Ο ύπνος αποτελούσε το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής του.
Ένιωθε καχύποπτος προς όλους όσοι ισχυρίζονταν ότι κοιμούνται μόνο πέντε άντε το πολύ έξι ώρες την ημέρα και όμως είναι λειτουργικοί.
Τις φορές που αναγκάστηκε εκ των συνθηκών να κοιμηθεί λιγότερο από επτά ώρες, την επόμενη μέρα έπρεπε να αναπληρώσει τον ύπνο του και με το παραπάνω.
Δεν έπινε σχεδόν ποτέ καφέ, μη τυχόν και δεν τον πιάσει ο ύπνος μετά. Ήταν ευτυχής τις ημέρες που κατάφερνε να κοιμηθεί εννιά ή δέκα ή έντεκα ώρες.
Κάπου είχε διαβάσει πως περνάμε πολλά χρόνια της ζωής μας κοιμισμένοι και «η ζωή τελειώνει και άδραξε τη μέρα» και «ξύπνα νωρίς για να προλάβεις» και άκουσον-άκουσον κάποιοι ξυπνάνε δύο ώρες πριν πάνε στη δουλειά για να πιούν καφέ, να ακούσουν ραδιόφωνο, να μαγειρέψουν ή να κάνουν κάτι άλλο ευχάριστο πριν πάνε στη δουλειά. Ιεροσυλία. Εκείνος είχε μάθει να ετοιμάζεται μέσα σε ένα τέταρτο ώστε να μη χαλαλίσει ούτε δέκα λεπτά απ’ τον ύπνο του.
Και είχε διαλέξει μια δουλειά που δεν απαιτούσε από κείνον να ξυπνά απ’ το άγριο χάραμα, πριν τις 10 το πρωί δηλαδή. Ράφτης. Κανείς ποτέ δεν παραπονέθηκε γιατί δεν τον βρήκε στο ραφείο του πριν το μεσημέρι. Άσε που το γρούτζου-γρούτζου της μηχανής δεν αντέχεται πρωινιάτικα.
Ο ύπνος λοιπόν, αυτός ο θεός!
Μπορούσε σίγουρα να γράψει ολόκληρο βιβλίο με τα όνειρα που έβλεπε, ταινίες ολόκληρες με πλοκή και σασπένς και ειδικά εφέ. Σχεδόν πάντοτε θυμόταν τα όνειρά του, μα πιο πολύ θυμόταν εκείνο εκεί που το έβλεπε συχνά και που ποτέ δεν έφτανε στο τέλος του. Πίστευε ότι αν κατάφερνε μία μέρα να κοιμηθεί εικοσιτέσσερις ώρες συνεχόμενα θα μπορούσε να δει και το τέλος εκείνου του ονείρου. Δεν είχε αποκαλύψει αυτή τη σκέψη του σε κανέναν γιατί ήδη όλοι, φίλες, φίλοι και συγγενικά πρόσωπα, τον κατέκριναν για τη αγάπη του.
Μερικοί άλλοι βέβαια τον θαύμαζαν γιατί είχε αναπτύξει κάποια πολύ ιδιαίτερα «υπνικά skills». Ναι, ήταν ταλαντούχος. Αν ξυπνούσε το ξημέρωμα από κάποιον ήχο ή κάποιον άλλο λόγο, αρκούσε να θυμηθεί που είχε μείνει στο όνειρο που έβλεπε πριν ξυπνήσει κι αμέσως ξανακοιμόταν.
Αν είχε ξυπνήσει για να κάνει μία δουλειά, να πάει να πληρώσει κάποιο λογαριασμό φερ’ ειπείν, αρκούσε να γυρίσει σπίτι, να ξεντυθεί, να κουκουλωθεί μέχρι το κεφάλι, να γύρει το σώμα του στο δεξί πλευρό και πάλι πανεύκολα τον έπιανε ο ύπνος.
Μα το πιο καταπληκτικό skill ήταν που το μεσημέρι, στη δουλειά, κλείδωνε την πόρτα, κρυβόταν στο δωματιάκι, ξάπλωνε στον καναπέ και χωρίς ξυπνητήρι κατάφερνε να κοιμηθεί για 14 λεπτά ακριβώς. Ακριβώς όμως.
Έναν ύπνο όχι βαθύ, μα ικανό να τον ξεκουράσει, να μειώσει τα επίπεδα άγχους του και να μπορέσει να συνεχίσει αργότερα ακάθεκτος και κεφάτος τη δουλειά του.
Και βέβαια ήταν από κείνους που κοιμόντουσαν στα μεταφορικά μέσα. Μόλις έμπαινε στο αεροπλάνο, τσουπ, έγερνε το κεφάλι και κοιμόταν μακαρίως. Ποτέ δεν βαριόταν στα ταξίδια, είχε τη μαγική του δύναμη. Ήταν ο υπναλέος ράφτης, χα, είχε δώσει και όνομα στον εαυτό του.
~~{}~~
Περάσαν τα χρόνια. Ο υπναλέος ράφτης άρχισε να κοιμάται λιγότερο. Λένε πως με τα χρόνια ο άνθρωπος χρειάζεται λιγότερο ύπνο. Εκείνος ήταν πολύ λυπημένος που η δύναμή του εξασθενούσε. Που πλέον κοιμόταν έξι-επτά ώρες το βράδυ και μόνο 15’ στη διάρκεια της υπόλοιπης μέρας. Ώρες φυσικές για οποιονδήποτε άλλον, μα καταστροφικές για τη δική του ευεξία. Η λύπη του άρχισε να μεγαλώνει, άρχισε να είναι κατσούφης, αγενής καμιά φορά και για πρώτη φορά ευέξαπτος με τους γύρω του.
Φοβόταν πως σταδιακά θα μειωνόταν κι άλλο η ικανότητά του. Ήδη αντιμετώπιζε την αϋπνία αρκετά συχνά. Αναγκαζόταν να ακούει χαλαρωτική μουσική, κομμάτια με ήχους βροχής και κάτι τέτοια νιου έιτζ πράγματα. Προσπαθούσε να αναπνέει ρυθμικά, κουνούσε το πόδι του για να νανουριστεί, έπινε πότε-πότε και κάνα ποτηράκι κρασί αλλά καμία μέθοδος δεν ήταν αποτελεσματική για πολύ.
Και το χειρότερο; Δεν είχε δει εκείνο το όνειρο εδώ και σχεδόν ένα χρόνο. Και δεν είχε δει ακόμη το τέλος του.
Ώσπου αποφάσισε να τολμήσει να κοιμηθεί 24 ώρες συνεχόμενα. Προετοιμάστηκε καιρό για κείνη τη μέρα, σίγουρος πως αυτό θα ήταν η λύση στα προβλήματά του – θα ξεπερνούσε τις δυσκολίες ύπνου και φυσικά θα μάθαινε το πολυπόθητο τέλος εκείνου του ονείρου. Για μήνες δούλευε ακατάπαυστα γιατί προσπαθούσε να συγκεντρώσει χρήματα. Κοντέματα, φαρδέματα, επιδιορθώσεις, αλλαγές φερμουάρ και φόδρας …όλα.
Ώρες ολόκληρες έψαχνε στο διαδίκτυο το κατάλληλο μέρος για να πραγματοποιήσει το στόχο του – μία ήσυχη καλύβα κάπου απομακρυσμένα όπου κανένας άνθρωπος και κανένας εξωτερικός ήχος δεν θα διέκοπτε τον μαραθώνιο ύπνου του.
Μία καλύβα που θα είχε όμως το πιο βολικό κρεβάτι του κόσμου, το πιο ανατομικό μαξιλάρι, βαριά και μυρωδάτα παπλώματα, ιδανικά με απαλό άρωμα λεβάντας διότι λένε πως δρα καταπραϋντικά στον άνθρωπο η λεβάντα.
Έψαχνε παράλληλα και τις πιο βολικές πιτζάμες, εκείνες που δεν σε πιέζουν πουθενά και μόνο σαν χάδι τις νιώθεις στο κορμί σου. Κι όταν τις βρήκε πανηγύρισε σαν παιδί. Ήταν από 100% οργανικό βαμβάκι που καλλιεργήθηκε με βιώσιμες πρακτικές και χωρίς καθόλου χημικά. Καρό, μπλε και πράσινες. Ήταν τόσο μα τόσο απαλές και ζεστές αλλά προσέφεραν εκείνη την γλυκιά ζεστασιά όχι εκείνη που σε πνίγει. Μπορούσε να είναι πολύ οργανωτικός όταν ήθελε, αλήθεια.
Κι έφτασε η πολυπόθητη στιγμή. Έκλεισε το ραφείο του βάζοντας την ταμπέλα «κλειστό λόγω πένθους». Πενθούσε τον χαμένο του ύπνο και πήγαινε να τον φέρει πίσω.
Ενημέρωσε τους δικούς του ότι φεύγει για ένα σημαντικό ταξίδι, ένα σεμινάριο από έναν κορυφαίο οίκο ραπτικής -τον πίστεψαν, αν είναι δυνατόν- και τους πληροφόρησε πως δεν θα μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί τους. Πήγε στο αεροδρόμιο και πέταξε για το όνειρο.
~~{}~~
Στο αεροπλάνο πάλεψε με νύχια και με δόντια να μη κοιμηθεί στην πτήση, ήταν σημαντικό κομμάτι του σχεδίου του να μην κοιμηθεί για τουλάχιστον 18 ώρες πριν ξεκινήσει ο μαραθώνιος. Μικρή θυσία αν σκεφτεί κανείς το κέρδος. Ζορίστηκε μεν αλλά τα κατάφερε να μείνει ξύπνιος πίνοντας τον άγευστο καφέ που του πρόσφερε ο ευγενικός αεροσυνοδός που μιλούσε εκείνη την περίεργη γλώσσα.
Κι όταν επιτέλους έφτασε στο καλυβάκι του, στο τέλειο υψόμετρο, χαμογέλασε πλατιά. Βρισκόταν στην πύλη του παραδείσου. Ακολούθησε όλα τα βήματα με τη σειρά. Ξεπακετάρισε τις πιτζάμες και ετοίμασε ένα ζεστό μπάνιο γεμίζοντας την στρόγγυλη μπανιέρα με νερό στην ιδανική για τον ίδιο θερμοκρασία των 38 βαθμών Κελσίου (είχε φέρει μαζί του το θερμόμετρό του για τη μέτρηση). Δεν είχε ξεχάσει τίποτα. Όλα ήταν καλά καμωμένα.
Στη συνέχεια δοκίμασε το στρώμα. Ήταν όπως του είχαν υποσχεθεί, σαν σύννεφο. Ένιωθε ικανοποιημένος. Ήρεμος πια, έφαγε αργά, σχεδόν ευλαβικά, ένα καλό δείπνο, όχι πολύ βαρύ μην βαρυστομαχιάσει, μα όχι πολύ ελαφρύ για να μην ξυπνήσει πεινασμένος και χαλάσει όλη η προετοιμασία του από μία ανοησία του στομαχιού του. Κατούρησε επίσης για τον ίδιο λόγο, δεν ήθελε το σώμα του να τον σαμποτάρει. Ήπιε κι εκείνο το μυστικό βοτάνι που είχε φροντίσει να προμηθευτεί και ναι, γεμάτος δέος, πλησίασε ξανά το κρεβάτι.
Ξάπλωσε κι ένιωσε το σώμα του να απλώνει, να χύνεται πάνω στην επιφάνειά του στρώματος εκμεταλλευόμενος στο έπακρο την ευλογία της βαρύτητας κι όμως νιώθοντας παράλληλα ανάλαφρος σαν πούπουλο. Είχε φροντίσει να κλείσει τις κουρτίνες και κάθε άνοιγμα που μπορούσε να αφήσει το φως να διεισδύσει στο χώρο. Ήθελε να κοιμηθεί στο βαθύ, στο απόλυτο σκοτάδι.
Όταν έκλεισε τα βλέφαρα, πήρε βαθιές ανάσες και η λεβάντα τρύπωνε στα ρουθούνια του σαν ευπρόσδεκτος επισκέπτης. Τα μέλη του άρχισαν να μυρμηγκιάζουν από την απόλαυση-το στρώμα αυτό ήταν το κάτι άλλο, αγκάλιαζε το σώμα του με ακρίβεια, χωρίς να αφήνει κανένα απολύτως σημείο εκτεθειμένο. Κι άρχισε να βυθίζεται σ’ έναν ύπνο μακάριο και βαθύ, σ’ έναν ύπνο που έμοιαζε με γλυκό θάνατο.
~~{}~~
Εικοσιτέσσερις ώρες και δεκαπέντε λεπτά αργότερα, άνοιξε τα μάτια του. Στην αρχή δεν είχε αίσθηση του χρόνου και του τόπου. Ένιωθε το σώμα και το μυαλό του μουδιασμένα. Μόλις συνειδητοποίησε που βρίσκεται κοίταξε αγχωμένος το ρολόι. Άραγε τα είχε καταφέρει; Ή είχε κοιμηθεί μόνο δέκα λεπτά;
Μόλις συνειδητοποίησε πως είχε καταφέρει το στόχο του ένιωσε βαθιά αγαλλίαση. Σηκώθηκε, ακολούθησε τη συνηθισμένη πρωινή του ρουτίνα και αργότερα έκατσε αναπαυτικά δίπλα στο παράθυρο με μια κούπα καφέ. Τώρα δικαιούταν αυτήν την πολυτέλεια. Του φάνηκε ο πιο νόστιμος καφές που είχε πιει στη ζωή του. Άρχισε να προσπαθεί να θυμηθεί τα όνειρα που είχε δει και θυμήθηκε αρκετά. Όμως το πιο σημαντικό από όλα ήταν το σπέσιαλ όνειρο, τα είχε επιτέλους καταφέρει. Το όνειρο εκείνο του άνοιξε νέους ορίζοντες.
Όταν γύρισε σπίτι, γεμάτος αυτοπεποίθηση και θετικότητα, έκλεισε για πάντα το ραφείο και έγινε «γκουρού ύπνου». Απέκτησε κι ένα λευκό μουσάκι, φόρεσε στρόγγυλα γυαλιά και από τότε γυρίζει τον κόσμο δίνοντας διαλέξεις και «βοηθώντας» κόσμο να ξεπεράσει τα προβλήματα ύπνου του.
Διοργάνωσε ακόμη και συλλογικούς μαραθώνιους ύπνου όπου οι συμμετέχοντες τα έσκαγαν χοντρά για να έχουν την τιμή να κοιμηθούν στον ίδιο χώρο μαζί του. Δημιούργησε τη δική του σειρά λευκών ειδών για πιο ποιοτικό ύπνο ενώ τα βιβλία που έγραψε έγιναν best sellers και ο ίδιος δεν χρειάστηκε να δουλέψει-δουλέψει ποτέ στη ζωή του, μα ούτε και να ξαναχάσει τον ύπνο του.
Τελικά, δίκιο είχαν οι γονείς του: όντως πρέπει να ακολουθήσεις για επάγγελμα αυτό που περισσότερο αγαπάς.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Άρτεμις, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής