Ένας νεαρός άνδρας με κοντό κόκκινο χιτώνα προχωρά σε ένα σκοτεινό χώρο με πολλούς διαδρόμους και αδιέξοδα.
Στο ένα χέρι κρατά μια αναμμένη δάδα και στο άλλο ένα μικρό σπαθί.
Οι πέτρινοι υγροί τοίχοι φωτίζονται σε κάθε του βήμα για να πέσουν και πάλι στο σκοτάδι. Είναι κόκκινοι σαν αίμα. Ένα βουητό ή βογγητό που φαίνεται να διαπερνά και να τραντάζει τις κρύες επιφάνειες ολοένα γίνεται και πιο έντονο. Πλησιάζει. Ξάφνου ένα εκτυφλωτικό φως τον υποχρεώνει να σταματήσει την πορεία του. Αισθάνεται ένα μούδιασμα σε όλο το σώμα. Τα όπλα πέφτουν σαν ξερά φύλλα στο έδαφος. Σκοτάδι.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Καλώς ήρθες Θησέα. Σε περίμενα. Συγγνώμη για την μικρή ταλαιπωρία, αλλά δεν μπορώ να σε εμπιστευτώ.
ΘΗΣΕΑΣ : Μάγισσα! Τι μου έκανες; Λύσε με αμέσως. Πώς τόλμησες; Γελάς;
ΠΑΣΙΦΑΗ : Πόσο αδύναμοι είστε οι άνδρες χωρίς όπλα. Αν δεν ήταν τραγικό θα ήταν κωμικό αλήθεια.
ΘΗΣΕΑΣ : Κι ο πιο άριστος ανάμεσά μας πώς μπορεί να μετρηθεί με την πανουργία μιας γυναίκας; Γεννημένες για το κακό!
ΠΑΣΙΦΑΗ : Το κακό είναι δικό σας δημιούργημα. Οι πόλεμοι, η δουλεία, η εκμετάλλευση… θες κι άλλα;
ΘΗΣΕΑΣ : Ανοησίες! Λύσε με αμέσως. Είναι διαταγή. Ακούς;
ΠΑΣΙΦΑΗ : Κράτα τις απειλές σου κι εδώ δεν περνάνε.
ΘΗΣΕΑΣ : Καλά λοιπόν αφού το θες, ας παίξουμε το παιχνιδάκι σου.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Τώρα μιλάς σωστά. Λοιπόν άκου,ήρθε η ώρα να μάθουν οι Αθηναίοι κάποιες αλήθειες.
ΘΗΣΕΑΣ : Οι Αθηναίοι. Άρα όλος ο κόσμος.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Τώρα ούτε εσύ το πιστεύεις καλά-καλά, αλλά είναι μοιραίο να συμβεί. Ο κόσμος μας θα διαμελιστεί και σεις σαν ύαινες θα πέσετε πάνω στο σάπιο σώμα.
ΘΗΣΕΑΣ : Σε ακούω.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Σου έχουν πει πολλά παραμύθια για το ποιοι είμαστε.
ΘΗΣΕΑΣ : Βασιλιάς σου ο Μίνωας και συ η σύζυγός του, μια βάρβαρη, μια μάγισσα από την Ανατολή.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Μια μοιχαλίδα.
ΘΗΣΕΑΣ Ναι, αυτό είσαι, μάγισσα, μοιχαλίδα.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Έσμιξα με τον Ιερό Ταύρο του Ποσειδώνα. Ερωτεύτηκα ένα κτήνος.
ΘΗΣΕΑΣ : Ανόσιες πράξεις. Αυτοί είστε όλοι στην Κολχίδα. Κτηνοβάτες, αιμομίκτες, πολεμοχαρείς και θέλετε να επιβάλλετε τα ίδια και σε μας, τους γιους του Δία.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Γέννησα δύσμορφο γόνο.
ΘΗΣΕΑΣ : Το Μινώταυρο που τρώει ανθρώπινες σάρκες, και σαν μισός άνθρωπος που είναι… είναι ένας… ένας κανίβαλος. Αυτό είναι.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Αυτόν ήρθες σήμερα να βρεις για να σκοτώσεις.
