Γιωταλία (11. Άσυλο Βολτέρα και Αναρχικό Τσίρκο)

0
916

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι autolukos-1024x576.jpg

«Η μεγαλύτερη ηδονή για έναν σκλάβο δεν είναι η ελευθερία, αλλά ο τρόμος στα μάτια του αφέντη, όταν τον βλέπει να ξεσηκώνεται.»

«Μετά κάτι έπεσε πάνω μου και με άδραξε και με τράνταξε σαν να είχε έρθει η συντέλεια του κόσμου. Αναρωτήθηκα τι κακό πράγμα είχα κάνει.»
Σύλβια Πλαθ, για την αίσθηση του ηλεκτροσόκ

29

Η Έλβα είναι το μεγαλύτερο νησί του Τοσκανικού Αρχιπελάγους. Οι αρχαίοι το αποκαλούσαν Αιθαλία, λόγω των καπνών που έβγαιναν απ’ τα σιδηρουργεία. Απ’ τους Ετρούσκους ήταν γνωστό για τα κοιτάσματα σιδήρου. Είναι το σιδερένιο νησί, γεμάτο αιματίτη και μαγνητίτη.

Η κορυφή του όρους Καπάνε είναι κάτι σαν αλεξικέραυνο μαγείας. Τραβάει καθετί μαγικό περνάει από ‘κει τριγύρω. Είναι ένα ισχυρό κέντρο ενέργειας. Οι Αργοναύτες είχαν σταματήσει να ξεκουραστούν. Ο Ναπολέοντας είχε εξοριστεί στο νησί. Και ο Αυτόλυκος εμφανίστηκε στο ίδιο μέρος.

Δεν χρειάστηκε πολύ για να καταλάβει ότι ήταν μόνος, χωρίς τους συντρόφους του. Δεν χρειάστηκε πολύ να καταλάβει ότι βρισκόταν σε νησί. Από εκεί πάνω μπορούσε να δει όλη την ακτογραμμή –κι απέναντι τον ηπειρωτικό όγκο. Ήταν ένας ναυαγός σε κατοικημένο νησί, κάτι σαν τον Ροβινσώνα Κρούσο και το σκύλο του.

Ήξερε από βουνά και πώς να επιβιώνει στη φύση. Την πρώτη μέρα έπιασε ένα μικρό μουφλόν, ένα αγριοκάτσικο της περιοχής. Το τεμάχισε και το έψησε μέσα στο χώμα. Δεν έπρεπε να φανεί καπνός, πριν καταλάβει πού βρισκόταν  και ποιους είχε να αντιμετωπίσει.

Ο Αυτόλυκος γνώριζε ότι δεν θα τον καλοδέχονταν. Ίσως να ήταν πιο εύκολος να περάσει απαρατήρητος σε μια μεγαλούπολη, έστω για λίγο καιρό. Το είχε κάνει αρκετές φορές στην Πάτρα. Αλλά εκεί, στην ύπαιθρο, κάθε καινούριος άνθρωπος (ή λυκάνθρωπος) γίνεται το επίκεντρο της προσοχής, και συνήθως φοβούνται τους ξένους –ακόμα και τους κανονικούς.

Ευτυχώς για εκείνον ήταν καλοκαίρι, γιατί τον χειμώνα χιονίζει στο Καπάνε. Επικίνδυνα ζώα δεν υπήρχαν. Μόνο οχιές, που ήξερε να τις αποφεύγει, και αγριογούρουνα. Φυσικά αν ήταν σκρόφα με γουρουνάκια κινδύνευε περισσότερο κι από λιοντάρι. Η πανίδα κι η χλωρίδα δεν είχε διαφορά απ’ τον τόπο του, οπότε ήξερε τι επιτρεπόταν να φάει.

Αν ήθελε να μείνει εκεί, θα έφτιαχνε ένα καταφύγιο και θ’ άντεχε χρόνια χαμένος, ένας θρύλος της περιοχής, σαν τους γρύπες, τα γιέτι και τους μονόκερους. Όμως ήθελε να βρει τους υπόλοιπους –αν είχαν καταφέρει να περάσουν.

Απ’ την ανατολική μεριά του βουνού είχε δει το λιμάνι του Πορτοφερραίο και τα πλοία που έφευγαν για Ιταλία. Ήταν πολύ κοντά. Ένας καλός κολυμβητής θα μπορούσε να φτάσει απέναντι σε δυο ώρες. Ο Αυτόλυκος δεν ήξερε να κολυμπάει. Μπορούσε να κλέψει μια βάρκα ή να φτιάξει μια σχεδία. Μπορούσε και να προσπαθήσει να επιβιβαστεί λαθραία σε κάποιο απ’ τα πλοία.

Το τι θα έκανε μετά, πώς θα έψαχνε για τους συντρόφους του, δεν το σκεφτόταν. Αυτό είχε μάθει απ’ την καριέρα του στους Κόκκινους Βάλτους. Λύσε το πρώτο πρόβλημα προτού χάσεις το χρόνο σου με το επόμενο. Και το πρώτο πρόβλημα ήταν να φύγει απ’ το νησί.

Ξεκίνησε να κατεβαίνει όλο και πιο κοντά στα χωριά εκεί τριγύρω. Το έκανε πάντα νύχτα. Περνούσε στα σοκάκια πιο αθόρυβος κι από σκιά. Με εξαίρεση το πανδαιμόνιο που έκαναν τα σκυλιά, που όταν τον μύριζαν τριγύρω τρελαίνονταν. Γι’ αυτό έπρεπε να είναι γρήγορος στις καταδρομές του.

Οι κάτοικοι του νησιού έμοιαζαν στο πρόσωπο με τους ανθρώπους της Πελοποννήσου. Αλλά μιλούσαν αλλιώς. Όποτε μπορούσε έκλεβε ρούχα, για να μπορέσει να προσαρμοστεί στο ντύσιμο τους. Κι έπνιγε και καμιά κότα, για γρήγορο φαγητό.

Το έκανε για μερικές μέρες, αλλά στην τελευταία απ’ αυτές τις επιδρομές, κι ενώ ένιωθε έτοιμος να κατέβει στο λιμάνι, ήρθε αντιμέτωπος μ’ έναν κάτοικο.

~~

Είχε πνίξει ένα κόκορα κι είχε κλέψει ένα ωραίο, μεγάλο καπέλο. Ο σκύλος του σπιτιού κόντευε να πάθει λαρυγγίτιδα. Καθώς περνούσε απ’ την πίσω αυλή για να εξαφανιστεί στο δάσος, άνοιξε η πόρτα του σπιτιού και τον φώτισαν με μια λάμπα λαδιού.

Ο Αυτόλυκος πάγωσε για λίγο, σαν ζώο. Κοίταξε το φως που κρατούσε μια γυναίκα. Στο πλευρό της ένας άντρας που βαστούσε με τα δύο χέρια κάτι σαν σιδερένιο ραβδί. Κι εκείνοι γουρλώσανε τα μάτια στη θέα του λυκάνθρωπου. Η γυναίκα έκανε το σταυρό της κι ο άντρας τον σημάδεψε με το ντουφέκι του.

Μόνο τότε ξύπνησε κι έφυγε τρέχοντας ο Αυτόλυκος. Δεν θα τον προλάβαιναν με τίποτα. Άκουσε πίσω του μια βροντή και την ίδια στιγμή το πόδι του τινάχτηκε. Έπεσε κάτω, είχε πληγωθεί. Έψαξε να βρει το βέλος που τον είχε χτυπήσει. Δεν υπήρχε. Το πόδι του αιμορραγούσε από πολλές μικρές πληγές και δεν μπορούσε να σηκωθεί.

Άκουσε τον σκύλο και τον άντρα να πηγαίνουν κατά πάνω του. Ο σκύλος τον δάγκωσε, ήταν ένα μεγάλο μαντρόσκυλο. Ο Αυτόλυκος έβγαλε το μαχαίρι και του έκοψε το λαιμό. Προσπάθησε πάλι να σηκωθεί. Σίγουρα δεν μπορούσε να τρέξει πλέον.]

Ο άντρας στάθηκε κοντά του. Όχι αρκετά κοντά για να τον μαχαιρώσει. Το σημάδευε με το όπλο του, σαν να κρατούσε ένα βέλος χωρίς τόξο. Από τριγύρω ακούστηκαν φωνές κι άναψαν περισσότερες λάμπες. Κι άλλοι άντρες πλησίασαν με τα ντουφέκια τους, νομίζοντας ότι είχαν πιάσει λύκο. Όλοι μαζί δεν φοβήθηκαν το πλάσμα. Έφτιαξαν ένα κύκλο γύρω του.

Τους είδε να τον σημαδεύουν με τα όπλα τους. Αν μόνο ένας του έκανε τόση ζημιά, μ’ ένα χτύπημα, όλοι μαζί θα τον έκοβαν σε κομμάτια. Γονάτισε και χαμήλωσε το κεφάλι, σε ένδειξη υποταγής. Δεν γινόταν να πολεμήσει. Κάποιος τον χτύπησε στο κρανίο.

~~~

Συνήλθε αλυσοδεμένος σ’ ένα εξωτερικό τοίχο. Ήταν μέρα. Μπροστά του είχαν αφημένα ένα ξύλινο πιάτο με νερό κι ένα με τροφή. Όσο και να χτυπήθηκε δεν μπόρεσε να ελευθερωθεί. Γονάτισε κι έφαγε με το στόμα. Ήταν ένα γλυκό ψωμί ζυμωμένο με πολύ κρασί.

Όταν σήκωσε το κεφάλι είδε λίγα μέτρα πιο πέρα πέντε παιδάκια να τον κοιτάνε, έχοντας από ένα δάκτυλο μέσα στη μύτη τους. Έκανε μια απότομη κίνηση να τους ορμήσει, τους έδειξε τα δόντια του.

Τα παιδιά έφυγαν ουρλιάζοντας: «Mamma, mamma, il luppo.»

«Τη μάνα τους φωνάζουν», σκέφτηκε ο Αυτόλυκος και συνέχισε ν’ απολαμβάνει το σκιάτσα μπριάκα.

Ξάπλωσε πίσω ήρεμος. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πλέον, μόνο να περιμένει να τον λιντσάρουν. Έτσι όπως έπεσε ανάσκελα παρατήρησε τον ουρανό. Ήταν το ίδιο χρώμα, όπως και στον τόπο του. Και το όρνιο που έφερνε γύρους δεν διέφερε απ’ τα δικά τους. Θα του έτρωγε το συκώτι;

Με τους συντρόφους του ληστές, εξόριστοι στους Κόκκινους Βάλτους, μάθαιναν ο ένας στον άλλον μουσική κι ανάγνωση, αριθμητική, έπαιζαν θέατρο. Κάποιες φορές πήγαιναν να δουν παραστάσεις, στη Σικυώνα, στην Ήλιδα, στην Πλατιάνα, στην Επίδαυρο.

Θυμήθηκε τον Προμηθέα Δεσμώτη. Δεν του άρεσε ο Αισχύλος, προτιμούσε το Σοφοκλή. Με τίποτα τον Ευριπίδη με τους Από Μηχανής Θεούς του.

Όμως έτσι, όπως βρέθηκε αλυσοδεμένος πάνω σ’ ένα βουνό και τ’ όρνιο να πετάει ψηλά, ένιωσε για πρώτη φορά τις λέξεις που είχε γράψει ο Αισχύλος: «Ελεύθερος γαρ ου τις εστί πλην Διός.»

