Είναι κάποιες φορές, που χάνεις την αίσθηση της πραγματικότητας· που όσο και αν προσπαθήσεις, δεν μπορείς να θυμηθείς τι έχει προηγηθεί. Σαν να μην ξέρεις ποια ήταν η λογική σειρά των γεγονότων, που η αλληλουχία τους σε έφεραν στο εδώ και τώρα.
Αν μια αίσθηση είχε κατακλύσει τον Pierre, όσο προσπαθούσε να φορέσει τη χαχόλικη λευκή μπλούζα με τα μεγάλα περίεργα κουμπιά και το φαρδύ λευκό παντελόνι του κοστουμιού του, τότε αναμφίβολα δεν ήταν άλλη, παρά αυτή η περίεργη αμνησία. Δεν έδωσε όμως περισσότερη σημασία. Έπρεπε να είναι έτοιμος όταν θα ερχόταν η ώρα. Αφού ντύθηκε μηχανικά στο βεστιάριο, έβαλε το επίσης κατάλευκο κολάρο με τις πιέτες γύρω από τον λαιμό του και κατευθύνθηκε προς το σκαλιστό εκρού μπουντουάρ με τον οβάλ καθρέφτη και τα εργαλεία μακιγιάζ. «Οι άλλοι, δεν ξέρουν τόσο καλά την Alice όσο εγώ. Θα πρέπει να τους πείσω» σκέφτηκε, βγάζοντας παράλληλα και ένα μικρό επιφώνημα αναστεναγμού, πριν καθίσει για να ετοιμάσει τη λευκή πάστα που θα κάλυπτε το πρόσωπό του.
Μέχρι να πιάσει το μεγάλο πινέλο και να αρχίσει να βάφεται, ήταν απλώς ο Pierre. Στην αρχή πέρασε στο μέτωπο του ταμποναριστά τη λευκή βάση, και σιγά-σιγά με πιο απλωτές κινήσεις, η μπογιά κάλυψε όλο το πρόσωπό του. Με κάθε νέα πινελιά άπλωνε όχι μόνο την μπογιά, αλλά ταυτόχρονα και τη μελαγχολία που είχε κρυμμένη μέσα του. Μια μελαγχολία, που η πηγή της δεν ήταν άλλη, παρά ο φόβος· πως ούτε κι αυτή τη φορά θα του επέτρεπαν να προστατεύσει την Alice.
Δεν άφησε όμως την μελαγχολία του να τον επηρεάσει και συνέχισε ακάθεκτος. Καθώς τώρα συνέχισε με το πουδράρισμα, συλλογίστηκε πως αν μη τι άλλο, θα έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Έπιασε ένα κοφτό πινέλο, και πριν το βουτήξει στη γούβα της παλέτας με τη μαύρη μπογιά, με μια αυθόρμητη και απότομη κίνηση, η μύτη του κατέληξε στο κόκκινο. Τα χείλη και τα μάτια αντί να είναι όπως συνήθιζε βαμμένα μαύρα, τελικά ζωγραφίστηκαν άλικα. Ακόμη και τα δάκρυα που ζωγράφιζε στο τέλος, για να ολοκληρώσει το μακιγιάζ του, έγιναν κόκκινα. Αυτή η μικρή διαφορά στο χρώμα που επέλεξε, αν και φαινομενικά ανούσια για κάποιον άλλον, τον γέμισε αυτοπεποίθηση.
«Σήμερα, θα έρθω εγώ Alice» είπε αποφασιστικά καθώς καθρεφτίστηκε έτοιμος πια. Πλέον δεν ήταν απλώς ο Pierre. Ήταν ο Pierre, ο Πιερότος.
Ένας στριγκός ήχος από καμπανάκια που χτυπούσαν ασταμάτητα, διέκοψε τις σκέψεις του, και τον έκαναν να αναπηδήσει από το σκαμπό. Η ώρα είχε έρθει. Ο διαπεραστικός ήχος ερχόταν από την άλλη μεριά. Από εκείνη τη μεριά που τίποτα δεν είναι όπως πρέπει να είναι. Και όσα είναι όπως πρέπει, είναι απλώς λάθος. Αλλά μήπως και από αυτή τη μεριά τα πράγματα είναι σωστά, και όπως θα έπρεπε να είναι; Δεν άφησε αυτή την παραδοξότητα να τον μπερδέψει και περπάτησε αργά προς τον καθρέφτη.
Η επιφάνεια του μεγάλου καθρέφτη που στηρίζονταν στον τοίχο του δωματίου, πάφλαζε σαν μια λίμνη που τα νερά της διαταράσσονται από κάποια κροκάλα που ρίχτηκε βίαια και βυθίστηκε μέσα της. O Πιερότος χωρίς να χρονοτριβεί άλλο, πήρε φόρα και έτρεξε προς την κυματιστή επιφάνεια του καθρέφτη και πέρασε από μέσα του. Όταν βρέθηκε στη μέχρι πρότινος καθρεφτισμένη πλευρά του δωματίου, ακολούθησε τα μουσικά ίχνη που άφηναν τα κουδουνίσματα. Περπάτησε αρχικά δεξιά, για να πάει αριστερά· μετά συνέχισε λίγο αριστερά για να πάει λίγο πιο δεξιά, και στο τέλος βγήκε από το ανάστροφης κατεύθυνσης δωμάτιο, σε ένα στενό σοκάκι που οδηγούσε στη μεγάλη πλατεία. Τώρα όλα είχαν για μια ακόμα φορά, τη φορά που έπρεπε να έχουν.
Όταν βρέθηκε στην ανοιχτωσιά της πλατείας, σήκωσε το κεφάλι του και αντίκρισε τον νυχτερινό ουρανό, που είχε ένα περίεργο μενεξεδί χρώμα και εφτά μεγάλα αστέρια που στροβιλίζονταν σαν μεγάλα χρυσαφένια φουρφούρια, καθώς τα έβαζε σε κίνηση ένα απαλό αεράκι. Τα αστέρια με την περιδίνηση τους ήταν η πηγή των κουδουνισμάτων που άκουγε ο Πιερότος. Από κοντά, ο ήχος που έβγαζαν δεν ήταν τόσο διαπεραστικός και οξύς, αλλά πιο χαρωπός, σαν να άκουγες μια μελωδία που θύμιζε έντονα τα κάλαντα των Χριστουγέννων.
«Πόσο αρέσουν στην Alice οι μπλε έναστροι ουρανοί. Αυτή είναι μια θεσπέσια μπλε νύχτα!» σκέφτηκε, ενώ για λίγο είχε ξεχάσει ότι σύντομα θα συναντούσε τους υπόλοιπους.
Στις προηγούμενες συναντήσεις τους, ο Πιερότος δεν είχε βγάλει άχνα. Στις ερωτήσεις που του έκαναν, τους απαντούσε συνήθως με χειρονομίες, ή κάνοντας παντομίμα. Δεν τον έπαιρναν και πολύ στα σοβαρά έτσι όπως φαινόταν θλιμμένος και αδύναμος. Γι’ αυτό και ως τώρα δεν κατάφερε ποτέ να καθοδηγήσει εκείνη. Όλοι πίστευαν πως η Alice χρειαζόταν κάποιον δυναμικό για να την προστατεύει. Να που όμως είχε μια ευκαιρία, και αυτή τη φορά δεν σκόπευε να τη σπαταλήσει. Ο Πιερότος συνέχισε να προχωράει στο πλακόστρωτο χαζεύοντας τον φαντασμαγορικό και πολύχρωμο ουρανό, μέχρι που έφτασε στο κέντρο της πλατείας. Εκεί υπήρχαν καθίσματα και τραπεζάκια, στημένα όπως θα ήταν ένα υπαίθριο café-bistro, παρόμοιο με εκείνα που θα έβρισκες στο κέντρο του Παρισιού. Μα τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ήταν στο Παρίσι.
Και ξαφνικά εμφανίστηκαν όλοι δίπλα στον Πιερότο. Και ο Δανδής, και η Κυρία, και ο Αξιωματικός, και ο Ποιητής, και η Πόρνη, και ο Μοναχικός. Όλοι όσοι την ήξεραν καλά, και είχαν προσκληθεί από την Alice, ήταν εκεί. Και είναι αλήθεια πως όλοι τη γνώριζαν, και μάλιστα πολύ καλά. Αλλά όλοι πίστευαν πως ο καθένας τους την ήξερε καλύτερα από τον άλλον.
Ήταν τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, αν και γνωρίζονταν τόσο καλά. Δεν χρειάζονταν συστάσεις. Οι ίδιοι εφτά ήταν, όπως και σε κάθε συνάντηση τα τελευταία χρόνια. Πήγαν και κάθισαν στις καρέκλες με τα τραπεζάκια. Μόνο η Πόρνη έμεινε όρθια· ήθελε να παρατηρεί τους πάντες αφ’ υψηλού. Ο Πιερότος κάθισε με τον Αξιωματικό και τον Ποιητή, ο Δανδής με την Κυρία, και ο Μοναχικός μόνος του, με την πλάτη στραμμένη προς τους υπόλοιπους.
Στην αρχή περίμεναν να μιλήσει ο Μοναχικός. Εκείνος ήταν που μόλις επέστρεψε. Δεν θα τους έλεγε τίποτα για ό,τι έγινε; Ήξερε πως δεν θα πήγαινε αυτή τη φορά στην Alice. Καλύτερα να έμενε με τη μοναξιά του. Η μόνη κίνηση που έκανε, ήταν να ανάψει ένα τσιγάρο και να παραμένει απαθέστατος στην ίδια θέση και στάση. Μια στάση που φώναζε: «Μην ενοχλείτε!»
Ο Δανδής δεν έχασε την ευκαιρία και έριξε τα βέλη του στον Μοναχικό. «Ποιος ξέρει τι της έκανες και δεν κατάφερες να μείνεις κοντά της…» Μα ο Μοναχικός, απλώς σήκωσε το χέρι του και έκανε μια απρεπή χειρονομία και συνέχισε το κάπνισμα. Η Κυρία ήπιε μονορούφι το κρασί της και με ένα νεύμα υπέδειξε στον Δανδή, να μην ασχολείται άλλο με τον Μοναχικό. Είχαν να πάρουν μια απόφαση. Ο Αξιωματικός συμφώνησε με την Κυρία, και πρότεινε αμέσως τον εαυτό του σαν αντικαταστάτη του Μοναχικού και να είναι αυτός ο προστάτης της Alice. Εξάλλου, το είχε ξανακάνει με επιτυχία στο παρελθόν. Ο Ποιητής που είχε αντιρρήσεις, άναψε ένα τσιγάρο, και με ένα μειλίχιο τόνο στη φωνή του, εξήγησε πως μόνο αυτός θα μπορούσε να ηρεμήσει την Alice μετά από την ταραχή που σίγουρα της προκάλεσε ο Μοναχικός.
Η Πόρνη έβαλε τα γέλια. «Νομίζεις ότι τα ωραία σου λογάκια και οι ρίμες, είναι αυτά που χρειάζεται η Alice;» Και τότε άρχισε ένας λεκτικός καυγάς, ανάμεσα σε όλους. Ανάμεσα σε όλους, εκτός από τον Πιερότο που απλά τους κοιτούσε ανέκφραστος και μάλιστα ούτε εκείνοι του έδιναν σημασία.
Ο Πιερότος άνοιξε την ταμπακιέρα του Ποιητή που ήταν μπροστά του και άναψε ένα τσιγάρο. Δεν είχε καπνίσει άλλη φορά, αλλά δεν φάνηκε και να τον ενοχλεί ο καπνός.
Με το τσιγάρο στο στόμα, ακούστηκε πρώτη φορά η φωνή του. «Εγώ θα πάω στην Alice. Απλά σας το ανακοινώνω». Όλοι γνωρίζονταν πολύ καλά σ’ αυτή τη συνάντηση. Τόσο καλά, που το άκουσμα μιας φωνής που δεν είχε ξανακουστεί τους εξέπληξε. Κανείς δεν την περίμενε. Όλοι σταμάτησαν και τον κοίταξαν. Ο Πιερότος σηκώθηκε όρθιος και ξαναείπε όσα είπε προηγουμένως. Η έκπληξη της στιγμής ήταν τόσο μεγάλη που τ’ αστέρια αμέσως σταμάτησαν να στροβιλίζονται και να ακούγονται τα κουδουνίσματα τους. Ή μάλλον σταμάτησαν όλα τα αστέρια εκτός από ένα.
Κι έμειναν ακίνητοι σαν αγάλματα. Όλοι, εκτός από τον Πιερότο. Και ο Δανδής, και η Κυρία, και ο Αξιωματικός, και ο Ποιητής, και η Πόρνη, και ο Μοναχικός. Και άρχισαν να γίνονται διάφανοι μέχρι που δεν μπορούσες να διακρίνεις παρά μόνο ένα αχνό περίγραμμα εκεί που ήταν μέχρι πριν λίγο η κάθε φιγούρα. Ώσπου μια γαλήνια και δροσερή σπιλιάδα πέρασε κι έσβησε κι αυτά. Ο Πιερότος πρόσεξε πως στο κέντρο της πλατείας εμφανίστηκε ένας αιωρούμενος καθρέφτης. Πουθενά δεν στηριζόταν. Η επιφάνεια του καθρέφτη πλατάγιζε από το πέρασμα του ανέμου, σαν πολεμικό φλάμπουρο. Η νίκη ήταν δική του. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Χωρίς δισταγμό, έτρεξε προς τον καθρέφτη και πήγε να βρει την Alice.
~~{}~~
«Μ’ ακούς; Είσαι καλά;» ρώτησε ο Dr Edward την κοπέλα που καθόταν στο ανάκλιντρο μπροστά του. Η Alice, δεν έδινε καμία απάντηση. Το βλέμμα της είχε καρφωθεί στον απέναντι τοίχο με τα πτυχία του καθηγητή, μα δε φαινόταν να εστιάζει σε κάτι. «Είσαι καλά;» ξαναρώτησε o Dr Edward.
«Καλησπέρα. Είμαι καλά» απάντησε εκείνη, με μια αντρική φωνή, διαφορετικής όμως χροιάς από εκείνη που άκουγε μέχρι πριν λίγα λεπτά ο καθηγητής.
«Είμαι ο Dr Edward Hopper. Είναι τιμή μου που σας γνωρίζω. Εσείς ποιος κύριος είστε;»
Η Alice μετά την ερώτηση του θεραπευτή της, ανασηκώθηκε και έτεινε το χέρι της προς τον Dr Edward. «Είμαι ο Pierre, χάρηκα για τη γνωριμία».
Αφού έκαναν χειραψία, ο καθηγητής Dr Edward Hopper του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής στο King College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, γύρισε σελίδα στο σημειωματάριο του και έγραψε με μεγάλα γράμματα:
Pierre. #7 προσωπικότητα της Alice.
«Για πες μου λοιπόν Pierre. Πες μου για σένα…»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Γιάννης Κεφαλάς, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Ο πίνακας είναι του Έντουαρτ Χόπερ, Μπλε νύχτα