Ελένη – Το πλοίο των τεράτων

0
362

12b

Οι πρόγονοι του Αδάμ

Η ιστορία του Αντώνη εδώ

Το πρώτο μέρος της Ελένης εδώ  –   Το δεύτερο μέρος εδώ

~~{}~~

Σε κούρασα. Θες κάτι να φας; Έχω φτιάξει ωραία… Δε θες. Αλλά να τρως. Γιατ’ είσαι νέο παλικάρι και χρειάζεσαι φαΐ. Θα σε ρίξει καμιά νταρντάνα στο κρεβάτι και δεν θα μπορείς να την κουμαντάρεις. Σίγουρα δεν θες να φας κάτι; Έλα τώρα, ντρέπεσαι τη γιαγιά σου; Σήκω, σήκω και σου ‘χω σουτζουκάκια πολίτικα που μόνο εγώ ξέρω να φτιάχνω. Έλα από ‘δω να τα βάλω να ζεσταθούν…

Ο Σωκράτης μου είναι αυτός. Δεν ήταν και πεσκέσι άντρας, αλλά μια χαρά τα πήγαμε. Με φρόντιζε ο μακαρίτης, δεν μπορώ να πω… Να κάτσε να φας εσύ κι εγώ θα συνεχίσω την ιστορία μου. Την έχω πει τόσες φορές, αλλά μου αρέσει να διηγούμαι ιστορίες… Μοσχοβολάνε, ε; Κύμινο, αγόρι μου, κύμινο. Το μαγικό μπαχαρικό…

Λοιπόν, τώρα που σου είπα μαγικό θυμήθηκα μια ιστορία με τη γιαγιά σου. Τρώγε εσύ κι εγώ θα σου λέω. Είχε έρθει και έριξε άγκυρα ένα ποταμόπλοιο. Ακριβώς μπροστά στο Ματζεστίκ, το ξενοδοχείο. Είχε κατέβει από το Δούναβη, έλεγαν κάποιοι. Άλλοι έλεγαν ότι είχε έρθει από τον Νείλο. Το κοντό και το μακρύ τους. Το πλοίο λεγόταν Φιλίπ και είχε στα πλαϊνά δυο μεγάλες ρόδες σαν αυτές που βάζουν στα κατοικίδια ποντίκια για να τρέχουν. Οι ρόδες ήταν άσπρες, μα όλο το υπόλοιπο ήταν βαμμένο πορτοκαλί. Ναι, πορτοκαλί, σαν τεράστιο καρότο. Και πάνω στη μεσαία τσιμινιέρα είχε ένα σταυρό που σήμαινε ότι ο ιδιοκτήτης του ήταν χριστιανός.

Όσοι περπατούσαν στην παραλία σταματούσαν για να το θαυμάσουν και οι φήμες οργίαζαν. Όχι, είναι του διαδόχου, όχι είναι του Αβέρωφ, όχι, του Τσάρου, όχι του βασιλιά της Ισπανίας. Καθένας έβγαζε και τη δική του ιστορία. Το μυστήριο λύθηκε ένα πρωινό που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Βαλκανίων ανοιχτή πρόσκληση για τους απανταχού περίεργους και βασανισμένους. Τα θαύματα όλου του κόσμου στα πόδια σας, έγραφε…

Ο άνθρωπος-σκιά που σκαρφαλώνει σε ταβάνια και σε τοίχους, ουδείς μπορεί να κοιμάται ήσυχος πλέον, ο βουρβούλακας από τα Καρπάθια όρη που πίνει μόνο αίμα, η γυναίκα-σαύρα που τρώει κατσαρίδες ζωντανές, το κορίτσι με τ’ αστέρι ανάμεσα στα πόδια της, ο πυγμαίος από τη μαύρη ήπειρο και ο ακέφαλος άντρας. Όποιος θέλει να μάθει για την τύχη του και το μέλλον του θα ρωτήσει τον σοφό Σολομώντα και το περιστέρι του, το περιστέρι που μοιράστηκε την αθανασία και τη σοφία με το Άγιο Πνεύμα. Και όποιος είναι θαρραλέος αρκετά θα μπει στο κλουβί του κερασφόρου υιού του Σατανά, που φτύνει φωτιές και ουρλιάζει με τις φωνές χιλίων κολασμένων. Είσοδος δραχμαί πέντε. Οι κυρίες εισέρχονται δωρεάν…

Παναγιά μου! Πρόσεχε, αγόρι μου, πνίγηκες; Είσαι καλά; Πιες νερό… Τρόμαξες; Α, γελάς… Εσύ γελάς, αλλά εμείς είχαμε όλοι τρομάξει. Δεν έβλεπες κάθε μέρα βουρβούλακες. Μην κοιτάς τώρα που υπάρχει η τηλεόραση. Τότε ο κινηματογράφος ήταν ακόμα φρέσκο πράμα και οι θεατρίνοι δεν μπορούσαν να μας πείσουν με τις μουτσούνες τους. Αυτό ήταν κάτι άλλο. Η σύναξη των τεράτων.

Η Ελένη από την πρώτη μέρα φαγώθηκε να πάμε. Εγώ της έλεγα ότι φοβόμουν, αλλά αυτή ήταν αποφασισμένη. Τελικά την ακολούθησα και ήμουν έτοιμη να κατουρηθώ πάνω μου. Όμως όταν τα έβλεπες από κοντά δεν ήταν τόσο τρομαχτικά όσο τα έλεγε η εφημερίδα και όσο τα φανταζόμασταν. Ο γιος του Σατανά έμοιαζε με μασκαρεμένο χωριατόπαιδο και λίγο έλειψε να τον ξεβρακώσουν τον βουρβούλακα κάτι κουτσαβάκηδες. Έκανε ό,τι έπινε αίμα, αλλά ήταν ντοματόζουμο. Αν και κανείς δεν τόλμησε να το δοκιμάσει για να πει αν αλήθεια ήταν ντομάτα…

Τρόμαξα μόνο με τον άνθρωπο-άγαλμα, που καθόταν στην πρύμνη. Έμενε ακούνητος, ίδιος με άγαλμα. Ήταν βαμμένος άσπρος και δεν κουνούσε ούτε τα μάτια του. Έκανα μια να του αγγίξω το χέρι για να δω αν είναι από μάρμαρο κι αυτός τότε τινάχτηκε και μ’ άρπαξε. Ως το δάσος θ’ ακούσαν τις στριγγλιές μου. Μου ‘φυγε η ψυχή…

Η Ελένη γελούσε όλη την ώρα, καιρό είχα να τη δω να γελάει, και με πήγε στο σοφό Σολομώντα με το πάνσοφο πουλί. Δεν ήθελα να ρωτήσω τίποτα, ήμουν ακόμα κοψοχολιασμένη, και αναγκαστικά βγήκε μπροστά η Ελένη.

Τι θέλεις να μάθεις, εσύ κοπέλα, που έχασες τον άνθρωπο τον δικό σου; ρώτησε ο Σολομώντας.

Τότε το θεωρήσαμε μεγάλο θαύμα που ήξερε ο γέρος για τον Τζώρτζη. Μετά που σκέφτηκα λιγάκι πιο ήρεμα κατάλαβα ότι στους πολέμους που είχαν προηγηθεί όλοι είχαν χάσει από κάποιο δικό τους άνθρωπο. Και πόλεμος να μην είναι όλο και κάποιος πεθαίνει και ‘συ το θυμάσαι και το κρατάς για χρόνια… Καλά τα λέω τώρα. Όποιος είναι έξω από το χορό καλά χορεύει. Κι όποιος είναι έξω από το χρόνο όλα τα μαντεύει.

Θέλω να μάθω τι θα μου συμβεί και που θα πάω, του είχε πει η Ελένη.

Ο Σολομώντας έσκυψε το κεφάλι, μίλησε λίγο με το θεό του, έπειτα έβγαλε το περιστέρι από το κλουβί του και του ψιθύρισε κάτι στ’ αυτί. Το περιστέρι τέντωσε τα φτερά του να ξεμουδιάσουν, ύστερα πέταξε και έκανε δυο γύρους πάνω από τα κεφάλια μας. Μετά βούτηξε μέσα στο καλάθι που υπήρχε ανάμεσα σε μας και στον σοφό και άρπαξε με το ράμφος του ένα σημείωμα. Πέταξε ξανά και άφησε το σημείωμα στα χέρια του σοφού. Εκείνος το τάισε και το έβαλε στο κλουβί του. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει όταν ο Σολομώντας άνοιγε το χαρτάκι… Τέλειωσες; Τη σάλτσα θα την αφήσεις; Αυτό είναι το καλύτερο. Βούτα το ψωμάκι σου να το ‘φχαριστηθείς. Έτσι μπράβο… Τι της είπε; Ήταν σαν ποιηματάκι. Και σαν γρίφος.

Ο πρώτος άντρας σου θα πεθάνει τελευταίος και ο τελευταίος άντρας σου θα είναι ο πρώτος.

Κάπως έτσι ήταν. Γελάσαμε με τον ακαταλαβίστικο χρησμό, του ρίξαμε μια δραχμή και πήγαμε να δούμε τον άνθρωπο-σκιά… Στην επιστροφή η Ελένη προσπαθούσε να με πείσει ότι δεν σκεφτόταν αυτό που της είχε πει ο σοφός, όμως την ήξερα εγώ, δεν μπορούσε να το βγάλει από το μυαλό της. Που ξέρεις, μπορεί κατά κάποιο τρόπο να εκπλήρωσε την προφητεία επειδή την έμαθε, κι αν δεν είχαμε πάει εκείνη τη μέρα στο Φιλίπ να μην είχε γίνει τίποτα απ’ όλα όσα γίνανε. Θα είχαν γίνει άλλα θα μου πεις, μπορεί και χειρότερα, ας μην πέφτουμε στην παγίδα του αν και όχι έτσι και αλλιώς. Ό,τι έγινε μόνο με τον τρόπο που έγινε μπορούσε να γίνει…

Η ιστορία τρέφεται με ανθρώπους… Ειδικά άντρες, αλλά και γυναίκες. Και οι γυναίκες τρέφονται με άντρες, χαχα. Η Ελένη ορκιζόταν ότι δεν είχε ανάγκη από άντρα, με βεβαίωνε ότι μόνη της έγνοια ήταν να τελειώσει τη σχολή και να πάει στην Ευρώπη, επαναλάμβανε διαρκώς τα προτερήματα, τα οφέλη της μοναχικής ζωής, διεκδικούσε ή περιφρονούσε όσα οι σουφραζέτες ζητούσαν, αλλά ό,τι και να ‘λεγε εγώ ήξερα ότι το πράμα της είχε πιάσει φωτιά. Εντάξει, θες να το πω πιο ρομαντικά να μην αρχίζεις πάλι να κοκκινίζεις; Φλεγόταν από πόθο… Η δόλια η δεσποσύνη…

Συνομήλικες ήμασταν κι εγώ έπεφτα να κοιμηθώ και ξυπνούσα με μία σκέψη. Να βρω άντρα. Το ίδιο ένιωθε και η Ελένη, χωρίς αμφιβολία, το ίδιο νιώθουν όλοι οι άνθρωποι στην εφηβεία… Ξέρεις, η ερωτική επιθυμία είναι σαν τη χύτρα ατμού. Όσο έχεις κλειστό το καπάκι κι όσο σφίγγεις τη βαλβίδα και τόσο αυξάνεται η πίεση… Καιγόμασταν εμείς, βράζανε τα υγρά μας και η μόνη μας ανακούφιση ήταν ο Νυμφίος. Τι να σου κάνει κι αυτός; Εμείς θέλαμε άντρα. Με σάρκα και οστά και με την πατσαβιόλα του ανάμεσα στα πόδια… Αλλά οι αριστοκράτισσες και οι αστές έπρεπε να φυλάξουμε το πολυτιμότερο αγαθό για τους συζύγους μας. Κι αγανακτούσαμε που βλέπαμε τις λαϊκές να απόλαμβάνουν ό,τι εμείς στερούμασταν.

Η Ελένη δεν ήταν έτσι. Άντρα θέλω, είπε, και τον θέλω τώρα. Και τον βρήκε εύκολα… Έγινε σάλος πάλι στη γειτονιά. Η κόρη του στρατηγού έφυγε από το σπίτι και μένει αστεφάνωτη με το γιο του κιβουρτζή. Καινούριο σκάνδαλο. Οι γονείς της κόντεψαν να πεθάνουν από τη στεναχώρια τους. Ξανά! Αντέχανε πάντως, δεν μπορείς να πεις… Το διώροφο αρχοντικό τους, που άλλοτε ήταν κατάφωτο και διαμπερές από πόρτα σε πόρτα και από παράθυρο σε παράθυρο, σαν κέντρο διερχομένων γαμπρών, έμεινε κλειστό και σκοτεινό. Μόνο αναστεναγμοί και λυγμοί ακούγονταν από μέσα. Το ‘δειχναν στα μικρά κορίτσια και τα προειδοποιούσαν. Αυτό το σπίτι, τους έλεγαν, ήταν κάποτε όλο τραγούδια και χαρά. Όμως ο Σατανάς μπήκε στην κόρη του στρατηγού και το σπίτι ερήμωσε και γέμισε φαντάσματα… Ερχόταν η μικρή μου αδελφή, αιωνία της η μνήμη, και έπεφτε στην αγκαλιά μου κλαίγοντας. Δεν θέλω να μπει ο Σατανάς μέσα μου, έλεγε η Τριανταφυλλιά μας. Δεν θα μπει, της έλεγα για να μη φοβάται, αλλά από μέσα μου έλεγα, περίμενε να μεγαλώσεις λίγο ακόμα και θα νιώσεις το Σατανά μέσα σου για τα καλά, περίμενε…

Αυτή που δεν χρειαζόταν παρηγοριά ήταν η Ελένη. Είχε βρει τον Αντώνη και έσβηνε τις φωτιές της… Ο Αντώνης… Καλό παιδί. Δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφος ούτε είχε κάποιο ξεχωριστό χάρισμα. Ένα από παιδί ήταν. Ο πατέρας του είχε το παλιό κιβουρτζίδικο… Φερετροποιείο, γραφείο τελετών, τέλος πάντων… Αλλά εκείνος είχε κάνει τη βολική του επανάσταση, αδιαφορούσε για τη στρωμένη δουλειά και ήθελε να γίνει ζωγράφος. Φυσικά τον ζούσε ο πατέρας του, που ήξερε ότι η ζωγραφική δεν έχει λεφτά, οπότε υπολόγιζε πως μόλις ο γιος του θα ήθελε να κάνει οικογένεια θα έμπαινε στην επιχείρηση. Μέχρι να συμβεί αυτό τον συντηρούσε…

Ο Αντώνης, από την πλευρά του, δεν καιγόταν και πολύ να ζωγραφίζει. Κατά κάποιο τρόπο ήταν καλλιτέχνης της ταβέρνας. Σύχναζε στα καπηλειά και συζητούσε με τους φίλους του για την τέχνη, αλλά σπανίως έπιανε πινέλο στα χέρια του. Ατελείωτες ώρες με τσίπουρο και ρετσίνα και διαξιφισμούς για το ρόλο του καλλιτέχνη στην νέα εποχή που ανατέλλει. Τι είναι ιμπρεσιονισμός, τι σοσιαλισμός και τι νοήματα μπορεί να αναδείξει η μαλλιαρή γλώσσα του Ψυχάρη….

Θα το ‘χεις ζήσει κι εσύ. Όλοι οι νέοι, οι πιο πολλοί τουλάχιστον, την περνάνε αυτή τη φάση. Είναι σαν την ιλαρά για τα παιδιά. Καλύτερα να την περάσεις μικρός παρά στα γεράματα. Τα ίδια πράγματα θα συζητάτε κι εσύ με τους φίλους σου, το ξέρω. Τα ίδια πράγματα με διαφορετικές ονομασίες. Μόνο μια λέξη μένει ίδια σε κάθε εποχή. Επανάσταση! Ή μάλλον δύο λέξεις. Επανάσταση και πόθος!

Μόλις ο Αντώνης γνώρισε την Ελένη σε ένα καφέ-σαντάν ξέχασε την τέχνη και το σοσιαλισμό. Σίγουρα δεν υπήρχε άλλη γυναίκα σαν κι αυτή σε όλη τη Θεσσαλονίκη. Όλοι οι νεαροί επαναστάτες την έβλεπαν σαν έπαθλο. Ο πιο προοδευτικός θα ‘ναι αυτός που θα ‘χει τη Σαλώμη για γυναίκα. Όσο πιο επικίνδυνη τόσο πιο επιθυμητή. Τώρα, γιατί την κέρδισε ο Αντώνης, δεν γνωρίζω. Να ‘ταν έρωτας, δεν νομίζω. Η Ελένη τον χρησιμοποιούσε όπως ήθελε για να επιβάλλει τη μοναδικότητα της.

Στην αρχή συναντιόντουσαν στις ερωτικές κρυψώνες του Βαρδάρη, αλλά της Ελένης δεν της πήγαινε το κρυφτό. Του ζήτησε, τον ανάγκασε μάλλον, να νοικιάσει ένα δωματιάκι πίσω από το ξενοδοχείο Αύγουστος. Εκείνος έκανε ό,τι του είπε και λίγες μέρες μετά η Ελένη μάζεψε τα πράγματα της, έγραψε ένα σημείωμα για τους γονείς της, και πήγε να μείνει μαζί του…

Χόρτασες; Χόρτασες ή να σου βάλω λίγο ακόμα; Έχει πολύ φαΐ… Τόση ώρα ξεχάστηκα κι εγώ να σου λέω… Σ’ αρέσουν οι ιστορίες της Διοτίμας, χαίρομαι. Κάτσε να ψήσω ένα καφεδάκι. Θα πιω κι εγώ. Δως μου το πιάτο σου… Γλυκό τον πίνεις; Σκέτο! Σαν τη γιαγιά σου. Έτσι κι αυτή. Λες και πενθούσε… Εσύ πάντως πιο πολύ μοιάζεις στον προπάππου σου. Δεν μοιάζεις λες; Περίμενε, μη βιάζεσαι… Θα τον κάνω μέτριο να πιούμε κι οι δυο… Το μυστικό στον καφέ είναι να τον αφήσει να ψηθεί σιγά-σιγά. Όπως και η ιστορία που σου λέω. Θέλει χρόνο για να δέσει. Υπομονή….

(Η συνέχεια εδώ)