~~~~

Το ίδιο απόγευμα πήγαν να τον δουν αυτοί που τον κρατούσαν. Οι περισσότεροι ήταν χωρικοί, αλλά υπήρχε κι ένας μαυροφορεμένος. Ο Αυτόλυκος κατάλαβε ότι ήταν ιερέας.

Τον είχαν πάρει απ’ το διπλανό χωριό, για να κάνει ένα πρόχειρο εξορκισμό στο θηρίο. Οι λυκάνθρωποι ήταν διαβολικά πλάσματα κι υπήρχαν στη μυθολογία της περιοχής πολύ πριν τον χριστιανισμό.

Ο ιερέας ξεκίνησε να διαβάζει φράσεις εξορκισμού απ’ τη Βουλγάτα, τη λατινική Βίβλο. Δεν ήταν ακριβώς σαν τα κλασικά λατινικά που είχε ακούσει ο Αυτόλυκος, αλλά κατάλαβε ότι βρισκόταν σε ρωμαϊκή περιφέρεια και φαντάστηκε ότι οι Ρωμαίοι συνέχιζαν να είναι κυρίαρχοι του κόσμου.

Θυμήθηκε το Λίβιο Ανδρόνικο και την αρχή της Οδύσσειας στα λατινικά. Σηκώθηκε με δυσκολία. Οι άντρες τον σημάδεψαν με τα όπλα τους.

Εκείνος στάθηκε και απάγγειλε: «Virum mihi, Camena, insece versutum.»

Έμειναν όλοι άφωνοι. Δεν περίμεναν ότι το τέρας μπορούσε να μιλήσει και μάλιστα τη γλώσσα των αρχαίων. Βγήκε πιο μπροστά ένας άλλος άντρας, που ήταν καλύτερα ντυμένος. Ο δήμαρχος του χωριού τον ρώτησε κάτι στα ιταλικά.

«Ωραία γλώσσα, κελαρυστή», σκέφτηκε ο Αυτόλυκος. Κι είχε ακούσει πολλές γλώσσες, αλλά εκείνη δεν την αναγνώρισε.

Ο ιερέας φαινόταν να έχει σκανδαλιστεί. Ξεκίνησε να λέει κάτι στους άντρες. Ο Αυτόλυκος πίστεψε ότι θα τον ελευθέρωναν ή έστω θα του φέρονταν πιο ανθρώπινα.

Στην πραγματικότητα ο ιερέας είχε βεβαιωθεί ότι το πλάσμα ήταν δαιμονισμένο, γιατί μόνο ο Σατανάς μπορεί να μιλάει τις γλώσσες των αρχαίων. Σήκωσε τη Βουλγάτα πιο ψηλά, διάβασε με δυνατή φωνή, τον ράντισαν με αγιασμό κι έφυγαν για να δουν τι θα κάνουν.

Ο Αυτόλυκος έμεινε να κοιτάζει ένα σκύλο, δεμένος κι εκείνος. Η πρώτη επαφή είχε αποτύχει.

~~~~~

Λίγες μέρες μετά, αφού του περιποιήθηκαν το τραύμα, τον έκλεισαν σ’ ένα κλουβί και τον κατέβασαν στο Πορτοφερραίο. Καθώς περνούσε μέσα απ’ την πόλη οι κάτοικοι είχαν μείνει μ’ ανοικτό στόμα να σταυροκοπιούνται.

Τον έριξαν σ’ ένα μπουντρούμι όπου τον επισκέφτηκε ο επίσκοπος, ο αρχηγός των καραμπινιέρι, ο δήμαρχος του Πορτοφερραίο και ο αρχίατρος. Έγινε μεγάλη συνεδρίαση για το τι έπρεπε να κάνουν, πώς να αντιμετωπίσουν το λυκάνθρωπο που μιλούσε.

Ο επίσκοπος πρότεινε να κάνουν κανονικό εξορκισμό, σύμφωνα με τις οδηγίες και με την άδεια της Αγίας Έδρας. Είχε ήδη στείλει τηλεγράφημα στο Βατικανό, ζητώντας ακρόαση από τον Ποντίφηκα.

Ο αστυνομικός προτιμούσε την πιο ασφαλή και γρήγορη λύση. Ευθανασία. Δεν ήταν άνθρωπος, οπότε δεν χρειαζόταν να περάσει λύση. Αν απειλούσε την πόλη ένας λύκος δεν θα τον σκότωναν;

Ο δήμαρχος απ’ την άλλη ήθελε να ξεφορτωθεί το πρόβλημα χωρίς να το σκοτώσει. Ως σωστός πολιτικός έπρεπε να το μεταθέσει σε κάποιον άλλο. Ρώτησε τον επίσκοπο αν μπορούσαν να στείλουν τον λυκάνθρωπο στο Βατικανό. Εκείνος σοκαρίστηκε: Ο Σατανάς στην Άγια Πόλη;

Τότε μίλησε κι ο αρχίατρος της Έλβας. Εκείνος, γνωστός άθεος, μίλησε περιφρονητικά για τον σκοταδισμό της θρησκείας. Είπε για την καινούρια εποχή των θαυμάτων που είχε φέρει η επιστήμη: Ηλεκτρισμός, φωτογραφία, ασύρματος και ραδιόφωνο, αυτοκίνητα κι αεροπλάνα, σύντομα θα έφτανε στο φεγγάρι. Ο καραμπινιέρος, που ήταν λάτρης του Βερν, συμφώνησε.

Ο αρχίατρος μίλησε για τις νέες ανακαλύψεις της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας, για την ψυχανάλυση. Ο Φρόιντ είχε ξύσει το βάθος της ανθρώπινης ψυχής. Σαν το άκουσε αυτό ο επίσκοπος σηκώθηκε κι άρχισε να διαμαρτύρεται: «Η ψυχή ανήκει στην Εκκλησία.»

Ο δήμαρχος κατένευσε τα πνεύματα και ζήτησε απ’ τον αρχίατρο ν’ αφήσει τις φαντασίες. Όλοι ήξεραν ότι ο εικοστός αιώνας θα ήταν ο αιώνας της προόδου και της αναγέννησης της ανθρωπότητας. Μαζί με την ευλάβεια, συμπλήρωσε για να ηρεμήσει ο επίσκοπος.

Ρώτησε τον αρχίατρο αν είχε κάπου να πάει το τέρας, έτσι το είπε αρχικά και μετά το διόρθωσε, το πλάσμα, απ’ το νησί του –αυτό δεν το διόρθωσε, έτσι την ένιωθε την Έλβα, δική του.

Ο αρχίατρος είχε την καλύτερη επιστημονική λύση, που θα ήταν για τον Αυτόλυκο χειρότερη κι απ’ την ευθανασία. Πρότεινε το σύγχρονο κι ολοκαίνουριο Φρενοκομείο, το Άσυλο της Βολτέρα. Ήταν ένα υπέροχο ψυχιατρικό ίδρυμα που ξεκίνησε να λειτουργεί το 1888, στο κέντρο της Τοσκάνης.

Ο επίσκοπος σκέφτηκε ότι έτσι θα γλίτωνε τη φασαρία. Ο καραμπινιέρος ότι δεν θα χρειαστεί να το σκοτώσει, λιγάκι το είχε λυπηθεί, τα μάτια του ήταν ανθρώπινα. Ο δήμαρχος πέταξε απ’ τη χαρά του. Θα έλυνε το πρόβλημα και θα φαινόταν και προοδευτικός. Έκανε χειραψία με όλους και αποχώρησε, αφήνοντας την ευθύνη της μετακίνησης στο γιατρό και στην αστυνομία.

Έτσι ο Αυτόλυκος ξεκίνησε για να πάει στη Βολτέρα. Θα μπορούσε να είναι καλό, αν δεν πήγαινε στην Κόλαση.

30.

Η Τοσκάνη είναι ένα απ’ τα πιο όμορφα μέρη του πλανήτη. Υπέροχο κλίμα, λόφοι μικροί σαν στήθη νέας κοπέλας και φουντωτοί σαν εφηβαίο νέου. Πρασινάδες και λιβάδια λεβάντας, το μέρος όπου ευδοκιμούν οι Μικελάντζελο.

Ο Αυτόλυκος δεν απόλαυσε τη διαδρομή, γιατί από το λιμάνι του Πιομπίνο ως τη Βολτέρα ήταν μέσα σ’ ένα κουτί μ’ ένα παράθυρο από όπου ίσα που έβλεπε. Κοιτούσε έξω τα λιβάδια κι ήθελε να χαθεί κάπου εκεί, στα άγρια μέρη, για πάντα.

Πολλές φορές αισθανόταν ότι η ζωώδης φύση του, ο λύκος που είχε μέσα του, ήταν πιο ισχυρή. Κι αν ήταν μόνο λύκος θα ήταν πιο ευτυχισμένος. Η ανθρώπινη προβιά μόνο προβλήματα δημιουργούσε. Ποιος τον είχε καταραστεί να γεννηθεί έτσι;

Σαν τον Οιδίποδα κι εκείνος, δεν είχε επιλέξει κάτι. Ο τραγικός ήρωας σκότωσε ένα άγνωστο άντρα που τον προκάλεσε. Έλυσε το γρίφο της Σφίγγας και πήρε το έπαθλο: Βασίλειο και βασίλισσα. Έκανε παιδιά μαζί της. Δεν ήξερε ότι ήταν πατροκτόνος και αιμομίκτης. Δεν το επέλεξε.

Κι ο Αυτόλυκος γεννήθηκε έτσι. Τον εγκατέλειψαν. Δεν το είχε επιλέξει. Προσπαθούσε να καταλάβει ποιος ήταν. Οικογένεια δεν είχε ποτέ. Τους συντρόφους του, τους ληστές του Κόκκινου Βάλτου, τους είχαν σκοτώσει όλους. Κι οι συνοδοιπόροι στο χρόνο, αυτοί που τον βοήθησαν να σκοτώσει τον Άβαρι, χαμένοι. Ποιος ήταν; Χτυπήθηκε για να καταφέρει να σπάσει την πόρτα. Απέξω του χτύπησαν και του είπαν να ηρεμήσει. Δεν χρειαζόταν μετάφραση.

Κοίταξε πάλι έξω. Παρατήρησε ένα δέντρο γεμάτο κοράκια. Τα πουλιά είχαν κάτσει σε κάθε κλαδί, δεκάδες απ’ αυτά, και τσακώνονταν για τη θέση ύπνου. Πάλι είχε την ίδια αίσθηση: Το λάθος στη Φύση ήταν οι άνθρωποι. Το λάθος στη φύση του λυκάνθρωπου ήταν το ανθρώπινο κομμάτι. Ο κόσμος εκεί έξω θα ήταν πολύ πιο ήσυχος, χωρίς τους ανθρώπους. Ο κόσμος μέσα του θα ήταν πολύ πιο ήρεμος, χωρίς τον άνθρωπο.

Το κάρο προχωρούσε δίπλα σ’ ένα ποτάμι. Το απότομο χτύπημα των τροχών του κάρου τρόμαξε τα πουλιά που πέταξαν μέσα απ’ τα βούρλα. Ένας συνοδός πρόλαβε να σηκώσει την καραμπίνα του και να πυροβολήσει. Πέτυχε μια αγριόπαπια, μια πηνελόπη.

Ο Αυτόλυκος μόνο τότε κατάλαβε πραγματικά τη δύναμη του ραβδιού. Η πηνελόπη είχε πετάξει μακριά, όταν ο συνοδός πυροβόλησε. Πρώτα άκουσε τον ήχο, μετά είδε το πτηνό να χάνει την πορεία του. Τα σκάγια το είχαν πετύχει στην άκρη της φτερούγας. Έπεσε στο νερό κάνοντας μια απελπισμένη σπείρα, καθώς κρατούσε τη μια φτερούγα ανοιχτή.

Ο σκύλος αυτού που είχε πυροβολήσει έφυγε τρέχοντας να περιμένει την πτώση της πηνελόπης. Γύρισε μετά από λίγο, κρατώντας την αγριόπαπια απ’ το λαιμό. Την είχε πνίξει, αλλά δεν την είχε φάει, ήταν σωστά εκπαιδευμένο σπινόνε, τα μόνα σκυλιά που μπορούσαν να πάνε τόσο βαθιά στο νερό. Άφησε τον κυνηγό να πάρει το θήραμα.

Το ίδιο βράδυ έδωσαν στο σκύλο το κεφάλι της πάπιας και στον λύκο το λαιμό. Ο Αυτόλυκος δεν το άγγιξε.

~~

Νωρίς το πρωί της επόμενης μέρας σταμάτησαν. Απ’ το μικρό παράθυρο του κουτιού είδε ένα μεγάλο κτίριο, το πιο εντυπωσιακό που είχε δει μέχρι εκείνη τη στιγμή, με εξαίρεση τις εκκλησίες. Παρατήρησε το προαύλιο. Ήταν όμορφος κήπος, κάπως παρατημένος. Ξάπλωσε στο παγκάκι του περιμένοντας να ξεκινήσουν και πάλι.

Λίγο μετά άκουσε το λουκέτο του ν’ ανοίγει. Ο συνοδός, με το ραβδί να τον σημαδεύει, του είπε κάτι στα ιταλικά. Του έκανε νόημα να πλησιάσει. Δίπλα του ήταν τέσσερις άντρες ντυμένοι στα λευκά. Δεν τους ρώτησε τι γινόταν, πού βρισκόταν. Κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν νοιαζόταν να τον καταλάβει. Ο συνοδός έκατσε μπροστά και το κλουβί έφυγε.

Σαν καταλάγιασε η σκόνη είδε τους λευκοντυμένους να πλησιάζουν χαμογελώντας και λέγοντας λέξεις που δεν ήξερε τι σημαίνουν. Αλλά ένιωσε σαν να μιλούσαν σε σκύλο. Χωρίς να τον πιέσουν του έδειξαν το δρόμο για τη μεγάλη πόρτα.

Ο Αυτόλυκος χάρηκε για το μέρος όπου βρέθηκε. Χωρίς να το θέλουν τον είχαν οδηγήσει εκεί όπου ήθελε, στην ηπειρωτική χώρα. Οι άνθρωποι με τα άσπρα δεν κρατούσαν όπλα, ούτε καν ένα ρόπαλο. Δεν θα ήταν τόσο δύσκολο να αποδράσει.

