“Ο έρωτας ξεκινάει με μια μεταφορά. Ο έρωτας ξεκινά όταν μια γυναίκα εγγράφεται στην ποιητική μας μνήμη.”
Μίλαν Κούντερα, Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Πρώτα είναι εκείνο το χαμόγελο. Κοντά μαλλιά, μεγάλα μάτια και πέντε τόνοι αυτοπεποίθησης. Μαλβίνα τη λένε. Είναι πολύ μεγάλη, σαραντάρα ίσως, αλλά σε γοητεύει. Και σου τη σπάει. Δεν ξέρεις γιατί στέκεσαι να την ακούσεις, κάθε φορά που περνάς μπρος απ’ την οθόνη. Αλλά μένεις.
Δεν δείχνει τα βυζιά της ούτε φοράει κοντή φούστα. Μόνο μιλάει -και χαμογελάει σαν τον γάτο του Τσέσαϊρ.
Είσαι 19 και τα ‘χεις με την αδελφή του μπασίστα του συγκροτήματος που παίζεις. Είναι σίγουρα πολύ πιο όμορφη. Δεκάξι χρονών. Θα μπορούσαν να σε πάνε μέσα, για αποπλάνηση.
Όμως έχει κάτι σαγηνευτικό εκείνη η σαραντάρα με το πλατύ χαμόγελο, κάτι που σου γρατζουνάει το νου και τη λίμπιντο. Δεν θ’ αυνανιστείς στην τουαλέτα κοιτώντας φωτογραφίες της. Αλλά θα τη θυμάσαι πολύ περισσότερο καιρό απ’ το κορίτσι του Playboy, τεύχος Αυγούστου, του 1994.
Σε κοιτάει στα μάτια (απ’ την οθόνη) και λέει: “Όπως είπε κι ο Κούντερα…”
Πριν τελειώσει η εκπομπή αναφέρει άλλα δύο τσιτάτα του Κούντερα κι ύστερα η κάμερα δείχνει το πολύφωτο.
Εσύ τότε διαβάζεις Κάφκα, ξανά και ξανά, τον Κούντερα δεν τον ξέρεις. Διαβάζεις και Χένρι Μίλλερ κι ύστερα πηγαίνεις στο χειροποίητο στούντιο και παίζετε κομμάτια που μοιάζουν μ’ εκείνα των Rage Against The Machine
Έρχεται η αδελφή του μπασίστα να σας ακούσει κι εσύ της λες να κόψει τα μαλλιά της κοντά, σαν της Μαλβίνας. Τσαντίζεται. Και τα φτιάχνει με τον κιθαρίστα. Θρηνείς για ένα μήνα. Μετά πηγαίνεις φαντάρος.
~~{}~~
Έχεις ΣουΚου (Σαββατοκύριακο) άδεια. Κοιμάσαι στο σπίτι ενός παλιού συμμαθητή, κάπου στο Θησείο. Πάνω απ’ το κρεβάτι του έχει κολλημένη μια αφίσα απ’ τη “Διπλή Ζωή της Βερόνικας”.
Πίνετε πολύ, καπνίζετε περισσότερο, άφιλτρα Gitanes, μιλάτε για τα πάντα και για όλα εκείνα που είναι πέρα απ’ τα πάντα. Εσύ είσαι μόνος. Ο Χρήστος τα ‘χει με μια μεγάλη, πάνω από τριάντα. Θα τον αφήσει σύντομα, για να βρει κάποιον να κάνει οικογένεια, αλλά ο Χρήστος δεν το ξέρει ακόμα.
Πριν κοιμηθείτε διαλέγει ταινία.
– Έχεις δει την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι;
– Τι είναι;
– Του Κούντερα.
Θυμάσαι τη Μαλβίνα. Του λες να βάλει την κασέτα στο βίντεο.
Βλέπεις τον Ντάνιελ ντε Λούις και τη Μπινός, κι εκείνη τη Σαμπίνα, την πιο ερωτική γυναίκα που έχει περπατήσει στη φαντασία των αντρών -μετά την Εύα και την Ελένη.
Ο Χρήστος ροχαλίζει, πέφτουν τίτλοι τέλους, κι εσύ είσαι ερωτευμένος μ’ ένα φάντασμα. Με καπέλο.
Ο Κούντερα μίσησε την ταινία του Κάουφμαν. Μετά από αυτή απαγόρευσε να γίνονται κινηματογραφικές διασκευές των έργων του.
Εμείς την αγαπήσαμε.
~~{}~~
Πηγαίνεις στη δημοτική βιβλιοθήκη των Χανίων και παίρνεις την Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι, το βιβλίο με τον καλύτερο τίτλο που έχει υπάρξει.
Όταν το τελειώνεις, και πολύ πριν, καταλαβαίνεις ότι διάβασες ένα απ’ τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί, κάτι που μόνο “εμπειρία ζωής” μπορείς να το πεις.
Και τότε τυχαίνει να γνωρίσεις ένα κορίτσι απ’ την Ιρλανδία. Δουλεύει σε κωλόμπαρο κι εσύ μπαίνεις εκεί χωρίς να ‘χεις φράγκο στην τσέπη. Σε κερνάει μπύρα και μιλάτε για τον Τζέιμς Τζόις. Ο ιδιοκτήτης σε κοιτάει με περιφρόνηση.
Το βράδυ, στο δωμάτιο της, καθώς σε πλησιάζει, φορώντας μόνο τα εσώρουχα, λεπτή με φακίδες, αλλά έμπειρη, νιώθεις να είσαι θήραμα -και θηρευτής.
Σου επιτίθεται. Της ορμάς. Και καταβροχθίζεστε. Πεθαίνετε μαζί.
~~{}~~
Τα χρόνια περνούν. Η ζωή γλιστράει ανάμεσα απ’ τα μάτια σου, αλλά υπάρχει πάντα η αγάπη, ο έρωτας, το σεξ, κι ο πόθος, εκείνο το κομμάτι που κολλάει στο μυαλό σου και δεν σ’ αφήνει να τ’ αφήσεις.
Διαβάζεις κι άλλα βιβλία του Κούντερα, ενισχύοντας την ελαφρότητα της βαρύτητας, σκοτώνοντας τη Μαλβίνα που τόσο αγάπησες, εκείνη τη σαραντάρα με τα κοντά μαλλιά.
Κι είσαι πια, μια νύχτα του φθινοπώρου, σαράντα χρονών, too old to lose it, too young to choose it, όπως τραγουδάει ο άνθρωπος με τα δυο μάτια. Κοιμάσαι στο ίδιο σπίτι μ’ ένα κορίτσι που έχεις ερωτευτεί και παντρεύτηκες. Έχει την ίδια ηλικία με τη Μαλβίνα που θυμάσαι και είναι τόσο ερωτική όσο η Σαμπίνα που φαντάζεσαι.
Κάποιες νύχτες νιώθεις σαν ήρωας από μυθιστόρημα του Κούντερα. Χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, πέρα απ’ τον πόθο, τον έρωτα, την αγάπη για τη ζωή.
Και λες:
“Αν όλοι οι άνθρωποι ήταν ερωτευμένοι. Αν όλοι ήταν ελεύθεροι να κάνουν έρωτα με όποιον θέλουν. Αν ήταν έτσι… Δεν θα υπήρχε πόλεμος.”
Είναι χαζό, γελοίο, μοιάζει με τσιτάτο του Κούντερα που λέει η Μαλβίνα σε τηλεοπτική εκπομπή, μοιάζει με μονόλογο σε ταινία του Κάουφμαν, μοιάζει με τα χαζά λόγια που λένε αυτοί που κοιμούνται ικανοποιημένοι ερωτικά, γεμάτοι, χαμογελαστοί, σαν τον γάτο του Τσέσαϊρ.
Είναι η αβάσταχτη ελαφρότητα και η βαρύτητα, είναι να ποθείς.
Ναι, κάπως έτσι πλάστηκε ο κόσμος, με πόθο, έρωτα, όνειρα και κάποιον που είπε ότι θα τ’ αλλάξει όλα.
Τρελός ήταν, ερωτευμένος, μπορεί και να ηττήθηκε.
Αλλά τον κόσμο τον άλλαξε.