Εκείνη που δεν την έτρεφε τίποτα
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι που ζούσε βαθιά μέσα στο δάσος. Κυνηγούσε άγρια ζώα, τα μαγείρευε και έτρωγε μόνη της κάθε βράδυ δίπλα στο τζάκι. Το κορίτσι κατανάλωνε μεγάλη ποσότητα φαγητού, όμως όσο και να έτρωγε δεν έβαζε σπιθαμή βάρους. Παρέμενε κοκαλιάρα, το δέρμα της τραχύ, τα μαλλιά της θαμπά και τα χείλη της σκασμένα. Πάνω σε αυτό το διαβρωμένο από την ξηρασία πρόσωπο, στέκονταν δύο μπλε, σχεδόν μοβ μάτια, στρογγυλά σαν πανσέληνοι.
Η μητέρα-φυτό
Το κορίτσι είχε έρθει στον κόσμο από ένα σαρκοφάγο φυτό που έτρωγε βατράχια, τρωκτικά και ενίοτε και άλλα μικρά θηλαστικά. “Πώς είναι δυνατόν να γεννήθηκα από ένα φυτό;” αναρωτιόταν συχνά. “Όλες οι άλλες γυναίκες και άντρες που γνώρισα είχαν ανθρώπους γονείς. Είναι δυνατόν να γεννηθώ από κάτι μη-ανθρώπινο;”
Σε όλη τη ζωή της το κορίτσι αναζητούσε την επαφή με τη μητέρα-φυτό. Και η μητέρα, της μιλούσε γλυκά, με ανθρώπινη φωνή, λέγοντας της πως την αγαπά, ακόμα κι αν είναι τόσο διαφορετικές. Παρά τα γλυκά αυτά λόγια, το κορίτσι δεν ένιωσε ποτέ ασφαλής γιατί κάθε φορά που πλησίαζε το σαρκοφάγο φυτό, εκείνο τη δάγκωνε σα να ήθελε να την φάει. Φυσικά δεν ήταν ικανό να την καταπιεί ολόκληρη αλλά το σώμα του κοριτσιού ήταν γεμάτο μικρά δαγκώματα. Όταν δεχόταν ένα καινούριο δάγκωμα, το κορίτσι ορκιζόταν ότι δεν θα επέστρεφε ποτέ κι έτρεχε μακριά.
Αλλά πάντα επέστρεφε.
Ο φόβος, ντυμένος καταιγίδα
Μια χειμωνιάτικη νύχτα ήρθε καταιγίδα στο δάσος. Το κορίτσι κλείστηκε στο σπίτι και κάθισε κοντά στη φωτιά να ζεσταθεί. Οι άνεμοι όμως ήταν τόσο δυνατοί που έσπασαν τα παράθυρα του σπιτιού, έσβησαν τη φωτιά και ρούφηξαν τα λιγοστά έπιπλα. Το κορίτσι κρύφτηκε στο υπόγειο κι αφότου επήλθε μια σχετική ησυχία, εγκατέλειψε το σπίτι για να αναζητήσει ένα πιο ασφαλές μέρος. Καθώς περπατούσε μέσα στο δάσος, ένιωσε την ανάγκη για παρηγοριά. Τα πόδια της την οδήγησαν στη μητέρα-φυτό.
“Μαμά, η νύχτα με τρομάζει απόψε. Τι να κάνω;”
“Λυπάμαι τόσο που το ακούω αυτό καλή μου. Έλα κοντά μου να σε κρατήσω στην αγκαλιά μου.” της είπε η μητέρα, και το κορίτσι πλησίασε.
Στιγμιαία, η ζεστασιά των φύλλων της μητέρας πλημμύρισε την πλάτη του κοριτσιού και τα ξερά του χείλια χαμογέλασαν. Καθώς έκλεινε τα μάτια και λίγο πριν προλάβει να αφεθεί, ο λαιμός της ταράχτηκε από τον γνώριμο πόνο του δαγκώματος.
“Γιατί το έκανες αυτό;” ούρλιαξε κι έφυγε τρέχοντας.
