Και είπ’ ο Ζάχος στο πουλί τι έπρεπε να κάνει,
πως κεραυνό του ζήτησε να πάει η Ελισάβετ.
«Πού πας εσύ, κακόμοιρε; Εδώ δουλειά δεν έχεις.
Αυτοί δεν είναι άνθρωποι που πας να πολεμήσεις
ούτε και είναι μάγισσες το μάτι να τους πάρεις.
Κι αν μακελέψεις έναν δυο, όλους δεν τους σκοτώνεις
και ειδικά τον αρχηγό, αυτόν που λεν Τυφώνα.
Πατέρα έχει τον Τάρταρο και μάνα του τη Γαία
γεννήθη στο Κωρύκιο της Κιλικίας Άντρο.
Αντί για πόδια έχει αυτός, ανθρωποφάγα φίδια
σκοτώνουνε ελέφαντα με ένα δάγκωμα τους.
Έχει γαϊδάρου κεφαλή που φτάνει μέχρι τ’ άστρα
και αν ανοίξει τα φτερά τον ήλιο σκοτεινιάζει.
Τα μπράτσα του είναι μακρά, από τη μια ως την άλλη,
φτάνουνε, σαν τεντωθεί, διακόσες τόσες λεύγες.
Φωτιές βγάζουν τα μάτια του και φτύνει απ’ το στόμα
βράχους και λάβα που μπορούν κομμάτια να σε κάνουν».
Για λίγ’ ο Ζάχος τρόμαξε, μα γρήγορα συνήρθε.
«Μία φορά βοήθησες και δεν το ‘χω ξεχάσει.
Αν τότε σε αδίκησα τώρα δε θα το κάνω.
Βοήθησε με άλλη μια κι ό,τι μπορώ θα δώσω».
«Αν το ‘ξερα θα σου ‘λεγα για να σε βοηθήσω
σε ποιο σημείο είν’ τρωτός ο γίγαντας Τυφώνας».
Σκοτείνιασε το πρόσωπο τ’ όμορφο του Ζαγρέα
και το πουλί λυπήθηκε την εμορφιά, τη νιότη.
Θυμήθηκε τα νιάτα του, σκέφτηκε τους γονιούς του,
θυμήθηκε την όμορφη που άλλος είχε πάρει.
«Εγώ δεν ξέρω, μα πολλά είναι πουλιά τριγύρω
θα τα ρωτήσω να μου πουν και θα ‘ρθω πριν να φύγεις.
Κι αυτό που ως αντάλλαγμα θέλω να σου ζητήσω
είναι απλό και το μπορείς εύκολα να το κάνεις».
«Ό,τι κι αν θες, αφού μπορώ, υπόσχομαι να κάνω».
Μέσα στην νύχτα πέταξε τους άλλους να ρωτήσει
ο Ζάχος ανακάθισε ξύπνιος να περιμένει.
Μα σύντομα κοιμήθηκε, άλλο πια δε βαστούσε,
το πνεύμα ήταν πρόθυμο, μα ασθενής η σάρκα.
Ήταν πρωί σαν ξύπνησε, ο ήλιος μία πήχη
είχ’ ανεβεί στον ουρανό και φώτιζε την πλάση.
Καβάλησε το άλογο, του χάιδεψε τη χαίτη
και στο αυτί του μίλησε σαν να ‘ταν σύντροφός του:
«Πίσω να πάω δεν μπορώ, μαινόμενε Ορλάντο,
μόνοι θα πολεμήσουμε και σου ‘χω μπιστοσύνη.
Άμα θα με σκοτώσουνε –κι αυτό μπορεί να γίνει-
σήκωσε το κουφάρι μου, μα μην το πας στη μάνα.
Νεκρό δε θέλω να με δει, καλύτερα να λέει,
πως είμαι γιος αχάριστος, ξέχασα τ’ όνομά της.
Πήγαινε να με θάψουνε όπου θα βρεις ανθρώπους,
ίδιο το χώμα και η γης όπου με παραχώσουν».
Χλιμίντρισε το άλογο σαν να ‘χε καταλάβει,
να τριποδίζει άρχισε για να χυθεί στη μάχη.
Μα λίγα μέτρα πριν να βγουν απ’ το πυκνό το δάσος
ήρθε πουλί και κάθισε στο κράνος του Ζαγρέα.
«Πάλι καλά, σας πρόλαβα» του μίλησε και του ‘πε
«λιγάκι ακόμα πιο μετά και θα ‘σουν μακαρίτης».
«Αν έχεις κάτι για να πεις, πες το, δε σταματάω».
«Άμα του κόψεις τ’ αχαμνά, άμα τον ευνουχίσεις,
βουνό θα γίνει μονομιάς, ηφαίστειο θα γίνει».
Ο Ζάχος το φχαρίστησε, το ρώτησε τι θέλει,
για αντάλλαγμα που του ‘δωκε τον τρόπο να νικήσει.
«Αν ψάχνεις ανταπόδοση, δύσκολο δε θα σου ‘ναι»
του είπε το μικρό πουλί που ‘χε λαλιά ανθρώπου.
«Άνθρωπος πάλι να γενώ, άλλο πια δεν το θέλω
ούτε κι αντέχω σαν πουλί να ζω μέσα στον κόσμο.
Δώσ’ μου λοιπόν τη λύτρωση και σπάσε μου το σβέρκο».
«Σου ‘πα θα κάνω ό,τι μπορώ για να στ’ ανταποδώσω
και θα ‘φερνα κι ανάποδα τον κόσμο αν το ζητούσες.
Όμως αυτό που μου ζητάς δε δύναμαι να κάνω.
Θα σ’ έσφαζα να σ’ έτρωγα, άμα το είχα ανάγκη,
και άμα κράταγες σπαθί θα σ’ έκοφτα στη μέση.
Για κάθε τι που γίνεται υπάρχει μια αιτία
τι ‘ναι καλό και τι κακό μη βιάζεσαι να κρίνεις».
«Αυτή είν’ η δεύτερη φορά που δεν ανταποδίδεις
τη χάρη που σου έκανα» είπε αυτό θλιμμένο.
»Άμα ξανανταμώσουμε τίποτα μη ζητήσεις.
Κι ένα σου λέω πρόσεχε κι εσύ να μην μπουχτίσεις
τον ήρωα να καμώνεσαι και το σπαθί βαρύνει».
Πέταξε το πουλί μακριά, τα λόγια δεν πετάξαν,
βαθιά μες στο κεφάλι του τα ‘βαλε ο Ζαγρέας.
Τα χαλινάρια τίναξε ν’ αρχίσουν να καλπάζουν
ένιωθε να ‘χει πίσω του μία στρατιά μ’ αγγέλους.
Όμως αν έστεκες κοντά, στ’ αλήθεια θ’ απορούσες
που ένα μυρμήγκι τα ‘βαζε μ’ ολόκληρο θηρίο.
Μόλις στα τείχη έφτασε φώναξε σα λιοντάρι:
«Έξω ας βγει ο αρχηγός, αυτός που λεν Τυφώνα,
άμα μου δώσει κεραυνό κακό δε θα του κάνω».
Οι γίγαντες κοιτάξανε και βάλανε τα γέλια.
Ήταν αυτός που φώναζε, ποντίκι που βρυχιόταν.
Ένας το λάθος έκανε, κατέβασε την πύλη
το ζούδι που λαμπύριζε πήγε να το πατήσει
και το σπαθί το μαγικό του έκοψε το πόδι,
σαν να ‘ταν από βούτυρο, σαν να ‘τανε ζυμάρι.
Έπεσε μες τα αίματα, οι γίγαντες τρομάξαν
κανείς έξω δεν έβγαινε να πάρει τον πεσμένο.
Τότε η γης τραντάχτηκε κι οπίσω από τα τείχη
σηκώθηκε ο αρχηγός, αυτός που λεν Τυφώνα.
Ο ουρανός σκοτείνιασε, γέμισ’ ο αγέρας στάχτες
κι ο Ζάχος λίγο τρόμαξε μα γρήγορα συνήρθε.
«Δως μου ευθύς τον κεραυνό, άμα το θες να ζήσεις»,
του είπε και το ξίφος του όρθωσε με ανδρεία.
Γκάριξε μια ο γίγαντας και ξέρασ’ έναν βράχο
θρύψαλα κείνος θα ‘κανε, ακέραια πολιτεία.
Ο Ζάχος τονε κοίταξε, η πίστη του σινάπι,
κι ο βράχος κάτω έπεσε σα να ‘τανε λουλούδι.
Πριν να προλάβει ο γίγαντας κάτι άλλο για να κάνει
γύρισε, πέταξε ψηλά το ξίφος ο Ζαγρέας,
και τ’ αχαμνά του Τύφωνα κόπηκαν δίχως κρότο,
όπως το είπε ο ποιητής, έτσι τελειώσαν όλα.
Όχι με βρόντο ή έκρηξη, μα με λυγμό τελειώσαν.
Ευθύς το σώμα πάγωσε κι ηφαίστειο εγένη,
Τυφώνα που τον λέγανε, τώρα τον λέγουν Αίτνα.
Φοβήθηκαν οι γίγαντες και τρέξαν να σωθούνε
το ζούδι που κορόιδευαν μέσα στην πόλη μπήκε.
«Τον κεραυνό αν δώσετε εγώ δε θα σας βλάψω»
τους είπε καθώς έβαζε το ξίφος στο θηκάρι.
Του δώσανε τον κεραυνό σε μια κασέλα μέσα.
Σκαλίσματα ορειχάλκινα κι αμέτρητα πετράδια
είχε μα ήταν ξύλινη, καλά ήταν κλεισμένη.
Η Αίτνα λάβα έβγαζε κατάπινε τα τείχη
σκορπίσανε οι γίγαντες στα πέρατα του κόσμου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μικρό απόσπασμα απ’ το «Υλικό των Ονείρων», έμμετρο μυθιστόρημα του Γελωτοποιού, που μόλις κυκλοφόρησε απ’ τις εκδόσεις Ρενιέρη.
Θα το βρείτε στο Comicon-shop, Σόλωνος 128, στην άκρη των Εξαρχείων.
Εκτός Αθήνας και εκτός Ελλάδας ταχυδρομικά:
http://comicon-shop.gr/
Επιμέλεια: Κωστής Ανετάκης
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η εικόνα είναι από τη γιαπωνέζικη ταινία Attack on Titan, που βασίζεται στο ομώνυμο manga του Hajime Isayama