Είναι δύσκολο, το ξέρω πως είναι, όταν κατρακυλάς στο βάραθρο να συνεχίσεις να πιστεύεις ότι μπορεί να υπάρχει κάτι μαγικό, κάτι που να σου υπενθυμίζει ότι αυτός ο κόσμος δεν είναι μόνο μια κοιλάδα δακρύων.
Κι όμως… Υπήρξαν άνθρωποι –δεν πάνε πολλά χρόνια- που αντίκρισαν το έρεβος και κατάφεραν να δραπετεύσουν -όχι αλώβητοι, αλλά όρθιοι.
Άλλωστε αυτό είναι που έχει σημασία: Να μείνεις όρθιος, ενάντια σε όλες τις προβλέψεις, μέχρι το τέλος.
Συμβαίνει σπάνια, αλλά συμβαίνει, μέσα στη πιο βαθιά νύχτα να εμφανίζεται μπροστά σου μια πόρτα που οδηγεί σ’ ένα «μαγικό θέατρο μόνο για λίγους».
Δεν θα σας μιλήσω για τον Λύκο της Στέπας ούτε για κάποιο άλλο αποκύημα της φαντασίας, αλλά για έναν άνθρωπο που έζησε 9+1 ζωές (σχεδόν χίλιες), που επιβίωσε απ’ την Κόλαση κι ένα χειμωνιάτικο πρωινό στην Αθήνα κατήλθε κατά λάθος στον Παράδεισο.
~~{}~~
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης δεν πίστευε στα θαύματα ούτε μπορούσε να φανταστεί τι του επιφύλασσε η μοίρα, όταν στην ηλικία των δεκατεσσάρων βρέθηκε στην Αθήνα. Έχοντας τελειώσει μόνο τις τρεις τάξεις του εξατάξιου γυμνασίου, αναγκάστηκε να εργάζεται τα πρωινά και τα βράδια να μαθαίνει τεχνικό σχέδιο στη Σιβιτανίδειο σχολή.
Όταν οι ναζήδες ύψωσαν τον αγκυλωτό σταυρό στην Ακρόπολη ο νεαρός Ιάκωβος μ’ έναν φίλο του προσπάθησαν να το σκάσουν από την Ελλάδα. Συνελήφθησαν στα σύνορα κι οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν.
Όχι, ο Καμπανέλλης δεν ήταν Εβραίος, αλλά είναι σφαλερή η πεποίθηση ότι στα στρατόπεδα εξόντωσης πέθαιναν μόνο όσοι φορούσαν το κίτρινο άστρο του Δαβίδ.
Η πλειονότητα των θυμάτων ήταν πράγματι Εβραίοι, αφού οι εμμονές ενός αρρωστημένου νου είχαν μολύνει ένα ολόκληρο έθνος.
Αλλά εκεί μέσα, στα κολαστήρια του 20ου αιώνα, εξοντώνονταν ανηλεώς και τσιγγάνοι, αντιφρονούντες, κομμουνιστές, ομοφυλόφιλοι, Ρώσοι στρατιώτες, παρτιζάνοι, Έλληνες, Πολωνοί, Σλάβοι, όλα τα κατακάθια του υπέροχου Άρειου κόσμου.
~~{}~~
Οι πρώτοι που πέθαιναν, γράφει ο Καμπανέλλης, ήταν οι πιο δυνατοί –στο σώμα. Κάποιοι όπως οι Ρώσοι, κάτι θεριά ίσαμε δυο μέτρα, των οποίων το σώμα δεν μπορούσε να συντηρηθεί με τη μερίδα φαγητού που τους αναλογούσε, αυτοί ήταν οι πρώτοι.
Δεν είναι παράδοξο. Και την αυτοκρατορία των δεινοσαύρων οι ποντικοί την κληρονόμησαν.
Όλα όσα περιγράφει ο Καμπανέλλης στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του για το Μαουτχάουζεν σε κάνουν ν’ αμφιβάλλεις για το αν ο άνθρωπος είναι το περιούσιο ζώο ή ένα σφάλμα της φύσης. Όμως υπάρχουν κάποιες στιγμές που καταλαβαίνεις πως ο άνθρωπος είναι ό,τι καλύτερο κι ό,τι χειρότερο, ακριβώς επειδή μπορεί να επιλέξει.
~~{}~~
Δεν μπορώ να ξεχάσω την ιστορία ενός Έλληνα, ίσως να τον έλεγαν Νίκο, ίσως Αντώνη, που ήταν ένα παλικάρι από ‘κείνα που κάποτε ζούσαν στην έρημη τούτη χώρα.
Οι Ναζήδες έβαζαν τους μελλοθάνατους σ’ ένα λατομείο, να κουβαλούν ολημερίς πέτρες, ανεβαίνοντας άσκοπα κι αέναα μια απότομη σκάλα, ως άλλοι Σίσυφοι.
Αυτή ήταν η καταδίκη τους, επειδή δεν ήταν Άρειοι.
Κάποια μέρα ένας μικρόσωμος κρατούμενος (Εβραίος, τσιγγάνος, αντιφρονούντας;) κατέρρευσε στη σκάλα και σωριάστηκε δίπλα στην πέτρα του.
Ο Γερμανός στρατιώτης βρέθηκε από πάνω του. Ξεκίνησε να τον κλωτσάει και να τον διατάζει να σηκωθεί, έτοιμος να πυροβολήσει. Ο κρατούμενος είχε κλείσει τα μάτια και περίμενε τις σφαίρες που θα τον λυτρώνανε.
Τότε ο Νίκος, ο Έλληνας, το παλικάρι, που ερχόταν πίσω απ’ τον αποκαμωμένο, έσκυψε, πήρε την πέτρα και του άλλου και τον βοήθησε να σηκωθεί.
Ο Γερμαναράς (αν προσβάλλονται οι εταίροι μας μπορώ να τον αποκαλέσω και ναζιστικό σκυλί) έβγαλε αφρούς. Δεν επιτρεπόταν αλληλεγγύη στην Κόλαση, μόνο αξίωμα ήταν το σώζων εαυτόν σωθήτω –μέχρι να έρθει η ώρα σου.
Σημάδεψε τον Νίκο, του είπε να πετάξει τις δυο πέτρες και –για να τον εκδικηθεί- του έδειξε μια μεγαλύτερη, ένα αγκωνάρι.
Ο Νίκος γέλασε. Κοίταξε τριγύρω, βρήκε μια πέτρα πιο βαριά και από καλοταϊσμένο δωσίλογο και τη σήκωσε. Έπιασε και τον αποκαμωμένο και ξεκίνησε να ανεβαίνει τη σκάλα σφυρίζοντας –ίσως κάποια μελωδία του Τσιτσάνη.
Και τότε… Το «κουτάκι του Γερμανού χάλασε».
Έτσι το έγραψε ο Καμπανέλλης. Το κουτάκι του Γερμανού χάλασε.
Ο Ναζί δεν έκανε τίποτα, μόνο κοιτούσε τον Έλληνα, το παλικάρι, που ανέβαινε τη σκάλα αδιαφορώντας για την κάνη που τον σημάδευε, αδιαφορώντας για το θάνατο, αρκεί να έμενε όρθιος μέχρι την ύστατη στιγμή.
~~{}~~
(Και μόνο η λέξη «παλικάρι» αρκεί για να προκαλέσει τη θυμηδία σε κάποιους. Είναι παλιομοδίτικη, είναι ξεπερασμένη, είναι… γραφική. Όπως είναι κι οι λέξεις «φιλότιμο», «αξιοπρέπεια», «ελευθερία».)
~~{}~~
Ο Καμπανέλλης επέζησε χάρη στη Σιβιτανίδειο, αφού το τεχνικό σχέδιο που είχε διδαχτεί αποδείχτηκε σωτήριο σχέδιο. Χάρη σ’ αυτό τον έβαλαν σ’ ένα γραφείο κι απέφυγε τη σκάλα του θανάτου.
~~{}~~
Το 1945, όταν το διαφυλετικό συνονθύλευμα των Συμμάχων, κατατρόπωσε την «καθαρότητα» της Γερμανικής φυλής, η πύλη του Μαουτχάουζεν άνοιξε. Μόλις ένας στους δέκα, απ’ όσους είχαν βρεθεί εκεί μέσα, βγήκαν ζωντανοί.
Καθώς ο Καμπανέλλης επέστρεφε στην Ελλάδα κι ενώ οι αποφυλακισμένοι ρωτούσαν τις κοπέλες από το Άουσβιτς, τις κοπέλες από το Νταχάου, «μην είδατε την αγάπη μου;», σκέφτηκε ότι είχε χρέος να ζήσει και τις ζωές των άλλων εννιά, των εννιά που -κατά κάποιο τρόπο- είχαν πεθάνει για να ζήσει αυτός.
Δεν τους απογοήτευσε. Κατάφερε να ζήσει χίλιες ζωές.
~~{}~~
Εξήντα χρόνια μετά -μετά από εκείνη τη μέρα της Άνοιξης που οι πύλες της Κόλασης άνοιξαν- ένας νεαρός που πάλευε να δαμάσει τις λέξεις και τις σκέψεις τον ρώτησε αν είχε συγχωρήσει τους Γερμανούς.
Συνηθισμένος στη θυμοσοφία και την καλοσύνη του πίστευα (ναι, εγώ ήμουν εκείνος ο νεαρός και ακόμα παλεύω να δαμάσω τις λέξεις και τις σκέψεις) ότι θα άκουγα μια ζεστή κατάφαση, εκείνη την κατάφαση που υποτίθεται ότι είναι αναγκαίο επακόλουθο των γηρατειών.
«Ποτέ», μου είπε ο ογδονταπεντάχρονος Καμπανέλλης, χωρίς οργή ή μνησικακία, χωρίς φόβο και πάθος. «Για να συγχωρήσω πρέπει να ξεχάσω και δεν μπορώ να ξεχάσω κανέναν από εκείνους που πέθαναν δίπλα μου.»
Άμα ξεχνάς το παρελθόν σου είσαι αναγκασμένος να ξανακάνεις τα ίδια λάθη, έτσι δε λένε;
Αν ξεχνάς τους νεκρούς σου είσαι αναγκασμένος να αφήσεις κι άλλους να πεθάνουν.
«Το μεγαλύτερο λάθος των Γερμανών», μου είπε ο Καμπανέλλης, «ήταν που γκρεμίστηκε το τείχος του Βερολίνου. Όχι! Αυτό έπρεπε να μείνει για πάντα εκεί, για να τους θυμίζει ποιοι ήταν και ποιοι δεν πρέπει να ξαναγίνουν.»
~~{}~~
Στο επόμενο κείμενο θα σας περιγράψω πως ο Καμπανέλλης επέστρεψε στην Αθήνα και προσπαθώντας να ξεπεράσει όλη τη φρίκη που είχε βιώσει βρήκε τυχαία τη λύτρωση σε ένα μαγικό θέατρο μόνο για λίγους, «στο πρώτο υπόγειο του Κουν», όπως λέει και το τραγούδι.