ΘΗΣΕΑΣ : Α ώστε αυτό είναι; Προστατεύεις το τέρας ε;
ΠΑΣΙΦΑΗ : Ακόμα κι αν είναι τέρας όπως λες, μια μάνα δεν έχει δικαίωμα αγάπης προς το παιδί της; Όποιο κι αν είναι.
ΘΗΣΕΑΣ : Ναι ομολογώ πως ακόμα και μια σκύλα προστατεύει τα παιδιά της. Αλλά …
ΠΑΣΙΦΑΗ : Αλλά τι;
ΘΗΣΕΑΣ : Πρέπει να πεθάνετε και οι δυο, και συ που αμάρτησες και αυτός. Τι περιμένει ο Μίνωας; Όλοι τον περιγελούν.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Ο Μίνωας δεν περιμένει, θαρρείς και δεν ξέρω.
ΘΗΣΕΑΣ : Τι ξέρεις;
ΠΑΣΙΦΑΗ : Αυτός σας κάλεσε εδώ. Όλο αυτό είναι ένα σχέδιο καλά στημένο.
ΘΗΣΕΑΣ : Τι νομίζεις πως ξέρεις;
ΠΑΣΙΦΑΗ : Η ήττα της Αθήνας ήταν βαριά.
ΘΗΣΕΑΣ : Όχι ήττα, βαρύς συμβιβασμός.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Τώρα κοροϊδεύεις τον εαυτό σου. Σεις πρώτοι ξεκινήσατε τη βεντέτα σκοτώνοντας το γιο μας τον Ανδρόγεω. Και όταν πήραμε τα Μέγαρα και φτάσαμε στα τείχη της επτάλοφης, σα δειλοί τρέχατε.
ΘΗΣΕΑΣ : Ο θάνατος ήταν ατύχημα. Μεμονωμένο γεγονός. Έτσι έχω ακούσει.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Ατύχημα; Η ζήλεια σας τύφλωσε και το “πολιτισμένο” σας μαχαίρι του πήρε τη ζωή.
ΘΗΣΕΑΣ : Συκοφαντίες. Ο γιος σκοτώθηκε από ένα θηρίο, έναν άγριο κάπρο. Ποιος διαδίδει τέτοια ψεύδη πως φταίμε μεις;
ΠΑΣΙΦΑΗ : Δεν περίμενα ότι θα το παραδεχτείς. Ίσως μάλιστα να τα πιστεύεις όλα τούτα.
ΘΗΣΕΑΣ : Είμαι η φωνή της λογικής, όχι του παράλογου.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Ο ύπνος της λογικής γεννάει τέρατα.
ΘΗΣΕΑΣ : Τι θες από μένα; Τι είναι αυτές οι σοφιστίες;
ΠΑΣΙΦΑΗ : Εφτά κοπέλες και εφτά αγόρια, τα άνθη της Αθηναϊκής κοινωνίας στέλνατε από τότε ως φόρο αίματος στο Μίνωα.
ΘΗΣΕΑΣ : Κάθε εννέα χρόνια. Κάθε εννέα χρόνια φεύγαν τα καράβια με μαύρα πανιά. Θυμάμαι τον πατέρα να κλαίει κρυφά κάθε φορά που ξεμακραίναν. Μόνο εγώ. Μόνο εμένα άφηνε να τον δω σαν πληγωμένο αγρίμι που του αρπάζουν τα μωρά απ΄τη φωλιά.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Είναι η μοίρα του Αιγέα.
ΘΗΣΕΑΣ : Κακόγλωσση εσύ. Πέτρα έχεις για καρδιά. Ταΐζεις με λευκές σάρκες και ευγενικό αίμα το Μινώταυρο.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Στο χέρι σου είναι η μοίρα για να την ανατρέψεις, αν κάνεις αυτό που θα σου πω.
ΘΗΣΕΑΣ : Τι βάζεις με το νου σου; Αν νομίζεις ότι θα γίνω εγώ προδότης είσαι γελασμένη.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Μινώταυρος δεν υπάρχει.
