“32 σκύλοι, ένας άνθρωπος”
- Ο σκύλος, μοναχικός, σε προσπερνάει και αδιαφορεί πλήρως για την ύπαρξή σου. Έχει χορτάσει από τα εφήμερα χαμόγελα και τα στιγμιαία χάδια των περαστικών ακόμα όμως συνεχίζει πεινασμένος.
- Το σκυλί και η γάτα. Αυτοί κατέρριψαν τους φυσικούς νόμους του ανταγωνισμού. Πλέον, ζουν μονιασμένα μέσα στα διαμερίσματα υπό χωροκρατικούς κανόνες και μόνο, αναγνωρίζοντας την μαγεία της διαφορετικότητας.
- Έχω δύο λέιζερ πίσω στην πλάτη μου καρφιτσωμένα και μία προέκταση ουράς που κουνιέται με τα βήματά μου. Μου δίνει δύναμη να προχωράω μπροστά μα συχνά κρατάει τον νου μου πίσω βαθιά.
- Φαϊ εγώ, φαϊ ο σκύλος. Νερό εγώ, νερό ο σκύλος. Μπάνιο εγώ μπάνιο και ο σκύλος. Νάνι εγώ, ύπνο ο σκύλος. Χαίρομαι εγώ, καλά ο σκύλος. Πολλές φορές το εγώ μου καταφέρνει να γαυγίζει.
- Βόλτα ο σκύλος, βόλτα και γω. Παιχνίδι ο σκύλος, παίζω και γω. Χάδια ο σκύλος, χαϊδεύω και γω. Γλείφει ο σκύλος, σαλιώνομαι εγώ. Θλίψη ο σκύλος, κλόουν εγώ. Χωρίς λουρί ο σκύλος, τρέχω εγώ. Την ίδια γλώσσα μιλάμε χωρίς τα σύμφωνα.
- Οι σκύλοι μας βλέπουν αποχρωματισμένους, σκούρους. Είναι ικανοί να βλέπουν το σκοτάδι μέσα μας.
- Έχω ένα όνειρο να ζήσω κάποιο βράδυ. Να με βγάλει βόλτα ο σκύλος για λυσσασμένες κραιπάλες στα σκουπίδια και περιπέτειες στα σοκάκια. Στο τέλος θα γλείψουμε τις πληγές μας χορτάτες.
- “Είμαστε ήρωες μιας άτολμης πράξης
Δυο ραγισμένοι αχώριστοι βράχοι
Καθηλωμένοι στην σκιά μιας αγάπης
Μ΄αυτό που οι σκύλοι βαφτίσαν αγάπη’’ Γ. Αγγελάκας
- Έχεις εμμονή να τρως κόπρανα. Ή έχεις οικολογική συνείδηση μέσα στην πόλη ή συμμετέχεις σε κάποιον εξελιγμένο κύκλο ζωής των στοιχείων. Για χρόνια χρέωνα την συνήθειά σου αυτή σε μένα. Το ξεπέρασα.
- Όταν ο σκύλος θέλει σημασία αφήνει σημείωμα μια κηλίδα ούρα. Όταν οι άνθρωποι θέλουν σημασία τσιρίζουν, κράζουν ή κρύβονται. Εσύ μου απλοποιείς την σκέψη.
- Οι σκύλοι ακονίζουν τα νύχια τους στους δρόμους. Εμείς οι πολιτισμένοι, χρησιμοποιούμε νυχοκόπτες.
- Μ’ αρέσουν αυτοί που δεν φροντίζουν σκυλί γιατί έχει μικρόβια. Το κενό τους φροντίζει αποστειρωμένους.
- Η σκύλα μου είναι αρσενικιά. Ο σκύλος μου είναι θηλυκός.
- Ανθρωποκεντρικός άνθρωπος μέσα στις κοινωνίες σχολιάζει ενθουσιασμένος ότι ακόμα και το σκυλί του, του μοιάζει. Ιδεατό να προσπαθούμε για το αντίθετο.
- Διασκεδαστικό όταν σου επιτίθενται με μένος και αγριότητα στα πάρκα επειδή δεν μάζεψες τα σκατά του σκύλου. Αλλά η ψήφος, ψήφος. Κι ας μου εγκλωβίζεις την ζωή μου ολόκληρη μέσα στο συμφέρον σου και στην απαιδευσιά σου.
- ‘’Ναι ναι.. εσείς που παίρνετε σκυλιά είστε ανίκανοι να κάνετε παιδιά για αυτό τα παίρνετε’’, είπε και τραβολόγησε τα εγγόνια της αποσβολωμένα.
- Μια φορά γνώρισα ένα τετράποδο που έγινε τρίποδο. Είναι όλο και πιο χαρούμενο λες και κάθε μέρα βγάζει ένα καινούργιο πόδι παρότι σκοντάφτει με τα μούτρα συχνά σαν να της βάζει κάτι αόρατο τρικλοποδιά.
- Καμιά φορά η σκύλα κουτσαίνει και αυτή πλάι στο τρίποδο. Ένδειξη αλληλεγγύης ή χιουμοράκι μεταξύ τους. Και στα δύο έχουν ξεπεράσει τα ταμπού.
- Τα σκυλιά σκίζουν τα βιβλία γιατί δεν μπορούν να τα διαβάσουν. Μας διακατέχει η ίδια αδυναμία προς την μόρφωση.
- Η σκύλα μου όταν πηγαίνουμε σε κατάμεστη παραλία καταλαβαίνει ότι μας αγριοκοιτάνε. Βουτάει, χέζει μέσα στο νερό ενώ εγώ μαζεύω όλες τις τρίχες από την άμμο μήπως και μαλακώσουν τα βλέμματα. Μετά απομακρυνόμαστε. Όλοι ικανοποιούνται. Πιο πολύ από όλους η σκύλα μου.
- Πριν χρόνια μερικοί αρειανοί της πόλης έβαψαν έναν ασπρόμαυρο σκύλο κίτρινο με σπρέι. Οι παοκτζήδες μετά έψαχναν έναν κίτρινο. Πέρα από φίλαθλοι είναι και φιλότεχνοι.
- Οι παππούδες μου έλεγαν πως τα σκυλιά δεν είναι για χάδια. Έχουν χρηστική αξία -να σου φέρνουν το θήραμα. Το θήραμα ψόφιο. Τα εργαλεία πεινασμένα για να κυνηγάν καλύτερα. Τα αφεντικά σχολιάζουν υπεροπτικά και δέχονται συγχαρητήρια ανδρισμού κρασοπίνοντας και χαϊδεύοντας τις κάνες τους.
- Το υπαίθριο παιχνίδι του κυνηγού έχει συγκεκριμένα βήματα. Αγοράζει σκυλί ράτσας και το βάζει να γεννοβολάει. Όταν αποδυναμωθεί πλήρως το πετάει στα χωράφια να ψοφήσει. Και αγοράζει άλλο. Καμιά φορά παραδέχομαι τους on line gamers που αυτοκαταστρέφονται μόνοι τους χωρίς να προκαλούν κακό σε κανέναν.
- Αδυνατώ και αποφεύγω να εκφέρω άποψη για τα σκυλιά που κατασπαράζουν παιδάκια. Ίσως, εν δυνάμει εγκληματίες σε βρασμό ψυχικής ορμής είμαστε όλοι.
- Καμιά φορά η σκύλα μου εκεί που κοιμάται κλάνει και αμέσως ξυπνάει τρομαγμένη και ανοιγοκλείνει τα ρουθούνια της. Γελάω τόσο πολύ που ακόμα γελάω.
- Τα σπίτια με σκυλιά μυρίζουν σκυλίλα. Τα ρούχα των καλεσμένων γεμίζουν τρίχες και σάλια. Ξεπεράστε το άγχος και την ντροπή γιατί για λίγα χρόνια θα το ζείτε. Μετά θα βρίσκετε τρίχα και θα κλαίτε -για τρίχες.
- Σαν άσκηση αφήνω τον εαυτό μου σε σκέψεις μελλοντικές πως θα είναι όταν θα φύγει. Πλέον, ξέρω, επειδή ακόμα την έχω δίπλα μου.
- Η σκύλα μου μασάει τόσο ψυχαναγκαστικά τα ξύλα και τα κουκουνάρια που ματώνουν τα ούλα της και γεμίζει παντού ροκανίδια και κλαράκια. Μπράβο της. Είναι παθιάρα.
- Στο ελεύθερο κάμπινγκ πηγαίνει και κλέβει φαγητά απ τις καβάτζες των άλλων. Μετά έρχονται και με επιπλήττουν να την δέσω. Ξέρει να είναι σωστός σκύλος. Οι άνθρωποι αδυνατούν να είναι.
- Την σκύλα μου την λένε Naru και είναι στειρωμένη.
