(Το διήγημα έγραψε ο Απόστολος Καλουδάς, στο πλαίσιο του Εργαστηρίου Μυθοπλασίας. Είναι βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, από την εποχή της Κατοχής. Ακόμα και το κουτάλι υπάρχει.)
ΤΟ ΛΑΦΥΡΟ
Ήταν στα χρόνια της Κατοχής. Σ’ ένα χωριό κοντά στη Θεσσαλονίκη, κάποιο βράδυ του Απρίλη του 1942, την ώρα που σουρούπωνε.
Η Ελένω καθόταν με τη Δροσούλα, τη δεκαοχτάχρονη πρωτοθυγατέρα της, μέσα στο σπίτι. Έπλεκαν. Σε λίγο θα άναβαν τη γκαζόλαμπα.
«Λένε ότι βγήκαν κάποιοι στα βουνά να πολεμήσουν τις Γερμανοί. Έχουν γενειάδες σαν αγριάνθρωποι. Έβγαλαν και κάτι τραγούδια. Εσύ τα πιστεύεις αυτά;», είπε η Ελένω.
Κείνη τη στιγμή ακούστηκε χτύπος στην πόρτα. Ο άντρας της Ελένως έλειπε στη Σαλονίκη για δουλειές. Θα έμενε εκεί το βράδυ, στον αδελφό του. Ο γιός της ο Γιάννης, εικοσάχρονο παλληκάρι, ήταν στον καφενέ. Άνοιξε την πόρτα. Το χέρι της έτρεμε. Ένας νεαρός με γενάκι. Φορούσε δίκοχο. Τέσσερα γράμματα πάνω του: ΕΛΑΣ.
Η Ελένω κομποδετιάστηκε κι άρχισε να τρίβει τα χέρια της το ‘να με τ’ άλλο, σαν να νίβεται χωρίς νερό. Της είχε κοπεί η μιλιά.
«Μη φοβάσαι, θεία, είπε χαμογελώντας το παλληκάρι, είμαι από τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό. Ο κυρ Αποστόλης είναι εδώ;».
«Όχι, παιδί μου. Λείπει στη Σαλονίκη».
«Καλά. Μόνο, θεία, κάνα ψωμί άμα σε βρίσκεται. Θα ξαναπεράσουμε άλλη μέρα».
Του τύλιξε σε μια πετσέτα ένα στρόγγυλο ψωμί απ’ αυτά που ζύμωνε και τα φούρνιζε με την πινακωτή στο θολωτό φούρνο στην αυλή, όπως έκαναν σ΄ όλα τα χωριατόσπιτα.
~~
Λίγες μέρες αργότερα ξαναπέρασαν οι αντάρτες. Ο Αποστόλης, μόλις έμαθε από τους γείτονες ότι πήραν σβάρνα τα σπίτια στο κάτω χωριό κι επιτάσσουν ζώα κι ίσως και να επιστρατεύουν κιόλας, πήρε όλη την οικογένεια, γυναίκα, γιό και τρεις κόρες και κρύφτηκαν στο αμπάρι με τα γεννήματα, ανάμεσα στο φούρνο και στο καμαράκι. Κοίταζε από μια χαραμάδα της πόρτας, που ήταν φτιαγμένη από σανίδες.
Πέρασε μισή ώρα. Μπήκαν στην αυλή πέντε, ντυμένοι με παράταιρα ρούχα, στρατιωτικά και άλλα. Φορούσαν όλοι δίκοχα. Όμως άλλοι ήταν ποδεμένοι με άρβυλα κι άλλοι με παπούτσια. Μόνο οι τρεις είχαν ντουφέκια στον ώμο.
Χτύπησαν την πόρτα στο άδειο σπίτι. Περίμεναν λίγο. Φαίνεται πως βιάζονταν.
Μπήκαν στο μικρό στάβλο, πήραν το καλύτερο από τα δυο άλογα, τη σέρβικη φοράδα. Μπήκαν και στο μεγάλο στάβλο, πήραν ένα από τα μοσχάρια κι έφυγαν. Ο Αποστόλης αναγνώρισε μέσα στο μισοσκόταδο κάποιον. Ένας απ’ τους Πόντιους του χωριού.
Οι ποντιακές οικογένειες του χωριού ήταν πέντε. Όλοι ήταν του «Εμπρός της γης οι κολασμένοι».
Η πλειοψηφία στο χωριό ήταν Θρακιώτες και Μικρασιάτες και αυτοί ήταν οι περισσότεροι του «Ζήτω ζήτω η Λευτεριά, ζήτω κι ο Λευτέρης».
Οι ντόπιοι, οι Μακεδόνες, ήταν πιότερο με το «Ψωμί ελιά και βασιλιά».
Όμως ήταν φιλήσυχο χωριό. Δεν έβαζαν την πολιτική πάνω από την καθημερινότητα και οι πολιτικές συζητήσεις , στο μοναδικό καφενείο, γίνονταν πιο πολύ για καζούρα.
Σε τρεις μέρες ήλθε κι εγκαταστάθηκε στο χωριό μια διλοχία Γερμανών, για να ελέγχει την οδική αρτηρία Θεσσαλονίκης – Καβάλας.
