Προτείνουμε να το διαβάσετε ακούγοντας αυτό
- Βαθύ, απέραντο, αιώνιο. Βαθιά, απέραντη, αιώνια. Σαν την ανθρώπινη ιστορία, απλώνει και απλώνεται στο άγνωστο, στο απροσδιόριστο, στο άπιαστο. Κρύα και ζεστή. Σα γυναίκα πικρή, σα μάνα σκληρή, σε προσκαλεί, μα δε σ’ αφήνει να της φύγεις. Πλατσουρίζεις μικρό παιδί στα ρηχά, και σύντομα θα είσαι εσύ που θα την κλαις. Κάθε δάκρυ θα γνέφει την ιστορία μας. Κάθε δάκρυ μια σταγόνα αλμυρή στο βαθύ, στο απέραντο, στο αιώνιο.
- Κράτα την αν μπορείς. Κράτα την καλά να μη σου φύγει. Δε μπορεί, θα νικήσεις στο τέλος. Δώσε όλα σου τα χρόνια για να τη δαμάσεις. Θα θυμάσαι κάθε κύμα. Κάθε στρόβιλο μέσα στο νερό. Κάθε σταγόνα που θα καίει τα πνευμόνια σου. Θα ξεχάσεις πιο είναι το πάνω και πιο είναι το κάτω. Θα αρχίσεις να βγάζεις λέπια, να έχεις βράγχια. Και πριν το καταλάβεις θα περνάς περισσότερο καιρό μέσα στο νερό, παρά έξω. Συνέχισε. Θα νικήσεις. Στο τέλος.
- Ο πιο λαμπερός ουρανός που θα δεις είναι στο νησί, εκεί νότια. Νύχτα πυκνή, εβένινη. Λεία νύχτα, κατάμαυρη και γυαλιστερή. Σε νιώθω στα χέρια μου. Νύχτες αφέγγαρες, μην πάρεις φανό. Θέλω να πας εκεί, περπατώντας αργά. Γυμνός και ξυπόλυτος. Τα μαλλιά σου πηχτά με αλάτι. Άκου προσεκτικά. Άκου την ελευθερία σου που γεννιέται. Εκεί που θάλασσα και ουρανός συνθλίβουν τον ορίζοντα. Κοίτα! Κοίτα καλά. Ο ουρανός είναι γεμάτος διαμάντια. Αν πας εκεί που φωτίζουν, βλέπουν οι άνθρωποι από μέσα σου σαν ακτινογραφία. Να προσέχεις.
- Τελετή. Τελώ. Βουτώ τα χέρια μου αργά στο νερό. Νιώθω τη δροσιά στο πρόσωπό μου. Απαλά. Αργά. Με καίει το αλάτι εκεί που κόπηκα. Το μάγουλό μου τσούζει και σφίγγω τα δόντια μου. Νιώθω τον άνεμο να με παγώνει όπου έχω νερό. Νιώθω τον πόνο να υποχωρεί. Κλείνω τα μάτια μου και μέσα στη νύχτα όλα είναι επιτέλους φως. Θεέ μου, πόσο δύσκολο είναι να κρατήσεις αυτή τη φωτιά ζωντανή, όταν είσαι όλος νερό.
- Φίλα με αντίο. Φίλα με. Φίλα με. Φίλαμε. Φίλαμεφιλαμεφιλαμε. Έρχεσαι και φεύγεις όποτε θες. Μ’ αυτή σου την αργή κίνηση, κινείσαι στο σκοτάδι αργά σα σαρκοφάγο. Μπρος πίσω. Ενώ εγώ εδώ. Δέντρο που παλιά παίζαν τα παιδιά. Δέντρο που παλιά φωλιάζαν τα πουλιά. Τα πόδια μου στην άμμο. Κάθε φορά που έρχεσαι ριζώνουν πιο γερά. Πιο βαθιά. Κάθε φιλί με μπήγει βαθύτερα στη γη. Νιώθω ένα με τη γη ξανά. Ρέει η άμμος κι εγώ νιώθω να κουνιέμαι μαζί σου, μέσα στην ακινησία μου. Νιώθω να γυρνάω μαζί με τη γη.