32) Ο άνθρωπος φοβάται τον σκύλο γιατί γνωρίζει τι θα ήταν ικανός να κάνει με τέτοια δύναμη στα σαγόνια.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το κείμενο αυτό, ένα Σβάιτσερ για το σκύλο, γράφτηκε από την Ακυλίνα Μανουάλια, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
“Το δέντρο του Σίσυφου”
Καθισμένος κάτω απ’ το δέντρο βλέπω τα φύλλα να πέφτουν. Μοιάζουν ίδια με τα συναισθήματα που κιτρίνισαν και τώρα πεθαίνουν. Εκείνο όμως που δε θα πεθάνει ποτέ, ειν’ η αγάπη μου για σένα.
Θυμάμαι τότε, είναι σαν χθες, φάνηκες μες τη σκοτεινιά του χειμώνα σαν τις πρώτες αχτίνες του ήλιου και με ζέστανες. Με βλάστησες κι έφερες την άνοιξη στη ζωή μου, κι άνοιξαν τα φυλλαράκια της καρδιάς μου, μόνο για σένα. Ήθελαν να σου δώσουν τη σκιά τους να δροσίζεσαι απ’ όσα σε καίνε. Ήθελαν να σου δώσουν τη μελωδία της φυλλωσιάς τους, για να σε νανουρίζουν τα βράδια και να σε ταξιδεύουν πέρα απ’ τον ορίζοντα.
Τώρα που κιτρίνισαν όλα, τώρα που χάνονται στον παγωμένο αγέρα του χειμώνα, ξεπρόβαλαν γυμνά τα κλαδιά. Μείνανε να θυμίζουν ό,τι ζήσαμε αυτό το σύντομο καλοκαίρι. Μοιάζουν νεκρά, ίδια με κόκκαλα ενός ανθρώπου που ταξιδεύει στον δικό του μακρινό δρόμο.
Τώρα πια, σκυμμένος κάτω απ’ το δέντρο των αναμνήσεων, σηκώνω το βλέμμα κι αντικρίζω μέσα στην καταχνιά μια σκιά να με πλησιάζει. Αέρινη, συναρπαστική κι ατίθαση, μου θυμίζει εσένα που ερχόσουν με την αγκαλιά ανοιχτή για να με κλείσεις μέσα της. Αχ, πόσο χαιρόμουν εκείνη τη στιγμή, αιχμάλωτός σου, ευτυχισμένος μέσα στη θαλπωρή της καρδιάς σου.
Τίποτα πια δεν είναι το ίδιο. Όλα όσα ζήσαμε ξεριζώνονται και πεθαίνουν. Φεύγουν και ξεμακραίνουν όσο κι αν παλεύω να τα κρατήσω πλάι μου. Έρωτας, αγάπη, ένταση, πάθος, φυλλαράκια του παγωμένου δέντρου παρασέρνονται και χάνονται μαζί σου στο ταξίδι των ανέμων, αναζητώντας αλλού τη Ιθάκη τους. Ξαπλώνω στο υγρό χώμα για να ρουφήξω λίγη απ’ τη μυρωδιά σου.
Μου ‘ρχεται στο νου μια βροχερή μέρα στο μώλο, με τη λίμνη γαλήνια, όπως την ευτυχία όταν μας κυριεύει. Περπατούσες στο βοτσαλωτό κάτω απ’ τα πλατάνια και κρατούσες την καρώ ομπρέλα ανοιχτή. «Μια στιγμή», σου φώναξα. Γύρισες και σε φυλάκισα στο καρέ της φωτογραφίας, ό,τι έχει απομείνει από σένα πια, μοναδικά όμορφη.
Βαθιά ριζωμένες μέσα μου τώρα οι αναμνήσεις, με όλες τις χαρές, τις λύπες και τα πάθη. Γιατί ό,τι όμορφο ζούμε οι άνθρωποι να κρατάει τόσο λίγο; Ποια είναι άραγε η αιτία που οτιδήποτε δίνει χαρά χάνεται γρήγορα; Λένε πως ζούμε όταν αισθανόμαστε, όταν κλαίμε, όταν γελάμε, όταν θυμώνουμε. Λένε πως αν είναι να κρατήσει κάτι για πάντα, στο τέλος γίνεται βαρετό κι ανούσιο. Ποιος ξέρει, ίσως γι αυτό να μην είναι παντοτινό ό,τι αγαπάμε. Ίσως γι αυτό ο καθένας μας, ένας μικρός Σίσυφος που παλεύει με τον δικό του βράχο, στο δικό του βουνό.
