Αυτά τα μικρά διηγήματα γράφτηκαν με έμπνευση έναν πίνακα ζωγραφικής. Θα ακολουθήσουν κι άλλα, στην Αλλοπρόσαλλη Πινακοθήκη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Πόκερ
Την άδειασα μάγκες την λέσχη όπως διατάξατε. Μέσα σε μια μέρα όπως ήταν η διαταγή σας ,τα μάζεψα όλα και πάμε για άλλα κόλπα .
Δεν μπόρεσα να το αποφύγω ,δεν μπόρεσα να σας πετάξω στα μούτρα ένα στρίψτε από εδώ όταν μπουκάρατε σαν τα στρουμφάκια με τις μπλε στολές σας , φωνάζοντας.
Όλα τα καλόπαιδα της γειτονιάς ήταν απόψε εδώ. Όχι ,όχι δεν υπάρχουν γυναίκες, ήμασταν μόνοι μας
Ήμασταν μόνο για την πάρτη μας, για την καψούρα της άλλης γκόμενας, της πόκας. Με όλα τα κόλπα της αραδιασμένα μόνο για εμάς, την μπόμπα, το χαρακίρι, το ασανσέρ, τον κούκο, μονό η διπλό ανάλογα.
Άτιμη ξελογιάστρα τρέχουμε όλοι πίσω της.
Κοιταχτήκαμε και σκεφτήκαμε όλοι το ίδιο, πως και πάλι ο Γιώργης, ο αστυνόμος της γειτονιάς, παιδί δικό μας, που γιορτάσαμε όλοι όταν έδωσε εξετάσεις για την αστυνομία και πέρασε, ο Γιώργης είχε φύγει για το χωριό του σε κάτι εσχατιές στην Μακεδονία με τον πατέρα του.
Τσουβαλιάσανε τα παιδιά στο τμήμα κι εμένα ν’ ακολουθώ αφού φρόντισα να ξεφορτωθώ τον Γιακουμή από την τσέπη στο σακάκι. Για ώρα ανάγκης το έχω μαζί μου, αλλά που να το καταλάβουν, θα έμπλεκα ακόμα ποιο πολύ, και αυτοί πίσω με την πράσινη τσόχα και όλα τα συμπράγκαλα μέσα τυλιγμένα.
Χάραζε την ώρα που φτάναμε στο τμήμα, ο ουρανός έπαιρνε τα χρώματα που μου αρέσουν, και τότε θυμήθηκα τη βαφτιστήρα μου που σήμερα θα περιμένει την ζωγραφιά που έχει για μια εργασία της στο σχολείο. Της ζωγραφίζω κάθε φορά ότι χρειάζεται, πιάνει το χέρι μου, είμαι καλός.
Κι έκανα μια γκριμάτσα, πικρού χαμόγελου, γιατί εκτός από την ζωγραφιά που δεν θα έχει, θα λείπει και ο πατέρας της, που απόψε ήταν μαζί μας.
Οι καριόληδες μας χάλασαν τα σχέδια.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Καλλιόπη Αναγνώστου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Ο πίνακας είναι του Γιώργου Ρόρρη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μην ξεχάσεις τον Ίκαρο!
Τρύπωνε στα κρυφά στο δωμάτιο με τις συρόμενες πόρτες και τα αδιαφανή τζάμια όπου χανόταν ο μπαμπάς του τη μεγαλύτερη διάρκεια της ημέρας. Σύμμαχός του μέσα στη νυχτιά το φως από το δρόμο, που έμπαινε από το ανοιχτό παντζούρι. Αν τελικά υπήρχε παντζούρι, αφού το παραθύρι δεν έκλεινε ποτέ.
Αδιαφορούσε για όλα τα βιβλία, τα φανταχτερά στολίδια, τις αντίκες και τις ρέπλικες εποχής. Είχε μάτια μόνο για εκείνη την πελώρια ζωγραφιά πίσω από το ξύλινο τραπέζι του μπαμπά του.
Πλησίαζε πατώντας μόνο πάνω στα παχυλά σημεία της μοκέτας, για να μην ακούγονται οι διαμαρτυρίες από τα παλιά σανίδια που απαρτίζανε το πάτωμα. Τα μάτια του στυλωμένα στην κάτω δεξιά γωνία εκείνης της κατά τα άλλα πολύ όμορφης εικόνας.
Φτάνοντας στη μεγάλη καρέκλα με τα μπράτσα και την ψηλή πλάτη, την τραβούσε σιγά σιγά, μέχρι που η πλάτη της γινόταν ένα με τον τοίχο.
Καθ’ όλη τη διαδικασία, σιγομουρμούριζε πάντα το “Ήταν ένα μικρό καράβι”. Το αγαπημένο του τραγουδάκι. Τον βοηθούσε να μην ακούει το θόρυβο που έκανε η πολυθρόνα πάνω στο πάτωμα. Έτσι θεωρούσε ότι κάλυπτε τα ίχνη του.
Που και που μερικοί αχνοί ψίθυροι ξεγλιστρούσαν από το μεγάλο υπνοδωμάτιο. Μα δεν έφταναν ποτέ στα αυτιά του μικρού Γιούρκα. Δεν είχαν το σθένος να διαπεράσουν τον τοίχο που έχτιζε το σιγομουρμουρητό του μικρού.
Οι γονείς του γνώριζαν τις καλικαντζαριές του.
“Θα γίνει ζωγράφος!”, έλεγε ο πατέρας του γεμάτος περηφάνια! “Να μου το θυμηθείς!”
Η μητέρα του, πιο λογικά σκεπτόμενη, του αντιγύριζε: “Να γίνει ένας σωστός άνθρωπος και πάνω απ’ όλα ευτυχισμένος…” και μετά κούρνιαζαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και αποκοιμιόντουσαν.
Σκαρφάλωνε στην καρέκλα και ψηλάφιζε το σημείο εκείνο απ’ όπου τα μάτια του δεν ξεστράτιζαν. Κάτι δεν του πήγαινε καλά στο παιδικό κεφαλάκι του. Δύο πόδια που εξείχαν πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και ολόγυρα φτερά. Πολλά φτερά, σαν να είχε σκάσει ένα πουπουλένιο μπαλόνι που μέσα του κρατούσε κάποιον άνθρωπο και τον έριξε στη θάλασσα. Μα ο άμοιρος δεν ήξερε μπάνιο. Και ο ίδιος ο Γιούρκας το φοβόταν το μπάνιο.
Ένα πρωινό, ο μικρός δεν κρατήθηκε.
“Μπαμπά, γιατί στη ζωγραφιά στο γραφείο σου υπάρχει ένας άνθρωπος που πνίγεται και κανείς δεν τον βοηθά;”
Ο πατέρας του χαμογέλασε και του πρότεινε το χέρι του.
“Έλα”, τον παρότρυνε και τον πήρε τρυφερά απ΄το χεράκι του.
Βγήκαν από την κουζίνα και περπάτησαν προς το τέλος του διαδρόμου. Ο κύριος Μαίων, άνοιξε τη δίφυλλη πόρτα διάπλατα και μπήκε μέσα πρώτος. Παραμέρισε τη μοκέτα και μετά προέτρεψε το μικρό Γιούρκα, να τον βοηθήσει να σύρουν το μεγάλο ξύλινο γραφείο του. Στην πραγματικότητα, όλη τη δουλειά την έκανε εκείνος, αλλά παράλληλα του μάθαινε τη σημασία της αλληλοβοήθειας και της ομαδικότητας. Μετά έδειξε προς την καρέκλα, με ένα νεύμα του κεφαλιού του. Ο μικρός συνοφρυώθηκε και κοίταξε από την άλλη μεριά.
“Άντε! Ξέρω ότι σε ακούει…” άκουσε τον πατέρα του να λέει με περιπαικτική διάθεση. Ο μικρός έσκυψε λιγάκι το κεφάλι του. Προσπάθησε να ξεκλέψει μία ματιά και κατόρθωσε να τον δει να στέκεται πανύψηλος από πάνω του και να τον κοιτάζει με ένα ζεστό και ενθαρρυντικό χαμόγελο. Η έκφρασή του άλλαξε μονομιάς. Το πρόσωπό του φωτίστηκε, καθώς ένα μικρό χαμογελάκι ξεπρόβαλε από τα χείλη του. Έσπευσε προς την καρέκλα και αυτή τη φορά την έσπρωξε πέρα χωρίς να ψελλίσει τον παραμικρό στίχο από το “Μικρό Καράβι”.
Το δωμάτιο πλέον έμοιαζε με πλατεία και καθώς το φως του πρωινού ήλιου έλουζε τους τοίχους, τα χρώματα του πίνακα ζωντάνευαν και αποκάλυπταν έναν συναρπαστικό νέο κόσμο. Έμειναν εκεί ίσαμε μία ώρα. Μελετήσανε εξονυχιστικά κάθε λεπτομέρεια του πίνακα.
Ο μπαμπάς του, του είπε τα πάντα για το αριστούργημα του Μπρίγκελ και την ιστορία του Ικάρου, όσο πιο απλά μπορούσε. Ο μικρός Γιούρκας έδειχνε συνεπαρμένος. Συζητήσανε για τα συναισθήματα που του γεννούσε η πιθανότητα κάποιος να πνιγόταν και κανείς γύρω του να μην ενδιαφερόταν να τον βοηθήσει. Αυτό έκανε τον μπόμπιρα να σφίγγει τον αντίχειρα του πατέρα του, ολοένα και περισσότερο.
Αφού τελείωσε η κουβέντα, έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Τότε ο κύριος Μαίωνας, στράφηκε προς το γιο του, γονάτισε μέχρι που τα μάτια του βρέθηκαν ακριβώς απέναντι από τα μάτια του μικρού και του είπε: “Ότι και αν κάνεις στη ζωή σου, ποτέ να μην ξεχάσεις τον Ίκαρο…”
~~{}~~
Ο Γιούρκας, μεγάλος πια, ανοιγόκλεισε μία δύο φορές τα μάτια του. Ένα μικρό δάκρυ σχηματίστηκε δειλά στην άκρη του ενός και μέσα του καθρεφτίστηκε η φωτογραφία μίας γνώριμης γυναίκας και αυτή της γέφυρας του Ιλισού.
Κύρια είδηση στην εφημερίδα που κρατούσε στα χέρια του, ένα τραγικό περιστατικό που θα συγκλόνιζε την Αθήνα της εποχής. Ο τίτλος έγραφε: “Νεαρά Μήτηρ Αυτόχειρ!”.
Τη θυμήθηκε καλά. Την είχε απαντήσει την προηγούμενη ημέρα έξω από το καφεκοπτείον του Αγκόπ επί της Θησέως, λίγα μέτρα από τη στάση του τραμ. Είχε πέσει κατά λάθος πάνω της. Δεν είχε ζητήσει καν συγγνώμη. Ούτε έμεινε να ακούσει την “απαράδεκτη” αξίωσή της για ένα κουτί γάλα εβαπορέ.
Στο δρόμο ένας πλανόδιος πωλητής διαλαλούσε περήφανος την πραμάτεια του. Το καμπανάκι του τραμ σήμανε την άφιξη στον προορισμό του κου Γιούρκα Μ. Δαγκλή. Νέου πλην όμως εξαίρετου δικηγόρου. Στο σπίτι του, η σύζυγός του, του είχε υποσχεθεί γεμιστά.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Γιώργος Καράκης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Ο πίνακας είναι του Πίτερ Μπρίγκελ.