Αδάμ – Ο εφιάλτης του ξανθού πίθηκου

1
372

arian ape

Οι πρόγονοι του Αδάμ

Η ιστορία του Αντώνη εδώ                   –                    Η ιστορία της Ελένης εδώ

Το πρώτο μέρος του Αδάμ εδώ

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

21 Μαρτίου 1943

Μέσα στο τρένο των ελλόγων

Συνεχίζω να γράφω… Οι άλλοι απέναντι νομίζουν ότι κάνω ρεπορτάζ ή ότι γράφω τις μαρτυρίες του μαρτυρικού Περιούσιου λαού, δεν ξέρω τι νομίζουν. Μου φωνάζουν τα ονόματα τους.

Γράψε για μένα. Με λένε Κοέν και είχα μαγαζί με υφάσματα στην Αγίας Σοφίας.

Γράψε για μένα. Με λένε Σάρα και καθάριζα τη μονή των Μοναστηριωτών.

Γράψε για μένα. Με λένε Αβράαμ και θυσίασα το γιο μου επειδή το ζήτησε ο Γιαχβέ.

Γράψε για μένα. Δεν θυμάμαι πως με λέγανε, αλλά είμαι σίγουρος ότι κάτι κακό έχω κάνει για να τιμωρούμαι έτσι.

Γράψε για μένα…

Κι εγώ κάνω ότι γράφω όσα μου λένε, ότι καταγράφω επακριβώς τις εμπειρίες τους και τα ονόματα τους, αφήνοντας ‘τους ανακουφισμένους και δυσκοίλιους.

Ίσως τη μέρα λυπάμαι πιο πολύ για ‘κείνο το κορίτσι απέναντι. Δεν πρέπει να ‘ναι πάνω από δεκατεσσάρων χρονών, όσο ήταν κι η Ιουλιέτα όταν ήπιε το φαρμάκι. Το μπουμπούκι ανάμεσα στα πόδια της θα έχει ανθίσει τώρα πια και θα αναδύει το πιο γλυκό άρωμα.

Δόλια στήθη, κανείς δεν θα σας δαγκώσει, κανείς δεν θα αφήσει το αποτύπωμα των δακτύλων του πάνω σας. Κι αυτή η κοιλιά, με το αγανό τρίχωμα που οδηγεί από τον αφαλό ως το μπουμπούκι, δεν θα γεμίσει ποτέ σπέρμα, δεν θα αξιωθεί, λες και είναι στέρφα, να εκκολάψει έναν μικρό πίθηκο, ένα μικρό θεό.

Το κορίτσι κοιτάει φοβισμένο γύρω του, φοβισμένο και διψασμένο για ζωή. Τόσοι άντρες την αγγίζουν, αλλά κανείς δεν σκέφτεται να τη λυτρώσει. Αν της έχωναν για μια στιγμή μέσα της μια ιδέα αντρισμού το κορίτσι θα μπορούσε να πεθάνει πιο ήσυχα. Χωρίς να σκέφτεται τι έχασε και τι δεν έκανε και τι θα μπορούσε να ζήσει.

Τώρα όμως θα φύγει έχοντας στα χείλη της μόνο τη μυθική γεύση του ανεκπλήρωτου.

Και δίπλα στην παιδούλα η μπάμπω. Που μοιάζει λες και την ξεθάψανε προχθές από τις πυραμίδες. Δεν την έχει μείνει ούτε ένα δόντι, ίσως μπορεί να θυμηθεί τι της είπε ο Μωυσής σαν κατέβηκε από το όρος, ίσως να είναι και πιο παλιά, αρχαία σαν το Έρεβος των Ελλήνων, ανεξάντλητη σαν την ινδική σαμσάρα. Ανεξάντλητη, έζησε τόσες χιλιετίες κι όμως δεν θέλει να πεθάνει.

Κοιτάζει τους πάντες γύρω της, διαλέγει ποιος θα σκοτωθεί στη θέση της, πιο πολύ κοιτάζει εμένα, της φαίνομαι εύκολο θύμα. Δεν πρόκειται να δεχτεί πως έφτασε η ώρα της, έχει χώσει βαθιά τα νύχια της στο σβέρκο της ζωής και κρατιέται με όλες της τις δυνάμεις.

Αν τη διαλέγανε θα έλεγε: “Μην παίρνετε εμένα, έχω τόσο πολλά να ζήσω ακόμα. Πάρτε ‘κείνον απέναντι που γράφει, πάρτε ‘κείνον που νομίζει ότι η Ζ Ω Η είναι τρία γράμματα στο μέσο μια πρότασης. Πάρτε τον ποιητή!”

Οι άντρες προσπαθούν να είναι δυνατοί. Καμώνονται τους δυνατούς και διατάζουν τις γυναίκες τους να μην κλαίνε. Υπόσχονται πως θα βρουν μια καλή δουλειά στην Κρακοβία για να συντηρήσουν τους γέρους γονείς και τα παιδιά τους.

Τη μέρα συμπεριφέρονται λες και είναι τυφλοί. Λες και το φως τους κρύβει την αλήθεια. Λες και όσο τους πιέζει να φανερωθούν τόσο αυτοί πεισμώνουν και κάνουν ότι δεν συμβαίνει τίποτα κακό.

Μόνο την νύχτα γίνονται πραγματικοί. Αναστενάζουν και κρυφοκλαίνε. Ψελλίζουν το όνομα της γυναίκας τους ή μπορεί να είναι το όνομα της μάνας τους ή φωνάζουν τη Μάνα του Ισραήλ, τη Σαλονίκη, που τους έκαψε για δεύτερη φορά.

Τι ονειρεύονται αλήθεια; Τι βλέπουν στον ύπνο τους;

Ο διπλανός μου κουνάει τα χέρια του λες και αλέθει καφέ και ίσως να είναι αυτή η μυρωδιά που με ξυπνάει κάθε τόσο. Ο άλλος πουλάει την πραμάτεια τους και διαφημίζει με πετσοκομμένες λέξεις τα φάρμακα του. Για το συκώτι γαϊδουράγκαθο, για τον πονοκέφαλο βαλεριάνα, για την άνοια εκχύλισμα μανδραγόρα.

Η γυναίκα παραδίπλα μαλώνει τα παιδιά της που αργούν να έρθουν στο τραπέζι. “Μην τρώτε το ταρέφ!” τους φωνάζει. Η γριά φαντασιώνεται πως είναι παιδούλα και η Ιουλιέτα ονειρεύεται πως έχει εγγόνια.

Μόνο εκείνο το μωρό δεν ονειρεύεται τίποτα. Ξυπνάει και χωρίς να γκρινιάξει βάζει τα χείλη του στο βυζί της μάνας του και ρουφάει. Τυχερό είναι αυτό. Δεν θα καταλάβει ότι πεθαίνει. Τυχερό είναι. Δεν πρόλαβε να περπατήσει στην Κοιλάδα των Δακρύων. Τυχερό είναι. Έχει και χώρο για να κοιμάται.

Εμείς οι ενήλικοι πίθηκοι δεν μπορούμε καν να ξαπλώσουμε. Πρέπει να κοιμόμαστε όρθιοι, ακουμπώντας ο ένας στον ώμο του άλλου, και μόλις κάποιου τα γόνατα λυγίσουν τότε γέρνουμε όλοι προς τη μεριά του. Ξυπνάμε απότομα από τον άβολο ύπνο και φωνάζουμε. Ξυπνάει κι εκείνος που μας χάλασε τον ύπνο και ξαναπατά γερά τα πόδια του κάτω. Βολευόμαστε όπως μπορούμε και κλείνουμε τα μάτια ώσπου κάποιος να λυγίσει, ξανά.

Τα ‘χουν φτιάξει καλά οι ναζήδες. Έχουν μελετήσει την κάθε λεπτομέρεια, αυτή πρέπει να είναι η πιο επιστημονική εξόντωση στην ιστορία των πιθήκων.

Δεν τους φτάνει που μας στερούν την ελευθερία μας, απ’ όσους είχαν, που μας στερούν την οικογένεια, απ’ όσους είχαν, που μας στερούν την πίστη στην παντοδυναμία του Γιαχβέ, απ’ όσους είχαν.

Δεν τους φτάνει να μας σκοτώσουν. Θέλουν να μας εξοντώσουν ως φυλή, θέλουν να μας εξαφανίσουν από τη μνήμη της ανθρωπότητας. Κι ίσως να τα καταφέρουν.

Ίσως μια νύχτα ξυπνήσει από το βαθύ και ήρεμο ύπνο του ένας ξανθός πίθηκος και πει: “Ονειρεύτηκα ότι υπήρχαν Εβραίοι”.

Και η γυναίκα του θα του χαϊδέψει τα μαλλιά, τα ξανθά πιθηκίσια μαλλιά, και θα του πει: “Κοιμήσου, αγάπη μου, εφιάλτη είδες”.

Και οι άριοι πίθηκοι θα συνεχίσουν να κοιμούνται… Ξαπλωμένοι και μακάριοι…

Τον λατρεύουν τον ύπνο. Όλοι οι πίθηκοι, ανεξαρτήτως φυλής, λατρεύουν τον ύπνο. Γι’ αυτό και θέλουν να μας τον στερήσουν. Έτσι όπως μας έχουν στριμώξει ξέρουν ότι θα φτάνουμε στα πρόθυρα και μόλις κάποιος καταφέρει να κοιμηθει τότα θα πρέπει και να ξυπνήσει. Για να μείνει όρθιος. Για να μείνουμε όρθιοι.

Σαν τον Τάνταλο μας έχουν καταδικάσει σε αιώνια νύστα. Μόλις απλώνεις το χέρι σου να πιάσεις το φρούτο του ύπνου, αυτό τραβιέται. Μόλις σκύβεις να πιείς το ενύπνιο νερό τα σώματα υποχωρούν και πρέπει να σταθείς όρθιος για να μην πέσουν πάνω σου.

Με όλη αυτή την κούραση αρχίζεις να αποθαρρύνεσαι. Αρχίζεις; Πιο πολύ από ποτέ μοιάζει ακαταμάχητος ο ύπνος του θανάτου. Ύπνος χωρίς όνειρα, χωρίς εφιάλτες, χωρίς ξύπνημα. Ύπνος αμιγής και αδιατάραχος. Μια για πάντα.

Ίσως γι’ αυτό αποφάσισε να πεθάνει κι εκείνος παραδίπλα. Τον λέγανε… Δεν θυμάμαι πως τον λέγανε. Μου είχε πει το όνομα του και τη διεύθυνση, έμενε κάπου στο Ρεζί-Βαρδάρ νομίζω. Μου είχε πει και τι δουλειά έκανε και πόσα παιδιά είχε, πόσα εγγόνια. Όμως τώρα δεν θυμάμαι τίποτα. Ούτε καν το πρόσωπο του, όπως ήταν πριν πεθάνει.

Ίσως η γυναίκα του και τα παιδιά του να το θυμούνται. Μα σύντομα θα πεθάνουν κι αυτοί και δεν θα μείνει κανείς να τον θυμάται.

Ίσως, αν κάποιος επιζήσει, να λέει ότι ήταν πλάτη με πλάτη με ένα πτώμα. Να λέει στα εγγόνια του, που δεν θα μπορούν να τον πιστέψουν και ίσως να μην νοιάζονται να τον ακούσουν, πως είναι να κουβαλάς έναν νεκρό. Να τους λέει πως μυρίζουν οι νεκροί την άνοιξη.

Δεν μοιάζει με λουλούδι. Όχι, σίγουρα δεν μοιάζει με λουλούδι. Αν ήταν έτσι τότε θα έρχονταν μέλισσες να μαζέψουν γύρη από τα μάτια του. Όμως έρχονται μόνο μύγες.

Δεν είναι άσχημες κι αυτές. Φτεροκοπούν ασημοπράσινες και ξέρουν που ακριβώς πρέπει να πάνε. Ή στα σκατά του βαρελιού ή στα ρουθούνια του νεκρού. Ή και στα δύο. Φτερουγίζουν έναν γύρο, έναν τετράγωνο γύρο με κάθετες στροφές, και μετά πάνε απευθείας και χώνονται στα ρουθούνια του.

Χρουφ! Ακριβώς στον στόχο.

Ίσως θα ήταν πιο εύκολο για τους Γερμανούς αν έφτιαχναν έξυπνες βόμβες που να χτυπούσαν με την ακρίβεια της μύγας. Ούτε λίγο παραδίπλα ούτε λίγο προς τα ‘κει.

Ακριβώς στο στόχο. Χρούφ!

Στο πιο νόστιμο κομμάτι, ακριβώς στο μυαλό. Τι πιο νόστιμο από ένα εβραϊκό μυαλό;

Και δεν είναι εύκολο, σίγουρα δεν είναι εύκολο, αφού ο νεκρός λικνίζεται πέρα-δώθε σαν να προσπαθεί να αποφύγει τις μύγες. Στρίβει το τρένο, στρίβει και ο νεκρός, λυγίζουν τα γόνατα κάποιου, γέρνει προς το μέρος του ο νεκρός.

Γι’ αυτό πρέπει να τους θάβουμε. Για να σταματάνε να κουνιούνται.

Έχουμε συνηθίσει σε όλη μας τη ζωή να κινιόμαστε, να περιπλανιόμαστε. Υπάρχει η κεκτημένη ταχύτητα, υπάρχει και η συνήθεια της κίνησης. Μόνο σαν μας θάβουνε μένουμε ακίνητοι. Θα ‘ναι οπωσδήποτε μεγάλη ανακούφιση.

Εκτός κι αν… Εκτός κι όταν κλείνουμε τα μάτια μας παίρνουμε τα μπογαλάκια μας και πάμε για να συναντήσουμε το Θάνατο. Μάλλον έτσι είναι, γιατί κανείς δεν τον άκουσε να μπαίνει εδώ μέσα…

Η γιαγιά μου έλεγε για κουκουβάγιες και καστροπούλια, για σκυλιά που αλυχτάνε πριν να πεθάνει κάποιος. “Βλέπουν το Χάρο κι αγριεύονται”, μου έλεγε κι εγώ την πίστευα. Νόμιζα πως όταν πεθαίνουμε γίνεται μεγάλη φασαρία.

Όμως κανείς δεν κατάλαβε πότε πέθανε εκείνος παραδίπλα. Τη μια στιγμή ζούσε και μας έλεγε για τις συμφορές του λαού του Ισραήλ και την άλλη γέμισαν τα ρουθούνια του μύγες.

Ίσως έτσι έρχεται ο Θάνατος. Με τη μορφή μύγας.

Ο θεός των χριστιανών ήρθε ως ξυλουργός, ο Γιαχβέ παρουσιάστηκε ως βάτος και ο Μωάμεθ ανέβηκε με γαϊδούρι στον ουρανό. Ίσως ανταγωνίζονται οι θεοί για το ποιος θα φανεί λιγότερο εξεζητημένος.

Κι ο Θάνατος, που είναι ο πιο έξυπνος απ’ όλους, διάλεξε τη σκατόμυγα για να ενσαρκωθεί.

Ξέρουν τι κάνουν οι θεοί. Έχουν μελετήσει την κάθε λεπτομέρεια.

(η συνέχεια εδώ)

1 ΣΧΟΛΙΟ

Comments are closed.