Οι πρόγονοι του Αδάμ
Τρώτε εσείς; Φάτε, φάτε, μην σταματάτε, αρκεί να μην ανέβετε προς τα πάνω. Τα αρχίδια μου σας είπα τα θέλω. Με περιμένει η γυναίκα στην πατρίδα. Και τι να με κάνει αν δεν μπορώ να της κάνω παιδιά; Να με βάλει στο σαλόνι δίπλα στο ραδιόφωνο; Να μου γυρίζει το κουμπί και να της λέω τα νέα τραγούδια; Αν δεν μπορεί να κάνει παιδιά ο άντρας, τότε άντρας δεν είναι. Δεν είναι…
Με το που θα πατήσω πόδι στην πατρίδα… Πόδι, καλά το είπα… Θα πάω καρφί να ζητήσω την Ελένη από τους δικούς της κι αν δε θέλουν, που σιγά, σιγά μη δεν θέλουν, ολόκληρο χρυσό σταυρό θα έχω. Θα τους πω, ναι, έχω ένα πόδι, γιατί το άλλο το έδωσα για τη λευτεριά σας… Δεν χρειάζεται να τους πω ότι μου το ‘φαγε εκείνος ο γυφταράς ο δικός μας που νόμιζε ότι ορμούσαν οι τουρκαλάδες και βάραγε όπου έβρισκε, δεν χρειάζεται να τους το πω αυτό. Θα μου τη δώσουν και να μη θέλουν εγώ θα την πάρω, η Ελένη μου δεν τους λογαριάζει και πολύ, κανέναν δεν λογαριάζει.
Θα πάρω την Ελένη, θα πάρω και το μαγαζί του πατέρα μου και θα φτιάξουμε το σπιτάκι μας. Ένα ωραίο, όχι σαν αυτό που μένουμε τώρα. Μόλις το φτιάξουμε ή και πιο πριν, να μη χάνουμε καιρό, θα της κάνω ένα παιδί. Με το που αρχίσει να μπουσουλάει το πρώτο κι άλλο κι άλλο. Θα γεμίσω τη Σαλονίκη Αντωνάκια. Και θα γυρνάω το μεσημέρι απ’ τη δουλειά και θα ‘ναι όλα εκεί μαζεμένα. Να παίζουν, να φωνάζουν, να κάνουν φασαρία, να κλαίνε, ποτέ δεν θα ‘χει το σπίτι μας ησυχία, θα την απαγορεύσω την ησυχία…
Και θα ‘ρχεται ο Αδάμ και θα μας λέει για τα Παρίσια και θα αδειάζουμε τα μπουκάλια του κονιάκ και καπνίζουμε όσο θέλουμε κι όταν μας πιάνει η πείνα θα φέρνει η Ελενίτσα το αρνί, και θα πέφτουμε με τα μούτρα, θα τρώμε όσο αντέχουμε, και αντέχω πολύ τώρα.
Μετά θα σηκώνεται ο Αδάμ και θα τον βγάζω έξω, θα κάθεται για λίγο να κοιτά το μπρούτζινο φανάρι με τα τριαντάφυλλα στην είσοδο και μετά θα φεύγει και θα ξαπλώνω φαρδύς-πλατύς στο κρεβάτι μου και θα φωνάζω την Ελένη. Θες να σου κάνω άλλο ένα παιδί, Ελενίτσα; θα της λέω. Κι εκείνη θα πέφτει στο κρεβάτι και θα γεννά Αντωνάκια, αντράκια, αντράκια που θα γίνουν άντρες και θα τα κρύψω στο σπίτι όταν ξανάρθει ο Νέστορας και θα του πω, τράβα το δρόμο σου Νέστορα, εδώ δεν έχουμε παιδιά να τα φάει το μολύβι και ο ήλιος, μόνο κορίτσια έχουμε, κορίτσια που φοβούνται τον πόλεμο και κλαίνε στα λιμάνια.
