Πιο πολύ απ’ όλα αγαπούσε τη λογοτεχνία και σε κάποια διαλείμματα καθόταν μόνος σε μια γωνιά του προαυλίου για να διαβάσει Κάφκα – που μόλις είχε ανακαλύψει, στην τρίτη λυκείου, κι είχε συγκλονιστεί.
Αρχές Νοέμβρη τον πλησίασε η μικρόσωμη καθηγήτρια φιλολογίας και του ζήτησε να απαγγείλει ένα ποίημα στη γιορτή της δεκάτης εβδόμης Νοεμβρίου. Δεν μπόρεσε να της αρνηθεί. Όχι μόνο γιατί είδε το βλέμμα της απόγνωσης (κανείς μαθητής δεν ήθελε να απαγγέλνει βαρετά ποιήματα), αλλά γιατί της το χρωστούσε, αφού εκείνη του είχε δανείσει τη «Δίκη» και τον είχε ρίξει στο… καφκικό σύμπαν.
Μια πρώτη ματιά στο ποίημα τον έπεισε ότι ήταν ένα ανιαρό καθήκον. Οι στίχοι δεν του έλεγαν τίποτα. Το άφησε στην άκρη.
~~{}~~
Τη μέρα της γιορτής όλοι οι μαθητές κουβάλησαν βαριεστημένα τις καρέκλες τους στο γυμναστήριο. Άλλη μια σχολική γιορτή, μερικά ακόμα ποιήματα, το πολύ-πολύ και κάμποσα κακοπαιγμένα τραγούδια (από έναν συμμαθητή που μάθαινε κιθάρα).
Ο Αδάμ καθόταν στο πλάι της σκηνής και περίμενε να έρθει η ώρα του. Ένας-ένας ανέβαιναν στη σκηνή, έλεγαν το ποίημα ή το πεζό που τους είχε δοθεί, το «κοινό» χειροκροτούσε βαριεστημένα κι όλα εξελίσσονταν ως συνήθως.
Τα παιδιά φώναζαν, γελούσαν, φλυαρούσαν και κοιτούσαν έξω, περιμένοντας να τελειώσει η γιορτή για να βγουν στον ήλιο. Αν τους ρωτούσες τι έγινε εκείνη τη μέρα, τη 17η Νοεμβρίου, πριν πολλά χρόνια, θα εισέπραττες χασμουρητά και ειρωνικά βλέμματα.
Ο Αδάμ τους κοιτούσε, ενώ σκεφτόταν τι θα κάνει το απόγευμα.
~~
Όταν ήρθε η σειρά του, και προτού ανέβει στο ικρίωμα, η φασαρία που έκαναν τα παιδιά είχε ξεπεράσει το όριο που μπορούσε ν’ ανεχτεί ο λυκειάρχης, ο κύριος Ταβουλάρης.
Έκανε στην άκρη τον Αδάμ, ανέβηκε τις λίγες σκάλες με δυσκολία και ξεκίνησε να φωνάζει.
Έδειχνε τα παιδιά με το χοντρό του δάκτυλο, τους απειλούσε όλους με αποβολή, τους αποκαλούσε αναίσθητους, άχρηστους και τους προειδοποιούσε ότι ο επόμενος που θα μιλούσε θα έπαιρνε το δρόμο για το γραφείο.
Μόλις τελείωσε κανείς δε μιλούσε. Ο Λυκειάρχης, ικανοποιημένος από τον εαυτό του, γύρισε προς τον Αδάμ.
«Εσύ είσαι μετά;» του είπε.
Ο Αδάμ δε μίλησε, μόνο κούνησε το κεφάλι.
«Έλα λοιπόν, τι περιμένεις;» του είπε ο ιδρωμένος διευθυντής.
Ο Αδάμ στήθηκε μπροστά στο μικρόφωνο… Αμίλητος… Κάτι είχε γίνει μέσα στο μυαλό του, όταν άκουγε εκείνον τον «χοντρό» άνθρωπο να φωνάζει στους συμμαθητές του.
