— Ρε μπαγαπόντη, πάλι κλέβεις; H Ερινούλα κρυφογέλασε όταν συνειδητοποίησε ότι ο πατέρας της πρόσθετε πάλι διπλούς πόντους στο σκορ του.
— Ποιος κλέβει, μωρέ; Στα χέρια μου δεν τα είχα όλα;
— Απλωμένα σαν τραχανά, τα είχες. Πρώτος είσαι στην κλεψιά, μωρ’ αδερφάκι μου. Μη με δεις λίγο αφηρημένη…
— Α! Έλα, καλά! Γέρος είμαι, ξεχνάω.
Η ίδια συζήτηση επαναλαμβανόταν, με μικρές παραλλαγές, σχεδόν κάθε βράδυ τα τελευταία 4 χρόνια. Το χαρτάκι που είχαν ξεκινήσει ένα καλοκαίρι, έτσι για να περάσει λίγο η ώρα, μην είναι τελείως μόνος του ο ηλικιωμένος πατέρας, συνεχίστηκε και τον χειμώνα, κι έγινε καθημερινή συνήθεια. Τον έβαζε πάντα να σημειώνει αυτός τους πόντους, για να εξασκεί το μυαλό του. Για να λέμε την πάσα αλήθεια, ο μπαμπάς της, στην αρχή της άνοιας, έκανε πιο γρήγορα τις προσθαφαιρέσεις που απαιτούσε το πινάκλ απ’ όσο χρειαζόταν αυτή να ανοίξει το κομπιουτεράκι.
— Το παιδί σε παίρνει τηλέφωνο; Απάντα εκεί, κι άσε τις υπερβολές…
Το τηλέφωνό της χτυπούσε στον ήχο του Fairytale. Χαρούμενο και ζωηρό, όπως το κορίτσι που εικονιζόταν στην οθόνη του κινητού. Η μικρή της Φέγια, το όμορφο νεραϊδάκι, είχε γίνει πια ολόκληρη γυναίκα. 9 και τέταρτο κι ακόμα δεν είχε επιστρέψει απ’ τη δουλειά. Συνήθιζαν, μετά το σχόλασμα, να κάθονται απ’ έξω να πουν καμιά κουβέντα… Τι προτεραιότητες έχουν οι νέοι σήμερα, ούτε που μπορούσε να καταλάβει. Αυτή, μόλις σχολούσε… μην την είδατε!
— Έλα, μάτια μου. Τι κάνεις;
Η Φέγια ακούστηκε κλαμένη.
— Παίζεις χαρτιά; Πες συγγνώμη στον παππού, παράτα ό,τι κάνεις, φόρα παπούτσια, τσάντα, κι έλα στη γωνία του τετραγώνου. Στην ανηφορίτσα που πάντα μού έσβηνε…
Κοίταξε τον πατέρα της, μετά το κινητό. Η καρδιά της πήγε να σπάσει χωρίς να ξέρει το γιατί!
— Μπαμπά, αν δεν γυρίσω σύντομα, πέσε να κοιμηθείς. Ναι; Καλά θα είμαστε.
Παπούτσια και τσάντα. Καλά παπούτσια; Τσάντα γιατί;
Τσακίστηκε ν’ ανέβει τα 18 σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο σπίτι της. Πήρε τ’ απαραίτητα και κατέβηκε. Κάτι έχει συμβεί στο κορίτσι της, μόλις πενήντα μέτρα από το σπίτι τους.
Πήρε τη στροφή του τετραγώνου και κοίταξε την ανηφορίτσα. Είδε το αυτοκίνητο στον κεντρικό δρόμο και τη Φέγια να κλαίει και να μιλάει έντονα στο κινητό. Μόλις την είδε, έδωσε μερικές ακόμα κλαμένες οδηγίες κι έκλεισε το τηλέφωνο. Ανάθεμα κι αν η έρμη μάνα είχε αντιληφθεί ακόμα τι είχε διαδραματιστεί.
— Μπες στο πίσω κάθισμα, Χριστούλη μου, προσεκτικά, μην κάτσεις πάνω στο ζωντανό. Κράτα του το κεφάλι, δεν ξέρω αν ζει, ζούσε πριν, αχ Θεέ μου ας ζει, δεν ξέρω τι έχει πάθει, δεν βλέπω αίμα, μπες μέσα, ψάξε στο google να βρεις κτηνίατρο. Υπάρχουν τέτοια ώρα κτηνίατροι; Ένας με μηχανή μού είπε να το πάω Δουκίσσης Πλακεντίας, πού είναι η Δουκίσσης Πλακεντίας; Τι έχει εκεί; Έχω πάρει και την Ιωάννα να ψάξει κι αυτή.