Και θα του δώσω μια κλωτσιά στον κώλο, με το ξύλινο πόδι να τον πονέσει, και θα τον πετάξω έξω. Άντε στην ευχή του διαόλου και στην κατάρα του θεού, Νέστορα. Εδώ δεν έχουμε περισσευούμενα πόδια για πέταμα και κράτα τα επάργυρα μετάλλια για τον εαυτό σου. Άντε στο διάολο, Νέστορα…
Ένα τελευταίο τσιγάρο. Τελευταίο. Τελευταία επιθυμία, δεν το αξίζω; Εδώ ολόκληρο πόδι έδωσα, δεν αξίζω ένα σέρτικο; Δεν θα πεθάνω, το ξέρω, το ξέρω ότι θα με πάρουν από ‘δω, όμως αξίζω ένα τσιγάρο, μια τζούρα… Μια τζούρα, δεκανέα, ακούς; Που ν’ ακούσεις κι εσύ, ό,τι ήταν ν’ ακούσεις τ’ άκουσες… Ο λέι ο λο, ο λέι ο λο, τι τραγουδάγαμε στο δρόμο; Και κάναμε σαν σχολιαρόπαιδα, εντάξει, ήμασταν σχολιαρόπαιδα, και φεύγαμε με τον Αδάμ και κρυβόμασταν στο στενό με τις τσουκνίδες και καπνίζαμε. Καπνίζαμε και ο Αδάμ έλεγε. Πάντα μιλούσε αυτό το παιδί.
Κι όταν μεγάλωσε έλεγε. Και ‘μεις ακούγαμε. Έλεγε πως ήρθε η ώρα να αλλάξει ο κόσμος κι εμείς γελούσαμε. Έλεγε πως είναι καιρός να γίνουμε όλοι αδέλφια κι εμείς γελούσαμε. Και μετά, σαν φάγανε τον Τσάρο οι μποσελβίκοι, δεν γελάγαμε καθόλου….
Μου ‘λεγε ο πατέρας μου, μακριά από τους άθεους! Και μου λεγε ο Αδάμ, ήρθε η ώρα της δικαίωσης. Κι εγώ δεν ήξερα ποιον να ακούσω. Τον πατέρα μου ή τον Αδάμ; Θα αλλάξουν τα πάντα, έλεγε ο Αδάμ. Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν ποτέ, έλεγε ο πατέρας μου… Και δεν ξέρω γιατί, ίσως επειδή έπρεπε να τρώω, συμφωνούσα με τον πατέρα μου. Κι επειδή έπρεπε να έχω κάτι να ελπίζω συμφωνούσα με τον Αδάμ.
Κι έτσι πορευόμουν, ανάμεσα στο εμπόριο και την επανάσταση, ώσπου γνώρισα την Ελένη. Και μετά δεν μ’ ένοιαζε τίποτα… Τι γυναίκα κι αυτή; Έμπαινε στις αντροπαρέες μας και τις έφερνε πάνω-κάτω. Σοσιαλιστές, βενιζελικοί, βασιλικοί και ανένταχτοι, όλοι έμεναν σαν χαζοί να την κοιτούν σαν έμπαινε στο καφενείο. Νά ‘τηνα, σαν να τη βλέπω πάλι, ν’ ανοίγει την πόρτα και να εισβάλλει στο άβατο ατρόμητη. Καθόταν στο τραπέζι και μας κοιτούσε όλους στα μάτια. Λοιπόν, τι λέγατε; ρωτούσε και ο Αδάμ ξερόβηχε και της έλεγε ότι μιλούσαμε για την όμορφη γυναίκα της Σαλονίκης. Δε θέλω γαλιφιές, έλεγε αυτή, για τον Λένιν τι λέγατε; Κι αρχίζαμε την κουβέντα κι εκείνη ήξερε τα πάντα… Όλοι την ποθούσαν την Ελένη, όλοι…
Κι αν ήρθε μαζί μου τελικά ήταν γιατί ήμουν ο πρώτος που της ζήτησε rendez-vous. Εγώ μονάχα τόλμησα να κάνω αυτό που όλοι ήθελαν να κάνουν. Και κέρδισα. Μου το ‘χε πει η Ελένη, δεν έκρυβε λόγια ποτέ, μου το ‘χε πει. Δεν έρχομαι μαζί σου επειδή είσαι πιο όμορφος ή πιο έξυπνος ή πιο πλούσιος, μου ‘χε πει. Αλλά επειδή είσαι ο πιο θαρραλέος… Ο πιο θαρραλέος… Κι εγώ το ‘δεσα κόμπο και ήρθα να πολεμήσω. Επειδή ήμουν ο πιο θαρραλέος…
Οι θαρραλέοι διψάνε; Οι θαρραλέοι κρύωνουν; Οι θαρραλέοι φοβούνται το θάνατο; Όχι, εγώ δεν φοβάμαι. Διψάω και κρυώνω, αλλά δεν φοβάμαι. Το ξέρω ότι θα γυρίσω πίσω. Μου το υποσχέθηκε ο Θεός, μου έστειλε σημάδι… Έξω απ’ τα Γκριτζαλιά δεν ήταν; Εκεί που πάτησα τη σανίδα και έκανα να τη σηκώσω, ένας Θεός ξέρει γιατί έσκυψα, και είδα ότι ήταν μια εικόνα του αγίου Φανουρίου. Ο Φανούριος πρέπει να είναι… Μέσα από τα χώματα ξεπρόβαλλε ο γενειοφόρος άγιος και μου ‘δωσε υπόσχεση. Θα γυρίσεις πίσω… Όλοι τη φίλησαν την εικόνα και μετά την παράχωσα στο γυλιό μου και την πήρα μαζί.
Κάπου εδώ πρέπει να είναι. Αν μπορούσα θα σηκωνόμουν να την πιάσω, αλλά το πόδι μου… Άραγε με ποιο πόδι την πάτησα; Λες να ήταν αυτή η συμφωνία; Μου δίνεις το πόδι που με πάτησε και σου δίνω την επιστροφή. Έτσι πρέπει να είναι. Δίκαια πράγματα, δίκαια, έτσι είναι η δικαιοσύνη του θεού, ό,τι δώσεις αυτό θα πάρεις, αγάπη έδωσες αγάπη θα πάρεις, μαχαίρι έδωσες…
Λες να μας τιμωράει ο Θεός γι’ αυτά που κάναμε; Δεν μπορεί. Δεν κάναμε λίγα κι εμείς, αλλά σε σχέση μ’ αυτά που έκαναν οι τουρκαλάδες στους πατριώτες μας… Άλλωστε πόλεμο έχουμε, δεν ήρθαμε εκδρομή, πόλεμος είναι, θα σκοτώσουμε και θα μας…. Λες να ήταν εκείνες οι Τουρκάλες που χώσαμε στο τζαμί και τους βάλαμε φωτιά; Αλλά δεν φταίμε εμείς, εκείνα τα σκυλιά, οι Τσέτες, αυτοί είναι που δεν αφήσαν κοπέλα που να μην ατιμάσουν και παλικάρι που να μη σφάξουν. Τα δικά μας δεν ήταν τίποτα, πόλεμο έχουμε…
Στο Μπακιρκόι ήταν που τρόμαξα πιο πολύ. Περπατούσαμε πάνω σε πτώματα. Έπλεαν και στο ποτάμι, σαν πράσινοι δεντροκορμοί με τους κισσούς ακόμα πάνω, τα κουφάρια των χριστιανών που είχε μακελέψει ο Μπακιρλής-εφέ, ο σκύλος με την αγέλη των αγριόσκυλων του, τους Τσέτες τους σκύλους. Αν ήταν παλικάρι θα είχε μείνει να μας αντιμετωπίσει, αλλά αυτός δεν είναι χριστιανός, άπιστος είναι, σκύλος είναι, χάθηκε πάλι στα ρουμάνια με τους αντάρτες του. Άδικο είχαμε που σκοτώσαμε τη μάνα του και την αρραβωνιαστικιά του; Πόλεμο έχουμε, σκοτώνουμε και μας…
Κι ας λέει ο Αδάμ. Ας ΄τον να λέει για συναδέλφωση των λαών και πράσιν’ άλογα. Ωραία τα λόγια αν κοιμάσαι στην ασφάλεια του σπιτιού σου. Ωραία τα λόγια αν έχει να φας και να πιείς. Ωραία τα λόγια και οι ιδέες, αλλά στον πόλεμο δεν υπάρχει καιρός για λόγια και ιδέες. Πρέπει να είσαι σκληρός, αν θέλεις να επιβιώσεις, αν θέλεις να επιζήσεις. Δεν είναι το πεδίο της μάχης για τους ποιητές. Πρέπει να έχεις κότσια. Να σφάξεις πριν σε σφάξουνε, να σκοτώσεις πριν σε… Δεν θα άντεχε ούτε μια μέρα ο Αδάμ. Αυτός θα αγόρευε και οι τουρκαλάδες θα πετσοκόβανε… Αδέλφια, είμαστε όλοι ΧΛΑΠ! Πάνε τα έντερα έξω… Τι έλεγες πως είμαστε όλοι, Αδάμ; Ούτε μια μέρα…
Άραγε κοντεύει να ξημερώσει; Από ‘δω μέσα δεν μπορώ να δω ούτε αν πήρε να χαράζει. Τόσο σκοτάδι… Λες να έχουν πάθει κάτι τα μάτια μου; Ή μήπως πέθανα και νομίζω ότι είμαι ακόμα ζωντανός; Λες έτσι να είναι οι νεκροί; Να νομίζουν ότι ζουν και να περιμένουν να ξημερώσει; Που το ‘χω το τσακμάκι μου; Στην αριστερή, όχι, νά ‘το στη… Βλέπω ακόμα. Ζω ακόμα…
Ω θεέ, πως έγινε έτσι το πόδι μου! Όι, κακόμοιρε Αντώνη, θαρραλέε Αντώνη, πως έγινε έτσι το πόδι σου; Καλύτερα να μη βλέπω… Καλύτερα έτσι. Όσο είναι σκοτάδι μπορώ να προσποιούμαι ότι δεν έχει σαπίσει το πόδι μου… Μπορώ να λέω ότι κοιμάμαι. Πιο πολύ με όνειρο μοιάζουν όλα, όλη η ζωή, τόσο γρήγορα που πέρασε και τώρα έχουν μείνει μόνο όσα θυμάμαι… Και αυτό το σκοτάδι… Ίσως είναι όνειρο. Χτες ήμουν στον αυλόγυρο του Άι Μηνά κι έλεγα στην Ελενίτσα ότι θα γυρίσω.. Ούτε χτες, σαν σήμερα να ‘ταν. Κι αν κάνω έτσι ζερβά θα πιάσω το βυζί της… Ας μην κάνω, άσε…
Καλύτερα να μην ξημερώσει, να μην βλέπω το πόδι μου… Μπορεί να είναι και ψέμα. Σαν εκείνα τα ονείρατα που νομίζεις ότι έχεις πεθάνει και μετά ξυπνάς, ανοίγεις τα μάτια, βλέπεις τον κόσμο γύρω σου και ξέρεις ότι δεν πέθανες, ότι όλα ήταν εφιάλτης… Και ξεφυσάς και χαμογελάς και πας να ψήσεις ένα καφεδάκι. Μετά κάθεσαι με το καφεδάκι σου στο μπαλκόνι, πίνεις ένα ποτήρι νερό, μπορεί και δύο, ρουφάς το καϊμάκι πάνω-πάνω, καις λιγάκι και τη γλώσσα σου και βγάζεις το πακέτο. Βαράς το τσιγάρο στο πόδι, σταυροπόδι κάθεσαι και έχεις και τα δυο σου πόδια ακέραια, βαράς το τσιγάρο, το βάζεις στο στόμα, βγάζεις το τσακμάκι, ανάβεις και ρουφάς…
Και πάει ο εφιάλτης, το ‘χεις ξεχάσει το όνειρο πια. Σκέφτεσαι τι θα κάνεις με τη μέρα σου και κοιτάς τις κοπελιές που περνάνε από κάτω. Αυτή ‘ναι ζωή. Και κανά τσιπουράκι το βράδυ με την παρέα, με τους φίλους, με τα αδέλφια, με τους καρντάσηδες… Αυτή είναι η ζωή…
Τι δουλειά έχω εδώ; Άφησα τη ζωή μου κι ήρθα να χωθώ μες στο χώμα σαν πτώμα. Σαν σκορπιός… Καλά δεν ήμουν με τ’ αδέλφια μου; Τι τις ήθελα τις μεγάλες ιδέες; Αχ, ρε Αδαμάκο, πόσο δίκιο είχες. Και συ Ελενίτσα μου. Με ξεγελάσανε, Αδάμ, με ξεγελάσανε, Ελενίτσα, γιατί δεν με πιστεύετε; Ας μπορούσα να γυρίσω πίσω και δεν θα ξανάφευγα ποτέ. Ποτέ δεν θα ξαναφύγω…
Και ποιος θα ‘ναι αυτός που θα γυρίσει πίσω; Δεν ξέρω πλέον ποιος είμαι. Αισθάνομαι να είμαι δύο. Αυτός που θέλω και αυτός που πρέπει. Θέλω να είμαι ο Αντώνης που πίνει καφεδάκι με τη γυναίκα του και πρέπει να είμαι ο τυφεκιοφόρος Αντώνης Δόγκας της Ενάτης. Θέλω να απολαμβάνω τη λιακάδα, τα νιάτα μου και πρέπει να υπομένω τις κακουχίες και τη δίψα, να δικαιολογώ τις σφαγές και τους φόνους…
Θέλω να είμαι άνθρωπος και πρέπει να είμαι στρατιώτης. Μπορεί ένας στρατιώτης να αισθάνεται άνθρωπος; Μπορεί ένας άνθρωπος να γίνει στρατιώτης; Τα πάντα μπορεί… Συνηθίζει τα πάντα για να επιβιώσει. Συνήθεια είναι μόνο. Συνήθεια είναι το καφεδάκι, το κορμί της Ελένης, η πορεία στην έρημο και το σαπισμένο πόδι. Ή συνηθίζεις ή πεθαίνεις… Επιλέγεις.
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)