Σίσπυρος – Περί ηρώων και τάφων

0
369

Οι Πρόγονοι του Αδάμ

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Έτσι κι ο παππούλης σου. Ήταν ο πιο κατεργάρης άντρας στην Κορινθία. Μπορείς να το πιστέψεις; Κι όμως έτσι ήταν. Ο πατέρας του είχε κουράδια στον Ισθμό… Τι γελάς; Κουράδια, πρόβατα. Πολλά κεφάλια. Αλλά ο Σπύρος δεν ήταν για πρόβατα. Είχε στο κεφάλι του πιο πολύ μυαλό απ’ όσο όλοι μαζί οι βοσκοί που είχαν περάσει από την Πελοπόννησο. Κι αυτό δεν ήταν καλό τελικά…

Ήταν δεν ήταν δεκαοκτώ όταν είχαν αρχίσει να τους κλέβουν. Κάθε βδομάδα έλειπαν και ένα-δυο κουράδια. Ο πατέρας του καταριόταν και έβριζε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ήταν λες κι ερχόταν τα βράδια κάποιος λύκος μασκαρεμένος και τους τα ‘τρωγε. Κανένα ίχνος.

Μα έλα που ο Σπύρος, διαόλου κάλτσα, τη βρήκε τη λύση. Έκατσε ένα βράδυ και δυο, έκατσε και χάραξε στα νύχια τους, από κάτω, χάραξε τα αρχικά του: “ΣΣ”. Δεν το είπε ούτε στον πατέρα του. Μόλις τους κλέψαν κι άλλο πάει ο Σπύρος στον πατέρα του που βλαστημούσε τους θεούς και του λέει:

“Αν σου βρω τα κουράδια, αν τα βρω, θα μου τα δώσεις; Να τα κάνω ό,τι θέλω;”

“Γιατί όχι;” λέει ο πατέρας του. “Δικά σου είναι, έτσι κι αλλιώς, δικά σου θα γίνουν κάποτε όλα, ό,τι έχω και δεν έχω. Αν τα βρεις τα κλεμμένα παρ’τα και πούλησε ‘τα, φα ‘τα με τους φίλους σου, καν’τα ό,τι θες.”

Χάρηκε ο Σπύρος, αλλά δεν φάνηκε να κάνει κάτι. Ήξερε αυτός, περίμενε. Περίμενε να περάσει ο καιρός και να τους κλέψουν κι άλλα.

Το καλοκαίρι, σαν ήρθε του Άι-Λιά, μαζεύτηκε το σόγι στον ξάδελφο τον Ηλία, για να γλεντήσουν. Όπως πίναν και χόρευαν, σηκώνει το ποτήρι ο Σπύρος και λέει, μπροστά και στην αρραβωνιάρα και στα πεθερικά του Ηλία:

“Γεια και χαρά σου, Λιά, και να μην τύχει ποτέ να σε πούνε κλέφτη.”

Όλοι παραξενεύτηκαν, αλλά ήπιανε στην υγεία του Λιά. Όμως, να που μετά από λίγο πιάνει ο Ηλίας το Σπύρο παράμερα και τον ρωτάει για την ευχή που του έδωσε, και τι ήθελε να πει.

“Πάμε αύριο στα κουράδια σου και θα σου πω”, του λέει ο Σπύρος.

Πάνε την άλλη μέρα στο κοπάδι του Λιά.

“Δικά σου είναι τα κουράδια τούτα, Λιά;” τον ρωτάει ο παππούς σου.

“Δικά μου, ποιανού θαρρείς;” λέει εκείνος.

“Ε, λοιπόν… Αν βρω κάνα δικό μας θα μου το δώσεις; Μαζί με όλα που μας κλέψανε; Κι άλλα δύο για κάθε κλεμμένο;”

Τον Ηλία άρχισε να τον κόβει κρύος ιδρώτας, αλλά δεν περίμενε ότι το πιτσιρίκι θα μπορούσε να του κάνει ζημιά. Αφού τα κουράδια δεν είχαν κανένα σημάδι, πως θα του  ‘λεγε ότι είναι από τα δικά του; Αλλά να που πάει ο Σπύρος και αρχίζει να ψάχνει τις οπλές. Μετά από λίγο βρίσκει κι ένα δικό τους.

Τι να σου λέω τώρα; Για να μη γίνει ρεντίκολο ο Ηλίας δέχεται να του δώσει όσα είχε κλέψει και μαζί κι αυτά που είχαν συμφωνήσει.

Προτού φύγουν ρωτάει τον Σπύρο, που μόλις είχε βγάλει γένια, πως τον είχε ανακαλύψει.

“Ήταν στοιχειώδες”, είπε ο Σπύρος. “Πρώτα ήσουν ο μόνος που δεν θα υποψιαζόταν ο πατέρας ποτέ. Μέρα παρά μέρα πηγαίναμε τα ζα μας στα ίδια μέρη, οπότε τα ίχνη των κλεμμένων μπερδεύονταν με τα δικά σου. Όμως εγώ είχα βάλει το σημάδι μου… Έμαθα κι απ’ τους χασάπηδες ότι πουλούσες πιο πολλά από κάθε άλλη χρονιά. Ευλογημένος που αρραβωνιάστηκες, έλεγαν ότι είσαι.”

“Και ήσουν σίγουρος ότι ήμουν εγώ;” τον ρώτησε ο Ηλίας.

“Όχι”, του είπε ο παππούλης σου, γελώντας. “Αλλά σε δοκίμασα όταν ήπια στην υγειά σου. Αν δεν αντιδρούσες θα έψαχνα αλλού.”

Έτσι ήταν ο παππούς σου. Έδωσε τα κλεμμένα στον πατέρα του, χωρίς να του πει ποιος τα είχε κλέψει, κι αυτά που πήρε από τον Ηλία τα πούλησε και με τα λεφτά που έβγαλε έγινε συνεργάτης ενός Εβραίου με υφάσματα στη Λάρισα.

Και ήταν ακόμα παιδί. Μετά έκανε χειρότερα. Ή καλύτερα. Όπως θες το βλέπεις…

Αχ, Αδαμάκι μου, σπόρια είμαστε οι άνθρωποι. Πέφτουμε στο χώμα κι άλλος βλασταίνει κι άλλος μαραίνεται. Μόνο ο Θεός ξέρει ποια είναι η μοίρα του καθενός…

(“Ο θεός”, είχε διαβάσει κάπου ο Αδάμ, “ξέρει όλα όσα έχουν συμβεί και όλα όσα θα συμβούν. Και όχι μόνο αυτό. Ξέρει και όλα όσα θα μπορούσαν να έχουν συμβεί, κάθε πιθανότητα που δεν πραγματοποιήθηκε και ξέρει που θα οδηγούσε αυτή”.)

Βγάλε και το ρόδι απ’ τη σακούλα. Ας το ‘κει στο προσκεφάλι του. Ρόδι για τον παππού σου. Κόκκινοι καρποί για τους νεκρούς. Έτσι το ‘χουμε ‘μεις απ’ την προγιαγιά μου κι αυτή απ’ τη δικιά της. Να τρώνε κόκκινα οι νεκροί να νομίζουν ότι βάνουν αίμα και να μην ξανασηκώνονται…

Δεν ήταν εκείνος ο νιός που τον σκοτώσανε οι Τούρκοι επειδή αγάπησε μια χανούμισσα και μετά φυτρώνανε στον τάφο του κόκκινες αιματένιες ανεμώνες; Και σηκωνόταν κάθε φορά που ‘χε φεγγάρι να ψάχνει για κορίτσια;

Το λέει και το τραγούδι:
Αιματά θέλουν οι νεκροί, αίμα κι οι πεθαμένοι,
και αίμα θέλουν πιο πολύ, όσοι βαθιά χωμένοι.

(Ο Αδάμ αφήνει το ρόδι στο μνήμα. Είναι τόσο έντονη η αντίθεση ανάμεσα στο μαρμάρινο λευκό και το ρόδινο κόκκινο που ασυναίσθητα κοιτάει τα χέρια του, μην έχουν πάνω τους αίμα…

Ο αέρας φυσάει και του φέρνει μυρωδιά από λιβάνι, του φέρνει τον ήχο από το κυπαρίσσι και τη σιωπή των μνημάτων.

Το αίμα κι οι νεκροί. Το κόκκινο και οι νεκροί.

Ακόμα και ο Οδυσσέας είχε πάρει κρασί μαζί του, μπρούσκο και κόκκινο σαν τον οίνοπα πόντο, όταν κατέβηκε στον Άδη.

Οι παλιοί θυμούνται, κουβαλάνε σε κάθε τους πράξη, σε κάθε τους λέξη, σε κάθε τους κίνηση, σε κάθε τους όνειρο, όλη την ανθρωπότητα.

Οι καινούριοι, καθώς αναμιγνύονται με τη μαζική κουλτούρα της ανθρωπότητας, χάνουν το όνειρο των παλιών, μαθαίνουν να μιλάνε νέες λέξεις, να σκέφτονται νέες λέξεις, αλλά χωρίς ρίζες κανένα δέντρο δεν κρατιέται.)

Κι οι ζωντανοί αίμα θέλουν. Κι οι ζωντανοί…

Ο Λιάς του την είχε φυλαγμένη του Σπύρου. Του ίδιου δεν μπορούσε να του κάνει τίποτα, αφού έφυγε νωρίς για να πάει στη Λάρισα. Αλλά έμεινε η οικογένεια του.

Όταν κυριαρχούσε ακόμα το ΕΑΜ, πριν φτιάξουν τα Τάγματα οι Γερμανοί, πριν έρθουν οι Άγγλοι, πήγε ο Λιάς και είπε στην επιτροπή ότι ο αδελφός του Σπύρου ήταν αντιδραστικός, ότι έβριζε τους κομμουνιστές και άλλα τέτοια. Τον πήρανε τον Αλέξη οι αντάρτες, για να του κάνουν μερικές ερωτήσεις, και δεν τον ξαναείδε η μάνα του.

Μην νομίζεις, έτσι γινόταν και τότε, όπως γινόταν πάντα εδώ χάμω. Έτρωγε ο ένας τον άλλον.

Είχε ο Άλκης διαφορές με το χωριανό του; Πήγαινε στους Γερμανούς κι έλεγε ότι ο Θέμης κρύβει όπλα ή ότι κρύβει Άγγλους. Πάει ο Θέμης.

Μετά ο αδελφός του Θέμη πήγαινε στον ΕΑΜ και έλεγε ότι ο Άρης είναι δωσίλογος. Πάει κι αυτός.

Ύστερα ο αδελφός του Άρη στους ταγματασφαλίτες ότι ο Σώτης είναι κομμουνιστής. Πάει κι αυτός.

Αλκιβιάδης, Θεμιστοκλής, Αριστείδης, Σωκράτης, πάνε όλοι, φαγωθήκαν αναμεταξύ τους… Έτσι εύκολα φαγώνονται.

Μην νομίζεις ότι είναι οι ανθρώποι τίποτα σοφοί και ήρωες.

Εγώ, σ’ ολάκερη τη ζωή μου, κανέναν τέτοιο δεν αντάμωσα. Άκουσα για πολλούς, για ήρωες και γι’ αγίους, αλλά το ξέρω ότι αν τους έβλεπα και τους μάθαινα από κοντά θα ήταν κι αυτοί ανθρωπάκια, όπως είμαστε όλοι, ανθρωπάκια θα ήταν που βρέθηκαν στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή κι έγιναν ήρωες.

(Ο Αδάμ κοιτάει τα μνήματα. Ήταν κάποιος απ’ αυτούς ήρωας; Αν ήταν και αν το ήξερε ο κόσμος ότι ήταν, τότε θα ‘χε για μνήμα κάτι πιο εντυπωσιακό, ίσως ένα γλυπτό ή θα ήταν θαμμένος σε μαυσωλείο, για να προσκυνούν οι πιστοί τη σορό του και να αγαλλιάζουν. Ενθάδε κείται ένας ήρως.)

Όλοι κοιτάνε τον εαυτό τους. Κι εκείνοι που κάνουν τους μεγάλους, κι εκείνοι τον εαυτό τους κοιτάνε.

Είχαμε δω πέρα το μοναστήρι του Ισαάκ τ’ Αβάρου. Το λέγαν έτσι γιατ’ ήταν χτισμένο σε μέρος που γινε θαύμα. Μια γυναίκα περπατούσε στον βράχο του Ισαάκ με το μωρό στα χέρια. Και γλίστρησε και της έπεσε το μωρό από ‘κει πάνω. Πενήντα μέτρα γκρεμός! Και το παιδί βρέθηκε κάτω σαν πούπουλο, τίποτα δεν έπαθε, τίποτα.

Φτιάξαν το ξωκλήσι τ’ Αβάρου και μετά έγινε και μοναστήρι, της Μηλιώτισσας. Είκοσι καλόγριες κει μέσα, όλη μέρα προσεύχονταν να σώσουν τις ψυχές τους από τα αμαρτήματα που είχαν κάνει. Κι ήταν και μια αγία, που έκανε και θαύματα και όλος ο κόσμος έλεγε γι’ αυτήν.

Και γίνεται μεγάλη αρρώστια, ψοφούσαν οι άνθρωποι τρεις-τρεις, σπυριά γεμάτοι, αυτή η αρρώστια που τη λέγαν βλογιά, ευλογία, λες και ήθελαν να την καλοπιάσουν. Πάει κόσμος στην αγία και της ζητάει να τους σώσει απ’ τη βλογιά.

Εκείνη βγαίνει στο βράχο που είχε πέσει και το παιδί και λέει:
“Όπως ο Χριστός θυσιάστηκε για να μας σώσει, έτσι κι εγώ θα θυσιαστώ για να σας σώσω και να σωθώ.”
Και βούτηξε.

Μάλλον περίμενε ότι θα πετάξει ή ότι θα αναληφθεί… Κομμάτια έγινε.

Σκοτώθηκε η αγία, αλλά η βλογιά σταμάτησε…

Θα μου πεις τώρα, καλά δεν έκανε; Δεν έσωσε τους ανθρώπους;
Καλά έκανε, αλλά για δες τι κέρδισε αυτή. Αγία την έκαναν, δίπλα στο Χριστό θα κάθεται τώρα, έτσι ξέρω κι εγώ να θυσιάζομαι.

(Ο μόνος που θυσιάστηκε και δεν κέρδισε τίποτα ήταν ο Ιούδας, ο πιο άγιος από τους απόστολους. Αν αυτός δεν πρόδιδε, τότε ο Ιησούς δεν θα σταυρωνόταν, η ανθρωπότητα δεν θα λυτρωνόταν. Όλοι οι άλλοι απόστολοι κέρδισαν την αιώνια ζωή, εκείνος την αιώνια καταδίκη, επειδή έκανε ότι προέβλεπε το Θείο Σχέδιο.
Ο καταραμένος Ιούδας ήταν ο πιο σημαντικός μαθητής, δεν ήταν; Χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχε σταύρωση ούτε ανάσταση.)

Οι άνθρωποι είναι μικροί, Αδαμάκι μου. Και πιο πολύ απ’ όλα είναι βλάκες. Δεν βλέπουν πέρα από τη μύτη τους… Μάλλον δεν βλέπουν καθόλου, τίποτα.

Είναι τυφλοί οι άνθρωποι, το ξέρεις; Μόνο σκιές βλέπουν, μόνο σκιές και τις παίρνουν γι’ αληθινές. Αλλά, τι νομίζεις; Όλα σκιές είναι.

Λέει ο ένας, πάμε να πολεμήσουμε για την πατρίδα.
Σκοτώνει, σκοτώνει και σκοτώνεται.
Τι να την κάνω την πατρίδα, αν είναι να πεθάνω; Χίλια κομμάτια να γίνει.

Λέει ο άλλος, πάμε να πολεμήσουμε για τον κομμουνισμό.
Σκοτώνει, σκοτώνει και σκοτώνεται.
Τι να τον κάνω τον κομμουνισμό, άμα πεθάνω; Κομμάτια να γίνει κι αυτός.

Όλ’ αυτά που σου λένε ότι αξίζει να σκοτώσεις και να πεθάνεις, όλα σκιές είναι.

Εγώ, Αδαμάκι μου, σε τίποτα δεν πιστεύω. Μόνο στον θεό, αλλά κι αυτόν δεν τον έχω δει ποτέ, σκιά είναι κι αυτός.

Κι αν μου ζητούσε ο Θεός να πεθάνω, αν μου ζητούσε ο Θεός να σκοτώσω, τότε θα ήξερα ότι δεν είναι ο Θεός, ότι είναι ο δαίμονας, γιατί μόνο ο δαίμονας θέλει να σκοτώνουμε και να πεθαίνουμε.
Ο δαίμονας που είναι μέσα στο κεφάλι μας, ο διάβολος.

(Ο Αδάμ γελάει. Μηδενίστρια η γιαγιά Μερόπη;
Αλλά, δεν είναι περίεργο;

Μηδενισμό θεωρούμε να μην πιστεύεις σε κάτι, σε κάτι για το οποίο αξίζει να σκοτώσεις και να πεθάνεις. Ένας άνθρωπος χωρίς πεποιθήσεις και ιδεολογίες είναι μηδενιστής; 

Όλες οι ιδεολογίες προβάλουν την αυτοθυσία και την αυταπάρνηση ως μέγιστο αγαθό.
Ελευθερία ή θάνατος.
Patria o muerte.
Χριστός ή θάνατος: Άγιοι είναι όσοι πέθαναν για να μην αρνηθούν το θεό τους.
Κομμουνισμός ή θάνατος: Οι αντάρτες που προτιμούσαν να εκτελεστούν, παρά να γίνουν δηλωσίες.
Αναρχία ή θάνατος: Οι αναρχικοί που προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να προδώσουν τους συντρόφους τους.

Πάντα, συμπληρωματικό κάθε ιδεολογίας και θρησκείας και πεποίθησης και ιδανικού, είναι ο θάνατος.)

Δεν είμαι καμιά μορφωμένη, αλλά κοιτάζω γύρω μου.
Αυτό βλέπω: Να ζεις είναι καλό. Και να πεθαίνεις κακό δεν είναι.
Αλλά τι το θες να βιάζεσαι; Κάποια μέρα θα πεθάνεις, αλλιώς να κάνεις δεν μπορείς. Κι αύριο μπορεί να ναι και σήμερα. Μέχρι τότε όμως καλύτερα δεν είναι να ζεις;

Αν κανείς δεν σκότωνε και κανείς δεν σκοτωνόταν, θα ‘ταν χειρότερα λες; Χειρότερα απ’ αυτά που κάνανε γίνεται;

Μακάρι να μην σου τύχει, Αδαμάκι μου, να ζήσεις πόλεμο. Και χίλιες φορές να μην σου τύχει να ζήσεις εμφύλιο. Γιατί αυτό δεν είναι πόλεμος, είναι κατάρα.

(Συνεχίζεται)