Πλανκτόν

0
362

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι Zena-Holloway-copy-1024x903.jpg

Η λέξη ‘’πλαγκτόν’’ (γεν: του πλαγκτού, δίχως πληθυντικό) είναι το ουδέτερο του επιθέτου της αρχαίας λέξης πλαγκτός (<πλάζομαι <πλανώμαι) και σημαίνει ‘’περιπλανώμενος”, “ο φερόμενος εδώ και εκεί”.

Απαντάται και η λέξη η πλαγκτοσύνη (περιπλάνηση), ομόρριζα: πλήττω, πλήγμα, πληγή- πιθανόν και Συμπληγάδες. Από τη σημασία της λέξης καταλαβαίνουμε ότι ως plankton, δηλώνεται το σύνολο εμβίων οργανισμών, που πλέουν παθητικά εντός των υδάτων και παρασύρονται από ρεύματα. 

 

Έτρωγε ανάλατο πασατέμπο και πέταγε νωχελικά τα μικρά τσόφλια στη θάλασσα που αργόσυρτα άνοιγε λευκό δρόμο στο πλοίο της γραμμής. Η γλώσσα της είχε στεγνώσει από τον αέρα, αλλά δεν είχε καμία όρεξη να κατέβει στο κυλικείο ούτε καν για νερό ποδοπατώντας τουρίστες, σπρώχνοντας γυναικόπαιδα ψάχνοντας πάλι τις σκάλες εξόδου, και μετά να της πιάσουν τη μοναδική θέση που πέτυχε από τύχη στο κατάστρωμα δίπλα στις σωσίβιες λέμβους. Αύγουστος ξανά. Ο Αύγουστος έλεγε η μάνα της είναι για όλους.

Μια φορά, δεν θα το ξεχάσει, έφαγε ένα σακούλι ηλιόσπορο αλατισμένο και όταν σηκώθηκε το πρωί το άνω χείλος της είχε ένα κόψιμο μικρό, αλλά βαθύ κάπου στη μέση. Το αλάτι την είχε κάψει. Μικρά ατυχήματα που προστίθενται στη γνώση. Ντράπηκε ωστόσο να το ’πει στις συμφοιτήτριες και δήλωσε τσαχπίνικα γεμάτη υπονοούμενα ότι Λάκης είχε όρεξη  τη προηγούμενη νύχτα κι εκείνη η τρελή τον άφησε να ερωτοτροπά. Δε μπορούσε να μαρτυρήσει τελικά πως κοτζάμ κορίτσαρο, την χώρισε για μια παντρεμένη Λαρισαία με τρία παιδιά. Ηλιόσπορος, ποτό και τσιγάρο της μέσα σε μια νυχτιά της έκαναν τα χείλια καπαμά, τα φιλιά του την είχαν κάψει, την τσάκισαν, το ίδιο και το αλάτι, τα έκοψε, έβγαλε φουσκάλες, τα δάγκωσε, τους έβαλε βούτυρο κακάο από το φαρμακείο, τα έγλειψε, έβαλε μελισσόχορτο, τα έβαψε κόκκινα, και έτσι ξεπέρασε το Λάκη δια παντός.

Σα μαύρο βίωμα από την παιδική της ηλικία. Το θυμάται. Το πιπέρι της έκαψε τα χείλη μεμιάς κι έκοψε τις βρισιές δε. Τι σου είναι τα μαθήματα. Κάθε φορά που γύριζε απ’ το χωριό και της είχαν μάθει τα γυφτάκια καμιά προστυχιά, την πέταγε κατάμουτρα στην θειά της σαν έκανε να την μαλώσει. Ένα καλοκαίρι μάλιστα της είχε κωλύσει το  ‘’μωρή’’ και ξεκαρδιζόταν στα γέλια με την αδερφή της, πεντάχρονα ακόμα, για τον απόηχο της βρισιάς κάθε φορά που ξεδιάντροπα την πετούσαν φωναχτά και με τη κάθε ευκαιρία. Με το που της πρόσταξε για τρίτη φορά η θεία να κοιμηθούν για μεσημέρι για να ησυχάσει κι εκείνη η δόλια κι επιτέλους να σταματήσουν τα χάχανα, της φώναξαν από τη σαλοτραπεζαρία ‘’τι θα γίνει μωρήηηη, θα μας αφήσεις στην ησυχία μας;!;’’ Γεεεέλια η Αθηνά, κόντεψε η μικρή να κατουρηθεί επάνω της.

Όμως μόλις άκουσαν τις απειλές…τότε τους κόπηκαν τα γελάκια.

‘’Τώρα θα σου δείξω εγώ βρωμοκόριτσο! Τι είπες; Βρε τι ξεστόμισες; Κόκκινο πιπέρι θα σου βάλω στη γλώσσα! Τώρα θα ‘δεις τι έχεις να πάθεις!!’’

Γρήγορα-γρήγορα χώθηκε κάτω από την ντιβανοκασέλα του παππού και κρυμμένη χάζευε τις παντούφλες της θείας να πηγαινοέρχονται στα πλακάκια σούρνοντας το θυμό της και σχεδιάζοντας τη βδελυρή τιμωρία που τις περίμενε και ειδικά την μεγάλη.

Την πρόδωσε το στρίφωμα της νυχτικιάς που ξέμεινε έξω από το κρεβάτι, και η θεία έξαλλη την έσουρε από κάτω με φωνές και την τράβηξε ως τη κουζίνα. Εκεί μαλλιά, νύχια, ρουθούνια, τούφες, αυτιά και δέρμα, θυμάται να είχαν γίνει γης μαδιάμ, καθώς την μπούκωνε αγρίως με το πιπέρι. Χούφτες το πιπέρι στο στόμα. ‘’Κακομοίρα μου μη σε ξανακούσω, να ξαναπείς κάποιον «μωρή» μαύρο φίδι κολοβό που σ’ έφαγε. Θα φάς πιπέρι μέχρι και στ’ αυτιά!’’ Και μετά δε θυμάται, γιατί τα χείλια της φούσκωσαν κι έγιναν σα μελιτζάνες, και καθώς από το τσούξιμο στο στόμα έτριβε τα δάκρυα της, το πιπέρι πήγε στα μάτια, στα μάγουλα και ήρθε και πρήστηκε ως τα μπράτσα, πετώντας καντήλες σε όλο το σώμα και έκανε 40 πυρετό και την πήγανε στα επείγοντα με τη θεία να χτυπιέται στο ασθενοφόρο ‘’Που να πεθάνω η μαύρη εγώ η σκρόφα, τι σου ‘κανα κορίτσι μου και γονατιστή θα τρέξω στον Αγιό Σπυρίδωνα’’… και με τους γονείς να καταφθάνουν απεγνωσμένοι το ίδιο βράδυ από τη Κίμωλο, που είπαν, ανάθεμα, μια φορά οι δυο τους να πάνε κάπου για τρεις μέρες και δεν έχουμε το Θεό μας, και λυσσάξαμε, και γιατί δε ρημαδοκοιμόμασταν, να σκάσουμε πια, και δεν ακούγαμε τη θεία, κι από πού κι ως που  η θεία να πάρει το πιπέρι και να σε τιμωρήσει έτσι, τι είναι η Στάζι;.. τι θα γίνει πια με αυτό το στόμα σου πότε θα το κλείσεις;! Στα κομμάτια. Μας πεθάνατε. Ναι σε αυτήν την φαμίλια, έβρισκε τρόπους ο ένας να θανατώνει τον άλλο με τρόπους παράλογους και παραδεισένια ανεξιχνίαστους στα υπόγεια των εντυπώσεων.

Ναι βέβαια, και το πιπέρι και το αλάτι καίνε πολύ.

Α! Και ο πάγος. Ναι, ο πάγος. Μια φορά βάζανε παγάκια με την Αθηνά στο στόμα και κρατούσαν τη γλώσσα τους έξω με το παγάκι να κρέμεται στην άκρη της και να τρέχουν έτσι στις σκάλες πάνω κάτω τρομάζοντας τη μαμά, και της Αθηνάς της κόλλησε ένα και δε μπορούσε να το τραβήξει κι έκλαιγε μέχρι που έκανε έγκαυμα και ο γιατρός είπε ότι κάηκε η γλώσσα της και έτσι ο μπαμπάς δεν ξανάβαλε παγάκια στο ψυγείο και έπινε το κρασί ζεστό. Χαζούλι κορίτσι.

Τι ώρα είναι άραγε;

Tράβηξε τη πλαστική καρέκλα και άπλωσε τα πόδια της τεμπέλικα στα κάγκελα. Κάθισμα ατσούμπαλο ομολογουμένως- λίγο ήθελε να της φύγει η δεξιά εσπαντρίγια και να προσκυνήσει στα βαθιά νερά. Μασουλούσε και έφτυνε μηχανικά. Ένα τσόφλι, ένα μετερίζι.

Πόσο βαριόταν να ταξιδεύει μόνη της ;!! Δεν πήρε μήτε βιβλίο, μήτε περιοδικό. Μέρες το δούλευε στο κεφάλι της αλλά δεν τ’ αποφάσιζε. Κι αυτό γιατί δεν τα ’χε καλά με το Θεό. Δηλαδή μόνο με το Θεό… Κατά τα λοιπά, Χριστό, Αγγέλους, Παναγίες, Αγίους και Οσίους όλους τους ψιλοσυμπαθούσε. Αλλά τον Θεό, δεν ήθελε να τον ξέρει. Κάπου σα να τσίτωσε όμως το βράδυ και ειδικά μετά το τελευταίο μήνυμα του λεγάμενου ότι ο καρκίνος στο παχύ του έντερο δε χειρουργήθηκε επιτυχώς, άρπαξε μόνο τσιγάρα, κινητό, πορτοφόλι και το πασατέμπο και μπήκε φουριόζα στο πρώτο ταξί που στάθηκε μπροστά στη πλατεία Αμερικής. Και σε ποιόν να το ΄πει. Ότι πάει να κάνει τι αξημέρωτα;; Λέγονται αυτά τα πράγματα;;;

Πάντως με την Αθηνά είχε πιάσει. Και με την ξαδέρφη τους την Θωμαή, τώρα που το καλοσκέφτεται. Τη θυμάται την ιστορία.

Όταν η Αθηνά τα είχε με τον Ιπποκράτη και ετοιμαζόντουσαν να παντρευτούν, άκουσε όλως τυχαίως στην αυλή ένα κουσκούς της θείας με την φουρνάρισσα ότι σαν θέλει λέει κάποια γυναίκα στα σίγουρα να κάνει όμορφο παιδί, πρέπει να βάλει έναν ομορφονιό στο παρθενικό της κρεβάτι. Την Αθηνά την έζωσαν μαύρα φίδια. Τον Ιπποκράτη αγαπούσε κι αυτόν θα παντρευόταν, αλλά όμορφο μια φορά δεν τον έλεγες. Κι αν δεν είχε ακούσει την κουβέντα αυτή, πιθανόν και να πίστευε ότι όμορφα παιδιά θα έκανε και γιατί όχι, αλλά από τη στιγμή εκείνη δαγκώθηκε και μελαγχόλησε. Ποιος όμορφος άντρας θα δεχόταν τώρα να κάτσει το κρεβάτι της σώνει και ντε τελευταία στιγμή; Και που να τον ‘βρει τέτοιους καιρούς; Και πώς θα τον βάλει στο πατρικό της; Και πώς θα γίνει να λείπουν οι άλλοι; Κόλαφος!

Αφού είχε καταρρεύσει και η μέρα του γάμου πλησίαζε επικίνδυνα, τη λύση της την έδωσε η Θωμαή, αφού τη ζορίσαμε βεβαίως πρώτα και μας ξεφούρνισε την αγωνία που τόσο την βασάνιζε και γελούσαμε για καμιά βδομάδα. Περισσότερο δε με την ερώτηση: ‘’που θα ΄βρω ένα αρσενικό να θέλει να ρίξει κάτι δικό του το κρεβάτι μου;’’ Τότε πια η Θωμαή που ήταν και ξεβγαλμένη, της εξήγησε πως και σερνικό μπορεί να ΄βρει και εύκολα να τον βάλει στο κρεβάτι της και θα την βοηθήσουμε σε όλα και να μη χολοσκάει για τίποτα. ‘’Ναι ρε ξαδέρφη, αλλά πώς θα του ‘πω να κάνει τσισα κιόλας;; Λέγονται αυτά τα πράγματα την σήμερον ημέρα;;’’ Η Αθηνά κόντευε να σκάσει. Η Θωμαή καθώς βαστούσε ξανά την κοιλιά της από τα γέλια, της ομολόγησε πώς δεν χρειάζεται να ουρήσει κανείς. Το σημαντικό υγρό ενός όμορφου αντρός θέλεις καλέ, όχι τα τσισάκια του!! Κι ας το ρίξει μέσα, έξω, παραέξω, αρκεί να είστε πάνω στο κρεβάτι. Αυτό φέρνει τη καλοτυχία. Κι εσύ πλέον τίκτεις έναν καλλονό ή μια καλλονή, ξέρω γω! Σου λέω πήγα και τη ρώτησα τη φουρνάρισσα και μου είπε όλα ντε γλαρέ!!!’’ Η Αθηνά άλλαξε οχτώ χρώματα και κόντεψε να μας μείνει στα χέρια.

‘’Πήγες και ρώτησες τη φουρνάρισσα χωρίς να μου ΄το ΄πεις και τώρα όλη η γειτονιά θα το ξέρει και θα με κουβεντιάζει;;;’’ Θα λένε ότι είμαι μοιχαλίδα! Ότι θα πάω να κάνω τα μούλικα του καθενός!!Είσαι με τα καλά σου μωρέ;;! Κι αν το μυριστεί ο Ιπποκράτης, με έσφαξε! Ανάθεμα την ώρα που στο είπα!!!’’

‘’Βρε, κορίτσι μου καλό’’ χαμήλωσε το τόνο της φωνής της και γλύκανε η Θωμαή για να την κατευνάσει, ‘’δεν είπα καν για ’σένα, σώνει και καλά να με σταυρώσεις! Ούτε υποψιάστηκε κάτι η Τούλα, σου το ορκίζομαι στο στεφάνι μου’’ –που εδώ που τα λέμε ιερότερο όρκο δεν είχε εκείνο τον καιρό η Θωμάη -‘’απλά ανοίξαμε μια συζήτηση περί ανέμων και υδάτων και τη κατάλληλη στιγμή τσουυυυπ… της πέταξα ότι τάχαμου μια μπατζανάκισσα του άντρα μου στο χωριό είχε ένα κοριτσάκι που όλος ο ντουνιάς καμάρωνε την ομορφιά του και όλοι μυστικά ψιθύριζαν ότι δεν έμοιαζε στον πατέρα του, μήτε στη μητερούλα του και πώς ενώ αυτή η δόλια ολημερίς έμενε με την πεθερά της κι αποκλείεται να ήταν μπάσταρδο και μη στα παραλέω, πώς τα έφερε η κουβέντα μου το ξεφούρνισε η φουρνάρισσα το ξόρκι και το μυστικό με το ν και με το σ!’’

Η Αθηνά ηρέμησε και σηκώθηκε από την καρέκλα.

Ήπιε μεμιάς τη γκαζόζα να φύγει η ξεραΐλα από το λαιμό της, και μας διαμήνυσε ευθαρσώς και χωρίς πολλές-πολλές περιστροφές, ότι ο Ιπποκράτης θα πήγαινε στην Κόρινθο για τις ελιές και το Σάββατο είχε έρθει σε επαφή με τον Βασίλη τον κλειδαρά και περίμενε ότι μετά τα κρασάκια τους θα ερχόταν στο κρεβάτι της καλώς εχόντων των πραγμάτων.  Ο Βασίλης ήταν κόμματος. Τον θέλαμε όλες από το Δημοτικό. Έμοιαζε στον Κούρκουλο και στη σωματοδομή έφερνε και λίγο του Βαν Νταμ. Τυχερή η Αθηνούλα. Και ζάχαρη πέρασε, και κανείς τίποτα δεν αντιλήφθηκε, και μετά από ΄κάνα δυο χρόνια που την γκάστρωσε τελικά ο Ιπποκράτης γέννησε έναν παίδαρο που την ομορφιά του τραγούδησαν Κυψέλη, Άνω Πατήσια να μην ΄πω και Κερατσίνι.

Η Αθηνά δεν το ξέχασε ποτέ το καλό που της έκανε η ξαδέρφη. Και όλες δηλαδή την σεβαστήκαν τη Θωμαή, γιατί κι αυτή είχε κουραστεί στη ζωή της, αλλά να βοηθήσει ήθελε, και ήτανε συντρέχτρα κι έβαζε πρώτα τους άλλους και μετά τον εαυτό της. Κι έτσι παραλίγο να μείνει στο ράφι, γιατί αν δεν ήταν ο πρόεδρος του χωριού του πατέρα της, που τον παρακάλεσε η συγχωρεμένη η μάνα της να δώσει τα κλειδιά στη Θωμαή και να πάει την πρώτη Κυριακή μετά του Άι-Λιά, πρώτη να ανοίξει το μοναστήρι και πρώτη να δρασκελίσει το κατώφλι στο χώρο τον ιερό, της τα είχανε ΄πει τα μαντάτα, αρσενικά θα είχε μεν με τα τουλούμια, αλλά αρσενικό στο πλάι της  δε θα κατσικωνόταν να μοιράσει την έρμη τη ζωή της μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία.

Παλιοχώρι το ανέβαζε το χωριό η Θωμάη και παλιόβλαχους τους έβριζε τους χωριανούς. Αλλά το θάμα έγινε.

Σαν ξημέρωσε και μετά από σαράντα μέρες νηστείας, η Θωμαή η αμαρτωλή, έκανε ντου στην Αγία Τράπεζα στης εκκλησιάς…ε και την επόμενη Κυριακή γνώρισε στο καφέ ‘’L’ amour’’ τον άντρα που έμελλε να γίνει ο σύζυγός της και μέσα σε ένα μήνα της έκανε πρόταση, την οποία φυσικά η Θωμάη την αποδέχτηκε διστακτικά και ταπεινά (γιατί όπως την είχε συμβουλέψει η άλλη μας ξαδέρφη η Μίνα) έπρεπε να είναι σίγουρη πώς θα της ήταν αφοσιωμένος σύζυγος και πατέρας και άρα έπρεπε λιγουλάκι να του ψήσει το ψάρι στα χείλη έτσι για το δέλεαρ, τόσο δα, όσο να τσουρουφλιστεί ο άμοιρος και να πασχίσει να την πείσει, σαν να ήτανε σχέδιο δικό του, οδηγός της μοίρας του βάρκα γιαλό…. Και μετά η Θωμαή πείστηκε πάντως και τον πήρε με ζουρνάδες και βιολιά και ζήσανε χαρούμενα μέχρις που η Θωμαή ξανακύλησε.

Γιατί πρώτα πεθαίνει ο άνθρωπός και μετά το χούι που έλεγε ο παππούς, και καψουρεύτηκε τον παιδίατρο της πρωτότοκης κόρης της και μετά ερωτεύτηκε πάλι, αλλά πληγώθηκε από τον εφοριακό που είχε πάει τα λογιστικά της, και στο τέλος αγάπησε τον απέναντι γείτονα, έναν ραδιοφωνικό παραγωγό με μελαγχολικά μάτια και χώρισε έτσι από τον ποδοσφαιριστή που της έκανε όλο σκηνές ζηλοτυπίας όταν έβγαινε για ένα σινεμά να ξεσκάσει σαν άνθρωπος κι αυτή και να ξεκόψει με το δικηγόρο τον ψηλό, που παλιά τα είχε με μια γνωστή ποινικολόγο που την έδειξαν και στις ειδήσεις, αλλά αυτή τον ξεφώνισε ότι ήταν αρκετά γκέι αυτός, αλλά η Θωμαή δεν το ήξερε αυτό κι ούτε κι εμείς δεν ξέραμε τι έκανε η Θωμαή για να την πρωτοπροφυλάξουμε. Το σημαντικό ήταν ότι είχε παντρευτεί και είχε ‘βρει το δρόμο της.

Αυτές οι τρελές σκέψεις αλάφρυναν λίγο τη ψυχή της και μόλις το πλοίο σφύριξε τρεις φορές την είσοδό του στο λιμάνι του νησιού, αποχωρίστηκε τα γλαροπούλια και κατέβηκε ως το γκαράζ περιμένοντας να ανοίξει η μπουκαπόρτα. Κόσμος πολύς, την έσπρωχνε και ένοιωσε δυσφορία και ανασφάλεια. Ντάλα μεσημέρι και ο ήλιος την έκαιγε κατακούτελα.

Πέντε μαυροφορεμένες κοιτούσαν τώρα το ντύσιμο της επικριτικά και έστρεψε αλλού το βλέμμα της. Τα αφρικάνικα κοτσίδια της, το σκισμένο τζιν και το πορτοκαλί μπουστάκι μάλλον δεν ήταν ενδεδειγμένα. Φόρεσε αμήχανα μια λινή μπεζ πουκαμίσα και έκρυψε με το χέρι της το σκουλαρίκι στον αφαλό της. Τα σκουλαρίκια στα αυτιά, τη μύτη, το φρύδι καθώς και τα δυο τατουάζ στα γυμνά μπράτσα πρόδιδαν μια αναρχία, ανακόλουθη με τη πονεμένη ψυχή της στον ιερό τόπο ίσως. Κατέβηκε στο λιμάνι που πνιγόταν από τον κόσμο κι ακολούθησε το πλήθος που προχωρούσε ανακατεμένο, άλλοι προς τις παραλίες, άλλοι στα ταβερνάκια κι άλλοι για το μοναδικό σκοπό που είχαν έρθει.

Πήγε να πατήσει μια μικρή κοπέλα που μπουσουλούσε προς τα σκαλοπάτια. Κι άλλος ένας άνδρας με ματωμένο γόνατο έσπρωχνε ένα καροτσάκι με ένα παιδί.

Κοιτούσε μόνο τα πόδια όλων. Τα πόδια που προπορεύονταν μπροστά της, κι όσα ξοπίσω ακολουθούσαν, κι όσα δίπλα της αναστέναζαν κουφά. Πατημένα σκαλοπάτια, χιλιολακουβιασμένα μονοπάτια, κορμιά ακουμπισμένα νύχτες στα μάρμαρα, πόδια πάνω σε κουρελούδες, χρυσά χεράκια, αργυρά αυτάκια, ασημένιες γλώσσες, μυριάδες κεριά, κλάματα οδύνης και χαράς, τα έπιναν οι άνθρωποι στο ίδιο δισκοπότηρο.

Έκανε κοντά στις τέσσερις ώρες από το λιμάνι να ακουμπήσει την εικόνα. Δεν ήξερε γιατί αλλά μόλις την άγγιξε, δειλά κύλησαν δάκρυα. Σκούπισε τα μάγουλά της βιαστικά και ντρεπόταν.

Χωρίς να βλέπει τον εικονιζόμενο θεό, έσκυψε κοντά στο τζάμι : λουλούδια, χρυσά φλουριά και χάρτινες προσευχές χώνονταν στο πρόσωπο της. Έφτασε το λιβάνι μέσα στο βάθος του μυαλού της και σιγοέκαψε το καντηλάκι της δικής της εγκαρτέρισης. Και σαν έκανε να πισωγυρίσει, τότε την έπιασαν τα διαβόλια της από το σμπρωξίδι μιας παλιόγριας που είχε βάλει αμετ μοχαμετ να την ξαποστείλει στις λαμπάδες και λίγο έλειψε να της κάψει το μαλλί, τότε μόνο γύρισε και είπε γρήγορα τα λόγια τα κρυφά από μέσα της και ένιωσε ότι τρύπησαν τα ασημικά και τους πολυελαίους. Κι έφυγε.

Έκανε ξανά πολλά τσιγάρα στη πλώρη στο γυρισμό από τη Τήνο.

Έφαγε ένα σάντουιτς, κερασμένο από τον καπετάνιο γιατί έμοιαζε στη κόρη του λέει. Πώς να μοιάζει στη κόρη του;….έχει σκουλαρίκια στον αφαλό;

Τα είχε η κόρη του με κάποιον είκοσι χρόνια μεγαλύτερό της; Τα είχε η κόρη του με έναν καρκινοπαθή στα τελευταία του; Θα γινόταν ποτέ η κόρη του νοσοκόμα ενός γέρου; όπως της είχε ΄πει ο πατέρας της…..Πόσες φορές είχε πάει η κόρη του Παρίσι για τα χειρουργεία του καλού της; Της ροκάνιζαν σιγά σιγά και βασανιστικά οι φόβοι τον έρωτά της…μιλούσαν οι κακές διχαλωτές γλώσσες των συγγενών, γελούσαν χαιρέκακα οι φίλοι, της έγνεφαν όλο κατανόηση οι συνάδελφοι, της συμπαραστέκονταν οι άγνωστοι, της έτριβαν στα μούτρα την ανασφάλεια της οι κάθε λογής εχθροί. Η κόρη του καπετάνιου μάλλον ήταν νέα. Αλλά τόση καταδίκη όχι δε θα είχε.

Αποκλείεται να ζούσε έτσι, αποκλείεται να είχε παθιαστεί έτσι, αποκλείεται να είχε σύρει το ναό της μέσα στα κύματα για να τον αποθέσει σε κάτι που δεν πίστευε, μήπως κι αν, υπήρχε ένα τελευταίο σημάδι ηλιαχτίδας μέσα στη σπηλιά που κρατούσε κλειδωμένη τη ψυχή της.

Και μετά ήρθαν τα γεγονότα. Ένα μεσημέρι.

Κύλησαν όλα σα νερό. Τόσο νερό που πνίγηκε.

Μπλέχτηκαν πολλοί, δε θυμάται κιόλας πόσοι, ποιος λέει την αλήθεια, αυτός, οι δικοί του, οι δικοί της, τα μάτια της, τα τηλέφωνα πήραν φωτιά, αμέτρητοι λογαριασμοί στα κινητά, γράμματα, κάρτες, ταξίδια χωρισμού, μαντήλια δακρυσμένα, βρώμικα μαντήλια, στο καλό, να ξανάρθεις, σε περιμένω, μην με περιμένεις, θέλω να χωρίσουμε, τι έκανε λέει, δεν είσαι σοβαρός, σεντόνια με τα κορμιά τους, άλλα σεντόνια με άλλους αριθμούς, ένα, δυο, τρία αγόρια, άλλα αγόρια, όχι αυτός.

Σάπισε ο έρωτας. Χώθηκε βίαια στα ρουθούνια της η βρώμα. Την πήρε στα Τάρταρα και την κατέβασε να προσκυνήσει το τέλος. Κι όταν πια δεν είχε άλλο τρόμο να τρομάξει, την πέταξε ναυαγό κάπου χωρίς ξέφωτο.

Και δεν κόταγε να θυμηθεί τα πέπλα της ηδονής που είχε αγγίξει μαζί του. Τα είπε στο φεγγαρόφωτο. Και δεν κόταγε να αρθρώσει κραυγή, γιατί οι σκιές που την είχαν ακούσει, είχαν ζηλέψει. Και περίμενε, και ρώταγε, και δεν μπορούσε να φανταστεί, και πάσχιζε για λύσεις που δεν έρχονταν και έτρεξε στις καφετζούδες, αλλά πια τίποτα δεν γινόταν.

‘’Μια φορά έκανες την προσευχή σου και πίσω προσευχή δεν μπορείς να πάρεις. ‘’ έτσι της είπε μία Ρούλα από την Άνω Γλυφάδα, αστρολόγος στο επάγγελμα. Και κατάλαβε. Χρειάστηκε να πληρώσει εκατό ευρώ για δέκα λεπτά και μετά από δέκα χρόνια κατάλαβε.

Εκείνος ζούσε. Αυτό είχε σημασία. Αυτό είχε ζητήσει στο τάμα.

Να ζήσει αυτός μετά τα χειρουργεία κι ας χώριζαν μετά για πάντα.

Τους όρκους της θα τους τραγούδαγαν τα στάχυα.

Κι όμως στο χωμάτινο βάδισμα της ζωής της, πώς γελάστηκε για λίγο ότι ξαδέρφες και θείες θα είχαν άδικο, και θα μπορούσε ξανά να τον γευτεί και ζωντανό και δικό της.

Όλα μαντάμ δεν γίνονται. Πήρες στη ζωή και οι προσευχές και τα τάματα είναι σοβαρά πράγματα. Μην ανοίγεις παρτίδες με διαβόλους.

Μήτε με τους ζωντανούς, δεν έχουν μπέσα!

Η φωνή μιας ανιψιάς της καβάλησε τα κύματα κι έπνιξε κάθε αύριο δικό της.

Πόσες συγγενικές λατρείες κουβαλούσε μέσα της… να πνιγούν όλες στο πάτο.

Καμιά έρευνα επιστημονική δεν έγραψε ποτέ πόσα τάματα γίνονται αλήθεια.

Καμιά θρησκευτική εισήγηση δεν έγραψε ποτέ πόσα θαύματα έκανε η επιστήμη. Γιατί οι άνθρωποι κρίνουν τους ανθρώπους μέσα σε τόσο πόνο;

Η ψυχή της έφτασε στο λιμάνι. Eίχε μια πανοπλία από λάσπη να φορέσει. Χωμάτινη μα την αλήθεια, μα τόσο γεμάτη ζωντανή που τη ζήλευαν οι αγγέλοι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Βικτώρια Τράκη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

Η φωτογραφία είναι της Zena Holloway