περπάτησε αργά μέχρι την κόκκινη πόρτα δίπλα στο μπαρ και την άνοιξε χωρίς να χτυπήσει.
Ο χώρος ήταν θολός απ’ τους καπνούς. Με δυσκολία διέκρινε τέσσερις φιγούρες, σκυμμένες πάνω απ’ την πράσινη τσόχα. Σε κάθε βήμα το ξύλινο πάτωμα έτριζε κι η σκόνη που σηκωνόταν έμπαινε στα ρουθούνια του.
“Πολλή σκόνη, ε Χάρι;” του είπε το Αφεντικό. “Κάποιος πρέπει να καθαρίσει εδώ μέσα.”
Καθώς τα χέρια τους αφήναν τα χαρτιά για να πιάσουν τα όπλα ο Χάρι πρόλαβε να σκεφτεί: “Δεν έπρεπε να πιω τόσο χτες.”
~~
Δεν ξανάργησε ποτέ σε ραντεβού. Και το επόμενο ποτό που ήπιε ήταν 23 χρόνια μετά, στον γάμο της κόρης του, της Μερσέντες.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Από τους συνεργούς: Άννα Ραμάλ, Άννα, Αναστασία, Κώστα, Ιορδάνη, Παύλο.