από τον Σοφοκλή Πανταζή
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ξαπλωμένος στην αιώρα ανάμεσα σε τροπικά δέντρα, ντυμένος με μια λουλουδάτη βερμούδα και ένα ανθισμένο χαμόγελο, με το τρίτο mai tai της μέρας μισοάδειο στο χέρι, ο Άρης ατένιζε ράθυμα τον ωκεανό που απαλά έγλειφε την πάντα πρόθυμη λευκή αμμουδιά, ακούγοντας απολαυστικά τους αιώνιους εραστές να ψιθυρίζουν τρυφερά μια υγρή μελωδία. Παρόλο την σκιά που πρόσφερε φιλόξενα το παραδεισένιο τοπίο, η υψηλή υγρασία υπαγόρευε στους ιδρωτοποιούς αδένες του να κάνουν διπλοβάρδιες και τους έκοψε τα ρεπό. Η αποχαύνωση της ζέστης που συνωμοτούσε οργανικά με το αλκοόλ, είχαν παραλύσει την θέληση για μια δροσερή βουτιά στα κρυστάλλινα νερά, μολονότι απείχαν λίγα βήματα μακριά του.
Από το χτισμένο με κορμούς δέντρων και σκεπασμένο με κλαδιά φοίνικα μπαρ, που έστεκε αρκετές μπανανιές πιο πέρα, έφτανε μια χαλαρωτική μουσική που, με το νοτισμένο διαβατήριό της, διευκόλυνε την μετάβαση στο βασίλειο του Μορφέα. Πίσω από τα μαύρα γυαλιά ηλίου τα βλέφαρα του ταλαντεύονταν πάνω στην γέφυρα που συνδέει τον κόσμο της ύλης με αυτόν των ονείρων.
Χαμένος σε έναν γλυκό λήθαργο, ελαφρώς μεθυσμένος από φυσική ομορφιά και αρκετό ρούμι, χωρίς την αίσθηση του χρόνου και του χώρου, άκουγε αμυδρά μια οχλαγωγία από το μπαρ, σαν κάποιοι να διαπληκτίζονται, ενώ παράλληλα ένιωσε στα χείλη του ένα ελαφρύ άγγιγμα, σχεδόν σαν γαργάλημα. Ο μοριακός λοστός ενός γυναικείου αρώματος διέρρηξε με επιτυχία τα κλειστά του βλέφαρα, και από μια μικρή χαραμάδα ο Άρης αντίκρισε την θολή εικόνα της όμορφης Χαβανέζας σερβιτόρας, που χάιδευε τα χείλη του με ένα φτερό εξωτικού πουλιού, χαμογελώντας του παιχνιδιάρικα. Αφού ανταπέδωσε το μειδίαμα στην νεαρή νησιώτισσα που τον φλέρταρε όλη μέρα, το βάρος των βλεφάρων του θρυμμάτισε το διαρρηκτικό εργαλείο
τραβώντας τον απότομα πίσω στην ονειρική νιρβάνα.
Η φασαρία όμως στο μπαρ κλιμακώθηκε, οι φωνές πλέον έγιναν έντονες και ενοχλητικές, και η Χαβανέζα το χαβά της με το φτερό στο ένα χέρι και το 4ο mai tai στο άλλο.
“Ωωω, μα τους χίλιους θεούς του Μάουνα Λόα, τι στον “αλάλα” γίνεται εδώ;”
Ένα δυνατό τράνταγμα στα πόδια τον ταρακούνησε βίαια και τα μάτια του Άρη μισάνοιξαν στην θέα μιας άλλης πραγματικότητας. Πρώτα είδε τον Πέτρο απέναντι να στρώνει επιμελώς το κρεβάτι του. Ύστερα άκουσε μια αγέλη από ημιάγριους Πατρινούς να λογομαχούν έντονα, όπως συνήθως έκαναν για το ποδόσφαιρο, και το κινητό του Πέτρου να παίζει chill out μουσική, όπως σχεδόν κάθε πρωί. Μετά ένιωσε την αποπνικτική ζέστη του θαλάμου και μόρφασε στην αίσθηση των υγρών σεντονιών και του ιδρώτα του που έτρεχε ποτάμι. Με την άκρη του φρεσκοανοιγμένου ματιού εντόπισε την πτήση μιας μύγας που προσγειώθηκε στο χείλος των χειλιών του, και αηδίασε διαπιστώνοντας ότι το βρωμερό έντομο ξεδιψούσε απ’ τα σάλια του – που προφανώς έρρεαν λόγω σερβιτόρας. Έδιωξε την μύγα νευρικά, αλλά αυτή επέμενε πεισματικά να επιστρέφει στην χαβανέζικη όαση του στόματός του. Πάνω στην ώρα ο θαλαμοφύλακας, του έδωσε ένα ακόμη σκούντημα στα πόδια για να σιγουρέψει την αφύπνιση του.
“Φτάνει ρε Παπαπέτρου αγόρι μου, φτάνει ρε μεγάλε, έχω ξυπνήσει” ψέλλισε ο Άρης μέσα από την ομίχλη του ονείρου. Ο θαλαμοφύλακας κίνησε για το καθήκον του προς άλλους ονειρευτές, όταν ο Άρης άρχισε να του λέει εντονότερα:
“Και που είσαι, Παπαπέτρου, σταμάτα επιτέλους να φοράς αυτό το άρωμα, στο ξανάπα ρε μπαγλαμά τόσες φορές: Είναι γυναικείο.”
Ήταν Σάββατο, αρχές Αυγούστου, και το εγερτήριο ήταν πιο αργά, στις 07:30, αλλά, λόγω του παρατεταμένου καύσωνα που πυρπολούσε το Αιγαίο, ακόμα και οι καραβανάδες ήταν ελαστικοί έχοντας σημάνει υποχώρηση ταμπουρωμένοι στα κλιματιζόμενα γραφεία τους, αντί να επιβλέπουν τους συνήθεις κανόνες του στρατοπέδου. Για τους θαλάμους των φαντάρων φυσικά δεν περίσσευε καμιά ανάσα δροσιάς και η πύρινη κόλαση τους διαρκούσε σχεδόν όλο το εικοσιτετράωρο.
Το ένα 40άρι μετά το επόμενο, η μια κολασμένη μέρα και νύχτα μετά την άλλη, είχαν μετατρέψει τους φαντάρους σε ομοιόμορφα ζόμπι με χακί στολές, που αντί για άναρθρες κραυγές βγάζαν τόνους ιδρώτα και αντί για φρέσκο αίμα αναζητούσαν διψασμένοι λίγες σταγόνες δροσιάς. Μόνο στα όνειρα, που λέει και ο Χατζηγιάννης, μπορούσε κανείς να αγγίξει την λύτρωση ή κάνα δροσερό ποτήρι mai tai.
Οι τυχεροί που είχαν έξοδο, θα κατάκλυζαν τις παραλίες και θα συνωθούνταν στα μαγαζιά με air condition, ή ακόμα πιο σπάνια για αυτό το ξερονήσι, να ξαποστάσουν στην σκιά ενός δέντρου (καλή τύχη με αυτό).
Όσο για την μεγάλη αίθουσα αναψυχής των φαντάρων (καψιμί), ο συνωστισμός ήταν μεγάλος και τα κλιματιστικά δεν επαρκούσαν ούτε για πλάκα.
Ο Άρης, στα 19 του χρόνια, έκτιε μια μακρά ποινή φυλάκισης λόγω ενός περιστατικού ωμής βίας, που δεν του επέτρεπε καμιά δυνατότητα εξόδου – εδώ και 15 μέρες έβλεπε μόνο φαντάρους, γυμνά βουνά και μύγες -, και τα έβαζε με το εκρηκτικό ταπεραμέντο του που τον ωθούσε ως συνήθως σε μπελάδες.
Το παράδοξο με τον Άρη, όμως, ήταν ότι όσο εύκολο έμοιαζε να στριμώξει και να σαπίσει στο ξύλο τον δεκανέα που είχε απλώσει μια βρώμικη χερούκλα αρπάζοντας τηγανιτές πατάτες απ’ το πιάτο του, τόσο δύσκολο του ήταν να απλώσει χέρι ή πόδι σε οποιοδήποτε πλάσμα του Θεού. Σεβόταν κάθε μορφή ζωής, εξίσου! Το ξυλίκι με τα ζώα του είδους του, ήταν μια άλλη ιστορία.
“Η επιμονή της μητέρας μου να με στέλνει στο κατηχητικό, έχει κάνει την ζημιά της”, έλεγε πυκνά-συχνά, μεταξύ σοβαρού και αστείου, στους φίλους ή στους ανωτέρους του σαν δικαιολογία για τις ατασθαλίες του.
Ήταν σχεδόν 08:00, όταν ο Άρης αποφάσισε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι, μόνο και μόνο για να ξεφορτωθεί την ενοχλητική μύγα που δεν σταματούσε να εφορμά στο πρόσωπό του, που για κάποιο λόγο υποψιαζόταν ότι είναι η ίδια.
“Τα πάντα εν σοφία εποίησε” ψιθύρισε, “ας αφήσουμε Άρη τις μυγούλες του Θεού στην ησυχία τους”, συνέχισε για να καλμάρει τα νεύρα του. Αλλά, η διψασμένη μύγα του διαβόλου επέστρεφε.
“Δεν ξεκινήσαμε καλά σήμερα”… είπε κοιτώντας ψηλά ο Άρης!
Του πήρε ένα τριαντάλεπτο για τουαλέτα/ξύρισμα/ντύσιμο/ στρώσιμο του κρεβατιού, και έτρεξε να προλάβει την τραπεζαρία ανοιχτή για το army breakfast. Μόλις που πέτυχε τις τελευταίες φέτες ψωμί και γρήγορα βάλθηκε να τις αλείβει με αδημονία και πείνα.
“Το τροπικό κλίμα της Χαβάης μού έχει ανοίξει την όρεξη” εκμυστηρεύτηκε στον φίλο του Πέτρο, καθώς του διηγούνταν το όνειρο. Τι την ήθελε όμως την διήγηση;
Γυρνώντας το βλέμμα από τον Πέτρο στο πιάτο του, αντίκρισε με φρίκη 5 μύγες να γευματίζουν αμέριμνες, τσαλαβουτώντας τα βρωμερά ποδαράκια τους στην κίτρινη θάλασσα μαρμελάδας βερίκοκου. Είχε προλάβει να φάει μια μπουκιά, σκέφτηκε, καθώς πετούσε στα σκουπίδια το πρωινό του.
“Δεν συνεχίζουμε καλά σήμερα.”
Ξεκίνησε για να αγοράσει κρουασάν απ’ το καψιμί. Καταβρόχθισε λαίμαργα 3 τεμάχια με πλούσια σοκολάτα, αποκρούοντας σαν τερματοφύλακας τις λιλιπούτειες, μαύρες ιπτάμενες μπάλες που στόχευαν την γλυκιά εστία του.
“Δεν δέχτηκα γκολ αυτή την φορά, κέρδισα 3-0”, είπε σε έναν απορημένο Πατρινό στη διπλανή καρέκλα.
Ανάβοντας το πρώτο τσιγάρο της μέρας σκεφτόταν να πάει μία βόλτα στα ντους, ώστε να απολέσει τον ιδρώτα απ’ τα σεντόνια και την υγρασία της Χαβάης, σκεπτόμενος ότι η τύχη του αρχίζει να γυρίζει. Έκανε λάθος.
Δεν είχε προλάβει να τελειώσει το τσιγάρο, όταν ένας αξιωματικός που μπήκε φουριόζος στο καψιμί, του έδωσε ρητή διαταγή να πάει στο υπόστεγο για να συνδράμει εσπευσμένα στην επιδιόρθωση του φορτηγού, που μετέφερε τους αδειούχους στην πρωτεύουσα του νησιού. Ως ενεργό μέρος του συνεργείου και κάτοχος ήδη αρκετής φυλακής, υπάκουσε.
“Τελειώνω το τσιγάρο και ξεκινώ” είπε στο υπολοχαγό, καθώς μια μύγα καθόταν στο πιγούνι του σε ένα υπόλειμμα σοκολάτας.
” Πάει το ρεπό σου αγόρι μου σήμερα.”
Ύστερα από πολλές ώρες κάτω απ’ την καυτή σκιά τού αλουμινένιου υπόστεγου, γεμάτος γράσο και ιδρώτα, περιτριγυρισμένος από δεκάδες επιθετικές μύγες, αλλά και σφήγκες για ποικιλία, το φορτηγό εν τέλει επιδιορθώθηκε.
Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο του συνεργείου: 13:20. Ίσα που προλάβαινε για μεσημεριανό και να μεταβεί στην σκοπιά που ξεκινούσε στις 14:00. Για ένα δροσερό ντους ούτε λόγος, ούτε χρόνος, ούτε Θεός!! Κοίταξε πιο δίπλα στο τοίχο την Μις Αύγουστος, που του θύμιζε την σερβιτόρα, να ποζάρει ημίγυμνη σε παραλία εξωτικού νησιού.. μπορεί και να ήταν η Χαβάη.
” Θεέ μου, τι μου έχεις σκαρώσει σήμερα;”
Λίγο αργότερα έφαγε ένα άγευστο μεσημεριανό, δίνοντας ένα πεντάευρο σε νεοσύλλεκτο για να διώχνει τις μύγες απ’ το πιάτο του. Και μετά άρχισαν τα δύσκολα: Υπηρεσία.
Περπάτησε ντάλα μεσημέρι εν πλήρη εξάρτηση, πάνω από ενάμιση χιλιόμετρο μέσα στον καυτό ήλιο, για να φτάσει στην πιο απομακρυσμένη σκοπιά του στρατοπέδου, και από την Χαβάη είχαν απομείνει πλέον η ασφυκτική ζέστη και τα μαύρα γυαλιά του. Έφτασε σε μια μικρή ομάδα γυμνών και άνυδρων λόφων, μια μισοάδεια κλιμακωτή καρτέλα πέτρινα αυγά όπου το ψηλότερο φιλοξενούσε ένα στενό τσιμεντένιο κτίσμα που μετά βίας χωρούσε ένα άτομο.
Μες στην σκοπιά ένιωθε σαν τον Τουταγχαμών-μούμια τυλιγμένος με ενεργά καλώδια υψηλής τάσης, ενώ έξω από αυτήν έσταζε τον ιδρώτα 20 εργατών που χτίζανε την πυραμίδα του. Δύο μαρτυρικές και τεράστιες ώρες χωρίς διαφυγή και σκιά, δίχως εναλλακτικές λύσεις, που τρελαμένα σμήνη μυγών στριφογύριζαν αδιάκοπα γύρω και πάνω στο κεφάλι του, με ελάχιστα αποθέματα δύναμης για να τις απωθεί.
Εκκενώσεις ανάγκης πολλών φαντάρων διακοσμούσαν με περιττώματα και πλούσιες μυρωδιές τα πέριξ της σκοπιάς, και ο αποκαμωμένος εγκέφαλος του Άρη αναρωτιόταν τι είδους Θεϊκής σοφίας είναι αυτή που επιτρέπει σε έντομα που προ ολίγου βοσκούσαν σε κοπριές, να τις μεταφέρουν με ζήλο εναποθέτοντάς τες στο κεφάλι και στα χέρια του. Αν και άρχισε να βλέπει οράματα απ’ την ζέστη, δεν πήρε κάποια Θεϊκή απάντηση.
“Εντάξει ρε Θεέ, με έχεις λιώσει λέμε σήμερα.”
Η επιστροφή στον θάλαμο κράτησε μια αιωνιότητα και μια παραλίγο λιποθυμία. Άφησε το όπλο και τα λοιπά πολεμικά αξεσουάρ στην θέση τους και τράβηξε για τα ντους. Για κάποιον καταραμένο λόγο η πίεση του νερού ήταν πενιχρή, και στο πεντάλεπτο μάλιστα στέρεψε για τα καλά.
“Έλεος, ύψιστε, στο σημάδι με έχεις βάλει σήμερα;”
Ξάπλωσε σχεδόν καθαρός, αλλά φρέσκο-ιδρωμένος στα σεντόνια του, εν μέσω μιας σπάνιας για τον θάλαμο ησυχίας καθώς τα δύο τρίτα των φαντάρων έλειπαν σε άδειες. Όσοι είχαν απομείνει κοιμόντουσαν ή τουλάχιστον προσπαθούσαν. Για να αποφύγει τους σιχαμερούς φτερωτούς εισβολείς κρέμασε από το πάνω κρεβάτι, δεξιά-αριστερά, αλλά και κάτω στα πόδια, ότι ρούχο και σεντόνι είχε στον σάκο του με πατέντες από μανταλάκια, αφού ο από πάνω συγκάτοικος έλειπε με διήμερη άδεια.
Αποβλακωμένος από την ζέστη και τις ενοχλητικές κακουχίες της ημέρας δεν άργησε να τον πάρει ο ύπνος, μιας και το αυτοσχέδιο πέπλο προστασίας λειτουργούσε.
Πάνω που συνδεόταν με Χονολουλού, ξεκίνησε ένα ντεζαβού.
Άρχισε να νιώθει μικροσκοπικά ποδαράκια να περιδιαβαίνουν στο σώμα του: Σε κεφάλι, γυμνό κορμό, χέρια, πόδια, τα/πάντα/όλα!! Ο βυθισμένος στον λήθαργο νους τον πληροφορούσε ότι ήταν απλά ένας εφιάλτης και συνέχιζε να μισοκοιμάται. Τα ποδαράκια όμως πλήθαιναν, ο βόμβος φτερών αυξάνονταν και το αεροδρόμιο των χειλιών του δεχόταν αμέτρητες πτήσεις εξωτερικού.
..[Αργότερα το απόγευμα θα ορκιζόταν στον Πέτρο ότι ήταν μια συντονισμένη και πολύ καλά οργανωμένη προσπάθεια των μυγών να γκρεμίσουν με κάποιο ευφάνταστο τρόπο το αυτοσχέδιο πέπλο του.
Αργότερα το βράδυ, όμως, θα μάθαινε έκπληκτος ότι ο δεκανέας που έδειρε, είχε ρίξει ύπουλα το υφασμάτινο τείχος στο κρεβάτι του, είχε κλείσει την παροχή του νερού στα ντους, όπως επίσης ότι τις τελευταίες μέρες έριχνε στο κρεβάτι, αλλά και στα ρούχα του, κόκκους ζάχαρης για να προσελκύει τα έντομα.]..
Ο Άρης άνοιξε διάπλατα τα μάτια, ο εφιάλτης ήταν αληθινός, και άρχισε με χέρια-πόδια να απωθεί το σμήνος που εφορμούσε. Ήταν οι τελευταίες σταγόνες ιδρώτα και απόγνωσης που ξεχείλισαν το ποτήρι των αντοχών του, και αυτό ήταν, η οργή του έτρεξε χείμαρρος:
“ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ”
Καμιά εικοσαριά αγουροξυπνημένα βλέμματα στο θάλαμο αναζήτησαν την πηγή της τρομακτικής ιαχής που τους είχε παγώσει το αίμα. Έντρομοι είδαν τον Άρη σε έξαλλη κατάσταση να παραληρεί ουρλιάζοντας, κοιτώντας ψηλά στο ταβάνι.
“Ο Θεός του πολέμου ξύπνησε.”
“Εκδίκηση. Εξόντωση. Αφανισμός.”
“Καταστροφή. Όλεθρος. Σφαγή.”
“Θάνατος, θάνατος στους φτερωτούς οχτρούς.”
“Σκότωσε, σκότωσε, σκότωσε αγόρι μου” ούρλιαξε, όπως του πρόσταζε μια άγνωστη φωνή μέσα του.
Άρπαξε ενστικτωδώς το περιοδικό του “Ανεξήγητου” κάτω απ’ το μαξιλάρι και το δίπλωσε κραδαίνοντάς το στον αέρα. Ένας ανεξήγητα, για τους θεατές, τρελαμένος Braveheart με κοντό παντελονάκι και μάτια που καίγανε φώναξε:
“Κηρύσσω τον πόλεμο στην δυναστεία των Αυγουστιάτικων μυγών”…
“Η ενοχλητική φτερωτή τυραννία δεν θα περάσει”…
“Αέραααααα”… και άρχισε το μακελειό.
“Πως σας φάνηκε αυτό μανδάμ;”
“Πάρτα μωρή φτερωτή άρρωστη.”
“Σου άρεσε και σένα μωράκι μου;”
“Ουπς, αυτό πρέπει να πόνεσε.”
“Μπορείς να πετάξεις, αλλά, δεν μπορείς να κρυφτείς.” ΜΠΑΜ
“Εσύ δεν ήσουν με την μαρμελάδα βερίκοκο;” ΜΠΑΜ
Κάθε φόνος συνοδευόταν από μια ατάκα και κάθε ατάκα έφερνε αναγεννημένη διάθεση για φόνο.
Τα μάτια του Άρη εξέπεμπαν μια παρανοϊκή, σμαραγδένια λάμψη που θα έκανε τον Τζακ Νίκολσον να πάει να κρυφτεί ντροπιασμένος στην πρώτη φωλιά κούκου που θα έβρισκε μπροστά του. Οι άναυδοι θεατές της γενοκτονίας παρέμεναν αγάλματα στις θέσεις τους, υπό τον φόβο ότι ο Άρης θα πάρει κι αυτούς παραμάζωμα – οι μώλωπες στα μούτρα του δεκανέα ήταν ένα ισχυρό κίνητρο.
Για να γνωρίζει τις απώλειες του αντιπάλου βρήκε ένα άδειο κυπελλάκι παγωτού και εναπόθετε σωρεία πτωμάτων εντός του.
Πρέπει ο δεκανέας να έστειλε μήνυμα στον αξιωματικό υπηρεσίας, γιατί κάποια στιγμή εμφανίστηκε στο θάλαμο ανήσυχος αντικρίζοντας ένα παράξενο θέαμα που δεν είχε ξαναδεί στις δεκαετίες που υπηρετούσε.
Ο Άρης είχε αραδιάσει δεκάδες πτώματα μυγών στο πάτωμα, τα είχε βάλει σε τριάδες, στοιχισμένα με στρατιωτική ακρίβεια και τους γάβγιζε παραγγέλματα:
” Λόχοοοοος, ανάπαυση.”
“Λόχοοοοος, προσοχή.”
“Κλίνατε τα φτερά σας επί δεξιά.” κοκ
“Τελικά ο φόνος μου πάει πολύ σήμερα.”
Ο έμπειρος αξιωματικός πλησίασε τον Άρη επιφυλακτικά, βλέποντας τα μάτια του να λάμπουν επικίνδυνα. Τον έπιασε από τον ώμο μιλώντας του ήρεμα και τον έβαλε να ντυθεί. Δέκα λεπτά αργότερα μπήκανε σε ένα τζιπ για το στρατιωτικό νοσοκομείο στην πρωτεύουσα και πήγε τον μακελάρη Θεό του πολέμου σε έναν ψυχίατρο.
“Κοίτα να δεις που τελικά είχα έξοδο σήμερα.”
Το απόγευμα ο Άρης, με μια δεκαπενθήμερη από γιατρό άδεια στην τσέπη και με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο, ετοίμαζε τον σάκο του για ταξίδι. Μαθαίνοντας αργά το βράδυ απ’ το ράδιο αρβύλα του λόχου ότι έπεσε θύμα σαμποτάζ του ξυλοκοπημένου δεκανέα, είπε να του κάνει μια μικρή επίσκεψη με ανέλπιστα δώρα.
“Δεκανέα αγόρι μου μη φοβάσαι” είπε ευγενικά, για να κατευνάσει την αμυντική στάση του σαμποτέρ.
“Ήρθα να σε ευχαριστήσω μάγκα μου, εξαιτίας σου αύριο θα πίνω κοκτέιλ και θα φλερτάρω γκομενάκια με μικροσκοπικά μπικίνι” του είπε, κάνοντας τον δεκανέα να βράζει στο καυτό ζουμί της αποτυχημένης συνταγής εκδίκησης.
“Βλέπεις φίλε, νόμιζα ότι ο Θεός ήταν εναντίον μου, αλλά ήταν μαζί μου όλο αυτόν τον καιρό! Εγώ απλά ήθελα να κάνω διακοπές και όχι να ιδροκοπώ μέσα στο στρατόπεδο. Αυτό του ζητούσα στις προσευχές μου. Και τι έκανε ο Θεός; Έστειλε εσένα αγόρι μου δεκανέα. Ναι, έστειλε έναν άγγελο για να κάνει το όνειρο μου αληθινό.
Δεν είχα ιδέα, βέβαια, ότι οι άγγελοι βγαίνουν μίζεροι, χοντροκομμένοι και κακάσχημοι σαν εσένα, αλλά, όσο ζεις μαθαίνεις!
Σε ευχαριστώ ειλικρινά για όλα αγόρι μου. Λάθος, Άγγελέ μου”, και του έδωσε μια αγκαλιά από καρδιάς αφήνοντας τον άναυδο.
Ο Άρης άρχισε να απομακρύνεται από τον αποσβολωμένο Δεκανέα, αλλά κάτι θυμήθηκε και ξαναγύρισε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο λέγοντάς του:
“Καταλαβαίνεις αγόρι μου, φυσικά, ότι αν χρειαστώ μελλοντικά καμιά άδεια θα πρέπει να σε αρχίσω πάλι στις γρήγορες, έτσι? Και έφυγε έξω απ’ τον θάλαμο για να απολαύσει την όποια δροσιά της νύχτας.
“Από τα πιο όμορφα βράδια μου σήμερα.”
Την άλλη μέρα, νωρίς το πρωί, ο Άρης πέταξε για Αθήνα.
Μετά από λίγη ώρα πετούσε ξανά για το καταπράσινο Ιόνιο.
Κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο την Πελοπόννησο, θυμήθηκε όλα τα γεγονότα που τον οδήγησαν ως εδώ, και η σημερινή κατάληξη φάνταζε αδιανόητη. Θυμήθηκε ότι στην διαδρομή για τον ψυχίατρο αντιλήφθηκε το διακύβευμα αυτής της επίσκεψης και το σχέδιο που κατέστρωσε ώστε να μην πάει χαμένη η φονική κρίση του.
“Απελευθέρωση γιατρέ μου, απελευθέρωση! Νιώθω υπέροχα με το πολλαπλό φονικό μυγών. Ξέρετε, μέχρι σήμερα δεν πείραζα μυρμήγκι, ούτε μύγες, φυσικά. Αλλά ο φόνος τελικά είναι υπέροχο πράγμα γιατρέ μου. Δεν σκότωσα μόνο δεκάδες μύγες. Σκότωσα την εμμονή να μην πειράζω κανένα ζωντανό πλάσμα. Σκότωσα τον παλιό εαυτό και ήδη βιώνω την ευφορία μιας νέας εκδοχής μου. Όσο εξολόθρευα μύγες, σκότωσα και τον καύσωνα, τον εξαφάνισα. Το ίδιο και με τον χρόνο, απλά δεν υπήρχε. Ήταν λυτρωτικό γιατρέ μου”.
Θυμήθηκε τον γιατρό που δεν έδειχνε να είχε “φάει” το θανατηφόρο του παραμύθι, όταν του ανέφερε δήθεν τυχαία αν θέλει καμιά άδεια “για να ηρεμήσει”. Αλλά ο Άρης ήταν εξαιρετικός παίκτης πόκερ, και έπαιξε σκληρά το τελευταίο του χαρτί (χέρι).
“Άδεια; Τι να την κάνω την άδεια; Ποτέ δεν αισθανόμουν καλύτερα γιατρέ μου. Θέλω να γυρίσω στον χωρίς διαφυγή καύσωνα του στρατοπέδου, ας μη με καθυστερείτε άλλο. Ξέρετε πόσες μύγες έχει ακόμα εκεί πάνω; Σας λέω είμαι μια χαρά.
Η μπλόφα είχε πετύχει και τώρα εξαργύρωνε στον γαλάζιο ουρανό, πιο κοντά με τον Θεό, λίγες από τις μάρκες του.
“Άρη αγόρι μου, πάμε διακοπές σήμερα”.
Ξαπλωμένος στην ξαπλώστρα ανάμεσα σε ένα δάσος από ομπρέλες, ντυμένος με μια λουλουδάτη βερμούδα και ένα δροσερό χαμόγελο, με το τρίτο mai tai μισοάδειο στο ξύλινο τραπεζάκι, ο Άρης ατένιζε το γαλαζοπράσινο Ιόνιο που χάιδευε αισθησιακά την ψιλή καφετιά άμμο, ακούγοντας τα δυνατά μπάσα των ογκωδών ηχείων απ’ το beach bar πίσω του να δονούν την παραλία, κάνοντας νεαρά σώματα ολούθε να λικνίζονται στους ρυθμούς της μουσικής.
Ο καύσωνας του Αιγαίου τον είχε ακολουθήσει έως εδώ, αλλά, ανά τέταρτο ο Άρης έσβηνε την κάψα του στα πεντακάθαρα, δροσερά νερά, πλέοντας κυριολεκτικά σε ανέλπιστα πελάγη ευτυχίας, αναλογιζόμενος ότι χθες, την ίδια ώρα, ψηνόταν στον ήλιο εν μέσω δύσοσμων αναθυμιάσεων και σμήνη μυγών.
“Κερασμένο από μένα”, είπε η νεαρή μελαχρινή σερβιτόρα με το κόκκινο μπικίνι που έμοιαζε υπόπτως με την χαβανέζα του ονείρου, αφήνοντας το τέταρτο mai tai στο τραπεζάκι.
“Γλυκιά μου κοπέλα μήπως κατά τύχη έχεις κάνα γονίδιο από Χαβάη μεριά; Γιατί δεν μπορώ να εξηγήσω αλλιώς την εξωτική ομορφιά σου”, είπε ο Άρης μέσα από το πιο γοητευτικό χαμόγελο που διέθετε, κάνοντας την κοπέλα να γουργουρίσει από ευχαρίστηση.
“Τι θα έλεγες να βρεθούμε το βραδάκι να μιλήσουμε για τα γενεαλογικά μας δέντρα;” συνέχισε ακάθεκτος ο Άρης.
“Γράψε το τηλέφωνό μου προς το παρόν, και θα τα πούμε σίγουρα αργότερα” πέταξε βιαστικά η σερβιτόρα καθώς την καλούσε το καθήκον.
“Ποιος είπε ότι τα όνειρα δεν γίνονται πραγματικότητα;” μονολόγησε ο Άρης καθώς έβλεπε την λυγερόκορμη κοπέλα να απομακρύνεται.
Τώρα συνειδητοποιούσε το βαθύ νόημα τού: τα πάντα εν σοφία εποίησε.
{ Η σοφία του Θεού είναι ο καύσωνας, το άνυδρο τοπίο, η όμορφες παραλίες, οι ενοχλητικές μύγες, το φυσικό περιβάλλον γύρω μας. Η φωτογραφία στον τοίχο του συνεργείου που φυτεύει όνειρα στα κεφάλια. Είναι η υπεροψία που έδιναν τα γαλόνια στον δεκανέα και η ύπουλη εκδίκηση του. Η εμπειρία του αξιωματικού που επιλύει μια κρίση. Είναι ο ψυχίατρος που εντοπίζει δυσλειτουργία και την θεραπεύει. Είναι η αλαζονεία, η βία μου, η εξυπνάδα και η ανοησία μου. Η σερβιτόρα με το κόκκινο μπικίνι και το mai tai μου. Είναι αυτό που ονειρευόμαστε ξυπνητοί ή όταν κοιμόμαστε. Είναι το δράμα και η κωμωδία που αλληλοσυμπληρώνονται εσαεί. Είναι οι δυσκολίες που μας σκαρώνει και που οφείλουμε να ξεπερνάμε ώστε να μαθαίνουμε την δύναμή μας και ποιοι είμαστε.
Είναι η πληρωμή που επικυρώνει την θέληση των ονείρων μας. Τα πάντα συνδέονται και αυτό είναι η σοφία Του, ο άπειρος εαυτός Του!}
“Κάτι μου λέει ότι θα σκοτώσω πολύ ευχάριστα τις βραδινές ώρες μου σήμερα”
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Σοφοκλής Πανταζής, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Οι μύγες είναι του Magnus Muhr