Ω, είναι ωραία η κατάθλιψη!
Δε μιλάμε για την παθολογική κατάθλιψη του διπολικού, αλλά για εκείνη την βαριά και απροσδιόριστη θλίψη που σε καταπλακώνει μερικές φορές και δε σε αφήνει να αναπνεύσεις ή να σκεφτείς.
Είναι ωραία, γιατί σχεδόν πάντα, μετά την κατάθλιψη έρχεται η μανία. Και στη μανία, ό,τι και να κάνεις, ό,τι και να λες, όποιος και να είσαι, αισθάνεσαι ωραία.
Οι ψυχολόγοι θεωρούν πιο υγιές ένα άτομο με μικρότερες αποκλίσεις ανάμεσα στις δύο θέσεις (θλίψη-χαρά). Προτιμούν το εκκρεμές του θυμικού να βρίσκεται όσο γίνεται πιο κοντά στη θέση αδράνειας, γιατί ξέρουν ότι όσο παρεκκλίνει προς τη μία μεριά άλλο τόσο θα πάει και προς την άλλη, για να επέλθει η ισορροπία.
Και μπορεί να μην έχουν άδικο, αφού όταν το εκκρεμές ανεβαίνει πολύ ψηλά στην κλίμακα της θλίψης τότε αισθάνεσαι σκουλήκι, μηδαμινός, χαμένος και τίποτα δεν μπορεί να σε παρηγορήσει, ούτε καν η σκέψη ότι σε λίγη ώρα (ή μέρες) θα αισθάνεσαι… ΘΕΟΣ!.
Όμως αυτή η κυκλοθυμία είναι ο καλύτερος τρόπος για να βρεθείς αντιμέτωπος με τους δαίμονες σου και να τους κατατροπώσεις (τουλάχιστον για όσο καιρό αισθάνεσαι θεός).
Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε γνώριζε προσωπικά το Φρόιντ και εκείνος του είχε προτείνει να του κάνει ψυχανάλυση για να μπορέσει να ξεφορτωθεί τις νευρώσεις του. Ο Ρίλκε αρνήθηκε κατηγορηματικά. Αυτές οι νευρώσεις ήταν που τον έκαναν ποιητή.
~~{}~~
Σε μια τέτοια καταθλιπτική φάση έπεσα κι εγώ. Επειδή όμως, σαν το Ρίλκε, αγαπώ τους δαίμονες μου, ξεκίνησα να γράφω ένα κείμενο με τίτλο: «Είμαστε η χαμένη γενιά».
Γιατί, χωμένος όπως ήμουν στην τρύπα του, σκεφτόμουν πόσο λίγα έζησε η γενιά μου.
Προσπαθούσα να συντάξω μια πρόταση που να μην είναι τελείως απαισιόδοξη, όταν κάποια στιγμή βρήκα ένα μήνυμα από κάποιον παλιό συμμαθητή, που έχω να δω τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Ο φίλος μου μίλησε για κάποια πράγματα που είχαμε ζήσει ως έφηβοι, τότε που νόμιζαμε ότι αυτές οι μέρες θα κρατήσουν για πάντα.
~~{}~~
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι πολύ παράξενο μηχάνημα. Το πλέον χαοτικό σύστημα. Η παραμικρή εισροή δεδομένων μπορεί να οδηγήσει σε εντελώς αναπάντεχα αποτελέσματα.
Κάτι τέτοιο έπαθε και ο εγκέφαλος μου. Πήρα τον υπολογιστή και έκανα delete στο κείμενο και στην κατάθλιψη. Το εκκρεμές είχε βρεθεί στην άλλη μεριά.
Και ξεκίνησα να του εξηγώ, τι έχει ζήσει.
~~{}~~
Δεν είμαστε μια χαμένη γενιά, καταθλιπτικέ μου Γελωτοποιέ. Γιατί ζήσαμε κι όποιος ζει δεν είναι ποτέ χαμένος.
Δεν είμαστε μια χαμένη γενιά. Γιατί παίξαμε ως παιδιά. Παίξαμε στους δρόμους και τις αλάνες και γυρίσαμε όταν πια νύχτωνε με το γόνατο ματωμένο, με τα ρούχα λασπωμένα και το χαμόγελο ριζωμένο στο πρόσωπο –παρά την κατσάδα και το οινόπνευμα που μας έκαιγαν.
Δεν είμαστε μια χαμένη γενιά. Γιατί παρεκτραπήκαμε.
Κατεβάσαμε τόνους αλκοόλ κι όποια άλλη ουσία ήταν διαθέσιμη ακούγοντας τη μουσική των ανθρώπων που προτίμησαν να καούν παρά να ξεθωριάσουν. Γιατί φτιάξαμε ένα στούντιο με τα χέρια μας και μάθαμε να παίζουμε με δανεικές κιθάρες. Γιατί ερωτευτήκαμε για πρώτη φορά και πονέσαμε πολλές φορές από τότε.
Δεν είμαστε μια χαμένη γενιά. Γιατί δουλέψαμε, τίποτα δεν μας δόθηκε τζάμπα. Βγάλανε τα πόδια μας και τα χέρια μας κάλους, αλλά συνεχίσαμε να τρέχουμε και να χαμογελούμε στο συνάδελφο, που ήταν Έλληνας, που ήταν Αμερικάνος, που ήταν Αλβανός, που ήταν άνθρωπος.
Δεν είμαστε μια χαμένη γενιά. Γιατί ταξιδέψαμε. Είδαμε τα πράσινα λιβάδια της Ιρλανδίας και τη μεγάλη Πυραμίδα στο Κάιρο. Είδαμε, μια νύχτα, τα σύννεφα να πέφτουν σαν καταρράχτης από τα Γαλλικά Πυρηναία, ενώ πίναμε αψέντι και ακούγαμε στο παλιό ραδιοφωνάκι τον Brassens.
Δεν είμαστε μια χαμένη γενιά. Γιατί είχαμε φίλους. Ξενυχτήσαμε μαζί τους μιλώντας για την τέχνη, για το θεό και για τον έρωτα, και τραγουδήσαμε μαζί τα φάλτσα τραγούδια μας. Τους είδαμε να πέφτουν, τους είδαμε να τρελαίνονται, τους είδαμε να φεύγουν και να ξανάρχονται. Αλλά έμειναν για πάντα φίλοι.
Δεν είμαστε μια χαμένη γενιά. Γιατί δημιουργήσαμε. Γράψαμε, ζωγραφίσαμε, σπουδάσαμε, χτίσαμε έναν τοίχο, φυτέψαμε ένα αμπέλι, βοηθήσαμε έναν άνθρωπο, κάναμε ένα γκράφιτι, φτιάξαμε ένα νόστιμο φαγητό, κάναμε τους μαθητές μιας τάξης να βγάλουν φτερά, βάψαμε το σπίτι μας, κολλήσαμε αφίσες, πλέξαμε ένα κασκόλ.
Δεν είμαστε μια χαμένη γενιά. Γιατί αντιταχτήκαμε. Γίναμε διαφορετικοί από τους γονείς μας, σταθήκαμε όρθιοι όταν ο καθηγητής ήθελε να γονατίσουμε, παραιτηθήκαμε μεγαλοπρεπώς όταν το αφεντικό έψαχνε για έναν ακόμα δούλο, διαδηλώσαμε όταν ήθελαν να υπακούσουμε, κλείσαμε την τηλεόραση όταν ήθελαν να τους ακούμε.
Δεν είμαστε μια χαμένη γενιά. Γιατί αγαπήσαμε.
Γνωρίσαμε έναν άνθρωπο που έμοιαζε να μας ξέρει από παλιά και του δείξαμε τον αληθινό μας εαυτό, χωρίς ψιμύθια και μασκαρέματα. Κι αυτός έμεινε μαζί μας, ενώ ήξερε ότι δεν είμαστε υπέροχοι, δεν είμαστε αλάνθαστοι, δεν είμαστε καν «κανονικοί». Τον αγκαλιάσαμε όταν έκλαιγε, μας χάιδεψε όταν πονάγαμε, μας στάθηκε όταν όλος ο κόσμος –και ο εαυτός μας- κατέρρεε.
Δεν είμαστε μια χαμένη γενιά. Γιατί γεννήσαμε. Κρατήσαμε στην αγκαλιά μας εύθραυστα όντα, που ίσως και να μας έμοιαζαν, και τα μεγαλώσαμε δίνοντας τους ό,τι καλύτερο είχαμε, ό,τι καλύτερο μπορούσαμε, όσο περισσότερα αντέχαμε.
Δεν είμαστε μια χαμένη γενιά. Γιατί ζήσαμε και αγαπήσαμε τη ζωή μας.
Γιατί δεν υπάρχουν χαμένες γενιές, μόνο χαμένοι άνθρωποι.
Και χαμένος είναι μόνο όποιος δεν ξέρει να αγαπά.
Χαμένος είναι μόνο όποιος δε θυμάται ποιος είναι.
~~{}~~
Προσθήκη: Πέντε χρόνια μετά από αυτό το κείμενο αυτοκτόνησε κι ο άλλος αγαπημένος της grunge, ο Chris Cornell.
Θα προτιμούσαμε, όλοι εμείς που τον αγαπήσαμε, να είχε αλλάξει γνώμη την τελευταία στιγμή, και να πήγαινε να πιει ένα ποτό, αντί να κρεμαστεί. Σίγουρα θα το προτιμούσανε οι δικοί του άνθρωποι, η οικογένεια του.
Θα ήταν ωραίο να συνεχίσει να τραγουδάει. Αλλά γι’ αυτόν τον αγαπήσαμε από παλιά. Γιατί νιώσαμε τη θλίψη του (Fell on black days, Like a stone), γιατί ήταν αυθεντικός. Κρίμα που δεν βρήκε διέξοδο απ’ αυτές τις μαύρες μέρες.
Ευχαριστούμε, Κρις.
(ΥΓ: Όταν ήμουν πιτσιρικάς μου έλεγαν ότι του μοιάζω, εμφανισιακά. Και το είχα καλλιεργήσει, με το κατάλληλο μαλλί και μουσάκι. Ακόμα και το s που το πρόφερε ως z είχα πάρει για να τραγουδάω ξένα τραγούδια. Κατάθλιψη λίγο πολύ όλοι έχουμε. Την αυτοκτονία θα την αποφύγω, Κρις. Θα περιμένω να έρθει -και θα Του πω να παίξουμε κι ένα σκάκι.)