Τώρα, όλα μπλεγμένα μέσα μου. Βαριές σκιές κρύβουν τον ήλιο και με πλακώνουν. Μοιάζω με κορμό που πεσμένος στο έδαφος αποσυντίθεται. Σιγά – σιγά γίνομαι ένα με τη γη. Ίσως την επόμενη φορά που θα γεννηθώ να γίνω δέντρο. Στα ριζά μου θα ‘ρχονται οι ερωτευμένοι να φιληθούν και στον κορμό μου θα χαράξουν καρδιές για να σφραγίσουν την αγάπη τους νυν και αεί, να μη σκορπίσει στον άνεμο και χαθεί σαν τη δική μας.
Ψηλά, στον αυχένα του βουνού, στέκει μόνο του ένα κουφάρι δέντρου χτυπημένο απ’ τους κεραυνούς. Αγναντεύει κάθε πρωΐ την ανατολή κι αποχαιρετά κάθε σούρουπο τον ήλιο. Όπως οι μόνοι άνθρωποι που τριγυρίζουν στους δρόμους χαμένοι, με το βλέμμα στο κενό, ψάχνοντας στο πλήθος τα μάτια που τους ταξίδεψαν σ’ όνειρα κι ελπίδες αλλοτινές.
Θυμάμαι που γευτήκαμε μαζί τα μήλα του έρωτα, χωρίς ποτέ να χορτάσουμε την πείνα μας. Καθισμένοι στο τζάκι, βλέπαμε αγκαλιά τις φλόγες να γλείφουν τα κούτσουρα και ζεσταίναμε τα κορμιά μας καθώς φλέγονταν οι καρδιές μας. Τώρα πια, μόνος χαζεύω τις φλόγες που καίνε τα ξύλα, όπως καίγομαι κάθε μέρα.
Ριζώνουμε λένε σ’ έναν τόπο, γινόμαστε ένα μ’ αυτόν, όπως τα δέντρα που δε μπορούν να φύγουν μακριά του για να γνωρίσουν νέες πατρίδες, να χαρίσουν και σ’ άλλους τον ίσκιο τους.
Άπλωνα τα κλαδιά μου για να στήσουν φωλιές τα χελιδόνια, να σμίξουν και να χαρούν τον έρωτά τους. Πεσμένος τώρα απ’ τα δικά σου χτυπήματα, δε θα ξανακούσω τιτιβίσματα, δε θα ξαναδώ τον έρωτα να φτερουγίζει μέσα μου.
Πόσο κρατάει άραγε η ευτυχία; Ίδια με τον κύκλο ενός δέντρου που μόλις μπει η άνοιξη βλασταίνει κι ανθίζει, το καλοκαίρι χαίρεται το κελάηδισμα των πουλιών, μα το φθινόπωρο κιτρινίζει, κι αρχίζει να χάνει όσα αγάπησε με τον ερχομό του χειμώνα.
Κομμάτια θα γίνω, θα κόψω τα κλαδιά μου για να χτίσω στην άκρη της θάλασσας την καλύβα που τόσο πόθησες. Το βράδυ θα σε νανουρίζουν τα κύματα και τη χαραυγή θα σε ξυπνούν οι αχτίνες του ήλιου.
Διαρκής αναρρίχηση η πορεία μας στο δέντρο της ζωής. Κλαδί το κλαδί μπλέκουν οι διαδρομές μας, σμίγουμε και χωρίζουμε μέχρι το τέλος της. Ξύλινες βάρκες τα όνειρά μας και ταξιδεύουν ψάχνοντας νέα, απάνεμα λιμάνια.
Γερνάμε, ξέρεις, μέρα τη μέρα. Σαν τον φλοιό της ακακίας βαθαίνουν οι ρυτίδες στο πρόσωπό μας.
Δέντρα κι εμείς οι άνθρωποι. Ένας σπόρος που καρπίζει είμαστε. Κάνουμε τον κύκλο μας και στο τέλος πεσμένοι, ξαναγυρνάμε στη γη.
Με πότισες με τα δάκρυα της χαράς σου, κι άνθισα. Σαν ξερόκλαδο μ’ έκοψες κι έπεσα κάτω πεθαίνοντας.
~~~~~~~~~~~~~~~
Το κείμενο, ένα Σβάιτσερ για το δέντρο, γράφτηκε απ’ τον Cosmonaut, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής