Η χαμένη διμοιρία της Αλμυράς Ερήμου 2

1
597

723

Οι πρόγονοι του Αδάμ

(το πρώτο μέρος εδώ)

 

Δεν νομίζω να έχω πεθάνει ακόμα, δεν νομίζω να είναι ο θάνατος τόσο επίπονος. Οι νεκροί δεν νιώθουν τίποτα, έτσι λένε οι ζωντανοί, ότι οι νεκροί δεν νιώθουν, δεν ξεραίνεται ο λαιμός τους ούτε πρήζονται τα χείλη τους…

Τα χείλη μου είναι φουσκωμένα σαν ζέπελιν και πάλλονται κάτω από τις ξερές σάρκες. Κάποια στιγμή θα εκραγούν, φλέγονται ήδη, θα εκραγούν και θα τυλίξουν με φλόγες όλο το πρόσωπο μου. Θα πέσω από πολύ ψηλά τότε, γιατί μόνο στον ουρανό μπορεί να βρίσκομαι, μόνο στον ουρανό υπάρχει τόσο βαθύ σκοτάδι, δεν είναι μονάχα νύχτα, είναι κολλώδες σκοτάδι, σαν πίσσα χωρίς πούπουλα, σαν την τελευταία νύχτα του κόσμου… Η τελευταία νύχτα…

Όχι, δεν είμαι νεκρός, οι νεκροί δεν βήχουν, τους νεκρούς δεν τους τρώνε οι ψείρες, εκτός αν δεν είναι ψείρες αυτά που νιώθω να σέρνονται πάνω μου, εκτός κι αν είναι σκουλήκια και τότε πολύ καλά θα κάνουν να φτάσουν γρήγορα στο μυαλό μου, να σταματήσω να σκέφτομαι να σταματήσω να θυμάμαι.

Οι νεκροί δεν ζουν στη χώρα της λησμονιάς; Οι νεκροί θυμούνται; Νοσταλγούν; Θέλουν να γυρίσουν πίσω; Όχι, δεν μπορεί, οι νεκροί είναι στην πατρίδα τους, αγκαλιά με τα σκουλήκια και τους αρουραίους, οι νεκροί είναι στην πατρίδα τους, τον Θάνατο…

Και δεν θυμούνται. Δεν θυμούνται το μεσημέρι που στριμωχτήκαμε όλο χαρά και τραγούδια στο καράβι που θα μας πήγαινε στη Σμύρνη, να βάλουμε τον Κωνσταντίνο στη θέση του, τον βασιλιά τον μαρμαρωμένο, κι όλοι τραγουδούσαμε και οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα, σαν να ήταν Ανάσταση… Και πλησίασα στο φινιστρίνι και είδα μια άκρη από το λιμάνι και ήταν η άκρη γεμάτη γυναίκες που κλαίγανε… Γιατί κλαίνε; σκέφτηκα τότε, γιατί κλαίνε; Αφού εμείς πάμε να τους δώσουμε πίσω την Αγιά Σοφιά και την Πόλη, γιατί κλαίνε; Αφού θα γυρίσουμε ήρωες…

Και μετά είδα ανάμεσα στις γυναίκες και την Ελένη. Εκείνη δεν έκλαιγε, πάντα έτσι ήταν, δεν έκλαιγε. Και της φώναξα να μην ανησυχεί, να μην κλάψει, σε λίγο θα είμαι πίσω στην αγκαλιά σου, Ελένη μου και θα τρέξουμε στο σπίτι να χωθούμε κάτω από τα σκεπάσματα και θα κοιμόμαστε μαζί και θα ξυπνάμε μαζί και τι άλλο θέλεις να σου πω, Ελένη μου; Θα ‘ρθω να σου χαρίσω την αυτοκρατορία ολόκληρη…Μα δε μ’ άκουγε αυτή, και το ξερα ότι δε μ’ άκουγε, μα συνέχιζα να φωνάζω, όλοι φωνάζαν, όλοι τα ίδια έλεγαν, και η Ελένη κοιτούσε χωρίς να κλαίει…

Φυσούσε εκείνη τη μέρα, ούριοι άνεμοι κι ας μην είχαμε θυσιάσει στους θεούς, φυσούσε και μόλις σάλπαρε το πλοίο είδα την Ελένη πρώτη να φεύγει, ίσως απογοητευμένη που δε με άκουγε, ίσως επειδή δεν έκλαιγε, κι όπως περπατούσε ο άνεμος τραβούσε το φουστάνι της προς τ’ αριστερά και φαινόντουσαν οι γάμπες της… Τις γάμπες που φιλούσα εγώ τώρα θα τις φιλάει μόνο ο άνεμος…

Δεν ξέρω γιατί δεν φυσάει τη νύχτα. Μόλις δύσει ο ήλιος, και δύει για πολλές ώρες, ίσως μέρες ολόκληρες δύει, και είναι πυρακτωμένος ο ουρανός… Κόκκινη σκόνη παντού, παντού. Κι αυτή που μπαίνει στα ρουθούνια μου κόκκινη είναι, μπορώ να μυρίσω το χρώμα της, είναι καυτερό χρώμα σαν τα τουρκάκια που βάζουμε στη φασολάδα, κόκκινη σκόνη και καυτή… Αλλά μόλις δύσει ο ήλιος παίρνει μαζί του και τον άνεμο και τη σκόνη. Σαν να ‘ναι δίχτυ ο ουρανός και να τον τραβάει ο ήλιος κάτω από τον ορίζοντα. Αδειάζει ο ουρανός από ήλιο και γεμίζει κρύο. Κρύο και αστέρια. Δεν έχω ξαναδεί τόσα πολλά. Κρέμονται πάνω από το κεφάλι σου και σε κάνουν να φοβάσαι να κοιτάξεις…

Τις πρώτες νύχτες έβγαινα από το αμπρί μου και κοιτούσα. Αυτό όσο είχαμε το ζωμό. Όσο είχαμε δύναμη. Όχι πια. Τώρα μόλις βγάζω τη μύτη μου έξω νομίζω ότι θα μου πέσει. Δεν έχω ξανανιώσει τόσο κρύο, τόση παγωνιά. Φοράω τη χλαίνη τη στολή και τα δύο σώβρακα και πάλι κρυώνω. Και πρέπει να πλησιάζει δεκαπενταύγουστος, της Παναγιάς…

Στην Παναγίτσα ήταν που γινόταν το πανηγύρι. Μαζεύονταν οι πραματευτάδες με τα ασπρόρουχα και οι άλλοι που ‘ψηναν λουκουμάδες και ευωδίαζε το άλσος κανέλα. Κανέλα και μέλι… Είχαμε εμείς με το ζόρι μια δεκάρα και παίρναμε μισή ντουζίνα λουκουμάδες. Γλύφαμε πρώτα απ’ έξω την κανέλα και τους ξαναβουτάγαμε στο σιρόπι, ώσπου να στραγγίξει το χαρτί και να ξεβάψουν τα γράμματα της εφημερίδας…

Της Παναγιάς και να ‘χει παγωνιά! Αλλά τι δουλειά έχει η Παναγιά σε αυτά εδώ τα μέρη; Εδώ ζουν μονάχα σκορπιοί. Σκορπιοί και φίδια και τσακάλια. Κι αυτά περαστικά. Ο Χριστός ο ίδιος δε θα άντεχε μια μέρα εδώ κάτω, όχι σαράντα… Κι αν εμείς έχουμε αντέξει…

Δεν είμαστε θεοί εμείς ούτε τσακάλια είμαστε ούτε καν άνθρωποι δεν είμαστε πια. Δεν ξέρω τι είμαι, αλλά δεν μπορεί να είμαι άνθρωπος. Οι άνθρωποι είναι εκείνοι στη πόλη που αγκαλιάζονται και διαβάζουν εφημερίδα. Οι άνθρωποι έχουν νερό να πιούν, έχουν και κρασί. Πίνουν στα καπηλειά και κάνουν όνειρα, γελάνε, κοιτιούνται στα μάτια. Εγώ δεν μπορώ να δω ούτε τα χέρια μου. Και καλύτερα ίσως…

Δεν είχα πάρει το καθρεφτάκι του δεκανέα και κοίταζα; Πόση ώρα κοιτούσα εκείνο το πρόσωπο στον καθρέφτη προσπαθώντας να καταλάβω ποιος με κοιτάει τόσο επίμονα. Και εκείνα τα μάτια. Μισοσβησμένες λάμψεις σε μαύρες χοάνες. Από κάτω δυο μικρές μαύρες τρύπες και τα ξεραμένα χείλη. Δεν ήταν αυτό το πρόσωπο δικό μου. Δεν ήταν καν το πρόσωπο ζωντανού. Μια μάσκα από σκόνη και πόλεμο και μίσος και απόγνωση και…

Και να ξεκίναγε τώρα να βρέχει. Να άκουγα τους παφλασμούς από τις σταγόνες στην άμμο, όπως τα κύματα. Να ‘πεφτε πρώτα μια στάλα, παφ, κι όλοι μας να ανοίγαμε τα αυτιά μας και τα μάτια, μετά άλλες δύο, παφ παφ, και να σφίγγαμε τις γροθιές για να προσευχηθούμε να είναι αλήθεια… Και να γίνει. Ν’ ακούγονται οι σταγόνες σαν πιάνο, η πιο όμορφη μελωδία που άκουσε ανθρώπου αυτί. Και να βγάλουμε έξω το κεφάλι μας, όλοι, έξω από τα λαγούμια, ναι, παρόμοια με σαλίγκαρους, και να τεντώσουμε τα χέρια μας με τις παλάμες προς τα πάνω, να τα τεντώσουμε σαν κεραίες… Και να ‘ναι αλήθεια, να βρέχει!

Θα έβρεχε και θα ξαπλώναμε στο χώμα ανάσκελα, θ’ ανοίγαμε το στόμα και μέναμε εκεί για πάντα. Να μαζεύουμε νερό ώσπου να πλημμυρίσει το στομάχι μας, ώσπου να πλημμυρίσουν όλα, η έρημος, τα αμπριά, ο ουρανός, όλα. Και θα έβρεχε για σαράντα μέρες και για σαράντα νύχτες και μεις θα μέναμε στον πάτο να καταπίνουμε νερό, ανθρώπινες ρουφήχτρες, σαν τα ψάρια που βγάζουν οι αργόσχολοι ψαράδες στο λιμάνι, εκείνα που σπαρταράνε ανοιγοκλείνοντας το στόμα τους και ψάχνουν για νερό, ρουφάνε, ρουφάνε…

Ίσως να γινόμασταν κι εμείς ψάρια και να ζούσαμε όλη μας τη ζωή στον πάτο της αλμυράς λίμνης, να μην μας ένοιαζε να γυρίσουμε πίσω. Αρκεί να έβρεχε, ν’ αρχίσει να βρέχει και να μη σταματήσει ποτέ. Ας πνιγούν όλοι, ας πνιγούν όσοι δεν διψάνε και όσοι δεν πεθαίνουν από δίψα, μακάριοι μόνο οι διψώντες, να πεθάνουν και οι Τούρκοι και οι Έλληνες και οι Εγγλέζοι και οι πάντες…

Μου το ‘χε πει ο Αδάμ, όλα αυταπάτη είναι. Πως μου το είχε πει; Σαν να μας έχουν κάνει μάγια. Μάγια και αυταπάτη και ψέματα… Θα τρέχεις να πεθάνεις και να σκοτώσεις, μου ‘λεγε. Να σκοτώσεις ποιούς; Τους Τούρκους; Τους μισείς; Τόσο καιρό έζησες μαζί τους, πως μπορείς να τους μισείς; Μισείς τον Τούρκο που σου έχωσαν στο κεφάλι, έναν Τούρκο που θέλει να βιάσει τη γυναίκα σου κι εκείνος μισεί το ίδιο έναν ανύπαρκτο Έλληνα που θέλει να βιάσει τη δική του γυναίκα, όσο φοβάσαι εσύ τόσο φοβάται κι αυτός και έτσι θέλουν να σας κάνουν. Να φοβάστε και να σκοτώνετε.

Και πας εσύ, μου λεγε ο Αδάμ, σαν να μην ήταν εκείνος άνθρωπος, πας εσύ στην Ιωνία, όπου τόσο καιρό ζουν οι Τούρκοι κι οι Γιουνάνι, πας εσύ εκεί να πραγματοποιήσεις τις μεγάλες ιδέες των πολιτευτάδων και των βασιλιάδων που ξεκουράζονται στα ανάκτορα. Θα ξεκοιλιάσεις και θα μακελέψεις, θα σε ξεκοιλιάσουν και θα σε μακελέψουν, μόνο επειδή άκουσες το κάλεσμα του καθήκοντος… Τροφή για τα κανόνια και μίσος, μίσος για τους πάντες. Και η Ελένη να σε περιμένει να γυρίσεις. Να γυρίσεις χωρίς πόδια ή να γυρίσεις χωρίς μάτια ή να μη γυρίσεις καθόλου…

Αλλά τον κορόιδευα τον Αδάμ που μου ‘λεγε να αφήσω τους άλλους να πολεμάνε και να πάμε στη Γαλλία. Εκεί έχει τελειώσει ο πόλεμος και δεν θα κάνουνε πόλεμο, ποτέ πάλι. Κάθονται στα μπιστρό, νέοι απ’ όλο τον κόσμο, και από την Αμερική, και μιλάνε για τέχνη, για ποίηση, για ζωγραφική, για ιδέες, για ελευθερία. Πίνουν το πράσινο ποτό τους, καπνίζουν και κάνουν έρωτα, χορεύουν, ζωγραφίζουν, φτιάχνουν έναν καινούριο κόσμο χωρίς πόλεμο…

Παρίσι… Και η Ελένη μου τον άκουγε με γουρλωμένα μάτια και μου έλεγε, πάμε εκεί, πάμε στο Παρίσι. Εσύ θα ζωγραφίζεις κι εγώ θα πάω στην Ιατρική. Θα κάνουμε δουλειές του ποδαριού, θα τα βγάλουμε πέρα, αν χρειαστεί θα γίνω και πόρνη, έλεγε και γελούσε, αλλά φοβόμουν ότι το εννοούσε…

Κι επειδή φοβόμουν την άφησα και ήρθα να κλειστώ στο λαγούμι μου, παρέα με τις μεραρχίες από ψείρες. Την άφησα για να σφάξω ανθρώπους που δεν γνώριζα. Την άφησα για να κάνω την Ελλάδα του βασιλιά μεγάλη…

Τουλάχιστον έχει ησυχία εδώ. Τέτοια ησυχία δεν θα μπορούσα να βρω στην πόλη, ούτε στο Παρίσι ούτε στη Σαλονίκη. Όχι τόσο βαριά ησυχία. Εκεί όλο και κάτι ακούγεται. Ένας σκύλος, βήματα στις σκάλες, το ραδιόφωνο, η μουσική από κάποια μακρινή φιέστα. Εδώ η ησυχία είναι ατόφια, μου κάθεται στο στήθος και δεν μπορώ να αναπνεύσω. Αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος για να αναπνέω. Στο σπίτι υπήρχε, και λόγος υπήρχε και κάτι για να σπάει την ησυχία, πάντα κάτι υπήρχε. Έστω το ρολόι ή της Ελένης η ανάσα… Εδώ η σιωπή είναι σαν σάβανο… Όχι, δεν είμαι νεκρός, δεν είναι νεκροταφείο εδώ, όχι, είναι σαν εκείνο το μέρος που έλεγε ο Αδάμ, των Ινδών, όπου τίποτα δεν σε αγγίζει και είσαι ένα με όλα…

Σίγουρα είμαι ένα με τη γη. Τα σκουλήκια πηδάνε από το τραύμα στη γάμπα μου, πηδάνε στο χώμα και φωνάζουν τους φίλους τους. Δεν θα περίμεναν τέτοιο πεσκέσι στα καλά καθούμενα… Είναι δώρο για σας, σκουληκάκια. Με ακούτε; Σας κάνω δώρο το πόδι μου. Είναι πολύ νόστιμο, μην ντρέπεστε, ελάτε να φάτε. Ελάτε, πουλ πουλ πουλ, έτσι δεν φωνάζαμε τα κοτόπουλα; Έτσι τα φωνάζαμε…

Ελάτε να φάτε, πουλ πουλ πουλ, εξωτικό γεύμα από την Ελλάδα. Δεν κουραστήκατε να τρώτε τουρκαλάδες; Ελάτε, ορθόδοξο πόδι κατευθείαν από τη Θεσσαλονίκη, καλύτερο κι από παστουρμά… Μόνο μην πειράξετε τα αρχιδάκια μου, μόνο αυτό σας ζητάω. Εσείς θα φάτε το πόδι, σας το κάνω δώρο. Αλλά τα αρχίδια μου τα θέλω. Πρέπει να κάνω παιδιά, πολλά παιδιά… Για να ‘χετε να τρώτε, δείτε ‘το κι έτσι. Πως μου ‘λεγε κι ο πατέρα μου να μην πειράζω τις πάπιες όταν γεννάνε;

Δείτε το κι έτσι, καλοί μου κυνηγοί. Θα μου αφήσετε τα αρχίδια μου κι εγώ θα κάνω πάμπολλα παιδάκια που κάποια στιγμή θα μεγαλώσουν κι αυτά θα πεθάνουν και έχετε να τρώτε. Ίσως όχι εσείς, ίσως οι σκουλήκαροι στη Σαλονίκη, αλλά αυτό δεν σας πειράζει, ε; Δεν έχετε πόλεμο με τα σκουλήκια της Μακεδονίας, πρέπει να φάνε κι αυτά. Ψυχή έχουν κι αυτά, δεν πρέπει να τα αφήσετε έτσι…

Οπότε κάνουμε συμφωνία. Θα φάτε το πόδι μου ως το γόνατο, για να μπορώ να βάλω ξύλινο και θα με αφήσετε μετά να περιμένω τους δικούς μου να γυρίσουν από την Άγκυρα. Δεν θα αργήσουν. Η Άγκυρα είναι υπόθεση δεκαπέντε ημερών. Δεκαπέντε ημέρες προέλαση, έτσι είπε το αρχηγείο της Σμύρνης. Θα έρθουν όπου να ‘ναι, μπορεί και αύριο το πρωί ή το πολύ-πολύ μεθαύριο, έχουν περάσει οι δεκαπέντε μέρες, μεθαύριο το πολύ.

Και θα γυρίσουμε στην Ελλάδα ήρωες. Θα πάρω κι ένα μετάλλιο και θα καμαρώνει η Ελένη. Τι να το κάνω το πόδι; Θα έχω κοτζάμ μετάλλιο. Ολόχρυσο σταυρό. Τι να το κάνω το πόδι; Δεν είμαι σαλεπιτζής, έμπορος είμαι, κιβουρτζής…

Πάντα μου ‘λεγε ο πατέρας να αναλάβω το μαγαζί, αλλά εγώ του έλεγα ότι είμαι ζωγράφος, καλλιτέχνης. Τώρα όμως θα αλλάξω. Θα με αφήσετε να γυρίσω και μόλις φτάσω θα βάλω το ξύλινο πόδι και το χρυσό μετάλλιο και θα παντρευτώ την Ελένη. Πόσα παιδιά θέλετε να κάνω; Τρία; Τέσσερα; Όσα θέλετε. Θα γεννοβολάω αβέρτα. Και μην το βλέπετε σαν χάσιμο. Τι θα φάτε από ‘μένα; Εξήντα κιλά θα ‘μαι με το ζόρι και τα μισά απ’ αυτά κόκαλα. Χασούρα…

Ενώ τα παιδιά μου θα τρώνε καλά, έμπορος θα είμαι, θα τα ταϊζω, να φτάσουνε ογδόντα κιλά το καθένα κι εκατό. Κι όταν έρθει η ώρα τους… Ανάσταση θα κάνετε, θα το γλεντήσετε, θα το γλεντήσετε, συμφωνία λοιπόν, συμφωνία;

Να ‘χα λίγο κρασάκι τώρα… Κι ένα τσιγάρο. Το βασίλειο μου για ένα τσιγάρο. Τις μεγάλες μου ιδέες για ένα τσιγάρο… Το αριστερό μου αρχίδι για ένα τσιγάρο. Όχι και τα δύο, μόνο το αριστερό, πρέπει να κάνω παιδιά, έκανα συμφωνία με τα σκουληκάκια να με αφήσουν…

Κι αυτός ο Κρητικός θράσσος που το είχε. Το ‘ξερε, δεν το ξερε πως θα τον εκτελούσαν αν τον πιάναν; Το ξερε. Και πήγε να το σκάσει. Να πάει που; Κι όλη σου τη ζωή να περπατάς, μύριες μέρες και μύριες νύχτες, πάλι στη θάλαττα δεν φτάνεις… Αλλά αυτός εκεί… Και πριν τον τουφεκίσουν τον ρωτά ο λοχίας, τι το θελε και τον ρώτησε, αν είχε καμιά τελευταία επιθυμία… Τυπικό ήταν, αυτός μπορεί να ζητούσε να τον πάνε πίσω στην Κρήτη ή να πηδήξει καμιά φοράδα τυπικό ήταν. Κι αυτός τολμάει να πει πως θέλει ένα τσιγάρο. Τσιγάρο! Είχαμε να καπνίσουμε τρεις βδομάδες κι αυτός ήθελε τσιγάρο…

Και κάνει έτσι ο λοχίας στην τσέπη του και βγάζει ένα πακέτο σέρτικα, τα κόκκινα. Του το βάζει στο στόμα και το ανάβει… Αμάν, μόλις είδαμε τον καπνό ευχηθήκαμε όλοι, μα όλοι το ξέρω, να ήμασταν στη θέση του. Να κάνουμε μια τζούρα και ν’ αρπάξουμε μια σφαίρα. Σφαίρα και τζούρα, τζούρα και σφαίρα, δίκαιο ακούγεται…

Πολύ ησυχία… Τουλάχιστον μέχρι χθες είχα το δεκανέα εδώ δίπλα να ξεψυχάει. Κάτι ήταν κι αυτό, μια παρηγοριά. Μίλαγε κι έλεγε πράγματα όλη την ώρα. Τη μια μου ‘λεγε, Αντώνη, τους ακούω Αντώνη, έρχονται να μας πάρουν. Ακούω τα άλογα να τριποδίζουν. Έρχονται Αντώνη, θα πάμε σπίτια μας. Δως μου το χέρι σου να σηκωθώ να δώσω αναφορά…

Που να του το δώσω εγώ; Σκοτάδι παντού και ησυχία ούτε καλπασμοί ούτε άλογα ούτε είχα και τη δύναμη να σηκωθώ να πάω να τον σηκώσω. Τον άκουγα σαν νανούρισμα…

Έρχονται Αντώνη, θα πάμε σπίτια μας. Στο ‘χα πει ότι δεν θα μας ξεχνάγανε. Θα γυρίσουμε σπίτι, στο νησί μας. Και θα πηγαίνουμε για ψάρεμα με το γέρο μας, Αντώνη. Θα σηκώνουμε τα δίχτυα γεμάτα και θα γυρνάμε με τη βάρκα να βαρυγκομά. Βάρα κουπί, Αντώνη… Ούτε σκόνη ούτε κρύο μονάχα τα μελτέμια του Αυγούστου να μας δροσίζουν και το ψιλόβροχο να πέφτει το φθινόπωρο…

Νόμιζε ότι ήμουν ο αδελφός του. Είχε έναν αδελφό εκεί στο νησί του. Αντώνη τον έλεγαν κι εκείνον, αλλά δεν κατάφερε να φτάσει ως το Σεχίρ. Σκοτώθηκε νωρίς εκείνος, καλύτερα έτσι. Αλλά ο δεκανέας νόμιζε ότι ήμουν εγώ ο αδελφός του. Ή μπορεί, ναι, μπορεί κι αυτό, έτσι όπως ήταν στο αγγέλιασμα του, να είχε πάει ο αδελφός του να τον πάρει, γιατί έτσι λένε, πως όταν έρχεται ο χάρος παίρνει τη μορφή κάποιου δικού σου, για να μην τρομάξεις και σηκωθείς να φύγεις. Κάποιου δικού σου ή κάποιου πουλιού. Έτσι λένε οι ζωντανοί για τους πεθαμένους.

Βρέχει, Αντώνη, βρέχει! έλεγε ο δεκανέας. Νεροποντή είναι, θα γεμίσουν οι στέρνες νερί. Άκου ‘το, Αντώνη, δεν θα ξαναδιψάσουμε ποτέ. Βρέχει, Αντώνη, βρέχει…

Βρέχει, δεκανέα, του ‘λεγα κι εγώ. Και τι να του πω του κακομοίρη που μεγάλωσε μέσα στη θάλασσα και ήρθε να πεθάνει στην έρημο; Βρέχει, μου ‘λεγε, βρέχει του ‘λεγα κι εγώ. Τι να του πω;

Είχα τουλάχιστον το αγγέλιασμα του, ήταν μια παρηγοριά. Τον άκουγα μέχρι το τέλος. Πήρε μια βαθιά ανάσα, λες και ήθελε να καταπιεί όλον τον κόσμο… και σταμάτησε να μιλάει. Μιαν ανάσα ήταν όλη κι όλη. Μιαν ανάσα. Και μετά πάει….

(Η συνέχεια εδώ)