Κοίταξε το χαρτάκι με το ποίημα του… Το τσαλάκωσε και το πέταξε πάνω από τον ώμο του. Τα παιδιά γελάσανε δειλά. Νόμιζαν ότι ήταν ένα ακόμα από τα αστεία του. Αλλά ο Αδάμ, ο γελωτοποιός, δεν αστειευόταν. Όχι πια.
Έπιασε το μικρόφωνο με τα δυο του χέρια, έχοντας στο μυαλό του τον Σιδηρόπουλο, τον Κομπέιν…
«Σήμερα δε γιορτάζουμε την εξέγερση του Πολυτεχνείου», φώναξε κι όλα τα μάτια καρφώθηκαν πάνω του.
Ο διευθυντής και η καθηγήτρια φιλολογίας τον κοίταξαν το ίδιο απορημένοι.
«Σήμερα γιορτάζουμε την εξέγερση των νέων… Γιατί αυτός ο κόσμος δεν άλλαξε ποτέ από τους γέρους, μόνο από τη γροθιά των νέων.»
Ο διευθυντής πλησίασε τη καθηγήτρια.
«Τι λέει αυτός;» τη ρώτησε.
«Δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν του έδωσα εγώ τέτοιο κείμενο», απάντησε η καθηγήτρια και ξεκίνησε πανικόβλητη να ψάχνει τα χαρτιά της.
Πέρα από το θόρυβο των χαρτιών τίποτα άλλο δεν ακουγόταν στο γυμναστήριο. Τα παιδιά έμοιαζαν να κρατάνε την ανάσα τους.
Για πρώτη φορά άκουγαν.
«Δεν πρέπει να επιτρέπετε σε κανέναν», συνέχισε ο Αδάμ με τα μάτια του βουρκωμένα, «σε ΚΑΝΕΝΑΝ, να σας δείχνει με το δάκτυλο και να σας φωνάζει. Δεν πρέπει να επιτρέπετε σε κανέναν, να σας αποκαλεί άχρηστους… Δεν πρέπει κανέναν να φοβάστε… Και όταν σας προκαλούν να απαντάτε με το μόνο τρόπο που μπορούν να καταλάβουν: Με εξέγερση και γροθιά!»
Κι ενώ ο Αδάμ συνέχιζε οι μαθητές που ήταν κρυμμένοι πίσω από το γυμναστήριο για να καπνίσουν άκουσαν την παράξενη ησυχία και μπήκαν κι αυτοί μέσα.
Κάποιοι καθηγητές που έπιναν ήσυχα το καφεδάκι τους στο προαύλιο σταθήκανε στην πόρτα.
Το θέαμα τους τρόμαξε. Ένας μαθητής μιλούσε από τη σκηνή για το δίκαιο της πυγμής κι οι υπόλοιποι τον άκουγαν χωρίς να παίρνουν τα μάτια τους από πάνω του.
Ο διευθυντής πήρε τη καθηγήτρια φιλολογίας μαζί του, πήρε και τους τρομαγμένους καθηγητές και φύγανε, οχυρωθήκανε στο γραφείο.
~~
Ο Αδάμ συνέχιζε να αυτοσχεδιάζει για αρκετή ώρα. Δεν καταλάβαινε τι έλεγε, δεν σκεφτόταν, αλλά η προσήλωση των συμμαθητών του από κάτω τον είχε μαγνητίσει.
Τέλειωσε λέγοντας τα εξής:
«Αυτά είχα να σας πω. Το ξέρω ότι θα χειροκροτήσετε, θα σκεφτείτε για λίγο αυτά που ακούσατε, και μετά θα γυρίσετε στο σπίτι σας για να συνεχίσετε τη ζωή σας… Να θυμάστε μόνο κάτι: Κανείς δεν μπορεί να νικήσει τους νέους όταν σταματήσουν να φοβούνται».
Και χωρίς να υποκλιθεί ή να κάνει κάτι αστείο γύρισε να φύγει.
Αυτό που συνέβη δεν το περίμενε. Όλα τα παιδιά σηκώθηκαν όρθια και ξεκίνησαν να χειροκροτούν. Όχι όμως, όπως το έκαναν πριν, όταν άκουγαν ένα ακόμα ποίημα.
Χειροκροτούσαν με όλη τους τη δύναμη, φώναζαν – κάποιοι χτυπούσαν τις καρέκλες στο δάπεδο.
Δεν σήκωσαν τον Αδάμ στους ώμους, αλλά τον χτυπούσαν στην πλάτη και τον ακολούθησαν καθώς εκείνος βγήκε αργά από το γυμναστήριο.
Το προαύλιο γέμισε από αγριεμένα μάτια. Απέναντι τους, κλειδωμένοι μέσα στο γραφείο, ήταν οι καθηγητές, που κοιτούσαν πίσω από τα κάγκελα.
Αρκούσε μια λέξη ακόμα, μια κίνηση, κι οι μαθητές θα ορμούσαν. Κάποιοι κράδαιναν καρέκλες πάνω από το κεφάλι τους. Θα τις πετούσαν ευχαρίστως στις τζαμαρίες εκείνου του ιδρύματος που τους είχε μάθει να φοβούνται.
Το μόνο που είπε ο Αδάμ ήταν: «Πάμε να φύγουμε».
Η οργή καταλάγιασε, το προαύλιο σιγά-σιγά άδειασε.
~~{}~~
Μέχρι να γυρίσει στο σπίτι του τα νέα είχαν διαδοθεί –και διογκωθεί. Φίλοι που πήγαιναν σε άλλα σχολεία τον έπαιρναν τηλέφωνο.
«Τι έγινε;» τον ρωτούσαν.
«Τι μάθατε;» απαντούσε αυτός.
«Ότι ο Αδάμ, ο γιος του αστυνομικού, τα έκανε όλα λίμπα στη γιορτή κι ότι ξεσηκωθήκαν οι μαθητές και κυνήγησαν τους καθηγητές και και και…»
Το μεσημέρι γύρισε ο πατέρας του Αδάμ και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο του, με τη στολή όπως ήταν.
«Με πήρε ο διευθυντής», του είπε, όχι θυμωμένος, αλλά πιο πολύ ξαφνιασμένος. «Είπε ότι παρακινούσες τα παιδιά σε εξέγερση.»
«Δεν άντεξα», είπε ο Αδάμ. «Φώναζε στα παιδιά λες και ήταν ζώα, λες και ήταν δούλοι του.»
«Κι εσύ έπρεπε να…» Δεν ήξερε τι να πει. Μάλλον πολλές φορές θα είχε αναρωτηθεί αν ήταν στ’ αλήθεια δικό του παιδί ο Αδάμ. Γύρισε και έφυγε χωρίς να πει τίποτα.
Ο Αδάμ άνοιξε το ραδιόφωνο. Λόγω της ημέρας παντού –έτσι τουλάχιστον του φάνηκε- έπαιζαν επαναστατικά τραγούδια. Το δυνάμωσε και τραγουδούσε μαζί με το Μπιθικώτση: «Σώπα όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.» Είχε ξεχάσει για λίγο τους Νιρβάνα.
Ο πατέρας του έφτιαξε καφέ και άναψε τσιγάρο, ενώ αναρωτιόταν πού έκανε λάθος ως γονιός.
~~{}~~
Το επόμενο πρωινό όλοι οι μαθητές, λυκείου και γυμνασίου, περίμεναν τον Αδάμ στο προαύλιο.
Ο πρόεδρος του δεκαπενταμελούς τον πλησίασε και του ανακοίνωσε την απόφαση των συμμαθητών του: Αν τον αποβάλλανε κανείς δε θα ‘μπαινε στην τάξη. Μύριζε βενζίνη. Αρκούσε ένας μικρός σπινθήρας και το σχολείο θα τιναζόταν στον αέρα.