Η Ερινούλα μπήκε στο αυτοκίνητο μηχανικά, εντελώς σαστισμένη. Από πού της ήρθε; Πώς να ήξερε αυτή τέτοιες λεπτομέρειες; Δεν είχε ποτέ της ζώα. Ούτε που είχε σκεφτεί ποτέ ότι θα χρειαζόταν να ψάξει μες στη μαύρη νύχτα για κτηνίατρο. Είχε μεγαλώσει με την οδηγία: «Όχι ζώα μέσα στο σπίτι, αν θες να τους ρίξεις λίγο φαγητό, εκεί απέναντι, όχι στην αυλή». Και παρότι αντιτάχθηκε κι η ίδια σθεναρά σε όλες τις παρακλήσεις των δικών της παιδιών για ένα ζωάκι (ποιος έχει ώρα να βγάζει βόλτα σκύλο, ρε παιδιά, με τόσες δουλειές; Όλη μέρα λείπουμε από το σπίτι, τι θα κάνει το ζωντανό μονάχο του;), τα δύο τελευταία χρόνια της καραντίνας, ούτε που κατάλαβε πώς, βρέθηκε να συγκατοικεί με δύο κοκατίλ κι ένα καναρίνι. Η Φέγια είχε τη μοναδική ικανότητα να κουβαλάει και να εγκαθιδρύει πτηνά στο σπίτι, κι αυτή είχε μάθει να συμβιώνει με φτερά και τροφές στο πάτωμα…
— Παιδί μου, εσύ το χτύπησες; Με το αυτοκίνητο;
— Όχι, ρε μάνα, πας καλά; Το είδα από μακριά, μικρούλι, να διασχίζει τον δρόμο. Σταμάτησα για να το πάω, το βλαμμένο, απέναντι στο χωράφι, κι ακριβώς την ώρα που σταματούσα, αυτό αποφάσισε να επιστρέψει, κι εκείνη την ώρα περνούσε άλλο αυτοκίνητο από απέναντι. ΤΟ ΧΤΥΠΗΣΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ, ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ; Κι έφυγε, το ζώον, ΕΦΥΓΕ! Ψάχνε, σου λέω.
Είχε ξεκινήσει να οδηγάει με κατεύθυνση τυφλή. Ο δρόμος κακοτράχαλος και το κινητό χοροπηδούσε στα χέρια της Ερινούλας, που προσπαθούσε ανεπιτυχώς να ψάξει μέσα στα σκοτάδια… τι; «Γιατροί ανοιχτοί τέτοια ώρα»; «Διανυκτερεύον κτηνιατρείο»; Τι σκατά ψάχνουν; Ευτυχώς, η Ιωάννα έσωσε την κατάσταση. Το κτηνιατρείο που παρακολουθούσε τον σκύλο της δεν είχε προλάβει να κλείσει ακόμα. Τις περίμεναν.
Η Φέγια έστριψε προς Αχαρνές. Κάρφωνε τις ταχύτητες, οδηγούσε λίγο πιο γρήγορα απ’ όσο της επέτρεπαν οι συνθήκες, είχε τον νου της στον δρόμο, το κεφάλι της έγερνε για να δει πιο γρήγορα στις διασταυρώσεις, ρωτούσε για το γατί, και παραμιλούσε: Εκεί, δεξιά, δεν είναι μακριά, εδώ έχει στοπ, βάστα γερά, μικρούλι μου, θα γίνεις καλά, όχι, μάνα μου, εσύ θα περιμένεις, δεν παραχωρώ προτεραιότητες τώρα…
Η Ερινούλα γύρισε να κοιτάξει το ξαπλωμένο ασπρόμαυρο κορμάκι δίπλα της. Είχε ώρα να κουνηθεί. Συνειδητοποίησε ότι σε όλη τη διαδρομή χάιδευε απαλά το τρίχωμά του. Δεν θυμόταν να έχει χαϊδέψει ξανά ένα γατί. Ένα σκυλάκι, ίσως. Ένα γατί ποτέ! Έσπρωξε προσεκτικά το χέρι της κάτω απ’ το κεφάλι του. Ακούστηκε ένα αδύναμο “νιαρ”, κι ένα αυτί κουνήθηκε. Ζει! Κοίταξε τον δρόμο πάλι, και παρακολουθούσε την κόρη της να οδηγεί με προσήλωση. Ναι! Η μικρή της νεραϊδούλα είχε γίνει ολόκληρη γυναίκα…
Σήκωσε χειρόφρενο λίγο πριν την τζαμαρία, μπήκε φουριόζα στο κτηνιατρείο να εξηγήσει την κατάσταση και βγήκε με ένα καλαθάκι, στο οποίο έβαλε προσεκτικά το χτυπημένο ζώο.
— Θα του κάνουν ακτινογραφίες. Θα περιμένουμε λίγο.
Η Ερινούλα στηρίχτηκε με την πλάτη στο αυτοκίνητο κι άναψε τσιγάρο. Να περιμένουν. Ιδέα δεν είχε τι θα έκανε σε μία ανάλογη περίσταση, αν έβρισκε δηλαδή ένα χτυπημένο ζώο. Για χτυπημένο άνθρωπο καλείς το 166, για χτυπημένο ζώο τι στον κόρακα κάνεις; Σίγουρα δεν θα σκεφτόταν να κάνει όλα αυτά, τόσο γρήγορα.
— Έχει χτυπήσει στο κεφάλι. Δεν έχει σπάσει κάτι, αλλά δεν αντιδράει σε ερεθίσματα, την ενημέρωσε μετά από κάνα εικοσάλεπτο η Φέγια. Θα της βάλουν ορό και αντιβίωση και θα την κρατήσουν για παρακολούθηση. Έχουν δει θεαματικές βελτιώσεις από γάτες. Είναι πολύ ανθεκτικές και γεμάτες εκπλήξεις. Μπορούμε να φύγουμε τώρα…
Είχε πάει σχεδόν 11. Η νύχτα ήταν γλυκιά κι ο σκοτεινός δρόμος με τα κλειστά καταστήματα επέτρεπε στον ουρανό να δείξει όλα του τα αστέρια. Η Φέγια πήρε μερικές ηχηρές ανάσες να ηρεμήσει, και ξεκίνησε τον δρόμο του γυρισμού.
— Το πιστεύεις ότι υπάρχει τέτοιος κόσμος;
Η Ερινούλα, δυστυχώς, το πίστευε. Δεν απάντησε στη ρητορική ερώτηση της κόρης της.
— Φέγια, τι θ’ απογίνει η γάτα; Άντε κι έγινε καλά. Μετά;
— Δεν θα την αφήσω. Θα της βρω σπίτι. Θα δεις…
— Με τρία πουλιά, τα δύο ελεύθερα σχεδόν όλη μέρα, πώς σκέφτεσαι, γλυκιά μου, μια γάτα στον χώρο μας, έστω και για λίγο;
— Σους… Όλα γίνονται. Για λίγο θα είναι…
Στο μυαλό της Ερινούλας ήχησαν καμπανάκια.
Τις επόμενες ημέρες, η Φέγια, τηλεφωνούσε καθημερινά στην κλινική, να μαθαίνει νέα. Εφτά ημέρες μετά, το κορίτσι έγινε ξανά χαρούμενο.
— Μου είπαν ότι μπορούμε να την πάρουμε, είναι καλά. Ούτε ο γιατρός το πίστευε… Είπε ότι θέλει λίγη φροντίδα ακόμα για να βγει ξανά στον δρόμο, αλλά μετά από τόση προσπάθεια, θα ήταν κρίμα να βγει ξανά στον δρόμο, ε μαμά; Όχι, όχι, του είπα, θα του βρω σπίτι, δεν το έσωσα από τον δρόμο για να βγει ξανά στον δρόμο, ε μαμά;
Όταν πήγαν να παραλάβουν το γιατροπορεμένο πια ζώο, έδωσαν στις νοσοκόμες την άδεια τσάντα μεταφοράς που είχαν κουβαλήσει μαζί τους. Όση ώρα άκουγαν τις οδηγίες του γιατρού, οι νοσοκόμες τους επέστρεψαν την τσάντα, γεμάτη αυτή τη φορά· «τι καταπληκτικό γατάκι είν’ αυτό, και πόσο ήρεμο. Όλη τη μέρα κάνει “πατουσάκια”, είναι τόσο γλυκούλικοοοοο». Η Ερινούλα δεν είχε ιδέα τι είναι τα “πατουσάκια”, αλλά οι νοσοκόμες φαίνονταν τόσο συγκινημένες… Η Φέγια άνοιξε τη θήκη μεταφοράς και πήρε στα χέρια της το βρόμικο και φοβισμένο ζωάκι.
Το γατάκι κοίταξε με μισόκλειστα μάτια τη “νεραϊδούλα που είχε γίνει ολόκληρη γυναίκα πια”, τέντωσε τ’ αυτιά του, ίδια με μικρά κρεάτινα κερατάκια, κούρνιασε με εμπιστοσύνη στο στήθος της και τύλιξε την ουρά του γύρω από τη μέση της. Αυτή, τύλιξε τα χέρια της γύρω του προστατευτικά, και αυτομάτως μεταμορφώθηκε ξανά σε παιδί. Παιδί και γατί κοίταξαν τη μαμά με βουρκωμένα μάτια.
— Δεν θα της πήγαινε πολύ το «Λου»;
Η Ερινούλα σκέφτηκε τα φτερά, τις τροφές στο πάτωμα, τον Σιλβέστερ να κυνηγάει τον Τουίτυ και έκλεισε τα μάτια από απελπισία. “Πουλί και καραντίνα. Με ολόκληρη γάτα δεν βλέπω να γλιτώνουμε τον πυρηνικό πόλεμο…” Τελικά, σήκωσε τους ώμους·
— Ελπίζω να της αρέσει να παίζει χαρτιά με τον παππού…
Σιγά! Το πρώτο παιχνίδι ήταν που είχε χάσει;
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Καττερίνα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής