We are such stuff as dreams are made on
and our little life is rounded with a sleep.
Τρικυμία, Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Πράξη Δ, Σκηνή 1:148
Δεν ξέρω από πού έρχονται τα όνειρα. Ούτε και πού πάνε όταν ξυπνάμε.
Ο ορθολογιστής που καιροφυλακτεί μην υποπέσω σε αμαρτίες μεταφυσικής, μου λέει ότι είναι νευρικές ώσεις και χημικές ουσίες. Ότι δεν είναι τίποτα άλλο από τυχαίους συνειρμούς και εικόνες.
Όμως δεν είμαι λογικό ζώο, κανείς άνθρωπος δεν είναι. Τη νιώθω σαν φυλακή αυτή την προσπάθεια, να βάλουμε όλα τα σύμπαντα, γνωστά κι άγνωστα και παράλληλα, σε ανθρωπικά κουτάκια.
Αν αποκλείσουμε το ανορθολογικό, το παράλογο, το μεταφυσικό, το παράξενο, το μαγικό, το ποιητικό, το υπερφυσικό, το φαντασιακό, θα μείνουμε ανέραστοι φύλακες του ταριχευμένου εαυτού μας (σε δυαδικό κώδικα ΙΙΟ-ΙΙΟΙ-ΙΟΟΟΙΙ-ΟΟΙΟΙ).
Γιατί να χωρέσεις το Χάος στην Τάξη; Γιατί να θεωρήσεις το πνεύμα ως ύλη; Γιατί ο θάνατος να είναι το τέλος; Γιατί τα όνειρα να είναι μόνο η μυρωδιά απ’ τ’ απομεινάρια της μέρας;
~~
“Το Υλικό των Ονείρων” γεννήθηκε σ’ ένα όνειρο -και δεν ξέρω από πού ήρθε.
Ξέρω μόνο ότι ξύπνησα ένα πρωί, πριν από έξι χρόνια, χαρούμενος. Είχα δει μια ολόκληρη ιστορία, έναν κόσμο ονειρικό, όμως τόσο αληθινό. Σημείωσα βιαστικά τα ονόματα των ηρώων, μην τυχόν και τα ξεχάσω καθώς θα επέστρεφα στην πραγματικότητα.
Ήταν ο σοφοτρελός Διογένης κι η τυφλή Αρετούσα -εκείνη δέκα φορές πιο σοφή. Ο Γέρος του Πύργου, ένα φίδι με σώμα ανθρώπου, κι η φαύλη πριγκίπισσα. Ήταν ο Ζαγρέας, ο Ζάχος, το παιδί που μεγάλωσε στο γυναικείο μοναστήρι, έγινε ήρωας κι ύστερα έμαθε να είναι άνθρωπος. Ήταν η κόρη με τα ξανθιά μαλλιά. Ο γέρος που γελούσε, το παιδί στην έρημο, η εγκυμονούσα. Τα τρία τέρατα, ο Άδης κι ο Βαρκάρης. Το πουλί με τη φωνή ανθρώπου, ο Βασιλιάς της Θούλης, οι τρεις μάγισσες κι ο Τυφών. Η μοναχή που δεν μιλούσε κι οι θεοί που έγιναν αγάλματα.
Όλοι ζούσαν γύρω από τη μυθική Αρκαδία, ένα βασίλειο που δεν χωράει σε κανένα γνωστό χώρο και χρόνο. Παρά μόνο στον ονειρικό, κάπου ανάμεσα στο Ποτέ και στο Πάντα.
Στο όνειρο κυριαρχούσε μια αίσθηση ασάφειας. Δεν ήταν ομίχλη ή καταχνιά, ήταν ένα φως καθάριο και λαμπρό που έκανε τις μορφές να εξαϋλώνονται μέσα του.
Άλλοτε παρακολουθούσα απ’ έξω, σαν θεατής, κι άλλοτε γινόμουν ένας απ’ τους ήρωες. Δεν άκουγα λέξεις, μα ήξερα τι έλεγαν. Δεν ήταν κινηματογραφικό όνειρο, ήταν κάτι σαν ποίηση μεταφρασμένη σε εικόνες.
Κι όταν, το ίδιο βράδυ, ξεκίνησα το «Όνειρο», μου βγήκε -τόσο αυθόρμητα και παράδοξα- να γράψω σε δεκαπεντασύλλαβο. Δεν ήταν κάτι που ήξερα -ούτε το είχα δοκιμάσει ξανά. Δεν είμαι ποιητής. Αλλά η ιστορία μ’ ανάγκασε να γράψω έτσι.
Κάποια πράγματα τα επιλέγουμε κι άλλα μας επιλέγουν. Και πώς ν’ αρνηθείς στο όνειρο; Όσο παρωχημένος και να φανείς.
Έμμετρη μυθιστορία στον 21ο αιώνα; Ακόμα κι ο τρελός Κιχώτης θ’ απορούσε.
Όμως είχα τον Ερωτόκριτο του Κορνάρου και τα δημοτικά τραγούδια. Τα βυζαντινά στιχάκια του Πτωχοπρόδρομου και τα σατιρικά του Λουκιανού. Τα διαλεκτικά των Αθηναίων φιλοσόφων, τα θραύσματα των Προσωκρατικών και τα ομηρικά έπη, όπως έχουν εντυπωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο της γλώσσας -και των ονείρων.
Τους μήνες που έγραφα είδα κι άλλα όνειρα, τροχιοδεικτικά. Δεν είχαν την πληρότητα του πρώτου, ούτε την έντασή του. Ήταν ονειρικοί μετασεισμοί που με κατεύθυναν και με καθοδηγούσαν, κάθε φορά που αδρανούσα κι όταν δεν ήξερα πώς να συνεχίσω.
Στιγμιότυπα και στατικές φιγούρες, σαν κάρτες ταρώ, σαν προαιώνια σύμβολα. Σε κάποια άλλη στιγμή της ζωής μου δεν θα τους έδινα σημασία, μπορεί καν να μην τα θυμόμουν όταν ξυπνούσα. Όμως τότε καθετί έμοιαζε να ‘ρχεται την κατάλληλη στιγμή, για να με βοηθήσει να ολοκληρώσω το παζλ.
Σαν να είχα χαθεί σε μινωικό λαβύρινθο και, λίγο πριν εγκαταλείψω την προσπάθεια διαφυγής, να έβρισκα ένα σημάδι, έναν ρούνο, ένα ιερογλυφικό, κάτι που μου έδειχνε τον δρόμο. Έτσι, όπως με κατεύθυναν τα ονειρικά σημάδια, συνέχισα ως το τέλος.
~~
Έκρυψα τ’ όνειρο στο συρτάρι για έξι χρόνια. Μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού είναι οι άνθρωποι που το διάβασαν, σαν να ήταν μυστικό, σαν να ήταν απόκρυφο ευαγγέλιο. Και τώρα, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, χωρίς βία, λες και τ’ αποφάσισε από μόνο του, θα βγει έξω. Ήρθε στον ύπνο μου από κάπου, έγινε στίχοι που λούφαξαν στο συρτάρι, έγινε χειρόγραφο, θα γίνει και βιβλίο, έντυπο. Ένα κομμάτι ονείρου μες στον πραγματικό κόσμο.
Κι αυτό είναι το πιο παράξενο απ’ όλα: Πως τα όνειρα γίνονται αλήθεια. Πως το πνεύμα γίνεται ύλη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες απ’ τις εκδόσεις Ρενιέρη