Ο διευθυντής πλησίασε τον Αδάμ και του ζήτησε -τόσο ευγενικά- να τον ακολουθήσει στο γραφείο. Αγνοώντας το κουδούνι όλα τα παιδιά στήθηκαν απέξω και περίμεναν.
~
Ο διευθυντής έκατσε, έφτιαξε τα μαλλιά που κάλυπταν την καράφλα του, κι αναστέναξε.
«Αδάμ», είπε, «εσύ είσαι καλό παιδί, τι σ’ έπιασε;»
«Τι εννοείτε;»
«Μα… Με αυτά που είπες ήταν σαν να προτρέπεις τους μαθητές σε εξέγερση.»
«Αυτό δεν είναι το νόημα του Πολυτεχνείου;»
«Η εξέγερση;»
«Ναι, τι άλλο; Τα ποιηματάκια και τα τραγούδια;»
Ο διευθυντής ξεροκατάπιε και ξεκίνησε να μιλάει για το ρόλο του εκπαιδευτικού και του σχολείου, και πώς προετοιμάζονται οι μαθητές να ενταχθούν στο κοινωνικό σύνολο κι ότι οι καθηγητές δεν είναι εχθροί των μαθητών, αλλά αρωγοί τους, και πως δεν πρέπει να λέμε και να κάνουμε πράγματα χωρίς σκέψη γιατί μετά μπορεί να μετανιώνουμε για την υπόλοιπη ζωή μας κι άλλα πολλά.
Ο Αδάμ έκανε πως άκουγε. Έβλεπε τα πρόσωπα των συμμαθητών του έξω, τις σφιγμένες γροθιές τους, και ήξερε ότι ένα βήμα τον χώριζε… Θα μπορούσε να γίνει ο ηγέτης της οργής τους. Αλλά δεν έκανε εκείνο το βήμα.
Ίσως γιατί φοβήθηκε, ίσως γιατί δεν ήθελε να είναι ήρωας, ίσως –πολύ απλά- γιατί δεν ήταν φτιαγμένος από την πάστα των ηγετών.
Δεν άντεχε την πολλή συνάφεια του κόσμου, ήθελε να μείνει μόνος του πάλι και να συνεχίσει να διαβάζει εκείνο το βιβλίο του Κάφκα που είχε αφήσει στη μέση.
Έτσι όταν τον ρώτησε ο διευθυντής, τελειώνοντας τον ανιαρό του μονόλογο, αν θα προσπαθούσε να ηρεμήσει τους συμμαθητές του, εκείνος απάντησε: «Απλά είπα αυτά που σκεφτόμουν.»
Βγήκε από το γραφείο και οι μαθητές κρεμόντουσαν από τα χείλη του.
«Σε απέβαλλαν;» ρώτησε ο πρόεδρος του δεκαπενταμελούς, έτοιμος να δώσει το σύνθημα της κατάληψης.
«Δε μου ‘καναν τίποτα», είπε ο Αδάμ, απογοητεύοντας ‘τους όλους.
Επέστρεψαν στις τάξεις τους, έχοντας χάσει την ευκαιρία να κάνουν τη δική τους εξέγερση.
~~
Και κάπως έτσι πέρασαν τα χρόνια. Οι νέοι μεγάλωσαν, έχοντας μόνο τις δικές τους μικρές επαναστάσεις.
Μεγάλωσαν περιμένοντας κάποιον, να σταθεί στη σκηνή και να τους μιλήσει χωρίς προσχέδια και σημειώσεις. Να τους δώσει το σύνθημα, να τους κάνει να πιστέψουν.
Έμαθαν τελικά να πιστεύουν στον εαυτό τους. Κατάλαβαν ότι είναι όλες αυτές οι μικρές επαναστάσεις, η καθημερινή ανυπακοή σε όσα περιμένουν από σένα να κάνεις – αυτά χτίζουν τον κόσμο.