Οι αντάρτες δεν ξαναπάτησαν παρά μόνο μετά από δυο χρόνια, λίγους μήνες πριν έλθει η λευτεριά.
~~
Ένα πρωί, λοιπόν, γέμισε η πλατεία Γερμανούς. Έστησαν τα αντίσκηνά τους. Παρατάχτηκαν σε γραμμές. Ο διερμηνέας πήρε τον τηλεβόα, ενώ οι χωριανοί, όσοι δεν έλειπαν στα χωράφια, άκουγαν πίσω από τα κλειστά παντζούρια:
«Προσοχή! Σας ομιλώ εκ μέρους του λοχαγού Φραντς Χέρλινγκερ. Πριν από λίγες μέρες, το χωριό σας δέχθηκε την επιδρομή μιας συμμορίας αναρχικών. Αυτό δεν πρόκειται να ξανασυμβεί. Είμαστε εδώ, για να σας προστατέψουμε. Συνεργαστείτε μαζί μας και θα επικρατήσει η τάξη και η ασφάλεια. Θα χρειαστεί μόνον να μας παράσχετε κάποιες διευκολύνσεις εντός των οικιών σας, κυρίως όσον αφορά την πρόσβαση σε χώρους παρασκευής φαγητού. Οι στρατιώτες του Τρίτου Ράιχ διακρίνονται για την πειθαρχία τους και την προσήλωσή τους σε υψηλές αξίες. Να τους περιβάλετε με εμπιστοσύνη. Για λόγους ασφαλείας απαγορεύεται η κυκλοφορία από την 7μμ μέχρι την 6πμ».
Το επανέλαβε άλλες δυο φορές.
Η Ελένω κοίταζε μέσα από τις γρίλιες.
«Γου στο κρίμα! Θα έρχονται μέσα στα σπίτια μας. Δροσούλα, εσύ κορίτσι μου δεν θα βγαίνεις καθόλου. Να δούμε τι λογής ανθρώποι είναι αυτοί. Μην είναι σαν τις Τούρκοι και κοιτάν να ξεφτιλίσουν τις γυναίκες. Θα τις αφήνουμε στο καμαράκι να μπαίνουν, που είναι χώρια».
Το άλλο πρωί ένας γερμανός στρατιώτης με κοντό παντελονάκι χτύπησε την πόρτα:
«Άφκο, μαντάμ».
Η Ελένω έφερε δυο αβγά. Ο στρατιώτης της έδειξε με μια παντομίμα ότι τα σπάζει και τα τηγανίζει. Τον πήγε στο καμαράκι, στην άλλη μεριά της αυλής, που ήταν η δεύτερη κουζίνα της.
Τζάκι και πυροστιά. Πάγκος με κουζινικά, γκαζιέρα κι ένα μικρό τσίγκινο ντεπόζιτο με βρυσάκι, στον τοίχο πάνω από τον νεροχύτη που το έλεγαν μουσλούκι, λέξη φερμένη απ’ την πατρίδα. Χτιστό ντιβάνι αντίκρυ από τον πάγκο της κουζίνας, σκεπασμένο με χράμια και τρεις μαξιλάρες με χειροποίητες πλεκτές μαξιλαροθήκες.
Του έδωσε τηγάνι και το μπουκάλι το λάδι. Μέσα της ευχόταν να μη ρίξει πολύ. Ήταν δυσεύρετο.
Γύρισε στο σπίτι φαρμακωμένη.
«Φορούσαν κι οι Εγγλέζοι κοντά, αλλά μέχρι το γόνα. Αυτοί, κορίτσι μου, πρόστυχοι θα είναι. Πολύ κοντά τα παντελονάκια τους. Λίγο ακόμα και θα βγει τίποτα απ’ το πλάι. Γου στο κρίμα! Μην ξεμυτάς καθόλου. Άσε θα πηγαίνω εγώ ή θα στέλνω τις μικρές, άμα χρειάζεται».
Την μεθεπόμενη στο καμαράκι ήλθαν τρεις Γερμανοί. Ζήτησαν αβγά. Έβρασαν, τηγάνισαν. Οι δυό έφυγαν. Ο τρίτος κούμπωσε στις δυό τρύπες, που είχε το στρατιωτικό κουτάλι στη λαβή του, ένα μαχαίρι κι ένα πιρούνι.
Τα άφησε σε μιαν άκρη του πάγκου. Κοίταξε την Ελένω.
«Εγκώ ξέρω λίγκα ελληνικά, από σκολείο. Πατέρας μου πάστορ, παπάς. Ξέρει αρκαία ελληνικά. Αγκαπάμε Ελλάντα. Με λένε Άλφρεντ». Έδειξε με το δάχτυλο τη γυναίκα με λεπτό χαμόγελο.
«Ελένη», είπε εκείνη. Ο Γερμανός υποκλίθηκε ελαφρά.
«Για! Όπως Ωραία Ελένη, Ιλιάντα».
Η Ελένω κατάλαβε. Στην πατρίδα, στην Τυρολόη της Ανατολικής Θράκης, είχε τελειώσει ελληνικό δημοτικό σχολείο κι είχε μάθει για τον Τρωικό Πόλεμο και την Ωραία Ελένη.
Ήταν όμορφο παλληκάρι ο Άλφρεντ με γαλάζια ήμερα μάτια, ξανθά κοντοκουρεμένα μαλλιά, φαρδιούς ώμους, καλοσχηματισμένο στήθος, λεπτή μέση.
«Πόλεμος μεγκάλο κακό, μαντάμ Ελένη».
«Μεγάλο κακό παιδί μου, μεγάλο», είπε η Ελένω. Κι έβλεπε κείνη τη στιγμή μπροστά της ένα νέο άνθρωπο κι όχι τον Γερμανό στρατιώτη.
Όμως, καθώς επέστρεφε δίπλα στο σπίτι, την έζωσε πάλι ο φόβος.
«Δροσούλα, δεν θα πηγαίνεις καθόλου στο καμαράκι. Οι άντροι καλοί μπορεί να φαίνονται, αλλά δεν ξέρεις μέσα τους τι κρύβουν. Κι αυτά τα παντελονάκια που φοράν. Γου στο κρίμα!».
~~
Τα απογεύματα οι Γερμανοί δεν έρχονταν στο σπίτι. Η Δροσούλα ντυμένη στα μαύρα, σαν γριά, με τσεμπέρι στο κεφάλι και καλυμμένο το στόμα, βγήκε να σκουπίσει.
Άκουσε χλιμίντρισμα αλόγου. Η σέρβικη φοράδα ήταν έξω από την χωματένια αυλή. Το κορίτσι τράβηξε την αυτοσχέδια πόρτα από λεπτούς κορμούς δέντρων και σύρμα.
«Στρατηγούλα μου! Γύρισες κορίτσι μου;». Έχωσε το ένα χέρι της στην κανελιά χαίτη και με το άλλο τη χάιδευε στο κούτελο. Το άλογο την άγγιζε με τη μουσούδα του σε πολλά σημεία βγάζοντας μικρούς αλογίσιους ήχους.
Τότε η Δροσούλα είδε τα αίματα στη σέλα.
Σε δέκα λεπτά η αυλή γέμισε Γερμανούς. Μαζί κι ο λοχαγός με τον διερμηνέα.
«Ο λοχαγός ρωτάει τι συνέβη», είπε στον Αποστόλη ο διερμηνέας έντονα.
Εκείνος εξήγησε ότι το άλογο το είχαν κλέψει – απέφυγε προσεκτικά να πει επιτάξει – οι αντάρτες, μαζί κι ένα μοσχάρι. Τώρα γύρισε μόνο του.
Ο λοχαγός κάτι είπε και ο διερμηνέας μετέφρασε:
«Εφόσον το άλογο ήταν των συμμοριτών, τώρα ανήκει στη Βέρμαχτ».
Κερατάδες, σκέφτηκε ο Αποστόλης και το πρόσωπο του συννέφιασε.
Ένας Γερμανός στρατιώτης έπιασε τη Στρατηγούλα από το καπίστρι και την έβγαλε από την αυλή. Δίπλα βάδιζε ο λοχαγός ανέκφραστος και άκαμπτος και πίσω οι υπόλοιποι Γερμανοί.
Ξαφνικά η φοράδα ορθώθηκε στα πίσω πόδια κι όρμησε στο λοχαγό χλιμιντρίζοντας δαιμονισμένα. Εκείνος έπεσε κάτω. Οι άλλοι συγκράτησαν το άλογο να μην τον ποδοπατήσει. Κατάφερε να σηκωθεί σκονισμένος.
Τράβηξε το λούγκερ και πυροβόλησε το ζώο ανάμεσα στα μάτια.
Η Δροσούλα έβγαλε μακρόσυρτη τσιρίδα. Έτρεξε κι αγκάλιασε το κεφάλι του ζώου που είχε σωριαστεί νεκρό στη σκόνη με ανοικτά μάτια. Ήλθε κι ο πατέρας της, η μάνα της, ο αδελφός της κι οι δυό αδελφούλες της. Οι Γερμανοί απομακρύνθηκαν προς την πλατεία.
Η οικογένεια είχε γονατίσει γύρω από το νεκρό ζώο. Τα μικρά έκλαιγαν. Η Δροσούλα θρηνούσε με σπασμούς.
Σ’ ένα λεπτό ήλθε ένας επιλοχίας με μια ουλή στο μάγουλο, μαζί με τρεις στρατιώτες και τον διερμηνέα.
«Ράους, ράους!», φώναξε.
«Αυτό είναι κρέας της Βέρμαχτ. Φύγετε», ούρλιαξε ο διερμηνέας.
Οι στρατιώτες σβάρνισαν το νεκρό ζώο μέχρι τον καταυλισμό τους, αφήνοντας πίσω μια φαρδιά γραμμή αίμα πάνω στη σκόνη.
Όταν επέστρεψαν στο σπίτι, η Δροσούλα τσίριζε.
«Ρε μπαμπά, γιατί δεν πήγες μαζί με τη Στρατηγούλα στους αντάρτες; Γιατί; Δικό σου άλογο δεν ήτανε; Και να ερχόσουν μια μέρα να τους ξεκάνετε όλους αυτούς, που ήρθαν στο χωριό μας; Θα πάω να βρω τον καπετάνιο τους στο βουνό να του πω να έλθουν να τους ξεκάνουν. Όλους. Όλους. Τι τους έφταιξε, μωρέ, τ’ αλογάκι!».
Έκλαψε αρκετήν ώρα πριν ησυχάσει.
~~
Την άλλη μέρα ο Αποστόλης, μετά τις δουλειές στα χωράφια, πήγε στον καφενέ. Παρήγγειλε ένα γλυκύ βραστό. Ρεβύθι ήταν και, αντί για ζάχαρη, μέσα λίγο σιρόπι από χαρούπι.
Έκατσε με τον Κωνσταντή τον ξάδελφό του. Μίλησαν για το άλογο. Φαίνεται το ζώο γύρισε από τη μάχη που έδωσε ένα αντάρτικο τμήμα με τους Γερμανούς, πάνω από τη λίμνη στο βουνό. Άκουγαν τους πυροβολισμούς στο χωριό πριν το μεσημέρι. Θα σκοτώθηκε ο αντάρτης που την ίππευε.
«Κερατάδες», είπε ο Αποστόλης, «τι σ’ έφταιξε, μπρε κάθαρμα, το ζώο. Επειδή ήταν έξυπνο και σε κατάλαβε τι τομάρι είσαι;».
Είχε μεγάλη αγάπη για τη φοράδα. Πανέξυπνη και δυνατή. Την έζευε στο κάρο, πριν την Κατοχή, να πάει, όπως και άλλοι χωριανοί, τα καρπούζια χαράματα στη Σαλονίκη. Τελευταίος ξεκινούσε, πρώτος έφθανε. Η Στρατηγούλα ήθελε πάντα να έχει τα πρωτεία. Προσπερνούσε όποιο κάρο έβλεπε μπροστά της.
Την έβγαλε Στρατηγούλα κρυφά, γιατί ήταν σαν τη χήρα που τη λέγανε Στρατηγούλα κι έμενε λίγο παραπέρα, Αυτή το είχε συνήθειο να περνά με το κεφάλι ψηλά, στήθος καμαρωτό να τρεμουλιάζει, γοφούς να χορεύουν. Το ίδιο έκανε και τώρα που ήταν στο χωριό οι Γερμανοί.
Το άλογο είχε άλλο όνομα έξω από την οικογένεια. Το φώναζαν, Πούρκα, όπως του το είπαν οι τζαμπάζηδες, όταν το είχε αγοράσει σ’ ένα παζάρι ζώων.
«Θέλει προσοχή το πράμα μ’ αυτούς τους Γερμαναράδες. Τώρα θα δεις που θα πάνε να κάψουν κανένα χωριό στα μέρη που έγινε η μάχη», είπε στον Κωνσταντή.
«Μπορεί. Πάντως, άμα δεν τους πειράζεις, δεν σε πειράζουν. Αν είναι τα Ες Ες είναι πιο επικίνδυνα τα πράματα, αλλά πάλι ισχύει. Αν δεν θέλεις μπελάδες, δεν τους πειράζεις. Άσε, καημένε, την Αγγλία, την Αμερική και τη Ρωσία να τα βγάλουν πέρα. Η Ελλαδίτσα η ψωροκώσταινα είναι μικρή. Μια μέρα ο πόλεμος θα τελειώσει. Κι εμείς και τώρα και μετά, δικράνι, κόσα, τσάπα», είπε ο Κωνσταντής και ρούφηξε μια γουλιά ρεβυθοκαφέ.
«Ναι. Άμα τους πειράξεις θεριά γίνονται, αλλά και που δεν τους πειράζουμε το σκοπό τους τον πετυχαίνουν. Την κατάστρεψαν την Ελλάδα. Ξέχασες την πείνα του 41, που έρχονταν οι μισοπεθαμένοι απ’ τη Σαλονίκη να ζητιανέψουν μια μπουκιά; Εκείνος ο φουκαράς που πέθανε μόλις μπήκε στην αυλή του Νικολάκη, πριν προλάβει να ζητιανέψει και τον θάψαμε στα δικά μας τα μνήματα;», είπε ο Αποστόλης. «Αλλά και οι δικοί μας, τι ήταν αυτό, να μπουν και να μας πάρουν τα ζώα».
«Αποστόλη, εγώ υπηρέτησα τη θητεία μου στο Σώμα Εφοδιασμού Μεταφορών. Μας έμαθαν ότι χωρίς εφόδια πόλεμο δεν κάνεις. Κι οι αντάρτες από πού να τα βρουν; Απ’ τα χωριά. Κάνουν επίταξη. Τώρα θα πεις μας ρώτησαν εμάς και κάνουν πόλεμο; Όχι. Πάντως δεν επιστράτεψαν κανέναν. Εμένα με βρήκαν στην αυλή. Με είπαν να πάω μαζί τους, αλλά δεν επέμεναν. Θα δείξει αργότερα ».
~~
Μετά το επεισόδιο με το άλογο, ο Άλφρεντ είχε δει κι αυτός πρώτη φορά το λυγερό κορίτσι που έμοιαζε με Παναγιά μέσα στα μαύρα, με μάτια σαν ελληνικές ελιές. Ένα τέτοιο πλάσμα σε κείνο το σπίτι όπου αυτός πήγαινε κάθε πρωί, για να πάρει φρέσκα αβγά και να τα τηγανίσει στο καμαράκι. Όσο κι αν ήταν ντυμένη σαν γριά, ο Γερμανός μάντεψε το αρμονικό της σώμα. Και επειδή ο τόπος ήταν υγρός, η δροσερή επιδερμίδα του δεκαοχτάχρονου κοριτσιού φωσφόριζε θαρρείς.
«Μαντάμ Ελένη, πόσα παιντιά;», είπε στη μάνα της.
Η Ελένω έδειξε με τα δάχτυλα τρία. Ο Άλφρεντ χαμογέλασε σαν ήλιος.
«Νάιν, φίερ», είπε κι έδειξε τέσσερα δάχτυλα.
Γου στο κρίμα, έκανε μέσα της.
«Γκιατί μέσα το κορίτσι; Ντεν πειράξει κανείς».
Η Ελένω δεν είπε τίποτα. Σκέφτηκε μόνο πώς σκότωσαν τη φοράδα. Εχθροί είναι, όπλα έχουν, πώς να τους εμπιστευθείς. Ποιος ξέρει πόσους σκοτωμούς έκαναν από τη Γερμανία μέχρι εδώ. Άσε τη ντροπή, αν η θυγατέρα της άρχιζε το πίτσι πίτσι με τον Γερμανό.
Ξημέρωσε μια μέρα του Ιούλη κι οι χωριανοί είδαν στην πλατεία περίεργο θέαμα. Ένας Γερμανός στρατιώτης αρκούδιζε. Έπαιρνε από μια στοίβα τα άπλυτα των στρατιωτών ένα ένα με τα δόντια και τα πήγαινε δεκάδες μέτρα πιο πέρα σε μιαν άλλη στοίβα. Οι ώρες περνούσαν κι αυτός εκεί σαν το μυρμήγκι. Η φόρμα στα γόνατα είχε σκιστεί. Έτρεχαν αίματα.
«Τι γίνηκε, μπρε Κωνσταντή, με αυτόν;», είπε ο Αποστόλης.
Πήγαν μέσα στο σπίτι. Η Ελένω έψησε ρεβυθοκαφέ.
«Τα έμαθαν από τον διερμηνέα», είπε ο Κωνσταντής. Ο φαντάρος πήγε εψές βράδυ, μετά την απαγόρεψη της κυκλοφορίας, στο σπίτι της χήρας της Στρατηγούλας. Κρατούσε λένε και μιαν ανθοδέσμη λουλούδια. Ποιός ξέρει από ποιαν αυλή τα έκοψε. Χτύπησε την πόρτα. Όταν τον είδε η γυναίκα, σηκώθηκαν οι τρίχες της. Έβαλε τις φωνές κι εκείνος έφυγε. Σήμερα το πρωί πήγε φουρκισμένη στον διερμηνέα και στον λοχαγό. Ο λοχαγός την έβαλε να του δείξει ποιος ήταν, όπως ήταν παραταγμένοι στην πρωινή αναφορά. Μετά τον τιμώρησε».
«Έχουν πειθαρχία τουλάχιστο σε τέτοια πράματα» είπε ο Αποστόλης.
Η Ελένω ένιωσε μιαν ανακούφιση. Μακάρι, γιατί κείνοι οι Τούρκοι στον Πόντο και στης Σμύρνης στην καταστροφή πολλά αίσχη έκαναν. Ευτυχώς στην πατρίδα, πριν έρθουν με την ανταλλαγή, που συμφώνησαν ο Βενιζέλος κι ο Κεμάλ, δεν είχαν γίνει τα ίδια. Έφυγαν ήρεμα.
Πήγαν κι οι τρεις στο παράθυρο. Ο φαντάρος αρκούδιζε ακόμα, κι ήταν ντάλα μεσημέρι. Η φανέλα του μούσκεμα. Ιδρώτας έτρεχε από τη μύτη, τα αυτιά και το σαγόνι του.
Τότε φάνηκε να τον πλησιάζει η γυναίκα του Κωνσταντή μ’ ένα σταμνί κι ένα μαστραπά. Γονάτισε δίπλα του και του έδωσε να πιεί.
Ήλθε ο επιλοχίας.
«Ράους!», ούρλιαξε. Έδωσε μια κλωτσιά στη στάμνα που έγινε θρύψαλα.
Η γυναίκα έφυγε τρομαγμένη κάνοντας τον σταυρό της.
«Ρε, το καθήκι», μουρμούρισε ο Κωνσταντής. Δεν είναι ανθρώποι αυτοί». Κι έφυγε να πάει κοντά στη γυναίκα του.
~~
Η Δροσούλα από την επόμενη μέρα είχε ξεθαρρέψει. Όταν οι γονείς κι ο αδελφός της πήγαιναν στο χωράφι για τον θέρο, αφού μαγείρευε και φρόντιζε τις μικρές, έπαιρνε τη σκούπα, τυλιγόταν σαν γριά κι έβγαινε να χαζέψει από μακριά τους Γερμανούς και πιο πολύ τον Άλφρεντ. Μόλις τα βλέμματά τους συναντιόταν από μιαν απόσταση τριάντα μέτρων ξανάμπαινε βιαστικά μέσα.
Τα βράδια τον σκεφτόταν. Γαλανομάτης με όμορφο κορμί, αλλά εχθρός.
Κι αυτός την σκεφτόταν. Κορίτσι ντυμένο σαν γριά, που τον κοίταζε με ντροπαλό, φοβισμένο βλέμμα. Ένιωθε τρυφερότητα γι΄ αυτήν. Δεν ήθελε όμως να πιέσει την κατάσταση. Και όχι επειδή φοβόταν κάποια τιμωρία.
Μια μέρα όμως δεν άντεξε και την πλησίασε στην αυλή. Η Δροσούλα είχε πάει να γεμίσει δυο κουβάδες νερό από την τουλούμπα, να ποτίσει τον Άσπρο.
«Φροϊλάιν Ντροσούλα!».
Η κοπέλα κοντοστάθηκε γύρισε και τον κοίταξε.
«Τι έγινε Άλφρεντ; Ήταν καλό το άλογό μου; Έφαγες;» είπε καρφώνοντας τον με λοξό θυμωμένο βλέμμα.
Της είπε με τα άθλια ελληνικά του ότι αυτός δεν έφαγε από το άλογο. Τον ρώτησε γιατί.
«Γκιατί ότι αγκαπάς, το αγκαπώ».
«Σοβαρά; Εγώ αγαπώ την Ελλάδα. Εσύ;». Ο Γερμανός έσκυψε το κεφάλι.
Πήρε τους κουβάδες, για να τους κουβαλήσει αυτός. Το κορίτσι τον άφησε.
Προχώρησε μπροστά κι αυτός ακολουθούσε. Έφθασαν στον μικρό στάβλο. Η Δροσούλα του έκανε νόημα να αφήσει τους κουβάδες. Τους πήρε αυτή και μπήκε στον στάβλο να ποτίσει το άλογο.
«Άλφρεντ», φώναξε μετά από λίγο, γλυκά.
Ο Άλφρεντ μπήκε στο στάβλο. Δεν έβλεπε καλά ακόμα, γιατί ήλθε από το εκτυφλωτικό φως στο μισοσκόταδο.
Η κοπέλα σήκωσε τον ένα κουβά και τον μπουγέλωσε. Ύστερα έβαλε τα γέλια.
Βγήκαν στη λιακάδα. Έκατσαν σε ένα τοιχάκι κοντά στην τουλούμπα. Τον έβλεπε μούσκεμα και γελούσε. Άρχισε να γελά κι εκείνος.
«Ξέρεις, Άλφρεντ, τι θα πει Δροσούλα; Όταν πολύ ζέστη έξω και πολύ ζέστη μέσα στον Άλφρεντ, ρίχνω νερό και Άλφρεντ έχει δροσούλα. Κατάλαβες;».
Τα είχε συνοδέψει όλα με κινήσεις παντομίμας.
Ο Γερμανός είχε καταλάβει. Περίμενε λίγο και είπε:
«Έξω ζέστη, νερό καλό. Μέσα ζέστη, όχι νερό. Μέσα ζέστη τέλει εσένα φροιλάιν Ντροσούλα!».
Η Δροσούλα ένιωσε φτερούγισμα στην κοιλιά. Η καρδιά της άρχισε να καλπάζει. Κόπηκαν τα γόνατά της. Δεν μπόρεσε να πει κάτι. Μετά από λίγες στιγμές έτρεξε στο σπίτι. Ξάπλωσε ανάσκελα στο ντιβάνι. Τα λόγια που της είχε πει μια μέρα η μάνα της έρχονταν και ξανάρχονταν στο μυαλό της.
Οι άντροι, κορίτσι μου, ένα πράμα μόνο έχουν στο νου τους. Πώς να χωθούν ανάμεσα στα σκέλια της γυναίκας. Θαρρείς και θέλουν να ξαναμπούν στη μήτρα να γλυτώσουν τα βάσανα.
Ως τώρα θεωρούσε τα λόγια της μάνας της υπερβολικά. Όμως τώρα σκεφτόταν πως ο Άλφρεντ μπορεί να ήταν ακριβώς ένας τέτοιος άντρας.
Ο Άλφρεντ όταν έμεινε μόνος, γέμισε τους κουβάδες στην τουλούμπα, μπήκε στο στάβλο κι έδωσε στο άλογο να πιεί. Μετά έχωσε το ένα χέρι του στην άσπρη χαίτη και με το άλλο το χάιδευε στο κούτελο. Ο Άσπρος τον άγγιζε με τη μουσούδα του σε πολλά σημεία βγάζοντας σιγανούς αλογίσιους ήχους.
Ο Γερμανός μίλησε στο άλογο. Εξομολογήθηκε τον έρωτά του για τη Δροσούλα. Δεν θα έβρισκε κανέναν άλλο που να μπορούσε να το πει ελεύθερα.
~~
Στο μεταξύ τα αντάρτικο στην περιοχή είχε δυναμώσει. Γι’ αυτό κι άλλες γερμανικές δυνάμεις είχαν εγκατασταθεί στα χωριά κατά μήκος της δημοσίας οδού προς Καβάλα.
Μια μέρα κυκλοφόρησε η φήμη ότι το επόμενο πρωί οι αντάρτες θα πιάνονταν σε μάχη με τους Γερμανούς μέσα στο χωριό. Οι χωριανοί, μόλις πήγε έξι το πρωί κι έληξε η απαγόρευση κυκλοφορίας, άρχισαν να φεύγουν μακριά μέσα στον κάμπο. Ολόκληρες οικογένειες με τα κάρα. Κουβαλούσαν μαζί τους και τρόφιμα και νερό.
Οι Γερμανοί κράτησαν καμιά τριανταριά άντρες για ομήρους. Τους άλλους δεν τους εμπόδισαν να φύγουν. Ύστερα ακροβολίστηκαν σε ομάδες γύρω από το χωριό και πάνω από τη δημοσιά κατά το βουνό. Ήλθε κι ένα τάγμα σε ενίσχυση. Ο ταγματάρχης μαζί με τον λοχαγό κοίταζαν με τα κιάλια κατά το βουνό. Εκεί σ’ ένα μικρό διάσελο το σούρουπο της χθεσινής μέρας φαίνονταν από μακριά σαν μυρμήγκια ότι περνούσαν για ώρες κάποιοι, προφανώς αντάρτες. Θα πρέπει να είχαν συγκεντρωθεί πολλοί και να ετοίμαζαν επίθεση.
Περίμεναν όλη μέρα. Το βράδυ οι χωριανοί γύρισαν. Είχαν μάθει ότι το χτύπημα είχε γίνει αλλού, καμιά τριανταριά χιλιόμετρα δυτικά.
«Ρε τους κερατάδες, έλεγε ο Αποστόλης ευχαριστημένος που δεν έγινε κακό στο χωριό του πάνω στο κάρο καθώς επέστρεφαν. Ανταρτοπόλεμο τον λένε, Ελένω, και θέλει πονηριά».
Σε λίγες μέρες μαθεύτηκε ότι αυτοί που πέρναγαν και φαίνονταν μακριά ψηλά στο διάσελο ήταν καμιά εικοσαριά. Πέρναγαν από κει επίτηδες για να φαίνονται και μετά έκαναν ένα μικρό κύκλο και ξαναπέρναγαν οι ίδιοι επί ώρες. Ενω οι αντάρτες της περιοχής είχαν μαζευτεί εκεί που έγινε το χτύπημα.
Η Δροσούλα ένιωσε ένα ένοχο συναίσθημα, όταν επέστρεφαν με το κάρο. Ευτυχώς δεν έγινε μάχη στο χωριό και ο γαλανομάτης Άλφρεντ δεν είχε κινδυνέψει!
~~
Τις επόμενες μέρες ο Γερμανός την πλησίαζε κάποιες φορές να τη βοηθήσει. Αρνιόταν. Τον κρατούσε σε απόσταση ευγενικά. Αν της έβγαινε το όνομα θα ήταν κατεστραμμένη. Κανένα παλληκάρι δεν θα την ήθελε.
Τον σκεφτόταν όμως κάθε βράδυ.
Πάντως τα πράγματα για τους Γερμανούς φαίνεται πως δεν πήγαιναν καλά. Στόμα με στόμα διαδόθηκε ότι οι Ρώσοι τους είχαν σταματήσει στο Λένινγκραντ. Για οχτώ μήνες περίπου το πολιορκούσαν, μα δεν μπορούσαν να το πάρουν. Και αν δεν έπαιρναν ούτε τη Μόσχα ως το φθινόπωρο θα ήταν σκούρα τα πράματα γι αυτούς μέσα στον χειμώνα.
Ένα Σάββατο πρωί ο Άλφρεντ μπήκε στο καμαράκι συννεφιασμένος. Πήρε ένα ζευγάρι αβγά που του έδωσε η Ελένω κι έκατσε στο χτιστό ντιβάνι με το χειροποίητο σκέπασμα.
«Φράου, Ελέν! Δευτέρα φεύγκω. Βέρμαχτ με πάει αλλού. Ντεν μπορώ να πω πού. Φερμπότεν».
Η Ελένω τον κοίταξε με συμπόνοια.
«Μόνο ο πόλεμος να τελειώσει. Να πας στην πατρίδα σου».
«Χίτλερ, τρελός. Εγκώ όχι Ναζί, μαντάμ Ελένη. Εκεί που πάω όχι όπως εντώ. Πιο εύκολο σκοτωθώ».
Κυριακή σούρουπο η Δροσούλα μπήκε στο καμαράκι. Οι Γερμανοί ποτέ τέτοιαν ώρα δεν έρχονταν εδώ. Γονάτισε στο τζάκι, άναψε τη φωτιά. Θα έβαζε την πυροστιά κι επάνω μια χύτρα να κάνει κοτόσουπα.
Η πόρτα άνοιξε. Στο άνοιγμα της διαγράφηκε σκοτεινή η σιλουέτα του Άλφρεντ. Το περίγραμμά του και μέσα ούτε πρόσωπο ούτε τίποτα, μόνο σκοτάδι. Η Δροσούλα πάγωσε και κάηκε μαζί. Πήρε το μαχαίρι που ήταν δίπλα στη χύτρα και το κρατούσε κρυφά κάτω από την ποδιά της.
Ο Γερμανός μπήκε μέσα. Η πόρτα έτριξε καθώς την έκλεισε. Το πρόσωπό του φωτιζόταν τώρα περίεργα από τη φλόγα στο τζάκι, που ολοένα φούντωνε. Τη ζύγωνε. Η σιωπή ήταν βαριά. Αλλά οι σκέψεις τους χόρευαν μαζί χωρίς να το ξέρουν.
Έχω σφάξει πολλά κοκόρια από τα δώδεκά μου, Άλφρεντ. Αν με αγγίξεις, θα σου χώσω το μαχαίρι στον αφαλό.
Μη φοβάσαι, φροϊλάιν, Δροσούλα. Δεν θα σου κάνω κακό.
Όχι, στο πόδι καλύτερα κι αύριο θα σε δω ν’ αρκουδίζεις, να κουβαλάς με τα στόμα βρώμικα σώβρακα.
Στη Ρωσία πάω, Δροσούλα, δεν είναι καθόλου καλό.
Τράβα στις πουτάνες της Γερμανίας, αλήτη, όχι εδώ.
Αφήνει το μαχαίρι να πέσει. Δεν μπορεί να του κάνει κακό. Αφήνεται στο έλεος του έρωτα. Φόβος μαζί με ένα γλυκό συναίσθημα την κυριεύουν.
Ο Άλφρεντ της δίνει το κουτάλι του.
«Ντεν μπορώ να σου ντώσω το όπλο μου. Πάρε αυτό. Μετά τον πόλεμο φάμε μαζί».
Η Δροσούλα δακρύζει.
«Α, ρε γαλανομάτη. Γιατί ήρθες μαζί με τον πόλεμο; Δεν μπορούσες να έρθεις μονάχος;».
Βλέπει τα μάτια της που γυαλίζουν. Σηκώνει το χέρι του. Της χαϊδεύει τα μαλλιά για λίγες στιγμές. Νιώθει τη θηλυκή απαλότητα να τον κυριεύει από την κορυφή μέχρι τα νύχια των ποδιών.
Το πρωτόγνωρο αντρικό χάδι την κάνει να τρέμει. Τα δάκρυά της τρέχουν από το λαιμό, στις θηλές της και σιγά σιγά πλημμυρίζουν το σώμα.
Εκείνος τραβάει το χέρι του, μην τον κυριέψει η φλόγα. Θα την σκέφτεται. Ελπίζει ότι η επιθυμία του να ξαναγυρίσει κοντά της θα τον βοηθήσει να επιζήσει.
«Πανάθεμά σε, γαλανομάτη, γιατί το κάνεις αυτό. Γιατί με αγγίζεις, γιατί φεύγεις, γιατί ήρθες;».
Όταν εκείνος βγήκε έξω, στη νύχτα, η κοπέλα έπεσε πάνω στα χράμια του χτιστού κρεβατιού κι έκλαψε με λυγμούς.
~~
Οι Γερμανοί έφυγαν τον Οκτώβρη του 1944.
Ο Άλφρεντ δεν επέστρεψε ποτέ.
Πέρασαν κάποια πολύ δύσκολα χρόνια για την Ελλάδα.
Ύστερα η Δροσούλα άρχισε να λέει πότε πότε την ιστορία στον άντρα της, στα παιδιά της, σε φιλενάδες της.
«Ένας Γερμανός είχε παραδοθεί σε μένα με το κουτάλι του. Το πήρα λάφυρο» και ξεσπούσε σε γέλια. Μέχρι που δάκρυζε.
Κάθε φορά που ο γιός της έβλεπε διεθνείς αγώνες με Γερμανούς αθλητές στην τηλεόραση, εκείνη όλο και έβρισκε κάποιον να της τον θυμίζει. Πιο πολύ του έμοιαζε εκείνος ο τρίτος σε ευρωπαϊκούς αγώνες του επί κοντώ, μια φορά. Όταν τον είδε στο τρίτο σκαλί του βάθρου να χαμογελάει σαν ήλιος, είπε ότι μπορεί να ήταν και κανένας γιός του.
Αλλά, σκεφτόταν, αν είχε επιζήσει από τον πόλεμο, σε αυτήν θα ερχόταν. Και τα μάτια της γυάλιζαν.
Κατόπιν, στα γεράματα, αφού πέθανε ο άντρας της, θυμόταν όλο τα παλιά, κι έλεγε την ιστορία πιο τακτικά.
Όταν ο γιός της παντρεύτηκε, του έδωσε το κουτάλι.
«Να τα λες στα παιδιά σου αυτά που σας λέω», του είπε και τον αγκάλιασε.
ΤΕΛΟΣ