- Αυτή η μυρωδιά που δε μπορείς να βγάλεις από τον νου. Αυτή η εντυπωμένη ανάμνηση. Τα βότανα που ξεροψήνονται κάτω από τον Αυγουστιάτικο ήλιο. Και αυτή η φόρα που μου παίρνει τη ζωή μέσα από τα χέρια. Θυμήσου τα πρώτα σου μαθήματα κολύμβησης. Η αντίσταση. Η αντίσταση σε κάνει και κινείσαι. Αντίσταση. Και φτάνω τώρα εγώ στον κόσμο αυτό, πλαδαρό μωρό τυφλό και ορκισμένος στρατιώτης του Έρωτα. Με τον έρωτα έρχομαι να νικήσω τον θάνατο.
- Βγάζεις τα ρούχα σου το βράδυ στην παραλία. Τεντώνεις τα μάτια σου ανοιχτά, προσπαθείς να δεις πού πας. Περπατάς αργά προς το νερό. Σκούρο μαύρο. Ο ουρανός δεν ξεχωρίζει από το νερό. Μισός να νιώθεις το υγρό, μισός τον άνεμο, κι ολόκληρος τη ζωή. Απλώνεις τα χέρια μπροστά τυφλός κι ολοκαίνουργιος. Οι φλέβες στα χέρια σου απλώνουν σαν κλαδιά επάνω στο νερό.
- Μ’ αρέσει να επιπλέω. Από μικρή όλοι μου λένε τί γλυκό κορίτσι που είμαι. Ζάχαρη. Γι’ αυτό μ’ αρέσει να μπαίνω στο νερό γρήγορα. Να τρέχω εκεί. Αδέξια, άτσαλα, όπως τρέχουμε προς τη ζωή. Έτσι τρέχω εγώ προς το νερό. Και μου αρέσει να λιώνω. Να σπέρνω αυτή τη γλύκα γύρω μου. Μμμ… Το ξέρω ότι είναι μια πολύ μικρή γλυκιά ακτίνα. Σε έναν απέραντο ωκεανό. Αλλά τόσα μπορώ να κάνω. Λιώνω. Φεύγει από πάνω μου όλο το βάρος. Βλέπω τις φλέβες μου να απλώνουν σα κοράλλι πάνω στο νερό. Ένα νέφος από φλέβες να κινείται αργά με το κύμα. Έτσι μ’ αρέσει να ταξιδεύω.
- Τί να σου πω εγώ για το φεγγάρι; Τί να σου πω που δεν το ξέρεις ήδη; Καμιά φορά ξυπνάω στη μέση μιας παραλίας, κουβέρτα μου το κύμα. Στη μέση του πουθενά. Δεν ξέρω πώς. Απλά ανοίγω τα μάτια μου και με κοιτάει το φεγγαράκι. Με κοιτάει με άγχος και ρωτάει ‘Σε πόνεσα;’. Όχι φεγγαράκι, του λέω. Αλίμονο, ποτέ δε με πονάς. Και τότε συνεχίζει και μου χτενίζει τα μαλλιά. Αργά και τρυφερά. Έτσι με ξαναπαίρνει ο ύπνος.
- Ράβω το νυφικό μου. Εμένα παιδί του Ωκεανού και της Σελήνης, με ζητάει η μαύρη Εκάτη. Πού να πέσω, και πού να συρθώ να μη με βρει η φωσφόρος θεά; Κόβω κομμάτια από πανιά και τα ράβω μαζί, να με φυσήξει ο αέρας μακριά. Τι να τις κάνω τις μαντείες των νεκρών εγώ; Όσο ανασαίνω δροσερά επάνω στα φύλλα, όσο αφήνω δροσοσταλίδες πάνω στα πέταλα τα πρωινά, τρέχουν και τις πίνουν τα έντεκα παιδιά μου, τα διαολοδιψασμένα. Δεν έχω τίποτα να χωρίσω με τους νεκρούς, Εκάτη. Έλα να σου μαντεύω εγώ.