Ο θηριόμορφος έρωτας
Το κορίτσι έτρεχε κλαίγοντας μέχρι που κουράστηκε κι έκατσε κάτω από ένα δέντρο. Οι λυγμοί της πνίγονταν μέσα στη βροχή και το σφύριγμα του αέρα που είχε τώρα γίνει σχεδόν ανεπαίσθητος.
‘’ Σταμάτα να θρηνείς!” ακούστηκε μια φωνή στο βάθος του δάσους. “Δεν ξέρεις πως είσαι υπέροχη;”
‘’Ποιος είσαι;’’ ρώτησε το κορίτσι.
‘’ Είμαι ο έρωτας. Θέλω να σε γεμίσω και να σε αγκαλιάσω. Θέλω να σου δείξω το δρόμο για να βγεις από το δάσος. Θα με ακολουθήσεις;
Το κορίτσι δίστασε. ”Δείξε μου το πρόσωπο σου πρώτα. Θέλω να σε δω.’’
“Δεν ξέρω εάν είσαι έτοιμη για αυτό. Πιθανό να δεις κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είμαι”.
“Είμαι έτοιμη. Δείξε μου.”
Τότε κάτι άρχισε να κινείται πίσω από τα δέντρα. Εμφανίστηκε σαν καπνός και σιγά -σιγά μεταμορφωνόταν.
Τώρα, μπροστά της στεκόταν ένας άντρας με μορφή θηρίου.Το πρόσωπό του είχε το σχήμα λύκου και το σώμα του ήταν γεμάτο ουλές. Τα χέρια του ήταν μακριά, όμοια με κλαδιά δέντρου, και το στόμα του ίδιο με σαρκοφάγο φυτό.
Το κορίτσι τρόμαξε τόσο που άρχισε και πάλι να τρέχει.
“Περίμενε”, φώναζε πίσω της ο θηριόμορφος έρωτας, “περίμενε, για πόσο ακόμα θα τρέχεις μέσα στο ίδιο δάσος;”.
Τρέχοντας με όση δύναμη είχε
Κι όμως το κορίτσι δεν μπορούσε να σταματήσει.Έτρεχε με τόση δύναμη που έχασε τα παπούτσια της και τα πόδια της μάτωσαν. Έσκισε τα ρούχα της ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων. Γέμισε λάσπη και βροχή. Κι όμως δε σταμάταγε. Ώσπου, μέσα στην κούραση της, τα πόδια της δεν την κράτησαν και λιποθύμησε.
Μεταμόρφωση
Πεσμένη ανάσκελα στο υγρό χώμα, αντίκριζε τον ουρανό, ο οποίος μεταμορφώθηκε σε έναν πελώριο καθρέπτη. Το κορίτσι έβλεπε τώρα τον εαυτό του ξαπλωμένο πάνω στη γη, ανάμεσα στα φυτά και τα ζώα του δάσους. Μα καθώς κοιτούσε τον εαυτό της, μπόρεσε να δει πέρα από το δέρμα, μέσα στο σώμα της. Για πρώτη φορά, μετά από χρόνια, είδε πως τα κύτταρα της ήταν κύτταρα σαρκοφάγου φυτού. Στη διαπίστωση αυτή, το κορίτσι δεν φοβήθηκε. Αντίθετα, ένιωσε μια πρωτόγνωρη αγαλλίαση που απλώθηκε σε όλο της το σώμα. Το δέρμα της έγινε λείο και τα χείλη της υγρά και νεανικά. Όλα τα δαγκώματα εξαφανίστηκαν από πάνω της και ανέκτησε τη δύναμη της.
Όταν σηκώθηκε, είδε τον Θηριόμορφο έρωτα να στέκεται δίπλα της. Την κοιτούσε με τα λυκίσια μάτια του και τα κλαδιά-χέρια του περίμεναν ανοιχτά να την αγκαλιάσουν.
“Τώρα ξέρω πως να σε κοιτάξω και να σε δω πραγματικά, Έρωτα” , είπε το κορίτσι.
Και αμέσως το θηριόμορφο ον μετουσιώθηκε σε άνθρωπο που χαμογελούσε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Μαρία Μεραμβελιοτάκη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής