Μετανάστες;

0
480

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 19197246_401.jpg

Λαθεμένο μου φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν: μετανάστες. Θα πει, κείνοι που άφησαν την πατρίδα τους. Εμείς ωστόσο, δε φύγαμε γιατί το θέλαμε, λεύτερα να διαλέξουμε μια άλλη γη. Ούτε και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν. Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνήγησαν, μας προγράψανε.

Ειδομένη, μια κουκίδα στο χάρτη, ένα χωριό γερόντων, πλάι στα σύνορα. Πόνος, φόβος, απελπισία δεκάδων ανθρώπων. Εικόνες εγκατάλειψης και απόλυτης μοναξιάς. Άνθρωποι που προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα σαν σκιές.

Κάθομαι αποκαμωμένη  δίπλα στο αυτοκίνητο. Που και που σηκώνω τα μάτια μου σε ένα χωράφι, γεμάτο ανθισμένους ήλιους. Με πλησιάζει μια γυναίκα, πρόσφυγας. Πάω να σηκωθώ, μα μου κάνει νόημα να καθίσω, κάθεται κι αυτή -κι αρχίζει να μιλά:

«Αφήνεις την πατρίδα σου, μόνο όταν η πατρίδα σου δεν σε αφήνει να μείνεις.
Τρέχεις προς τα σύνορα, όταν όλη η πόλη τρέχει προς τα σύνορα.
Φωτιά κάτω από τα πόδια σου, αίμα στα μάτια σου.

Δεν είναι κάτι που φαντάστηκες ποτέ ότι θα έκανες, μέχρι που το αγόρι που κάποτε σε φιλούσε μεθυστικά, κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το μπόι του.
Πρέπει να καταλάβεις: κανένας δεν βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα, εκτός και εάν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά.

Κανένας δεν περνά, μέρες και νύχτες στην καρότσα ενός φορτηγού, εκτός εάν τα χιλιόμετρα που ταξιδεύει, σημαίνουν κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι.

Κανένας δεν θέλει να σέρνεται κάτω από φράχτες.
Κανένας δεν θέλει να τον δέρνουν ή να τον λυπούνται.
Κανένας δεν διαλέγει τα στρατόπεδα προσφύγων ή τη φυλακή -κι η φυλακή είναι ασφαλέστερη από μια πόλη που καίγεται.

Καμιά ψυχή δεν είναι αρκετά σκληρή, για ν’ ακούει, αλλά δεν δίνουμε σημασία στα λόγια, στα βλέμματα, γιατί τα λόγια αυτά είναι πιο τρυφερά από το κομματιασμένο κορμί του παιδιού σου, απ’ τους άντρες ανάμεσα στα πόδια σου.

Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα.
Εκτός εάν η πατρίδα είναι ένα στόμα καρχαρία.
Εκτός εάν η πατρίδα είναι η κάνη του όπλου.
Εκτός εάν η πατρίδα σου λέει να τρέξεις, να τρέξεις γρήγορα, πιο γρήγορα,

Να συρθείς στην έρημο, να κολυμπήσεις ωκεανούς. Να πνιγείς. Να σωθείς. Να πεινάσεις. Να εκλιπαρήσεις. Να ξεχάσεις την περηφάνια σου

Εκτός εάν η πατρίδα είναι μια φωνή που σου ουρλιάζει στο αυτί: Φύγε, τρέξε, μακριά μου.»

Σηκώνεται κι απομακρύνεται με κουρασμένα πόδια. Μπαίνω στο αυτοκίνητο και φεύγω. Ντρέπομαι. Ανοίγω τη μουσική στο διαπασών:
“Πάντα μισούσα τα σύνορα
Έτσι κι αλλιώς είναι εφήμερα
Μαζί κι αυτούς που τα ορίζουν
Ανθρώπους χωρίζουν
Τα άντερα μου γυρίζουν’

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το κείμενο έγραψε η Μάρα Θεοχάρη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η πρώτη παράγραφος είναι του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Η φωνή της γυναίκας είναι από το ποίημα της Ουαρσον Σαιρ.