Η Ξένη και Κοσμογονία

0
491

Η Ξένη

Σήμερα πέθανε η μαμά, μπορεί και χθες δεν ξέρω.Πήρα ένα τηλεγράφημα από το γηροκομείο : ‘Μητέρα απεβίωσε. Κηδεία αύριο. Θερμά συλλυπητήρια’. Αυτό δε σημαίνει τίποτα. Μπορεί να ’ταν και χθες.

Όταν κάποιος πεθαίνει η προτεραιότητα δίνεται στο νεκρό, πόσο ειρωνικό. Κανείς από τους «φύλακες» της μαμάς μου δεν αναρωτήθηκε αν μπορώ να είμαι από την άλλη άκρη του κόσμου σε 12 ώρες στην κηδεία.

Δεν υπήρχε χρόνος για θρήνους, έπρεπε να ενημερώσω τους συναδέλφους, να κλείσω αεροπλάνα και βαπόρια, να κάνω μαγικά με λίγα λογία, για να μπορέσω να δω τον σορό της γυναίκας που με γέννησε λίγο πριν γίνει τροφή για σκουλήκια.

Όσο ήμουν στο αεροπλάνο δεν ένιωθα θλίψη παρά μόνο αποστροφή για τον εαυτό μου, για την ανθρωπότητα, για την ωμότητα της εποχής μας.

Τα κατάφερα με τα ρούχα της προηγούμενης μέρας- σχεδόν, πρόλαβα να αλλάξω κάλτσες.

Η μητέρα μου με είχε χρόνια ξεχάσει, κυριολεκτικά ξεχάσει. Έπασχε από άνοια. Με λίγα λόγια είχα θρηνήσει τον αληθινό χαμό της καιρό πριν. Ένα καλοκαίρι μου άνοιξε την πόρτα και αντί να δω το χαμόγελο μιας μάνας που υποδέχεται το παιδί της, είδα μία ξένη να με ρωτάει αν είμαι η κόρη του μπακάλη.

Για γέλια και για κλάματα η κατάσταση. Άραγε υποσυνείδητα ήθελε τον μπακάλη τόσα χρόνια ή απλά προτιμούσε να είμαι η κόρη του, γεμάτη τρόφιμα, πιο πολύ από τη δική της ;

Οι ανάγκες και οι επιθυμίες μπλέκονται τόσο σε αυτή τη ζωή, που στο τέλος απλά ταυτίζονται αυτόματα.

Όπως και να έχει, όσο και να νόμιζα ότι ο θάνατος δεν με αγγίζει πλέον, ο σορός της μαμάς σου δύσκολα να σε αφήσει άθικτο. Δεν ήταν τόσο οδυνηρό, όσο απάνθρωπο. Ποιος είχε αυτή την υπεροχή ιδέα του μαύρου μπαούλου περιτριγυρισμένο από θειάφι και μοιρολόγια λίγο πριν το δεις να χάνεται κάτω από το χώμα ; Καθόλου ελκυστικός χώρος ανάπαυσης κατά τη ταπεινή μου γνώμη.

Βέβαια υπάρχουν και χειροτέρα. Είχα διαβάσει κάποτε ότι μια φυλή της Βενεζουέλας τρώει τους νεκρούς για να λυτρώσει την ψυχή τους. Η λογική μου λέει ότι στην Ευρώπη θέλουμε λίπασμα και στην Βενεζουέλα τροφή, αλλά ας μην τα ισοπεδώνω όλα. Προσωπικά πάντως, θα προτιμούσα να καώ και να δημιουργήσουν πολύχρωμες χάντρες από τη σταχτή μου, όπως σε κάποιους τυχερούς στη Νότια Κορέα. Να με φοράνε οι ζωντανοί που θέλουν να με θυμούνται.

Ίσως να μην φοβόμασταν το θάνατο τόσο αν μας λέγανε θα γίνεις μπλε χάντρα να σε φορώ στο λαιμό. Για κάποιους που δεν έχουν δει καν χάντρα, θα ήταν σχεδόν όνειρο ζωής.

«Έχει κάποιο λόγο να εκφέρει η κόρη πριν από τον ενταφιασμό;»

Αυτό ήταν, ξύπνησα.

«Ήταν, είναι και θα είναι η μητέρα μου», ψιθύρισα σχεδόν, φωνή δεν βγήκε.

Ποτέ δεν μπόρεσα να δω τη σορό να θάβεται.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Στέλλα Ζερβάκη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Η πρώτη παράγραφος, είναι -φυσικά- από τον Ξένο του Καμύ.

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι NBC1Marinel-1024x574.png

Κοσμογονία

“Να γυρνάει ρε μαλάκα ο μπάφος λέμε!”
“Ε; Α, σόρι…”

Το νοτισμένο χώμα, το γρασίδι και η κουβέρτα άφηναν μια ευχάριστη αίσθηση στην πλάτη τους. Ο Πρώτος είχε μια αόριστη αίσθηση άγχους για το αν θα σκαρφαλώσει κανένα ζουζούνι επάνω του, αλλά εντάξει, πόνταρε στο ότι η κουβέρτα που είχαν απλώσει θα τους παρείχε μια κάποια προστασία. Τα τζιτζίκια που τραγουδούσαν τον ηρεμούσαν, για κάποιο λόγο, αν και ήταν κι αυτά ζουζούνια.

“Ρε σεις, τι λέτε να είναι όλα αυτά τα αστέρια;”, είπε ο Δεύτερος, κοιτώντας τον ουρανό.
“Τι εννοείς τι να είναι; Σχολείο δεν πήγες ρε; Είναι πλανήτες, σαν τον ήλιο.”, εξήγησε ο Τρίτος.
“Ναι μωρέ, αλλά εντάξει, πόσο σίγουροι είμαστε γι αυτό; Τους έχουμε δει ποτέ;”

Ο Τρίτος κοίταξε το Δεύτερο, απορημένος. Τα τζιτζίκια συνέχιζαν αμέτοχα.

“Τους βλέπεις τώρα ρε μπρο”.
“Ναι μωρέ, αλλά κατάλαβες τι εννοώ. Παλιά κάποιοι, οι Αζτέκοι ξέρω γω, δε θυμάμαι ποιοι, πίστευαν ότι ο ουρανός είναι ζωγραφισμένος σε ένα πράγμα πάνω και ότι όλος ο κόσμος στέκεται στην πλάτη μιας τεράστιας χελώνας.”
“Και η χελώνα πού στέκεται;”, ρώτησε με δυσπιστία ο Τρίτος.
“Πάνω σε μια άλλη χελώνα.”
“Και αυτή η χελώνα;”
“Σε άλλη, και αυτή σε μια άλλη, και αυτή σε μια άλλη, ατελείωτα.”

Ο Τρίτος ρούφηξε μια βαθυστόχαστη τζούρα και έδωσε το τσιγάρο στον Πρώτο.

“Δεν ξέρω, αυτοί οι αρχαίοι όλο μαλακίες λέγανε. Δεν ξέρανε και πώς δουλεύει τίποτα, οπότε όλα ήτανε χελώνες και ελέφαντες.”
“Ναι μωρέ, δε σου λέω ότι το πιστεύω, αλλά ξέρω γω; Και οι γιγάντιες μπάλες αερίων δεν είναι πιο λογικές.”
“Ναι, έτσι όπως το λες, βγάζει νόημα…”, παραδέχτηκε στο Δεύτερο, και κοίταξε τον Πρώτο, ξεχνώντας τις χελώνες.

“Να γυρνάει λέμε ρε!”

Ο Πρώτος γύρισε, σα να ξύπνησε από όνειρο, σκούπισε τη στάχτη που είχε πέσει στο γιακά του, και έδωσε το τσιγάρο στο Δεύτερο. Δειλά, αποφάσισε να συμμετέχει.

“Είχα διαβάσει κάπου ότι οι αρχαίοι λέγανε ότι ο κόσμος βγήκε σε κάποια φάση από κάτι νερά, και έτσι δημιουργήθηκαν όλα. Εγώ πιστεύω ότι ο κόσμος είναι ένα μπαλόνι που κρατάει στο χέρι της μια κοπέλα που έχει εγκλωβιστεί στην ταράτσα του σπιτιού της, πάνω από τα νερά.”

Τα τζιτζίκια συνέχιζαν αμέτοχα.

“Μαλάκα, άμα κρατάς το μπάφο μόνο για σένα, αυτά γίνονται.”
“Ώπα, κάτσε, αυτό κάπου το θυμάμαι. Αυτό ρε δεν ήταν ζωγραφιά σε ένα άρθρο για την κλιματική αλλαγή ή κάτι τέτοιο, που μας είχες στείλει;” είπε ο Τρίτος.
“Όχι; Δεν ξέρω, πάντως αυτό πιστεύω.”

Ο Τρίτος κοίταξε πάλι πάνω. “Πάντως καλύτερο από χελώνες.”


Η Αλίκη για μια στιγμή νόμισε πώς κάτι είδε στο βάθος. Ξαφνιάστηκε για μια στιγμή στη σκέψη ότι ίσως να την έσωζε επιτέλους κάποιος, μια στιγμή αρκετή για να της φύγει το μπαλόνι. Απογοητεύτηκε ελαφρά όταν κατάλαβε ότι πάλι δε θα ερχόταν κανείς, αλλά συνέχισε να περιμένει. Άλλωστε τι είναι μία ακόμα μέρα;

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Σταύρος Κοροκυθάκης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Ο πίνακας είναι της Marinel Shue.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~