~~~

Σαν μπήκαν μέσα στο κτίριο και είδε τους υπόλοιπους κατάλαβε ότι δεν ήταν φυλακή. Όλοι τους είχαν το ίδιο βλέμμα, κάπως χαμένο, κι ο τρόπος που στέκονταν ή κάθονταν ήταν παράξενος. Ένας αυνανιζόταν δημοσίως. Ο λευκοντυμένος άντρας του φώναξε και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Κλαψουρίζοντας ο αυνανιστής έκατσε κάτω.

Κατάλαβε ότι ήταν ένα Ασκληπιείο. Είχε δει το Ασκληπιείο της Επιδαύρου, όπου πέρα τους σωματικά θεραπεύανε και τους ψυχικά ασθενείς. Το προτιμότερο ήταν να μένουν οι παράφρονες με την οικογένεια τους. Τις πιο δύσκολες καταστάσεις τις φιλοξενούσαν στα Ασκληπιεία, που υπήρχαν σε όλη την Ελλάδα. Ο Ιπποκράτης ήταν ο πρώτος που απέδωσε τις ψυχικές ασθένειες σε δυσλειτουργία του εγκεφάλου –και όχι σε θεϊκές, δαιμονικές δυνάμεις. Το Ασκληπιείο της Επιδαύρου, μέσα σ’ ένα πανέμορφο τοπίο, με τους ξενώνες, το γυμναστήριο και το θέατρο, ήταν τόσο ελκυστικό που οι ληστές, όταν πέρασαν από εκεί, γελούσαν κι έλεγαν ότι ευχαρίστως θα έμεναν.

Όμως το μέρος όπου είχε βρεθεί ο Αυτόλυκος, το Άσυλο της Βολτέρα, δεν είχε καμία σχέση με την αρχαιότητα. Αυτό το κατάλαβε απ’ την κατάσταση του χώρου, απ’ τα κάγκελα στα παράθυρα, κι απ’ την κατάσταση των ασθενών. Αυτοί που στέκονταν έξω κι έσταζαν τα σάλια τους ήταν οι καλύτερες περιπτώσεις.

Καθώς περνούσαν μπροστά απ’ τους κοιτώνες είδε τους υπόλοιπους να είναι δεμένοι στα κρεβάτια τους. Ένας στεκόταν στα κάγκελα του παράθυρου, αλλά δεν κοιτούσε έξω, χτυπούσε το κεφάλι του, ξανά και ξανά. Κάποιος ούρλιαζε, χειρότερα από λύκο. Ένας άλλος, ανακούρκουδα πασαλειβόταν με τα σκατά του.

Δεν είχε ξαναβρεθεί σε μέρος μεγαλύτερης απελπισίας. Δεν έμοιαζαν με ανθρώπους, δεν έμοιαζαν ούτε με ζώα. Ήταν κελύφη, άδειοι από ψυχή.

~~~~

Τον οδήγησαν σ’ ένα μικρότερο δωμάτιο. Εκεί στεκόταν ένας γεροντότερος άντρας, περιτριγυρισμένος από άλλους τέσσερις φύλακες, με λευκή στολή. Με τον καιρό ο Αυτόλυκος θα μάθαινε το όνομα του. Ήταν ο δόκτωρ Σκαρπέτι, ο διευθυντής.

«Ciao», του είπε ο δόκτωρ. Η φωνή του ήταν λεπτή, σχεδόν γυναικεία.

Ξεκίνησε να του εξηγεί ότι εκεί που βρισκόταν θα τον βοηθούσαν να γίνει καλύτερος άνθρωπος, να ξεπεράσει την ανωμαλία του και να μπορέσει κάποια στιγμή να επιστρέψει στην κοινωνία. Μιλούσε και δεν τον ένοιαζε αν τον καταλάβαινε ο άνθρωπος-λύκος. Οι περισσότεροι ασθενείς του δεν τον καταλάβαιναν, κι ας ήταν Ιταλοί, κι ας ήταν άνθρωποι.

Όσο μιλούσε ο δόκτωρ, ο Αυτόλυκος έλεγχε τον χώρο. Όλα τα παράθυρα είχαν βαριά σίδερα. Υπήρχε μόνο μια πόρτα, αυτή απ’ όπου είχε μπει. Πίσω του στέκονταν τέσσερις φύλακες –κι άλλοι τόσο δίπλα στο Σκαρπέτι. Παρότι άοπλοι ήταν πολύ γεροδεμένοι και ψηλοί, διπλάσιοι απ’ τον ίδιο. Για να σε προσλάβουν στη Βολτέρα δεν χρειαζόταν ούτε να ξέρεις να διαβάζεις. Γι’ αυτό υπήρχαν ελάχιστες νοσοκόμες και ακόμα λιγότεροι γιατροί. Όλοι οι άλλοι ήταν χωριάτες της Τοσκάνης, που επιλέγονταν με βάση τη δύναμη τους.

Ο Σκαρπέτι εξήγησε ό,τι έπρεπε να εξηγήσει, έτσι για να τα πει, και του έδειξε τον πρώτο «σταθμό» για ένα υγιή εαυτό, την υδροθεραπεία. Έπειτα είπε κάτι στους φύλακες κι αποχώρησε. Ο Αυτόλυκος έμεινε μόνος με οκτώ φύλακες.

~~~~~

Μόλις απομακρύνθηκε χαλάρωσαν, άναψαν τσιγάρο, έπιασαν την κουβέντα. Κάποιοι τράβηξαν τ’ αυτιά του Αυτόλυκου για να γελάσουν. Ένας του είπε να βγάλει τα ρούχα. Του το έδειξε με νοήματα. Ο Αυτόλυκος δεν κουνήθηκε. Πήγε να του βγάλει ο φύλακας. Ο Αυτόλυκος έκανε πίσω.

Οι φύλακες γέλασαν και του φώναζαν «κάλμα, κανιολίνο, κάλμα», για να ηρεμήσει το κουταβάκι. Δεν τους πείραζε κι αν έμενε με τα ρούχα. Τον έσπρωξαν στην Κατσαρόλα.

Ήταν ένα μακρύ σιδερένιο κουτί, σαν φέρετρο, αλλά είχε κουμπιά και κλειδαριά από πάνω. Κι ενώ δύο φύλακες τον έπιασαν απ’ τα μπράτσα, καθόλου φιλικά, ένας άλλος άνοιξε το δίφυλλο καπάκι της Κατσαρόλας. Απ’ τους ατμούς ο Αυτόλυκος κατάλαβε ότι ήταν καυτό νερό. Και σίγουρα δεν ήταν λουτρό.

Γύρισε και δάγκωσε στο πλευρό έναν φύλακα. Βάρεσε τον άλλο γροθιά στο συκώτι. Έπεσαν κι οι δύο. Άλλοι έξι έκαναν κύκλο γύρω του, ενώ σφύριζαν για ενισχύσεις. Ήταν ένας Δαβίδ ενάντια σε έξι Γολιάθ. Δεν ήταν δίκαιο, για τους φύλακες.

Έσπασε το γόνατο του πρώτου και χαράκωσε το στήθος του επόμενου. Ο Αυτόλυκος είχε πολεμήσει, πολλά χρόνια, κι ήξερε να τα βγάζει πέρα με πολλούς περισσότερους. Τον τρίτο, που πήγε να του κάνει κεφαλοκλείδωμα, του έφαγε τ’ αυτί. Άλλον ένα εξουδετέρωσε χρησιμοποιώντας τεχνικές του Παγκράτιου, της Ολυμπιακής πολεμικής τέχνης.

Ένας τον άρπαξε με αλυσίδα απ’ το λαιμό, ενώ ο απέναντι έχωσε τα δάκτυλα στο τραυματισμένο πόδι του Αυτόλυκου. Ούρλιαξε, αλλά δεν παραιτήθηκε. Πήδηξε προς τα πάνω, χτυπώντας με το κρανίο και σπάζοντας τη μύτη εκείνου που τον έπνιγε. Δάγκωσε μέχρι το κόκκαλο το χέρι εκείνου που τον είχε πιάσει απ’ το πόδι.

Είδε άλλους τόσους να έρχονται απ’ το διάδρομο. Εκείνοι κρατούσαν και ξύλα. Το Βολτέρα ήταν το μεγαλύτερο Άσυλο της Ευρώπης.

Εκείνοι επιτέθηκαν όλοι μαζί, απ’ όλες τις μεριές. Δάγκωνε και κλωτσούσε, τον χτύπησαν στο κεφάλι και τον έριξαν κάτω. Έτσι όπως τον κρατούσαν του έκαναν μια ένεση στο μπράτσο. Ούτε που το κατάλαβε απ’ την ένταση.

Τον άφησαν κι έκαναν πίσω. Ο Αυτόλυκος πήγε να ορμήσει πάλι, αλλά ένιωσε το κτίριο ολόκληρο να γυρίζει. Έπεσε και δεν μπορούσε να σηκωθεί πια. Τον έπιασαν πέντε, χέρια, πόδια και κεφάλι και τον κουβάλησαν ως την Κατσαρόλα.

Τον έριξαν μέσα. Το καυτό νερό τον έκανε λιγάκι να συνέλθει, αλλά και να μπορούσε να βγει δεν θα προλάβαινε. Έκλεισαν το δίθυρο καπάκι και το κλείδωσαν. Είχε ένα μικρό άνοιγμα, όπου μετά βίας χωρούσε το κεφάλι του για ν’ αναπνέει. Σαν το έβγαλε του πέρασαν ένα λάστιχο ώστε να μην μπορεί να πέσει μέσα και πνιγεί. Ο Αυτόλυκος έκανε μια τελευταία προσπάθεια, με όσες δυνάμεις είχε. Δεν έγινε τίποτα. Αφέθηκε να πεθάνει.

31

Ο θάνατος ήταν λύτρωση στη Βολτέρα. Το άσυλο ήταν γνωστό ως το μέρος απ’ όπου ποτέ δεν γυρνάς, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Οι έγκλειστοι, γιατί σίγουρα δεν τους αντιμετώπιζαν ως ασθενείς, επιβίωναν αναλόγως την κράση τους. Ουσιαστικά δεν ήταν φρενοκομείο, ήταν στρατόπεδο εξόντωσης ψυχασθενών.

Ο Σκαρπέτι πειραματιζόταν ελεύθερα πάνω στους τρελούς σαν να ‘τανε ποντίκια, προκειμένου να ικανοποιήσει την επιστημονική του περιέργεια και να εξυπηρετήσει την πρόοδο της επιστήμης. Θεωρίες και αντιθεωρίες, πρωτοποριακές θεραπείες, ουσίες και ναρκωτικά, οτιδήποτε χρειαζόταν να δοκιμάσουν υπήρχαν υποκείμενα. Κανείς δεν περίμενε αυτούς τους ανθρώπους να γυρίσουν, δεν τους ήθελαν πίσω.

Το κράτος χρηματοδοτούσε το Βολτέρα για να τους κρατάει μέσα και να τους εξοντώνει όταν χρειάζεται, προκειμένου να φαίνεται ότι δεν είχαν πρόβλημα ψυχασθενών στην Ιταλία.

Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: Απομακρύνονταν οι τρελοί με τα ζωώδη ένστικτα και την παράλογη συμπεριφορά, απ’ τον κόσμο των φυσιολογικών και παραγωγικών ανθρώπων.

Ο Πινέλ είχε κάνει την ψυχιατρική επανάσταση, το 1795, αφαιρώντας τις αλυσίδες απ’ τους ασθενείς του Άσυλου του Παρισίου, αλλά όπως κι η Γαλλική Επανάσταση οδήγησε στον Αυτοκράτορα Ναπολέοντα, έτσι κι η ψυχιατρική επανάσταση εκφυλίστηκε.

Οι ψυχασθενείς παρέμεναν φυλακισμένοι κι αθέατοι, κάποιες φορές σε ευαγή ιδρύματα όπως εκείνο των Κουακέρων, το York Rerteat, αλλά συνήθως σε κολαστήρια-φυλακές, όπως το Βολτέρα.

~~

Η Κατσαρόλα ήταν το πρώτο όργανο συμμόρφωσης, η πρώτη θεραπεία, κι ίσως η παλιότερη. Δεν είχε μόνο ζεστό νερό. Αφού τον κρατούσαν αρκετή ώρα εκεί μέσα την άδειαζαν. Τον άφηναν να πάρει μια ανάσα και μετά γέμιζε με νερό απ’ την πηγή Πίνα. Το νερό της Πίνα είναι σαν εκείνο του Αχέροντα, λίγο πιο ζεστό απ’ τον πάγο. Ο Αυτόλυκος ούρλιαζε κι οι φύλακες το απολάμβαναν.

Όταν ξύπνησε ήταν δεμένος χειροπόδαρα. Η επόμενη θεραπεία συμμόρφωσης ήταν η σπασμοθεραπεία, πειραματική ακόμα. Του έκαναν μια ένεση καμφοράς κι έτσι του προκαλούσαν επιληπτική κρίση. Έχασε πάλι τις αισθήσεις του, αφού ξέρασε. Όταν συνήλθε τον πονούσε όλο το σώμα κι είχε μελανιές παντού. Δεν τον είχαν χτυπήσει, αυτή ήταν μία απ’ τις παρενέργειες της καμφοράς που θα έλυναν μερικά χρόνια μετά, όταν ανακάλυπταν το Καρντιαζόλ.

Για μια βδομάδα, κάθε μέρα, ο Αυτόλυκος υποβαλλόταν σε θεραπεία σπασμών και ξυπνούσε σαν να είχε περάσει από πάνω ένα κοπάδι άλογα.

Η επόμενη θεραπεία ήταν ακριβώς το αντίθετο, κάτι που προτιμούσε ο Σκαρπέτι, αυτή την αντίθεση ανάμεσα σε διαδοχικές θεραπείες.

Ο ύπνος του βρωμίου. Χορηγούσαν στο πειραματόζωο βρώμιο κι εκείνο έπεφτε σε βαθύ ύπνο, σε κώμα ουσιαστικά, για πέντε ως εννιά μέρες.

Όταν ξυπνούσε ο Αυτόλυκος έκανε πολλές ώρες μέχρι να καταλάβει πού βρισκόταν, ποιος ήταν, τι εποχή ήταν. Τον τάιζαν για μια μέρα, να μπορέσει ν’ αντέξει, και τον κοίμιζαν ξανά.

Τα πειράματα με το βρώμιο οδήγησαν στη δημιουργία των βαρβιτουρικών, με την BAYER πρώτη να κυκλοφορεί στα ψυχιατρεία το Βερονάλ.

Μετά τον ύπνο του βρωμίου του έκαναν πάλι σπασμοθεραπεία, εναλλάξ. Αυτό κράτησε τόσο καιρό που ο Αυτόλυκος είχε σταματήσει να σκέφτεται. Κι ακόμα δεν είχε δοκιμάσει το χειρότερο.

~~~

Τον ηλεκτρισμό ως θεραπεία για τους ψυχικά ασθενείς την χρησιμοποιούσαν από τις αρχές του 19ου αιώνα, όταν πίστεψαν ότι ο στατικός ηλεκτρισμός μπορούσε να θεραπεύσει την υστερία και τη σχιζοφρένεια.

Όμως ο αιώνας του ηλεκτροσόκ θα ήταν ο εικοστός. Ο Ιταλός Σερλέτι είχε κάνει πειράματα πάνω σε σκυλιά πρώτα. Επιπλέον παρατήρησαν την αντίδραση των χοίρων στα ηλεκτροσόκ. Χρειάστηκαν και ανθρώπους, που τους βρήκαν στη Βολτέρα. Ο Σερλέτι είχε κατασκευάσει ένα δικό του μηχάνημα που έδινε 80-100 volt το δευτερόλεπτο. Χορηγούσε και μυοχαλαρωτικά στους ασθενείς, για να μη σπάσουν τη σπονδυλική στήλη κατά τη διάρκεια των σπασμών.

Ο Αυτόλυκος δεν ήταν ο πρώτος –και δεν θα ήταν ο τελευταίος. Του ξύρισαν το κεφάλι, έβαλαν τα ηλεκτρόδια στους κροτάφους κι έναν λαστιχένιο σωλήνα στο στόμα, για να μην κόψει την γλώσσα του. Ο Αυτόλυκος έμεινε αδιάφορος. Ή θα τον κοίμιζαν ή θα πάθαινε επιληψία. Καλύτερο απ’ την Κατσαρόλα.

Του μετέδωσαν 80 volt για ένα δέκατο του δευτερολέπτου. Οι μύες τινάχτηκαν λιγάκι, η καρδιά κλονίστηκε. Μετά 90 volt. Ο Αυτόλυκος δεν είχε καταλάβει τι γινόταν ακόμα. Υπήρχε κάτι πολύ άσχημο που τον πίεζε. Μετά του μετέδωσαν την τελευταία δόση, των 100 volt. Έπαθε μια πλήρη τονική-κλονική κρίση, με την καρδιά του να φτάνει στα όρια της και την ανάσα του να σταματάει. Ο Σερλέτι μέτρησε σαράντα πέντε δευτερόλεπτα, μέχρι να ξεκινήσει ν’ αναπνέει ξανά το υποκείμενο.

Ο Αυτόλυκος ένιωσε σαν κάτι να έπεσε πάνω του να τον άδραξε και να τον τράνταξε σαν να είχε έρθει η συντέλεια του κόσμου. Ο πόνος ήταν αφόρητος γιατί ήταν παντού σε κάθε κύτταρο του σώματος του. Ένιωθε ν’ ασφυκτιεί κάπου μέσα του, χωρίς να μπορεί ν’ αναγνωρίσει τον εαυτό του και τι είναι αυτό το μέσα του, κι ένιωθε σαν να είναι κάπου αλλού και σαν να είναι πεθαμένος μαζί.
Σαράντα πέντε δευτερόλεπτα μέτρησε ο Σερλέτι, αλλά ο Αυτόλυκος έμεινε χωρίς ανάσα αιώνες. Όταν μπόρεσε ν’ αναπνεύσει ξανά ξέρασε.

Τον σκούπισαν κι έκαναν την ίδια διαδικασία δέκα φορές. Όταν τον άφησαν έμενε σε μια κατάσταση βαθιού τρόμου, γιατί ήξερε ότι θα επέστρεφαν.

~~~~

Δεν κατάλαβε πώς πέρασαν οι εποχές και τα χρόνια. Κάθε τόσο στην Κατσαρόλα, ενδιάμεσα ο ύπνος του βρώμιου, και μετά σπασμοθεραπεία, με καμφορά ή με ηλεκτρισμό. Κι έτσι σταμάτησε να σκέφτεται.

Όλα είχαν γίνει ένα μπερδεμένο σύννεφο στο κεφάλι του. Μπορούσε να τρώει και να κατουράει, αλλά τα έκανε χωρίς να ξέρει ποιος είναι αυτός που τα κάνει, τι βάζει και τι βγάζει, είχε γίνει κέλυφος.

Οι άλλοι συγκρατούμενοι ήταν σκιές, σαν τον ίδιο. Μόνο ένας ξεχώριζε, κι αυτός που τον κράτησε στην επιφάνεια, να μη χαθεί τελείως.

Ήταν ο Ορέστε Νανόφ, αγνώστους πατρός, ένας ψηλός Ιταλός, που όλα πάνω του ήταν υπερβολικά. Η μύτη, τ’ αυτιά του, τα μάτια, τα μακριά του χέρια, η καλλιτεχνική του δύναμη. Παρότι τον είχαν κλείσει εκεί πριν αρκετά χρόνια και είχε περάσει παρόμοια βασανιστήρια με τους άλλους, ο Ορέστης έβρισκε πάντα τρόπο και χρόνο για την τέχνη του.

Έκανε γκράφιτι σε όλους τους τοίχους της Βολτέρα, γράφοντας, βάφοντας ή χαράζοντας. Έγραφε στίχους και ονόματα, ζωγράφιζε ετρουσκικά σύμβολα και πρόσωπα, σύννεφα και ζώα, έκανε αναπαραστάσεις του εαυτού του, των στιγμών που θυμόταν απέξω, αλλά και φανταστικές στιγμές. Ο Σκαρπέτι και οι φύλακες είχαν προσπαθήσει να τον εμποδίσουν, αλλά μόλις τον έλυναν εκείνος συνέχιζε το Βrut Αrt έργο του.

Ο Αυτόλυκος, που πλέον δεν είχε καμία διάθεση να αποδράσει ή να αντισταθεί, δεν ήξερε καν αν ήθελε κάτι, δεν ήξερε ποιος είναι, βρέθηκε κάποια μέρα με βροχή πίσω απ’ τον Ορέστε. Είχαν βγει έξω, σ’ έναν τοίχο της αυλής. Από πάνω τους έπεφτε λυτρωτικό το νερό.

Ο Ορέστε κρατούσε ένα μολύβι και ζωγράφιζε. Ήταν ο μόνος απ’ τους ασθενείς που παρέμενε δημιουργικός μέσα στην Κόλαση. Κι έτσι παρέμενε άνθρωπος, όχι άδειο κέλυφος.

Ο Αυτόλυκος παρατήρησε για λίγο τον Ορέστε. Κοίταξε κάτω κι είδε ένα καρφί. Το σήκωσε και το ακούμπησε στον τοίχο. Ο Ορέστε τον παρότρυνε στα ιταλικά να συνεχίσει. Καταλάβαινε λίγες λέξεις.

Του είπε: «Καν’ το! Γίνε!»

Δεν κατάλαβε τι ήθελε να γίνει, αλλά χάραξε μια διαγώνια γραμμή στον τοίχο. Ήταν ό,τι πιο όμορφο είχε δει.

«Πώς σε λένε;» του είπε ο Ορέστε και του έδειξε τον τοίχο, εκεί όπου είχε κάνει τη γραμμή. «Γράψε το όνομα σου πρώτα.»

Ο Αυτόλυκος έκανε αργά άλλη μια γραμμή διαγώνια, που έφτιαχνε γωνία με την πρώτη. Μετά μια τελευταία γραμμή ανάμεσα στις δύο. Είχε γράψει ένα άλφα. Και το κοιτούσε για πολλή ώρα.

Κάπου μέσα απ’ το μυαλό του αναδύθηκε η τραγωδία «Επτά επί Θήβας», του Αισχύλου, που την είχαν δει στην Επίδαυρο. Εκεί η Αντιγόνη αρνείται να δεχτεί το νόμο του Κρέοντα, και αποφασίζει να θάψει τον αδελφό της λέγοντας: «ούδ’ αισχύνομαι έχουσ’ άπιστον την δ’ αναρχίαν πόλει».

Έκρυψε το καρφί μέσα στο χώμα μόλις ακούστηκε το σήμα της επιστροφής στα δωμάτια. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του, έκλεισε τα μάτια και ξεκίνησε να βλέπει πάλι ολόκληρη την τραγωδία του Αισχύλου.

Πέρασε τις επόμενες θεραπείες χωρίς να πονάει. Μέσα στην Κατσαρόλα θυμόταν τ’ αστέρια πάνω απ’ το αμφιθέατρο της Επιδαύρου κι αγαλλίαζε. Είχε αρχίσει να ξαναγίνεται ο εαυτός του.

32

Όταν σταμάτησε να αντιστέκεται ελαττώθηκε και η ένταση των θεραπειών. Δράση και αντίδραση. Ο Σκαρπέτι πίστεψε ότι τον είχε διαλύσει αρκετά κι εκείνον.

Ο Αυτόλυκος ήξερε πλέον ότι ήταν ένας αγώνας ψυχικής δύναμης. Ό,τι πιο δύσκολο είχε κάνει. Ήταν υποδουλωμένος ολοκληρωτικά κι οι δεσμοφύλακες είχαν όργανα πιο δυνατά απ’ το σίδερο. Δεν του βασάνιζαν το σώμα, του έλιωναν το μυαλό, του εκμηδένιζαν τη βούληση.

Έπρεπε να καταφέρει να μείνει ζωντανός ψυχικά, παρά τις θεραπείες. Εκείνη την εποχή ξεκίνησαν να του δίνουν αλκαλοειδή φάρμακα: Μορφίνη και υοσκίνη.  Τον κρατούσαν σε καταστολή με άλλο τρόπο, μέσω του εθισμού. Μόνο ο Ορέστε τον βοηθούσε να μείνει ζωντανός, με το γκράφιτι που του έμαθε, γιατί του έδειξε μια διέξοδο. Με το καρφί του, μόνο μ’ αυτό, ο Αυτόλυκος πήγαινε κι έγραφε, έφτιαχνε, ζωγράφιζε, άφηνε το σημάδι του. Η δημιουργία είναι απόδειξη ταυτότητας και ζωής και σε συνδέει με το παρελθόν που κάποιοι προσπαθούν να σε κάνουν να ξεχάσεις. Αν δεν θυμάσαι από πού έρχεσαι, τότε δεν ξέρεις και πού πας.

Όμως το μέλλον του Αυτόλυκου προοιωνιζόταν ακόμα χειρότερο απ’ ό,τι μπορούσε να φανταστεί. Η Βολτέρα ήταν καλή αποθήκη πειραματόζωων. Ένας απ’ τους πειραματιστές ήταν ο δόκτωρ Κρούπε, ένας Εσθονός νευροχειρουργός που στην ιστορία έχει μείνει ως «ο πατέρας της ψυχοχειρουργικής».

Ο Κρούπε ήταν ο πρώτος που χειρούργησε τον εγκέφαλο των ψυχασθενών, για να τους βοηθήσει να γίνουν φυσιολογικοί. Η εγχείρηση του ήταν πολύ πιο πρωτόγονη απ’ τη λοβοτομή του Μονίζ.

Άνοιγε το κρανίο των ασθενών και αφαιρούσε σταδιακά τμήματα του εγκεφάλου, ενώ τους κρατούσε ξύπνιους. Ο εγκέφαλος δεν έχει αισθητήρες πόνου. Αρκούσε μια τοπική νάρκωση στο κρανίο κι ύστερα έκοβε χωρίς πρόβλημα. Ενθάρρυνε τους ασθενείς να τραγουδάνε, να παίζουν κάποιο μουσικό όργανο, να μιλάνε ή να διαβάζουν, όσο εκείνος πειραματιζόταν με την αφαίρεση εγκεφαλικού ιστού.

Όταν έμαθε απ’ τον Σκαρπέτι ότι είχαν στη Βολτέρα ένα παιδί-λύκο, έστειλε τηλεγράφημα που του έλεγε ότι θα πήγαινε το γρηγορότερο δυνατό για να εξετάσει τις διαφορές στον εγκέφαλο του, και θα πλήρωνε όσα ήθελε ο διευθυντής.

~~

Ο Αυτόλυκος σώθηκε κατά τύχη. Ένας Γάλλος συγκριτικός γλωσσολόγος, ο Ντεσοσί, βρέθηκε στην Έλβα για να μελετήσει την επιρροή της εξορίας του Ναπολέοντα στις τοπικές γλώσσες. Κάποια μέρα, σ’ ένα καπηλειό όπου έκανε την έρευνα του ανάμεσα στους ανθρώπους του λαού, του ανέφεραν τον λυκάνθρωπο που είχαν πιάσει πριν μερικά χρόνια. Δεν τους έδωσε σημασία, μέχρι που του είπαν ότι μιλούσε τα παλιά λατινικά, όπως εκείνα των Ρωμαίων ποιητών, και κάποια άγνωστη γλώσσα.

Ο δήμαρχος του Πορτοφερραίο του επιβεβαίωσε του λόγου το αληθές και του είπε ότι τον είχαν στείλει στη Βολτέρα. Ο Ντεσοσί επισκέφτηκε το φρενοκομείο λίγες μέρες πριν φτάσει ο ψυχοχειρουργός και ζήτησε να δει το λυκάνθρωπο της Έλβας.

~~~

Ο Αυτόλυκος είχε καταλάβει ότι κάτι κακό ερχόταν, γιατί τον τελευταίο καιρό τον είχαν αφήσει εντελώς χαλαρό. Ο Ορέστε του είπε να προσέχει. Πώς κατάφερναν να συνεννοούνται δεν έχει σημασία. Κάποιες λέξεις ήξερε ο Αυτόλυκος, κάποια τα έκαναν με νοήματα ή με ζωγραφική, κάποιες φορές και με χορό.

Ένα απόγευμα, όπως βάρεσε το σήμα του ύπνου, βρήκε έναν φύλακα να τον περιμένει στην πόρτα του δωματίου. Του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Τον οδήγησε στον πάνω όροφο, στο γραφείο του διευθυντή. Πρώτη φορά έμπαινε εκεί.

Πέρα απ’ τον Σκαρπέτι υπήρχε κι ένας άλλος άντρας, που κατάλαβε αμέσως ότι δεν ήταν του ιδρύματος, ούτε καν ψυχίατρος. Πιο πολύ με καλλιτέχνη έμοιαζε.

Ο διευθυντής παρουσίασε τον λύκο στον άνθρωπο: «Eco lupus». Ιδού ο λύκος.

Ο Ντεσοσί μίλησε στον Αυτόλυκο γαλλικά, μετά ιταλικά. Έπειτα λατινικά. Ο Αυτόλυκος δεν απάντησε. Μετά έκανε κάτι ριψοκίνδυνο. Πήγε δίπλα του. Οι φύλακες ανησύχησαν. Τους έκανε νόημα να περιμένουν.

Ο Ντεσορί του είπε την πιο κοινή λέξη στην ινδοευρωπαϊκή ομάδα γλωσσών, πριν προχωρήσει στις Αφροασιατικές και τις Σινικές.

Στα σανσκρίτικα: Matr
Στα γαλλικά: Mère
Στα ιταλικά: Madre
Στα γερμανικά: Mutter
Στα αγγλικά: Mother
Στα νορβηγικά: Mor
Στα τσέχικα: Matka
Στα ελληνικά: Μήτηρ

Ο Αυτόλυκος επανέλαβε αυτή τη λέξη. Μήτηρ. Μητέρα.

Ο Ντεσοσί ήξερε να μιλάει δεκαπέντε ζωντανές γλώσσες και τέσσερις νεκρές. Σαν είδε ότι το πλάσμα αναγνώρισε την ελληνική, του μίλησε ελληνικά, έτσι όπως ήταν στις αρχές του εικοστού αιώνα. Ο Αυτόλυκος κατάλαβε κι απάντησε. Συζήτησαν για λίγο.

Με δάκρυα στα μάτια ο Ντεσοσί ζήτησε ν’ αγοράσει τον Αυτόλυκο, κι ήταν ο πρώτος μετά τον Ορέστε που τον έλεγε με το όνομα του.

«Τι γλώσσα μιλάει;»
«Είναι μια παραφθορά της ελληνιστικής κοινής. Είναι απίστευτο που τη μιλάει.»

~~~~

Η ελληνιστική κοινή μοιάζει με την αττική διάλεκτο όσο η «μαλλιαρή» του Ψυχάρη με την καθαρεύουσα. Στην ελληνιστική κοινή είναι γραμμένα τα Ευαγγέλια. Αυτή τη γλώσσα μιλούσε κι ο Αυτόλυκος, αλλά εμπλουτισμένη με λαϊκές και ξενικές λέξεις της εποχής του.

Ένας Έλληνας στις αρχές του εικοστού αιώνα θα άκουγε την ελληνιστική κοινή σαν τη γλώσσα που μιλούν οι επίσημοι, παπάδες, πολιτικοί και σίγουρα οι ακαδημαϊκοί. Αλλά ο Ντεσοσί ήξερε περισσότερα για τις γλώσσες απ’ όλους τους σοφούς της Ευρώπης. Και είχε καταλάβει ότι ο Αυτόλυκος δεν μιλούσε τη σύγχρονη γλώσσα. Ήταν ένα θαύμα για εκείνον.

Έγιναν παζάρια για την αγορά του Αυτόλυκου. Ο διευθυντής, που είδε ότι ο γλωσσολόγος τον ήθελε πολύ, είπε ότι ο ψυχοχειρουργός του είχε υποσχεθεί ένα τεράστιο ποσό. Ο Ντεσοσί είπε ότι μπορούσε να του δώσει τα μισά. Ο διευθυντής αρνήθηκε. Κι αυτό συνεχίστηκε για λίγη ώρα, μέχρι να συμφωνήσουν σε μια τιμή πώλησης.

Ο Αυτόλυκος δεν είχε τίποτα να πάρει μαζί του. Όπως ήταν τον οδήγησαν προς τα έξω, για να μπει στην άμαξα του Ντεσοσί. Όπως ανέβαινε άκουσε πίσω του φωνή.

Ο Ορέστε έτρεχε να τον προλάβει, φωνάζοντας: «Amico, amico». Ξεκίνησε να του μιλάει ιταλικά πολύ γρήγορα, ούτε Ιταλός δεν θα καταλάβαινε τι έλεγε. Μετά έψαξε στην τσέπη του. Έβγαλε το καρφί του Αυτόλυκου και του έδωσε.

«Λ’ άρτε σάλβα», του είπε ο Ορέστε.

Ο Αυτόλυκος με δάκρυα πλέον στα μάτια ανέβηκε στην άμαξα. Ρώτησε τον Ντεσοσί τι του είχε πει ο Ορέστε.

«Η τέχνη σώζει», είπε εκείνος.

Καθώς η άμαξα ξεκίνησε ο Αυτόλυκος έμεινε στο παράθυρο να κοιτάζει έξω. Είχε φτάσει εκεί μέσα σ’ ένα κλουβί. Του είχαν κομματιάσει την ψυχή στο Βολτέρα. Και θα είχε χαθεί αν δεν υπήρχε ο Ορέστε.

Κοίταξε πίσω και τον είδε να στέκεται εκεί, χωρίς μπλούζα ως συνήθως. Χωρίς να σταματήσουν την άμαξα ο Αυτόλυκος άνοιξε και πήδηξε έξω. Όλοι πίστεψαν ότι θα προσπαθούσε να αποδράσει. Όμως εκείνος πήγε πίσω κι αγκάλιασε τον Ορέστε.

«Ευχαριστώ, φίλε.»

33

Ο Αυτόλυκος βρέθηκε να ζει σε μια από τις πιο γραφικές πλατείες του Παρισιού, στην καρδιά του Μαρέ, στην Place des Vosges. Το κόκκινο μέγαρο, ένα τριώροφο σπίτι, είχε χτιστεί το 1605. Είχε ζεστό τρεχούμενο νερό –χωρίς Κατσαρόλα, ηλεκτρικές λάμπες –χωρίς ηλεκτροσόκ, και υπηρετικό προσωπικό –όχι φύλακες, που του πήγαιναν τα καλύτερα φαγητά.

Του εξήγησαν πώς λειτουργεί η τουαλέτα και πώς να κάνει μπάνιο, πώς φοράει ρούχα, πώς χρησιμοποιεί το πηρούνι.

Το κρεβάτι του ήταν μεγαλύτερο από σπίτι στην Πελοπόννησο. Κι όλο ξυπνούσε σ’ αυτό, νομίζοντας ότι βρίσκεται ακόμα στη Βολτέρα, κι ότι σύντομα θα του έκαναν πάλι ηλεκτροσόκ.

Ο Ντεσοσί προσπαθούσε να καταλάβει πώς γινόταν να μιλάει ο Αυτόλυκος τη γλώσσα που μιλούσε. Σκεφτόταν ότι μπορεί να μεγάλωσε σε κάποια απομονωμένη κοινότητα, με ελάχιστους ομιλητές της γλώσσας, απομονωμένος σαν κάποια ζώα που είχε περιγράψει ο Δαρβίνος. Ο Αυτόλυκος ήταν ένα γλωσσικό απολίθωμα;

Τον είχε ρωτήσει απ’ την αρχή, όσο ταξίδευαν ακόμα, πού είχε μεγαλώσει, ποιοι ήταν οι γονείς του. Ο Αυτόλυκος, ζαλισμένος ακόμα απ’ την αλλαγή και τα φάρμακα, του είπε την αλήθεια. Ο Ντεσοσί πίστεψε ότι ήταν η επίδραση της θεραπείας ή –καθόλου απίθανο- ο Αυτόλυκος ήταν διαταραγμένος.

Δεν βιάστηκε να μάθει περισσότερα. Για να μπορεί να συνεννοείται καλύτερα μαζί του αποφάσισε να του μάθει γαλλικά. Έκαναν εντατικά μαθήματα, δεν είχε και τίποτα άλλο να κάνει ο Αυτόλυκος. Ο μαθητής αποδείχτηκε ιδιαίτερα έξυπνος, πιο έξυπνος απ’ τους περισσότερους φοιτητές του, ίσως πιο έξυπνος κι απ’ τους περισσότερους συναδέλφους του. Φαινόταν να έχει ευφυΐα πέρα απ’ τα συνηθισμένα. Σε λίγους μήνες μιλούσε κι έγραφε γαλλικά καλύτερα απ’ όλους τους υπηρέτες.

Καθώς περνούσαν οι μήνες κι ο Αυτόλυκος έλεγε περισσότερες λεπτομέρειες για τον 2ο προ Χριστού αιώνα, ο Ντεσοσί ξεκίνησε να αμφιβάλλει για τη δική του λογική.

Του ανέφερε γεγονότα που έβρισκε με πολύ ψάξιμο στη βιβλιοθήκη της Σορβόννης. Και δεν τα έβρισκε όλα. Αυτά δεν θα μπορούσε να τα ξέρει ένα λυκόπαιδο σαν τον Μόγλη, που μεγάλωσε σε κάποια απομονωμένη νησίδα, όπως είχε υποθέσει αρχικά.

Κάποια στιγμή του ήρθε μια διαφορετική ιδέα. Τον ρώτησε να του πει όσες πόλεις και μεγάλα χωριά της Πελοποννήσου είχε δει με τα μάτια του, όχι να τα έχει ακούσει. Με τον κατάλογο στα χέρια πήγε σ’ ένα συνάδελφο του, ιστορικό της ελληνιστικής περιόδου.

Εκείνος έμεινε άφωνος. Οι μισές πόλεις και χωριά που ανέφερε ο Αυτόλυκος ήταν στους χάρτες των αρχαιολόγων. Οι άλλες μισές ήταν γνωστές ως ιστορικές αναφορές. Κανείς δεν ήξερε πού ακριβώς βρίσκονταν τα απομεινάρια τους, και στην Ελλάδα η αρχαιολογία ήταν ακόμα σε νηπιακό στάδιο.

Μ’ ένα χάρτη της αρχαίας Πελοποννήσου πήγαν στο τριώροφο μέγαρο Ροάν – Γκεμενέ. Με βάση τις τοποθεσίες που είχαν ήδη ανακαλυφτεί ζήτησαν απ’ τον Αυτόλυκο να τους πει περίπου πού θα έβρισκαν άγνωστα ως τότε ερείπια.

Ο Αυτόλυκος δεν ήξερε χιλιομετρικές αποστάσεις, αλλά τους είπε πόσο χρόνο χρειαζόταν να καλύψουν τις αποστάσεις με άλογο, προς νότο ή προς ανατολή.

Ο αρχαιολόγος έφυγε για Πελοπόννησο με το πρώτο τρένο. Μερικούς μήνες μετά έστειλε τηλεγράφημα στο Ντεσοσί: «Βρέθηκε η αρχαία Ήλιδα. Ήταν ακριβώς εκεί που είπε ο προστατευόμενος σου.»

~~

Ο Ντεσοσί ήταν συγκλονισμένος. Δεν είχε στα χέρια του μια γλωσσολογική μελέτη, είχε την αποκάλυψη, την μεγαλύτερη επιστημονική ανακάλυψη όλων των εποχών: Μπορούν να γίνουν ταξίδια στο χρόνο.

Πριν μερικά χρόνια είχε προκαλέσει σάλο στους επιστημονικούς κύκλους η Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας, του Αϊνστάιν, όπου ανάμεσα σε άλλα αναφερόταν και στη διαστολή του χρόνου. Ο Ντεσοσί θα έριχνε την επόμενη βόμβα. Έπρεπε να μαζέψει όλες τις αποδείξεις που μπορούσε.

Όμως ο Αυτόλυκος δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του. Είχε ξεφύγει απ’ τη Βολτέρα, απ’ την Κόλαση, και ζούσε στον Παράδεισο. Ήταν φυλακισμένος στον Παράδεισο. Είχαν περάσει δυο χρόνια και δεν είχε βγει απ’ το αρχοντικό του Ντεσοσί.

Δεν του ήταν δύσκολο να αποδράσει, δεν τον είχαν κλειδωμένο. Αυτό που τον κρατούσε ήταν ο φόβος και η σύνεση. Εκεί έξω θα ήταν πάλι ένα τέρας, ένας λυκάνθρωπος. Όσο καλά κι αν κρυβόταν κάποια στιγμή θα τον έβρισκαν και θα γινόταν ο «άλλος», ο ξένος, ο εχθρός. Δεν ήθελε να επιστρέψει σε κάποιο άσυλο.

Όπως ο Αδάμ βολεύτηκε στη βαρετή μακαριότητα του Κήπου, έτσι κι ο Αυτόλυκος έμεινε μέσα. Μέχρι που εμφανίστηκε η Εύα.

~~~

Ο Ντεσοσί είχε παρατηρήσει την ηθική κατάπτωση του προτεζέ του. Ο ψυχαναλυτής που κάλεσαν είπε ότι πρόκειται για υπερτροφία της λίμπιντο. Ο νέος χρειαζόταν να εκτονωθεί σεξουαλικά για μη δημιουργηθούν χειρότερες νευρώσεις.

Ο ίδιος ο Ντεσοσί ήταν αναφροδίσιος. Το σεξ δεν τον είχε απασχολήσει ποτέ. Ήταν ένα παιδί θαύμα, μονομανής με τις γλώσσες, που δεν έκανε τίποτα άλλο απ’ το να μελετάει. Ως φοιτητής είχε δοκιμάσει κάποιες φορές με πόρνες, αλλά το είχε κάνει μόνο για γνωρίσει την εμπειρία. Οπότε σκέφτηκε ότι αυτός θα ήταν ο σωστός τρόπος και για τον Αυτόλυκο, για να μην υπάρξει συναισθηματική σύνδεση.

Πήγε ο ίδιος στο πιο γνωστό οίκο ανοχής του Παρισίου, το Chabanais, όπου μπορούσαν να πληρώσουν μόνο οι εξαιρετικά πλούσιοι. Πέρασε κάτω απ’ τους Κένταυρους που είχε ζωγραφίσει ο Τουλούζ Λοτρέκ και αγνόησε τις γυμνές εταίρες που ξάπλωναν σε ρωμαϊκά ανάκλιντρα, στην αίθουσα Πομπηία, όπου όλοι οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με καθρέφτες.

Μπήκε στο γραφείο της Alexandrine Jouannet, γνωστής ως Μαντάμ Κέλλυ, που λεγόταν ότι ήταν πιο πλούσια κι απ’ τη βασίλισσα της Αγγλίας, και σίγουρα είχε πολύ μεγαλύτερη εξουσία.

Αφού συστήθηκε της είπε ότι χρειαζόταν ένα θαρραλέο κορίτσι.

«Δεν είστε και τόσο άσχημος», είπε η Μαντάμ Κέλλυ. «Τι θα της κάνετε;»
«Εγώ τίποτα. Δεν είναι για μένα. Εγώ δεν ασχολούμαι.»
«Θα μπορούσαμε να σας κάνουμε να ασχοληθείτε πάλι. Έχω κάτι κορίτσια καινούρια, εξωτικά, από Αφρική κι από Ιαπωνία.»
«Δεν νομίζω.»
«Ωραία», έκανε η Μαντάμ Κέλλυ, λιγάκι ενοχλημένη. «Τι θέλετε τότε, για ποιον;»

Το γραφείο της ήταν μεγαλύτερο και πιο πολυτελές απ’ του προέδρου. Είχε δυο Αφρικανούς ευνούχους για φύλακες κι άλλους δύο για υπηρέτες εκεί μέσα. Μόνο άντρες έκαναν τις δουλειές προσωπικού. Κάπνιζε το Αντιλιάνικο πούρο της με ηδυπάθεια, ενώ έβαζε και λίγη κοκαΐνη στο στόμα της κάθε τόσο. Κι ενώ κάποιοι νέοι την αποκαλούσαν Μεγάλη Μάμα, δεν ήταν μεγαλόσωμη ούτε παχιά. Ήταν πιο στεγνή κι από φαντασία λογιστή.

«Είναι ο προτεζέ μου, ένας νεαρός.»
«Είναι παραμορφωμένος, τρελός, τι είναι;»
«Δεν είναι τρελός. Ούτε βίαιος.»
«Αλλά;»
«Είναι λυκάνθρωπος.»

Η Μεγάλη Μάμα έφτυσε την κοκαΐνη που είχε στο στόμα της απ’ το ξάφνιασμα. Ξεκίνησε να γελάει και την ακολούθησαν κι οι ευνούχοι.

«Έχω φωτογραφία», είπε ο Ντεσοσί και την άφησε στο γραφείο.

Η Μαντάμ κι όλοι μέσα στο γραφείο έσκυψαν να δουν. Στη φωτογραφία ο Αυτόλυκος ήταν καλοχτενισμένος και περιποιημένος, σαν σκύλος για τα καλλιστεία, ντυμένος με μια ωραία στολή αξιωματικού.

«Γλυκούλης είναι», είπε η Μαντάμ. «Και λέτε ότι δεν δαγκώνει; Ούτε έχει ψύλλους ή κάτι τέτοιο.»

Ο Ντεσοσί τη βεβαίωσε. Του είχαν κάνει απεντόμωση.

«Αν ήμουν νέα θα τον αναλάμβανα εγώ, είναι κάτι ξεχωριστό. Τι ύψος έχει; Βάρος;»

Ο Ντεσοσί δεν το είχε σκεφτεί αυτό, αλλά η Μαντάμ Κέλλυ δεν είχε γίνει τυχαία πλούσια. Υπολόγιζε τα πάντα. Σαν άκουσε το μέγεθος του ήξερε ποια θα του στείλει.

«Και μάλλον δεν μπορεί να έρθει εδώ ο προτεζέ σας.»
«Δεν θα βγει απ’ το μέγαρο.»
«Ωραία, θα στοιχίσει κάτι παραπάνω τότε.»
«Δεν με νοιάζουν τα χρήματα.»
«Χαίρομαι που τ’ ακούω. Θα έρθει αύριο. Αφήστε τη φωτογραφία, για να προετοιμαστεί. Τη διεύθυνση και την αμοιβή δώστε την τώρα, καθώς θα βγαίνετε.»

Και του είπε ένα ποσό που δεν θα μπορούσε να πληρώσει ο μέσος Παριζιάνος.

~~~~

Την επομένη ο Ντεσοσί έβαλε τον Αυτόλυκο να μπανιαριστεί και να φορέσει τη στολή αξιωματικού, γιατί θα είχαν μια ξεχωριστή επίσκεψη, ένα δώρο. Το έκανε χωρίς ιδιαίτερη χαρά. Πίστεψε ότι θα ερχόταν κάποιος απ’ τους ακαδημαϊκούς φίλους του, να μιλήσουν για την αρχαία Ελλάδα, όπως την έλεγαν, και για το ταξίδι στο χρόνο.

Ήταν απόγευμα όταν άκουσε το κουδούνι της κεντρικής πόρτας. Σηκώθηκε απ’ το γραφείο της μελέτης. Η μύτη του τον είχε ειδοποιήσει. Ήταν γυναικείο άρωμα, όχι σαν εκείνο που φορούσαν οι υπηρέτριες. Πολύ πιο έντονο κι αφροδισιακό, σαν τις εταίρες στην εποχή του.

Τα πατήματα έξω στις σκάλες ήταν ανάλαφρα και το χτύπημα στην πόρτα του σαν χάδι.

«Περάστε», είπε ο Αυτόλυκος κι είχε ήδη στύση.

Το κορίτσι που μπήκε ήταν η Μαργκό, μια μικροκαμωμένη μελαχρινή απ’ την Μαρτινίκα. Είχε φύγει με χιλιάδες άλλους όταν ανατινάχτηκε το όρος Πελέ, η πιο τρομακτική έκρηξη ηφαιστείου μέχρι τότε. Ήταν κρεολή με χρώματα και χαρακτηριστικά ανάμικτα. Ήξερε τι θα συναντήσει, αλλά και πάλι οι κόρες των ματιών άνοιξαν, σαν είδε το λυκάνθρωπο μπροστά της. Κάποιο άλλο κορίτσι μπορεί να έφευγε. Η Μαντάμ Κέλλυ την είχε στείλει γιατί ήξερε ότι ήταν η πιο δυνατή απ’ όλες.

«Με λένε Μαργκό», είπε με προφορά Καραϊβικής, κι ο Αυτόλυκος ένιωσε όπως ο Αδάμ, όταν είδε την Εύα.

Συστήθηκε, χωρίς να την πλησιάσει, έβαλε μουσική να παίζει, άνοιξε μια σαμπάνια. Δεν ήπιαν πολλή. Η Μαργκό είχε πάει για δουλειά. Έβγαλε τα ρούχα της και τον ξάπλωσε στο κρεβάτι. Έκαναν έρωτα μέχρι τις δώδεκα τα μεσάνυχτα.

«Τώρα φεύγω», του είπε η Μαργκό και βγήκε χωρίς να ντυθεί, με τα ρούχα στα χέρια.

Ο Αυτόλυκος δεν κοιμήθηκε. Ήπιε την υπόλοιπη σαμπάνια και χόρευε μόνος του ως το πρωί.

~~~~

Ξαναβρέθηκαν πολλές φορές. Ο Ντεσοσί δεν τσιγκουνευόταν τα χρήματα, αφού έβλεπε ότι ο προτεζέ του είχε αναγεννηθεί. Ο Αυτόλυκος είχε βάλει όρο, ότι ήθελε τη Μαργκό και μόνο. Ήταν ερωτευμένος, αναπόδραστα, με την μικρόσωμη κρεολή.

Η Μαργκό από την άλλη, παρότι της άρεσε ο τριχωτός «λυκούλης» της, είχε υψηλότερα σχέδια. Ήθελε να μαζέψει αρκετά λεφτά για ν’ ανοίξει ένα δικό της πορνείο στη Φορ-ντε-Φρανς, στο νησί της.

Έτσι, λίγες βδομάδες μετά, ο Αυτόλυκος άκουσε μαζί με τα βήματα της Μαργκό και αντρικά ποδοπατήματα. Χτύπησε εκείνη, μπήκε πρώτη κι άνοιξε την πόρτα περισσότερο για να μπει αυτός που βρισκόταν πίσω της.

«Ποιος είσαι εσύ;» είπε αγριεμένος ο Αυτόλυκος, στον άντρα με το ημίψηλο καπέλο και το ραβδί.
«Είμαι ο ελευθερωτής σου», είπε ο κονφερασιέ.

Η Μαργκό καθησύχασε τον Αυτόλυκο, του είπε ότι έπρεπε ν’ ακούσει την προσφορά.

«Με πούλησες;» φώναξε εκείνος.
«Το αντίθετο.»
Του χάιδεψε το πρόσωπο.

Ο Σιμόν, ο κονφερανσιέ, με φωνή γλυκιά σαν φιδιού και σαν παπά, του εξήγησε γιατί ήταν εκεί. Διεύθυνε ένα τσίρκο.

«Τσίρκο τεράτων;» είπε ο Αυτόλυκος.
«Έτσι το λέμε, για να τραβήξουμε κόσμο. Αλλά τα τέρατα δεν είμαστε εμείς. Τα τέρατα είναι εκεί έξω.»

Του είπε ότι η επιχείρηση ήταν αναρχική. Ο ίδιος ο Σιμόν ήταν Ισπανός αναρχικός και λειτουργούσε το τσίρκο αναρχότροπα. Αυτός ήταν μόνο ο ιδρυτής. Όσοι συμμετείχαν μοιράζονταν την ευθύνη των αποφάσεων, τα κέρδη, τη δουλειά και τις ζημιές.

Όποιος ήθελε να φύγει μπορούσε να το κάνει την ίδια στιγμή, χωρίς όμως να πάρει τίποτα απ’ το τσίρκο. Μόνο τα ρούχα του και τα λεφτά του.

«Τίποτα δεν ανήκει σε κανέναν. Η ιδιοκτησία είναι κλοπή. Όλα ανήκουν σε όλους. Η αναρχία είναι τάξη.»

Τα λόγια του Σιμόν απηχούσαν τις απόψεις του αναρχικού Προυντόν, αλλά ο Αυτόλυκος θυμήθηκε το Α που είχε σχεδιάσει στον τοίχο της Βολτέρα, αυτό που τον είχε σώσει.

«Ήθελα να το πω το Αναρχικό Τσίρκο, αλλά είχαμε προβλήματα με τις αρχές. Μετά σκέφτηκα να το πω Εωσφορικό Τσίρκο, αλλά εκεί θα μπλέκαμε με την Εκκλησία, χειρότερο. Το είπα Τσίρκο Τεράτων και κανείς δεν έχει πρόβλημα.»

Ο κονφερασιέ ήπιε ένα απ’ τα δύο ποτήρια σαμπάνιας που είχε ετοιμάσει ο Αυτόλυκος και του εξήγησε το σχέδιο. Θα ταξίδευαν σε όλη την Ευρώπη, ίσως να μπορούσαν να πάνε και στην Αμερική.

Ένας λυκάνθρωπος μέσα στο τσίρκο τεράτων δεν είναι απειλή, είναι θέαμα. Ένας λυκάνθρωπος ανάμεσα στα τέρατα δεν είναι ξένος, είναι φίλος.

«Τι λες;» έκανε ο Σιμόν. «Θες να είσαι ελεύθερος;»

~~~~~~

Ο Αυτόλυκος δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ και ήταν μόνος, χωρίς τη Μαργκό. Του χτύπησε ο Ντεσοσί, για να δει πώς ήταν.

«Πρέπει να μιλήσουμε», είπε ο Αυτόλυκος.

Ο Ντεσοσί έκατσε ν’ ακούσει αυτά που είχε να του πει. Για την ελευθερία, για το αναρχικό τσίρκο, ότι ένιωθε φυλακισμένος εκεί μέσα.

«Δεν διαφωνώ μ’ αυτά που λες. Σε καταλαβαίνω πολύ καλά.»
«Δηλαδή; Μπορώ να φύγω.»
«Αυτό δεν γίνεται.»

Κάλεσε έναν υπηρέτη και του ζήτησε να φέρει το μπλε χαρτοφύλακα Βελτόκ απ’ το γραφείο του.

«Καταλαβαίνω πώς νιώθεις», είπε όσο περίμεναν. «Είσαι άνθρωπος, είσαι νέος, νομίζεις ότι η ελευθερία είναι το ύψιστο ιδανικό. Πίστεψε με, δεν είναι. Ο Σωκράτης είχε μιλήσει για τη γνώση. Ο Επίκουρος για τη γαλήνη του νου. Η ελευθερία είναι υπερτιμημένη.»

Ο Αυτόλυκος είπε διάφορα που ο Ντεσοσί δεν άκουσε καν. Όταν του έφεραν το χαρτοφύλακα του έκανε νόημα να σταματήσει να μιλάει. Έβγαλε από μέσα ένα χαρτί, που φαινόταν ότι ήταν επίσημο, τόσες σφραγίδες και υπογραφές που είχε. Στην πάνω μεριά είχε το λογότυπο της Βολτέρα, ένα μαύρο V.

«Σύμφωνα μ’ αυτή τη δικαστική πράξη είμαι κηδεμόνας και προστάτης σου, υπεύθυνος για κάθε πράξη σου. Ισόβια.»

Ο Αυτόλυκος δεν ζήτησε να το κοιτάξει καλύτερα. Ήξερε πώς δεν έλεγε ψέματα, δεν το συνήθιζε.

«Δεν θα σε εμποδίσω να φύγεις, δεν είμαι δεσμοφύλακας. Είσαι ελεύθερος να διαλέξεις. Μπορείς να μείνεις εδώ μαζί μου. Οι δυο μας θα φέρουμε τη μεγαλύτερη επανάσταση στην ιστορία της επιστήμης.»

«Δεν με νοιάζει η επιστήμη σου.»
«Εντάξει, μπορείς απλώς να μείνεις εδώ και να κάνεις ό,τι θέλεις.»
«Κι αν φύγω;»
«Έχεις δικαίωμα να φύγεις, αλλά μόλις βγεις έξω θα ειδοποιήσω τις αρχές, την αστυνομία. Αν δεν σε σκοτώσουνε, καθόλου απίθανο κι αυτό, θα σε στείλουν πίσω στη Βολτέρα. Όχι σε κάποιο άλλο άσυλο. Αυτός είναι ο όρος της ελευθερίας σου.»
«Ο όρος της πώλησης.»
«Λυπάμαι που το βλέπεις έτσι.»
«Το βλέπω όπως είναι.»

Ο Ντεσοσί γέλασε ειρωνικά.
«Για λυκάνθρωπος μια χαρά τα λες.»

Κι έσκυψε να βάλει το χαρτί της ισόβιας κηδεμονίας πίσω στο χαρτοφύλακα.

Ο Αυτόλυκος όρμησε και τον δάγκωσε στο σβέρκο. Ο Ντεσοσί γύρισε, όχι για ν’ αντισταθεί, μόνο για να μπορέσει να καταλάβει τι γινόταν. Θα μπορούσε να τον σκοτώσει ακαριαία, κόβοντας του το λαρύγγι. Τον έπνιξε, κοιτώντας τον στα μάτια.

Η μεγαλύτερη ηδονή για έναν σκλάβο δεν είναι η ελευθερία, αλλά ο τρόμος στα μάτια του αφέντη, όταν τον βλέπει να ξεσηκώνεται.

~~~~~~

Ο Αυτόλυκος βγήκε έξω. Είχε μαζί του μόνο το χαρτί απ’ τη Βολτέρα και το καρφί του Ορέστε. Ο Σιμόν τον περίμενε με μια κλειστή άμαξα.

«Τον σκότωσες;» του είπε και μπήκαν στην άμαξα.
«Δεν γινόταν αλλιώς.»
«Σου άρεσε;»
«Ναι.»

Ο Σιμόν φώναξε τον αμαξά να ξεκινήσει.

«Θα φύγουμε απόψε απ’ το Παρίσι. Μας περιμένουν στο καραβάνι.»
«Κι η Μαργκό;»
«Αυτή τραβάει τη δική της πορεία, ελεύθερη δεν είναι;»
«Δεν ξέρω.»
«Αγαπητέ μου, θα γνωρίσεις τόσες πολλές Μαργκό που δεν θα θυμάσαι το όνομα της.»
«Θα τη θυμάμαι.»

Κι έφυγαν, για το μέρος όπου είχε σταθμεύσει το καραβάνι του τσίρκου.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Το κείμενο είναι μυθοπλασία, αλλά βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, χώρους και πρόσωπα.

Το Άσυλο της Βολτέρα, στην καρδιά της Τοσκάνης, ξεκίνησε να λειτουργεί το 1888 και έκλεισε το 1978 (με το νόμο 180 ή νόμο του Μπαζάλια).  Δεν ήταν το χειρότερο Φρενοκομείο εκείνης της εποχής, αλλά ήταν ένα κολαστήριο.

Οι «θεραπείες» που αναφέρω, όπως ο «ύπνος του βρώμιου» και οι σπασμοθεραπείες με ενέσεις καμφοράς, φυσικά και τα ηλεκτροσόκ, η ψυχοχειρουργική, δεν εφαρμόζονταν μόνο στο Βολτέρα.

Ο Oreste Fernando Nannetti, ψευδώνυμο NOF4 ή NANOF, ήταν υπαρκτό πρόσωπο.  Διαγνώστηκε σχιζοφρενής και πέρασε όλη του τη ζωή έγκλειστος. Μέσα στο Βολτέρα ξεκίνησε να κάνει τη δική του BRUT ART, γκράφιτι στους τοίχους, με ό,τι είχε εύκαιρο, μολύβια, στυλό, καρφιά, με πέτρες. Γέμισε πολλά τετραγωνικά με στίχους, λέξεις, σύμβολα, εικόνες, αναπαραστάσεις.

Oreste Fernando Nannetti, I Graffiti di NOF4/Graffiti of NOF4 https://outsider-environments.blogspot.com/2010/08/oreste-fernando-nannetti-i-graffiti-di.html

Προηγούμενο άρθροΠερί ερώτων
Επόμενο άρθροΜετανάστες;
Avatar
Γράφω μόνο τα βράδια, όταν όλοι κοιμούνται και η πόλη ησυχάζει. Είμαι επιρρεπής στους εθισμούς, αλλά πίνω μόνο κρασί –μετά τη δύση του ηλίου- και όλο σκέφτομαι ότι πρέπει να κόψω το κάπνισμα. (Προσθήκη, 12 χρόνια μετά. Το έκοψα το κάπνισμα).