- Ακούς; Το άκουσες αυτό; Να ‘το πάλι. Ένας ήχος ηλεκτρικός. Να ‘το. Σηκώνει τις τρίχες στο λαιμό μου. Το ακούς κι εσύ, έτσι; Μια αίσθηση στατική στον αέρα. Κάτι θα συμβεί. Τι βλέπεις εκεί; Στο βάθος; Μοιάζει να βρέχει εκεί βορειοδυτικά. Όταν είσαι στη θάλασσα βλέπεις τις βροχές από μακριά. Να έρχονται. Τις βλέπεις να βρέχουν, μια προς μια. Δεν κρύβονται πίσω από ψηλά κτήρια ή ανθρώπινες εφευρέσεις. Είναι προειδοποίηση. Χωρίς βέβαια να μπορείς να κάνεις πολλά στη θάλασσα. Δεν έχω ταξιδέψει πολύ, αλλά ξέρω κόσμο. Ναύτες. Πνίγηκαν εδώ κι εκεί. Συμβαίνει.
- Θέλω να περπατήσουμε στην ακρογιαλιά το βράδυ παρέα. Κάποιος να τραγουδάει παράφωνα μακριά. Να μην τον βλέπουμε. Να μη σ’ ενοχλεί πια το κόκκαλο από το ψάρι στο λαιμό σου. Να έχω μανταρίνια μαζί. Τί ωραία μυρωδιά. Όλοι οι χειμώνες σου χτυπάν το κεφάλι μαζί. Κλαίνε τα μάτια μου από το κρύο, περπάτα μαζί μου. Να πετάμε τα φλούδια στο νερό. Να πηγαίνουν σα καραβάκια μικρά στο σεληνόφως. Να χάνονται επίδοξες φελούκες, ναβέττες, αβιζό και σχεδίες. Να χάνονται στο σκοτάδι προτού βυθιστούν. Να μη μάθουμε ποτέ αν βυθίστηκαν. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, η φελούκα πρέπει να πλησιάζει τις Δυτικές Ινδίες τώρα.
- Περπάτα μπροστά. Να σε βλέπω. Ο ήλιος έχει ώρες που έχει πέσει. Όσο περνάει η ώρα, όσο μιλάμε, και γελάμε, και κλαίμε. Τόσο λιγότερο ξεχωρίζω τη μορφή σου από το φόντο. Τόσο λιγότερο ξεχωρίζω κι εγώ. Μίλα μου, αχ, μίλα μου μέχρι να γίνουμε ένα. Με αυτόν τον τόπο. Αυτόν τον χρόνο. Να λάμπουν μόνο τα δόντια μας σα μαργαριτάρια. Να μας καλύψει το σκοτάδι. Αλλά ποτέ να μη μας πάρει μακριά ο θάνατος. Τώρα κοίτα πώς νικάμε. Στρατιώτες εμείς του έρωτα στα είκοσί μας. Τώρα που κάποιος έγραψε για μας, δε θα πεθάνουμε ποτέ. Μη φοβάσαι πια.
- Τρέμει τις νύχτες στα χέρια μου. Τρέμει κάθε βράδυ. Ανάβω αυτή τη φωτιά στο ίδιο σημείο χρόνια τώρα. Ίδια σημείο, άλλα ξύλα. Πολλά ξύλα. Δύσκολο να κρατήσεις αυτή τη φωτιά ζωντανή, όταν είσαι όλος νερό. Αλλά τόσα μπορώ να κάνω. Όταν κρυώνει τον παίρνω αγκαλιά σα μωρό και καθόμαστε εδώ δίπλα. Πλένω με ρούμι τις πληγές του. Όταν ψήνεται στον πυρετό τον σηκώνω και τον βάζω στο νερό. Και μετά ξέρεις τι κάνω; Προσεύχομαι. Προσεύχομαι σα να ήταν ο αγαπημένος μου σκύλος. Να μη μου τον πάρουν ακόμα. Λίγο ακόμα να τον φυλάω. Λίγο ακόμα να του μείνω συντροφιά. Συντροφιά. Πότε δεν είχαμε τίποτα άλλο δικό μας.