ΘΗΣΕΑΣ : Να δω τι άλλη φαντασιοπληξία θα μου πεις.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Σε λυπάμαι γιατί είσαι νέος και τολμηρός, μα έχεις παρωπίδες.
ΘΗΣΕΑΣ : Η κόρη σου, μάθε το, με αγαπά. Αυτό ήταν το μόνο κανονισμένο. Να γίνει ένα το βασίλειο της Αθήνας και της Κρήτης. Και τίποτα δεν θα χάσετε από αγαθά και πλούτη. Ο Μίνωας δηλαδή γιατί εσύ με τα αίσχη σου είσαι καταδικασμένη.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Θαρρείς και δεν το ξέρω; Κάνω όμως μια προσπάθεια για κείνη, για την Αριάδνη. Να ζήσει και να φέρει στον κόσμο τα παιδιά της σ’ ένα κόσμο πιο δίκαιο.
ΘΗΣΕΑΣ : Όταν σκοτώσω το Μινώταυρο θα την πάρω μαζί μου και θα φύγουμε από τα αιμάτινα τούτα μέρη.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Μινώταυρος δεν υπάρχει. Ήτανε σχέδιο του Μίνωα και του πατέρα σου του Αιγέα.
ΘΗΣΕΑΣ : Την Αριάδνη την αγαπώ. Τι;
ΠΑΣΙΦΑΗ : Οι νέοι που έστελνε ο βασιλιάς ήξερε καλά πού πάνε. Όχι βέβαια για τροφή σε κάποιο ανύπαρκτο τέρας, αλλά σε αποικίες.
ΘΗΣΕΑΣ : Δεν θα μου έλεγε ποτέ ψέμματα ο πατέρας.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Όμως τις αποικίες τις γνωρίζεις, είναι υπαρκτές. Με τον τρόπο αυτό θέλησε η Αθήνα να γεμίσει με πολιτισμό τον κόσμο όλο. Σκορπώντας τα παιδιά της και κάνοντας πολέμους.
ΘΗΣΕΑΣ : Κάναμε την άγονη γη ν’ανθίσει, μάθαμε στους ντόπιους τους θεούς, χτίσαμε Ναούς και Θέατρα. Μα την οργή ζούσαν πάνω στα δέντρα! Λατρεύανε ψεύτικους θεούς, τις λίμνες και τα σύννεφα. Η κοινωνία εξελίσσεται.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Και τώρα είναι καλύτερα; Που γίνονται δικοί σας δούλοι;
ΘΗΣΕΑΣ : Όποιος είναι ικανός προκόβει.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Το παραδέχεσαι λοιπόν, πως έτσι αυτό γινόταν και γίνεται ακόμα;
ΘΗΣΕΑΣ : Τίποτα δεν παραδέχομαι. Καμία σχέση το ένα με το άλλο.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Ο Μίνωας σαν είδε πως ήσυχοι δεν θα μένατε φοβήθηκε για το μέλλον. Γόνο αρσενικό δεν είχε πια. Αυτόν κατηγορώ πιότερο κι όχι εσάς, να ξέρεις.
ΘΗΣΕΑΣ : Ακόμα κι έτσι να ‘γινε όπως λες. Κάλλιο αργά να δει την πλάνη του, παρά ποτέ. Καλύτερα μαζί μας, παρά απέναντί μας.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Ανίερες συμμαχίες χτίζονται πάνω στην άμμο. Και έτσι σαν πύργοι καταρρέουν στο πρώτο κύμα.
ΘΗΣΕΑΣ : Γιατί ανησυχείς; Η κόρη σου βασίλισσα θα γίνει.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Αλίμονο, ο κόσμος χάνεται.
ΘΗΣΕΑΣ : Λύσε με τώρα. Άντε γρήγορα, έλα κι εσύ μαζί μας. Τι κάνεις εδώ; Σ’ έχει φυλακισμένη αυτός που πίστεψες.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Αν φύγω θα προδώσω ό,τι είμαι.
ΘΗΣΕΑΣ : Ο ελεύθερος κόσμος σε περιμένει. Θα πεις πόσο τύραννος είναι ο Μίνωας και θα μας βοηθήσεις να μαζέψουμε στρατό εναντίον του. Ο παλιός κόσμος ανήκει στην ιστορία.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Ο Μίνωας ήταν κάποτε ένας ιδεολόγος. Μαζί, μου΄λεγε, με το λαό της Ανατολής και του Νότου, άνδρες, γυναίκες, ισότιμοι θα ζούσαν. Μα άλλαξε. Είδε πως εσείς τις γυναίκες κυβερνάτε κι άλλαξε τις παλιές του θέσεις. Την Αριάδνη εγώ προόριζα για διάδοχο, μα κείνος απ’ την εξουσία αρπάχτηκε. Πρόσβαλλε τη μνήμη του γιου. Την κόρη του που της φέρθηκε σαν δεύτερη, κι εμένα που με κατηγόρησε για να με εκβιάσει να μην πω όλα όσα σου λέω. Ποιος θα πίστευε μια πόρνη;
ΘΗΣΕΑΣ : Αν έτσι όπως λες έγιναν όλα τούτα καταλαβαίνω το θυμό σου. Μα πρέπει κι εσύ ν’ αποδεχτείς το δίκιο του ισχυρού. Μην αντιστέκεσαι στη φύση.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Και τι ξέρεις εσύ από τη Φύση; Εγώ είμαι η Φύση. Γεννώ, αλλάζω, προσαρμόζομαι, καταστρέφω, καταστρέφομαι κι αναγεννιέμαι. Δέχτηκα πολλά, αλλά όχι να φύγω από τον τόπο μου.
ΘΗΣΕΑΣ : Μου είπες στην αρχή πως όλα αυτά θες να τα πω στους Αθηναίους.
ΠΑΣΙΦΑΗ : Ναι, πρέπει να μάθουν να μη φοβούνται ένα ανύπαρκτο τέρας. Το τέρας είναι δίπλα τους. Είναι αυτοί που από ταπεινοί υπηρέτες του λαού γίνανε δυνάστες και τον κρατούν στο σκοτάδι της αμάθειας, γιατί έτσι τους βολεύει. Όλα δικά τους.
ΘΗΣΕΑΣ : Κι αν δεν θελήσω να τα πω; θα με αφήσεις έτσι εδώ δεμένο;
ΠΑΣΙΦΑΗ : Θα μου ορκιστείς πως θα τα πεις, ξεκινώντας από τώρα. Από τους συντρόφους σου πριν φύγετε. Δεν θέλω να σε κρατήσω σκλάβο. Ο κόσμος…
ΘΗΣΕΑΣ : Ορκίζομαι, ορκίζομαι…
ΠΑΣΙΦΑΗ : Ορκίζεσαι. Σ’ άκουσαν οι θεοί. Αλλιώς η μοίρα του πατέρα σου θα παραμείνει η ίδια. Να κλαίει στα μαύρα πανιά.
ΘΗΣΕΑΣ : Ναι Πασιφάη.
Στα τελευταία αυτά λόγια ένα δυνατό ρίγος διαπερνά το σώμα του Θησέα βλέποντας την Πασιφάη και τα δεσμά του να διαλύονται σαν σκόνη.
ΘΗΣΕΑΣ : Παράξενη γυναίκα.
Ανακουφισμένος από την απρόσμενα εύκολη απόδραση, τρέχει προς το λιμάνι να βρει την Αριάδνη και τους συντρόφους του.
Σκέφτεται μεγαλόφωνα δρασκελώντας τα βουνά “Πόση ώρα να τους πω, πως πάλευα με το θηρίο; Κι αν με ρωτήσουν αν πληγώθηκα;”
Κοντοστέκεται για λίγο, σκίζει την άκρη του χιτώνα, ανακατεύει με κοκκινόχωμα τα σγουρά μαλλιά και συνεχίζει την “ηρωική” κατάβαση.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τον διάλογο έγραψε η Λίνα Ντ’ Άμα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής