διήγημα του Γιάννη Ζαραμπούκα
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Καθόμαστε στη βεράντα, εγώ και η μικρότερη αδερφή μου, η Λένα. Διανύουμε τις πρώτες ημέρες του Ιουνίου και η ζέστη σε συνδυασμό με το καυσαέριο που ξερνάνε ασύστολα τα αυτοκίνητα, κάνουν την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Φοράω ένα βαμβακερό λουλουδάτο φόρεμα, που χύνεται φαρδύ επάνω μου. Η Λένα δεν αποχωρίζεται την αθλητική φούτερ ζακέτα της, κι ας τρέχει αδιάκοπα ο ιδρώτας από τους κροτάφους της.
Πάνω από το φόρεμα έχω δέσει πρόχειρα μία πλαστική ποδιά, για να μην το λερώσω. Εδώ και κάμποση ώρα, παλεύω με τον χρόνο προσπαθώντας να καλύψω τις άσπρες τρίχες, που έχουν κατακτήσει σχεδόν ολοκληρωτικά το κεφάλι της. Έχω πασαλείψει τα χέρια μου με μαύρη μπογιά, ωστόσο τα καταφέρνω. Ή έτσι τουλάχιστον θέλω να πιστεύω. Η βαφή έχει ξεγλιστρήσει από τα μαλλιά της αδερφής μου και έχει λερώσει την κουκούλα από τη φούτερ ζακέτα της. Η Λένα δεν μιλά. Κοιτάζει σιωπηλή τη γκρίζα πόλη, που βουλιάζει μέσα σε ένα μενεξεδί φως.
Ανοίγω τη βρύση για να δοκιμάσω τη θερμοκρασία του νερού. Απλώνω το χέρι και αφήνω το νερό να τρέξει ανάμεσα από τα δάχτυλα μου. Χλιαρό, όπως και η ζωή μου. Φωνάζω τη Λένα που κάθεται σχεδόν γυμνή στη λεκάνη της τουαλέτας. Το κορμί της ένα παραγινωμένο φρούτο, που στέγνωσε από τους γλυκούς χυμούς του. Κι έμεινε μονάχα ένα ανθρώπινο κουκούτσι. Σηκώνει το λιπόσαρκο πόδι της και μπαίνει στη μπανιέρα. Σφίγγει τα χείλη. Το σώμα της τρέμει. Απλώνω σιγά-σιγά τα δυο μου χέρια, για να της βγάλω τη ζακέτα. Στρέφει το πρόσωπο της και με κοιτάζει. Τα μάτια της δύο σκοτεινές μαύρες τελείες.
~
Νένα! Νένα! Νένα, που στο διάολο είσαι;
Τα βήματα του βαριά και μεθυσμένα, κάνουν τις σανίδες του σαλονιού να τρίζουν. Είδα το κόκκινο αγροτικό να στρίβει και έτρεξα να κρύψω την μικρή Λένα στη ντουλάπα του παιδικού μας δωματίου, πίσω από τις κρεμάστρες με τα καλά μας ρούχα. Της κάνω νόημα με το δάχτυλο, να σωπάσει. Ύστερα κλείνω το φύλλο της ντουλάπας. Παίρνω μία βαθιά ανάσα. Τον ακούω που πλησιάζει.
Νένα! Νένα! Έλα να πιάσεις τον λαγό…
Τον ακούω που γελάει, καθώς έρχεται. Βρίσκεται ακριβώς πίσω από την πόρτα του παιδικού μας δωματίου. Η ξινισμένη μυρωδιά του κορμιού του, φτάνει στα ρουθούνια μου. Οι μεντεσέδες τρίζουν. Η σκιά του γλιστράει από τη μισάνοιχτη πόρτα. Το στομάχι μου σφίγγεται. Στέκεται πίσω μου. Ένα μικρό κορίτσι μέσα στις λευκές του πιτζάμες. Κι εκείνος μία μαύρη θεόρατη φιγούρα. Τον κοιτάζω μέσα από τον καθρέφτη που κρέμεται στον τοίχο του παιδικού δωματίου. Τα μάτια του έχουν μία απόκοσμη λάμψη. Με τραβάει βίαια. Με σηκώνει στον αέρα και με κολλάει επάνω του. Με παίρνει ύστερα μέσα, στην κρεβατοκάμαρα του.
~
Ξεκουμπώνω τη ζακέτα της Λένας. Την ανοίγω και αφαιρώ ένα, ένα τα μανίκια από τα μπράτσα της. Τα στήθη της δύο σταφιδιασμένοι καρποί, που κρέμονται θλιμμένοι. Δεν φοράει σουτιέν. Δεν φόρεσε ποτέ της. Παίρνω το σφουγγάρι. Το βρέχω με λίγο χλιαρό νερό και ρίχνω μπόλικο αφρόλουτρο με άρωμα χαμομήλι. Με απαλές κινήσεις, τρίβω προσεκτικά το σώμα της, προσπαθώντας να αποφύγω τα σημεία εκείνα που βρίσκονται τα μωβ σημάδια, που σαν λουλούδια έχουν απλώσει τα πέταλα τους κι έχουν καλύψει την κατάλευκη σάρκα της. Είναι ακόμη εδώ. Όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει από τότε. Κάθε φορά που κατά λάθος τα αγγίζω, βάζει τα κλάματα. Δείχνει να πονάει. Δεν είναι ο σωματικός πόνος που της προκαλεί αυτή την αντίδραση. Αυτός έχει ξεθωριάσει άλλωστε πια. Είναι οι μνήμες, βαθιές πληγές που αιμορραγούν ακόμη.
Αφήνω το σφουγγάρι στην άκρη της μπανιέρας. Ρίχνω στη χούφτα μου λίγο σαμπουάν και το απλώνω στα φρεσκοβαμμένα μαλλιά της Λένας. Ύστερα παίρνω το τηλέφωνο του ντουζιέρας και την ξεπλένω. Η βαφή ξερνάει χρώμα. Το νερό τρέχει από το κεφάλι της. Κοιτάζω τα μαύρα ρυάκια που διασχίζουν τα τριχωτά της μπούτια, φτάνουν στις πατούσες της, περνάνε ανάμεσα από τα δάχτυλα των ποδιών της και καταλήγουν στο σκουριασμένο σιφόνι. Ύστερα, χάνονται.
~
Έξω βρέχει. Καθόμαστε με την Λένα στο πάτωμα, πλάι στη σόμπα που σιγοκαίει στο σαλόνι και παίζουμε με κάτι αυτοσχέδιες κούκλες, που έχουμε φτιάξει κόβοντας τα χάρτινα κουτιά από το γάλα με το ψαλίδι που καθαρίζουμε τα ψάρια. Έχουμε ζωγραφίσει επάνω τους με χρωματιστά μολύβια κάτι μεγάλα ασύμμετρα μάτια κι από ένα στραβό χαμόγελο. Εκείνος δεν έχει επιστρέψει ακόμη από τη δουλειά. Η Λένα ψιθυρίζει ένα τραγουδάκι που έμαθε πρόσφατα στο σχολείο. Την κοιτάζω. Με κοιτάζει κι εκείνη. Τα μάτια της χαμογελούν. Νιώθω την καρδιά μου να χτυπά ξεκούρδιστα. Την αγαπώ. Θα κάνω τα πάντα σκέφτομαι, για να μην την αγγίξει εκείνος. Τα πάντα…
~
Έχει βραδιάσει πια. Η Λένα κάθεται στην πολυθρόνα του σαλονιού με τα μαύρα μαλλιά της χυμένα στους ώμους. Η φούτερ ζακέτα είναι κουμπωμένη μέχρι επάνω. Της δίνω τα χάπια της, μαζί με ένα ποτήρι κρύο νερό. Κάθομαι στο μπράτσο της πολυθρόνας, περιμένοντας να πάρει τα χάπια της. Μπράβο, καλό μου κορίτσι!, της ψιθυρίζω. Παίρνω το άδειο ποτήρι από τα χέρια της και το τοποθετώ στο τραπεζάκι πλάι στην πολυθρόνα. Ανοίγω ύστερα την τηλεόραση και αυξάνω λιγάκι την ένταση. Αφήνω τους ήχους της να ξεχυθούν, να σκορπίσουν μέσα στο δωμάτιο, να τσαλακώσουν τη βαριά σιωπή, που σαν θάνατος μας έχει ασφυκτικά τυλίξει.
Η Λένα προσηλώνει το βλέμμα της στην τηλεόραση και χάνεται ανάμεσα στα πολύχρωμα τοπία και τις ανθρώπινες φιγούρες που εναλλάσσονται διαρκώς. Η ώρα περνά. Τα βλέφαρα της βαραίνουν. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της χαλαρώνουν. Τα μάτια κλείνουν χωρίς να το καταλάβει. Γέρνει το κεφάλι της στο πλάι και βυθίζεται σε έναν ύπνο βαθύ, δίχως όνειρα. Σηκώνομαι από τον καναπέ, αφήνοντας στην άκρη το περιοδικό με τα σταυρόλεξα. Παίρνω το σάλι, που έχει γλιστρήσει στο πάτωμα και σκεπάζω τα γυμνά, ακάλτσωτα πόδια της. Αφήνω ένα φιλί στο μέτωπο της. Ανοίγω ένα από τα παράθυρα του σαλονιού και ξαπλώνω κι εγώ στον καναπέ.
~
Είναι Κυριακή. Σήμερα βρίσκεται από το πρωί στο σπίτι. Μας ξύπνησε από τα άγρια χαράματα. Μας έπλυνε στα γρήγορα, μας χτένισε πρόχειρα και μας έντυσε με τα καλά μας τα φουστάνια. Πήγαμε στην εκκλησία. Ύστερα μας άφησε να παίξουμε για λίγο στην παιδική χαρά, όσο εκείνος έπινε τον ελληνικό καφέ του, στην πλατεία του χωριού μαζί με τους άλλους άντρες. Η Λένα κάθεται στην κόκκινη σιδερένια κούνια κι εγώ στέκομαι πίσω της, έτοιμη να την κουνήσω. Τον βλέπω που κατηφορίζει. Έρχεται προς εμάς, χαμογελαστός μέσα στα μαύρα καλά του ρούχα. Για μια στιγμή, παγώνω.
-Άντε Νένα! Κούνησε με, επιτέλους!
Η φωνή της Λένας με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Αρχίζω να σπρώχνω την κούνια. Βάζω όλη μου τη δύναμη. Οι αρθρώσεις των δαχτύλων μου ασπρίζουν από την έντονη προσπάθεια. Η Λένα πηγαίνει μπρος πίσω, και πάλι μπρος. Φτάνει ψηλά. Πολύ ψηλά. Αγγίζει σχεδόν τον ουρανό. Την ακούω που βάζει τα κλάματα. Φοβάται. Εκείνος πλησιάζει. Κοιτάζω τη Λένα και εύχομαι να σπάσουν οι αλυσίδες της κούνιας. Κι εκείνη να γίνει πουλί. Ένα μικρό μαύρο χελιδονάκι. Να πετάξει ψηλά στον ουρανό. Να φύγει μακριά μας και κυρίως μακριά του!
-Τι κάνεις εκεί; Χάζεψες!
Η παλάμη του σκάει με δύναμη στο πρόσωπο μου. Με σπρώχνει στην άκρη και ακινητοποιεί την κούνια. Παίρνει ύστερα την Λένα στην αγκαλιά του. Της ψιθυρίζει καθησυχαστικές κουβέντες, ενώ ταυτόχρονα της χαϊδεύει τα μαλλιά. Το βλέμμα μου σκαλώνει στο χέρι του. Το χέρι εκείνο που αγγίζει το πρόσωπο της…
~
Σκουπίζω το σαγόνι της Λένας από τα λάδια που έχουν τρέξει από τα χείλη της. Τηγάνισα μερικές πατάτες και έκοψα μία σαλάτα για το σημερινό μας μεσημεριανό. Καθόμαστε στο κουζινάκι του διαμερίσματος, που κατάφερα με κόπο να ξεχρεώσω, με τον ανεμιστήρα να βουίζει πάνω από τα κεφάλια μας. Βουτάω μία τελευταία μπουκιά ψωμί στο λάδι της σαλάτα. Σηκώνομαι και μας βάζω από ένα ποτήρι δροσερό νερό. Στη συνέχεια, μαζεύω τα πιάτα και τινάζω τα ψίχουλα από το τραπεζομάντιλο στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας. Δίνω στη Λένα τα μεσημεριανά της χάπια. Την πιάνω αγκαζέ, περνώντας το χέρι μου μέσα στο δικό της και περπατάμε μαζί στο χολ, συγχρονίζοντας τον βηματισμό μας. Η Λένα γέρνει το κεφάλι της στον ώμο μου. Χαμογελάω αυθόρμητα. Πάει καιρός από την τελευταία φορά που χαμογέλασα έτσι απλά, χωρίς να το σκεφτώ. Νιώθω τους μύες του προσώπου μου, σκουριασμένους. Θέλει προσπάθεια η χαρά. Θέλει αποθέματα μιας δύναμης εσωτερικής, που τα δικά μου από χρόνια έχουν στερέψει.
Ανοίγω το μικρό ραδιόφωνο, που έχουμε στο κομοδίνο ανάμεσα από τα δύο μονά κρεβάτια μας, πατώντας το μαύρο του κουμπί. Μετακινώ τη ροδέλα, ψάχνοντας για έναν σταθμό χωρίς παράσιτα. Βάζω την Λένα να ξαπλώσει, όπως είναι. Με τη φούτερ ζακέτα της και το ριγέ μακό φουστάνι, που ξεπροβάλει κάτω από αυτή. Βγάζω την μουσκεμένη από τον ιδρώτα μπλούζα, αφαιρώ το σουτιέν μου και φοράω ένα ξεχειλωμένο φανελάκι, που έχει γαριάσει από τα πολλά πλυσίματα. Ακούω την Λένα που σιγομουρμουρίζει. Ακουμπάω το μέτωπο μου στον τσιμεντένιο τοίχο, αναζητώντας μία ανάσα δροσιάς. Τα μάτια μου κλείνουν. Βουλιάζω σε έναν βαθύ, ατάραχο ύπνο.
Όταν ξυπνάω, βρίσκω τη Λένα κουλουριασμένη στα πόδια μου. Κοιμάται κρατώντας μία από τις πατούσες μου. Το στέρνο της ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά. Κουνιέμαι προσεκτικά για να μην την ξυπνήσω. Γυρίζω προς το μέρος της και την παίρνω απαλά στην αγκαλιά μου. Βυθίζω τη μύτη μου στον σβέρκο της. Ανάμεσα στο δέρμα και τα ξέμπλεκα μαλλιά της. Στο σημείο εκείνο που η φούτερ ζακέτα αγκαλιάζει τον λαιμό της. Παίρνω μία βαθιά ανάσα. Η αψιά μυρωδιά του ιδρωμένου της δέρματος, ανακατεμένη με το λεπτό άρωμα του χαμομηλιού, πλημμυρίζει τα ρουθούνια μου.
~
Φοράω ένα παλιό φουστάνι της μαμάς. Απλώνω τα εσώρουχα, που έχουν ποτίσει από το αίμα της περιόδου μου στο σύρμα της αυλής. Εκείνος κατεβάζει το ένα ποτήρι τσίπουρο, μετά το άλλο. Με κοιτάζει. Νιώθω το πεινασμένο βλέμμα του καρφωμένο στην πλάτη μου. Χαμογελάω με κακία. Ξέρω πως τώρα δεν μπορεί να με αγγίξει. Η περίοδος μου είναι και η ασπίδα μου. Τον προσπερνάω και μπαίνω στην κουζίνα. Η Λένα κάθεται στο πάτωμα με τα πόδια της διπλωμένα σε έναν σφιχτό κόμπο και ζωγραφίζει στα κενά σημεία μίας παλιάς εφημερίδας. Της χαϊδεύω το κεφάλι και πηγαίνω την τσίγκινη λεκάνη μέσα στο μπάνιο. Την ξεπλένω από τις σαπουνάδες και τα νερά. Την αφήνω γυρισμένη ανάποδα, για να στεγνώσει.
Επιστρέφω στην κουζίνα. Η Λένα δεν είναι εκεί. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Λείπει κι εκείνος. Το σπίτι έχει βουλιάξει στη σιωπή. Ξαφνικά, ακούω το γνώριμο σκούξιμο των μεντεσέδων. Παγώνω. Ο αέρας σκαλώνει στα πνευμόνια μου. Νιώθω να πνίγομαι. Ακούω τη Λένα που κλαίει. Ουρλιάζει. Εκείνος μουγκρίζει. Παίρνω το ψαλίδι που καθαρίζουμε τα ψάρια και τρέχω προς το δωμάτιο του. Τα πόδια μου μπλέκονται στο χαλί του διαδρόμου. Πέφτω. Χτυπάω το κεφάλι μου στο σοβατεπί. Αίμα κυλάει στο μέτωπο μου. Σηκώνομαι. Κατεβάζω το χερούλι της πόρτας, αλλά εκείνη δεν ανοίγει. Είναι κλειδωμένη. Ρίχνω όλο μου το βάρος πάνω της. Μάταια. Η Λένα κλαίει. Όλο και πιο δυνατά. Χτυπάω τη γροθιά μου στην πόρτα. Ακούω που της φωνάζει
«Λένα, πιάσε το λαγό…».
Επιστρέφω στην κουζίνα και βγαίνω στην αυλή. Κάνω το γύρω της αυλής και στέκομαι έξω από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας του. Παίρνω μία πέτρα και την πετάω με όλη μου τη δύναμη. Ύστερα, κι άλλη. Κι άλλη… Μετά από λίγο, το τζάμι θρυμματίζεται. Βουτάω μέσα στο δωμάτιο. Γυαλιά μπήγονται στο δέρμα του. Δεν νιώθω τον πόνο. Το κρεβάτι του κολυμπάει στο αίμα. Η Λένα είναι μελανιασμένη και λιπόθυμη. Εκείνος σκουπίζει το ιδρωμένο του κορμί. Τρέχω καταπάνω του. Τον αιφνιδιάζω. Μπήγω το ψαλίδι στον λαιμό του. Ξανά και ξανά. Απλώνει τα χέρια και σφίγγει τον λαιμό μου. Με πονάει. Όχι για πολύ. Νιώθω τη λαβή του, να χαλαρώνει. Ύστερα, σωριάζεται στο δάπεδο της κρεβατοκάμαρας, πνιγμένος στο ίδιο του το αίμα. Βήχω. Η αναπνοή μου επανέρχεται. Τρέχω στο κρεβάτι. Σκύβω πάνω από την Λένα και βάζω το πρόσωπο μου κοντά στη μύτη της. Η αναπνοή της, έστω και αμυδρή, μου γαργαλάει τα μάγουλα. «Ζει! Θεέ μου, ζει!», φωνάζω, γελάω και κλαίω ταυτόχρονα.
~
-Νένα! Ξύπνα, Νένα!
Η δειλή, ψιθυριστή φωνή της Λένας γίνεται αγκίστρι, που με τραβάει από τα σκοτεινά νερά του ονείρου και με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Ανοίγω τα ματιά. Τα σώματα μας, ένας πλεγμένος κόμπος στην άκρη του κρεβατιού. Έχουμε και οι δυο ιδρώσει. Σηκωνόμαστε. Πηγαίνουμε στο σαλόνι, αφού πρώτα σταματήσουμε στο μπάνιο, για να ρίξουμε λίγο νερό στο πρόσωπο μας. Ανοίγω την μπαλκονόπορτα και καθόμαστε στις πλαστικές καρέκλες της βεράντας. Έχει περάσει η ώρα. Ο ουρανός σκουραίνει, παίρνοντας σταδιακά ένα βελούδινο χρώμα. Τα πρώτα φώτα των δρόμων έχουν ήδη ανάψει. Με πήρε φαίνεται ο ύπνος. Αφήνω την Λένα στη βεράντα και πηγαίνω για λίγο στην κουζίνα. Επιστρέφω με δύο ποτήρια λεμονάδα και μία σοκολάτα γάλακτος με ολόκληρα φουντούκια. Σπάω δύο κομμάτια. Ένα για την Λένα και ένα για εμένα. Το βάζω στο στόμα μου και το αφήνω για λίγη ώρα κάτω από τη γλώσσα. Να λιώσει μόνο του. Σταδιακά. Η γλυκιά γεύση της σοκολάτας πλημμυρίζει το στόμα μου. Παίρνει για λίγο μακριά την πίκρα. Την πίκρα των αναμνήσεων, που έχουν στρογγυλοκαθίσει και δεν λένε με τίποτα να φύγουν. Για λίγο μόνο. Για όσο κάνει ένα μικρό κομμάτι σοκολάτας, να λιώσει μέσα στο στόμα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Γιάννης Ζαραμπούκας, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η φωτογραφία είναι της Alessandra Sanguinetti.