- Χτύπα μου τρεις φορές τα βότσαλά σου κάτω από το νερό. Δεν ακούω ό,τι συμβαίνει έξω από το νερό. Όχι γιατί δε μπορώ, γιατί δε μ’ ενδιαφέρει. Χτύπα μου τρεις φορές και θα έρθω να σε βρω. Μπορεί να κινδυνεύεις, μπορεί να πνίγεσαι. Δεν ξέρω αν θα μπορώ να βοηθήσω. Μπορεί να έχω ένα ανέκδοτο να σου πω. Μπορεί να έχω ένα τραγούδι. Αλλά έχω ακούσει πως οι άνθρωποι δε χρειάζονται πολλά όταν πνίγονται. Έχω ακούσει να λένε ότι μπορείς να πιαστείς από το παραμικρό καμιά φορά. Οπότε χτύπα μου τρεις φορές.
- Έλα να κάτσουμε εδώ. Είναι το αγαπημένο μου σημείο να κάθομαι. Το ξέρω ότι θα γίνω σκατά, δε με νοιάζει. Η μάνα μου όταν ήμουν μικρή μου έλεγε να μην κάθομαι εκεί που σκάει το κύμα γιατί γεμίζει άμμο το βρακί μου. Σιγά μαμά. Τώρα μεγάλωσα. Και αισθάνομαι ολόκληρη σαν ένα σακί άμμο. Δε μπορώ να φανταστώ τίποτα καλύτερο απ’ το να κάτσω εδώ να με πάρει το κύμα ολόκληρη σιγά σιγά. Έλα να κάτσουμε εδώ.
- Στο Σαν Ντιέγκο έχει νέον κύματα. Ιριδίζοντα. Φωσφορίζουν στο σκοτάδι. Έχω δει φωτογραφίες, υπάρχουν. Είναι κάτι σαν σπάνιο φυσικό φαινόμενο. Σαν το Βόρειο Σέλας. Δεν ξέρω τι είναι πιο σπάνιο από τα δυο. Τί σημασία έχει; Λέγεται βιοφωσφορικό ή κάπως έτσι. Βιοφωσφορικό κύμα. Κάτι κάνει το πλαγκτόν και φαίνεται έτσι. Σουπερκούλ.
- Περπάτα μαζί μου, εδώ. Δίπλα στα βιοφωσφορικά κύματα. Κολύμπα μαζί μου. Μη φοβάσαι, δε θα πάθουμε ηλεκτροπληξία – νομίζω. Κάτι με το πλανκτόν, δεν ξέρω τί ακριβώς. Άσε να χάνονται τα κύτταρά σου στη θάλασσα, κύμα το κύμα. Κοίτα πως φωτίζουμε στην ακτή! Βιοφωσφορικά!
- Γιατί πάνε οι ερωτευμένοι στη θάλασσα; Η θάλασσα είναι το μέρος για όσους είναι μόνοι τους. Όσο πιο μόνος, τόσο πιο ερωτευμένος. Όσο πιο μόνος, τόσο πιο καλλιτέχνης. Κοιτάς τα κύματα, και συλλογίζεσαι. Κάνεις με το νου σου εικόνες. Πλάθεις ιστορίες. Γι’ αυτό οι καλλιτέχνες είναι πάντα ερωτευμένοι. Διαφορετικά δεν παράγει τίποτα το πρωτόγονό μας μυαλό. Κάτσε εκεί και σκέψου με έτσι, κι αλλιώς και παραλλιώς. Με αστερίες στα μαλλιά. Με πανιά για νυφικό. Θα σου ποζάρω στο βράχο. Να έτσι. Και πάνω στο σαλάχι. Κι εκεί που σκάει το κύμα θα γεμίζει το βρακί μου άμμο. Γράψε μου μια ιστορία από τις τριάντα.
- Ο πατέρας μου είχε αυτόν τον φάρο είκοσι χρόνια. Εδώ μεγάλωσα. Κόρη του Φαροφύλακα. Όλα έγιναν ακριβώς όπως τα έγραψε ο Ίμπσεν. Στο κρύο εδώ. Στη ζέστη εδώ. Δεν κάναμε ταξίδια. Αλλά συνέχεια είχαμε το βλέμμα μας καρφωμένο σε αυτούς που έκαναν. Ποτέ δεν ήθελα να είμαι στο επίκεντρο της προσοχής. Μεγαλώνοντας σε έναν φάρο συνηθίζεις την απομόνωση. Κι όμως ένα φως στη μέση του πουθενά. Γυρνά και γυρνά είκοσι χρόνια. Και είναι αυτό που τράβηξε τα καράβια κατά πάνω μας. Δε μου άρεσε ποτέ να είμαι στο επίκεντρο της προσοχής. Πήγαινα στο επάνω δωμάτιο στη μέση της νύχτας, και φώναζα στον μπαμπά μου να το σβήσει. Σβήστο να μη μας βρούνε μπαμπά! Έκανε αυτόν τον βαρύ μεταλλικό, φριχτό ήχο όπως γυρνούσε. Ξανά και ξανά και ξανά. Δεν άντεχα να είμαι εκεί πάνω από πέντε λεπτά.
- Είμαι ένα ψαράκι. Ζω στο βυθό. Έχω γυαλιστερά λέπια και σπινθηροβόλα γουρλωτά μάτια. Δεν κολυμπάω, περπατάω στην άμμο. Δεν παίρνω το λεωφορείο για να πάω στη δουλειά, καβαλάω το σαλάχι 740. Μπορώ να κρατήσω την ανάσα μου για χρόνο ρεκόρ, 75 δευτερόλεπτα στην επιφάνεια του νερού. Μου αρέσουν τα καπέλα. Φοράω το καπέλο μου κάθε μέρα ανελλιπώς.
- Περπάτα μαζί μου, εδώ. Να εδώ. Τι είναι εδώ; Η παραλία. Έρημη παραλία. Είμαστε μόνοι μας. Είμαστε έρημοι. Θέλω να διασπαστούμε. Θέλω να μου κάνεις έρωτα. Εδώ που είμαστε μόνοι μας, οι τελευταίοι άνθρωποι στον κόσμο. Όσο πιο μόνοι, τόσο πιο ερωτευμένοι. Η σκιά σου πάνω στο σώμα μου να ενωθεί με τον μανδύα της νύχτας. Οι ανάσες μας να γίνουν ένα με τον ήχο από τα κύματα. Η μυρωδιά σου ένα με τον θαλασσινό αέρα. Η γεύση σου ένα με την αλμύρα του ωκεανού. Κάνε μου έρωτα εδώ, τώρα. Δε μας μένει τίποτα άλλο από το εδώ και το τώρα. Όλα τα υπόλοιπα είναι ψέματα. Αυτή είναι η αλήθεια.
- Πολλοί νομίζουν ότι τα περιστέρια είναι ποντίκια με φτερά. Αφού σπούδασα στον Πειραιά και έζησα στην Βαλένθια και στο Ελσίνκι, έρχομαι να σας πληροφορήσω πως τα περιστέρια είναι άγια, μπροστά στον πραγματικό εχθρό: το γλάρο. Και ξέρω και κάποιον που θα σας το επιβεβαιώσει. Ο Φανούρης δουλεύει στην Ελλάδα σεζόν το καλοκαίρι. Μια δουλειά πραγματικά δύσκολη και απαραίτητη. Ο Φανούρης είναι λουκουμαδοπώλης. Όχι από αυτούς που πάνε με το τρόλεϊ και την ομπρελίτσα. Όχι. Ο Φανούρης είναι hardcore λουκουμαδοπώλης πρώτης γραμμής – στην παραλία της Λούτσας. Μετρίου αναστήματος, στα 50 του, πάντα προσέχει. Φοράει έναν τόνο αντηλιακό, ένα ολόλευκο t-shirt και έχει ένα κόκκινο φουλάρι στο λαιμό. Μασάει συνέχεια τσίχλα και δεν τρώει ποτέ από το εμπόρευμα. Τον ρώτησα μια φορά. Καλά ρε Φανούρη πώς την παλεύεις με τέτοια γαμωζέστη. Μου έκανε νόημα ότι με λίγο φρέντο και λίγο κώλο που βλέπει, βγαίνει η μέρα. Την επόμενη φορά όμως, μου ανοίχτηκε πραγματικά. Τα γαμώπουλα, μου λέει. Δε μου αφήνουν ψίχουλο, είναι κλεφτρόνια. Δεν τολμάς πια να βγεις με το δίσκο έξω. Του πρότεινα να βάλει ένα σελοφάν από πάνω. Όχι μόνο για τα πουλιά. Αλλά γιατί είναι και λίγο αηδία κάπου. Δεν πείστηκε, συνέχισε να έχει ανοιχτούς τους λουκουμάδες και να σιχτιρίζει τα πουλιά.
- Έμεινα εκεί καθώς ο ήλιος έδυε. Μόνη μου, κοίταζα τον αφρό. Στην παραλία κανείς, άκουγα κόσμο και μουσική από μακριά πίσω μου. Όλοι άρχιζαν να πηγαίνουν προς τα μπαρ και τα καφέ. Όπως κάνει ο κόσμος τα βράδια στο νησί. Μετά από 24 λεπτά εκεί, άρχιζα να φαντάζομαι έναν κόσμο όπου όλα είναι φτιαγμένα από θάλασσα. Το φουστάνι μου νερένιο, τρέχουν σταγόνες πάνω στο μπούτι μου. Τα μαλλιά μου φύκια. Τα μάτια μου από άμμο. Το βάδισμα μου κύμα. Τα ακροδάχτυλά μου αφρός.
- Δεκαπέντε χρόνια τώρα ψάχνω να βρω αυτόν το θησαυρό. Κουρσεύω καράβια. Κυριεύω τις θάλασσες. Κοίταξα σε κάθε γωνιά της γης. Και να που τελικά, τον βρήκα εδώ. Μέσα στο στόμα σου. Άνοιξε μου, μυστήριο όστρακο. Άνοιξε μου ξανά να δω. Σπήλαιο υγρό ο ουρανίσκος σου. Βελούδινο μαξιλάρι η γλώσσα σου. Κάθε δόντι αστραφτερό, ένας σκελετός από αυτούς που δεν τα κατάφεραν. Κάθε δόντι ένα παράσημο γυαλιστερό μέσα στο στόμα σου. Μη μου χαμογελάς άλλο, ξέρω πόσα έχεις καταφέρει. Μόνο άνοιξε μου να ξαναδώ το τεράστιο μαργαριτάρι να ξεκουράζεται πάνω στη γλώσσα σου.
- Οι ναύτες πετάνε τα σπίρτα τους στη θάλασσα. Κάθονται σιμά στην κουπαστή, με τα πόδια να κρέμονται σαν του κρεμασμένου. Κρατάνε το μικρό ορθογώνιο κουτάκι. Παίρνουν το σπίρτο και το στηρίζουν ανάμεσα στο κουτί και το δάχτυλό τους, και μέσα σε μια στιγμή, τσαφ! Πετάει το σπίρτο και πέφτει στη θάλασσα. Μια φωτιά για μια στιγμή. Οι ναύτες δεν προσεύχονται ποτέ. Είναι αυτοί που επέλεξαν να πάρουν οι ίδιοι το τιμόνι. Δεν εμπιστεύονται άλλον τιμονιέρη. Όταν το χειμώνα έχει συννεφιά και δε μπορούν να δουν ούτε ένα αστέρι να πέφτει, εύχονται στα δικά τους πεφταστέρια. Μικρές ευχές που πέφτουν στη θάλασσα. Κάθε φωτίτσα μια ελπίδα, μέσα σ’ έναν χειμώνα που απελπίζει.
- Στεκόμουν στην ακρογιαλιά, εκεί που σκάει το κύμα. Κοίταζα πέρα μακριά, ένα νησάκι. Το κύκλωναν δυο αετοί από ψηλά κι όλο κατέβαιναν και χάνονταν μέσα στα δέντρα. Κάθε φορά που ανέβαιναν άκουγες τους κόρακες να κράζουν από το απέναντι νησί. Να δείξουν ότι είναι πολλοί. Μην τυχόν και πάνε οι αετοί. Ένιωσα ξάφνου κάτι στο πόδι μου. Ένα μπουκαλάκι μικρό. Με ένα μήνυμα μέσα. Παλιό, υγρό, μουχλιασμένο το χαρτί. ‘Σε βλέπω’.
- Μια φορά πήγα στην ταβέρνα του κυρ Παντελή με τους φίλους μου, πήραμε ψαράκια και ήπιαμε ουζάκια. Φωνάζαμε όλη την ώρα. Γελούσαμε με το παραμικρό. Τσακωνόμασταν με το παραμικρότερο. Τα τσουγκρίζαμε και τα ξαναβρίσκαμε. Κάποιος έσπαγε κάτι. Κάποιος κορόιδευε τον σερβιτόρο. Κάποιος τραγούδαγε χάλια. Κάποιος μοίραζε μπαρμπούνια στις γάτες και μαζεύονταν. Κάποιος του φώναζε πως έχει αλλεργία κι έλεγε συνέχεια ‘ρε δεν κάνω πλάκα’. Κάποιος ξέσκιζε το χάρτινο τραπεζομάντηλο. Κάποιος παγίδευε σφήκες στα μπυρομπούκαλα και τις έβλεπε να ψοφάνε αργά. Είναι περίεργο πράγμα η ηλικία. Πώς καταφέραμε να καταστρέψουμε κάτι τόσο απλό και υπέροχο; Πήγαμε κι εμείς με φόρα, όπως οι σφήκες στη μπύρα.
- Όταν πεθάνω θέλω ειλικρινά να με θάψουν στη θάλασσα. Ας με φάνε τα ψάρια. Κι εγώ τα τρώω. Πρέπει να φτάσει η ώρα να πάρουν κι εκείνα εκδίκηση. Το αίμα τους πίσω. Ελπίζω μόνο να μην τους κάθομαι στο λαιμό όσο συχνά μου κάθονται τα ψαροκόκκαλα. Φαντάζεσαι; Θα λένε κι αυτά, ωχ αδερφέ, πάλι μου ‘κατσε γιοχαννοκόκκαλο. Σε κάποιο παράλληλο σύμπαν, στις ταβέρνες τα ψάρια θα δίνουν στις γατούλες ανθρωποκόκκαλα και θα μαζεύονται. Και κάποιο ψαράκι θα λέει έχω αλλεργία και ‘ρε δεν κάνω πλάκα’. Ή θα λέει ‘μπρρθλδλθ’ γιατί έτσι φαντάζομαι ότι κάνουν τα ψάρια.
- Ουλτραμαρίν ή κάθομαι και γράφω τριάντα κείμενα για τον ωκεανό, μήπως και καταφέρω ποτέ να τον εξαντλήσω. Μήπως και καταφέρω να γράψω στο μέλλον για κάτι άλλο εκτός από αυτόν. Ποιόν κοροϊδεύω όμως; Τριάντα κείμενα είναι τριάντα σταγόνες. Βάλε το χέρι σου στη θάλασσα εσύ που διαβάζεις, και κοίτα για λίγο μέσα από τη σταγόνα που μένει στο δάχτυλό σου. Κοίτα για μια στιγμή μέσα από τη σταγόνα που σου γράφω. Μπορώ να γράψω άλλες τριάντα, και τριακόσιες, και τρεις χιλιάδες. Μπορώ να γράφω για τον ωκεανό βαθιά, απέραντα, αιώνια.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το κείμενο έγραψε η Γιοχάννα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής