Το φράγμα μιας σόλο σονάτας

0
341

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι edward-hopper-room-in-new-york-1932-1024x576-2.jpg

Σόλο σονάτα

Έστριψε απαλά, δεξιά το σώμα της στο πιάνο που βρισκόταν ακριβώς πίσω της και με το λευκό δείκτη του δεξιού της χεριού, ακούμπησε επιδέξια τις νότες της Σονάτας του Σεληνόφωτος και την απογοήτευσή της στα πλήκτρα του. Εκείνος δεν θα άκουγε πάλι τίποτα από τα δύο και ας ήταν δυο βήματα μακριά. Όταν τέλειωσαν οι νότες τέλειωσε και η υπομονή της, κατευθύνθηκε σταθερά προς την κρεβατοκάμαρα, έκανε μια στάση και  κατέβασε τη μεγάλη βαλίτσα από το πατάρι, την άνοιξε μπροστά στα συρτάρια της, την κοίταξε, για λίγο μόνο, σηκώθηκε, φόρεσε το παλτό της, πήρε την τσάντα, τα κλειδιά και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Αυτή την άκουσε αλλά ήταν το τελευταίο που θα άκουγε από εκείνη.

~

Φυσικά και τον ένοιαζε. Δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή του χωρίς την Ελένη. Και έτσι δεν το έκανε ποτέ. Ποτέ δεν σκέφτηκε τι θα σήμαινε για εκείνον να τη χάσει. Ψιλοβολεύτηκε όμως. Και όσο ψιλοβολευόταν εκείνος τόσο ψιλοξεβολευόταν αυτή.  Και να πεις ότι δεν του τα λεγε. Ήταν όμως και εκείνη η στωικότητά της, που ξεγελούσε. Που τον έκανε να νιώθει τη σιγουριά πως θα είναι πάντα εκεί, σταθερή αξία, να του εξηγεί, να προσπαθεί, με την ήρεμη δύναμή της, με την αλήθεια της. Και αλήθεια πληγώθηκε, απογοητεύτηκε τόσο πολύ στο τέλος.

Πέντε χρόνια είχε για να σκεφτεί ό,τι είχε συμβεί, πόσα ήταν εκείνα που δεν είχε ακούσει. Και εκείνη η γαμημένη η σιγουριά που ένιωθε στην αγάπη της, δεν του άφηνε πολλά περιθώρια να περάσει από το μυαλό του πως μπορεί ξαφνικά να σηκωθεί να φύγει, να εξαφανιστεί σαν να μην υπήρξε ποτέ, σαν να μην υπήρξαν ποτέ αυτά τα πέντε χρόνια. Ποιος διάολο το κάνει αυτό απ΄ τη μια στιγμή στην άλλη; Μόνο που δεν ήταν απ΄ τη μια στιγμή στην άλλη. Μόνο που εκείνη, δεν ήταν ο οποιοσδήποτε. Μόνο που κάπου στην πορεία του βολέματος  είχε ξεχάσει από τι ήταν φτιαγμένη. Είχε ξεχάσει πως μπορούσε να φτάσει στα άκρα με την ίδια ευκολία που κάποιος μπορεί να φτάσει από την κρεβατοκάμαρα στην πόρτα. Η στωικότητα που λέγαμε. Ε, το θυμήθηκε. Κάπως αργά για δάκρυα.

Τηλέφωνα , μηνύματα , email, περιστέρια, όλα αναπάντητα. Δεν τον άκουγε πια. Είχε όμως τόσα μέσα του, τον έπνιγαν. Μέχρι τότε μόνο διάβαζε. Ασταμάτητα, αλλά μόνο διάβαζε. Και κάπου εκεί, άρχισε να γράφει.

Στην αρχή σκάλιζε με μελάνι πάνω σε χαρτάκια από δω και από ‘κει, όπου έβρισκε λίγο κενό. Σε χαρτοπετσέτες, στα χαρτάκια από τα τσιγάρα του, στους φακέλους των λογαριασμών του. Αυτοί ήταν οι δικοί του λογαριασμοί. Κάτι του έκανε, μα δεν του έφτανε.

Τα χαρτάκια έγιναν σελίδες , κείμενα, όλο και αυξάνονταν, οι λέξεις που κατέκλυζαν το μυαλό του άρχιζαν τώρα να κατακλύζουν το χαρτί, τις οθόνες, οτιδήποτε μπορούσε να χωρέσει λίγο από όλο αυτό το πνιγηρό που φώλιαζε μέσα του.

Σαν να έγραφε όλα αυτά που θα ήθελε να πει σε εκείνη. Για τις τύψεις του, τις μετάνοιες του, τις συγνώμες του, το θυμό του, τη θλίψη του, το χαρτάκι που κοίταζε για ώρες όταν δεν μπορούσε να πιστέψει πως του έδωσε το τηλέφωνό της για να συναντηθούν, για τα μαλλιά της που σκέπαζαν το πρόσωπό του όταν έσκυβε να τον φιλήσει και μύριζαν άνοιξη, για την κοιλιά της που βυθιζόταν όταν ξάπλωνε δίπλα του και αυτός με το δάχτυλό του σχεδίαζε πάνω της άπειρα νοερά σχήματα και όνειρα, για το πόσο άδεια ήταν όλα χωρίς εκείνη. Μια μέρα τα μάζεψε όλα και έπιασε να τα βάζει σε μια σειρά.

Η σειρά έγινε βιβλίο: “Για μιαν Ελένη”. Το βιβλίο εκδόθηκε, πήρε διακρίσεις, αναγνώριση. Μα αυτό που ήθελε ο Στράτος, ήταν μιαν Ελένη. Την δική του (; ) Ελένη.

~~

Η Ελένη περνούσε μία – μία τις σελίδες κιάκουγε όλα όσα της έλεγε. Με την πρώτη ανάγνωση, ήρθε το πρώτο κλάμα, το μεγάλο. Ό,τι δεν βγήκε από μέσα της πέντε χρόνια, βγήκε πάνω στις σελίδες όπως ακριβώς και οι λέξεις του. Ασυγκράτητα, απ΄την αρχή ως το τέλος.

Πήρε το βιβλίο της και ξεκίνησε να οδηγεί  για το Πήλιο, στο εξοχικό που περνούσαν τα καλοκαίρια. Άνοιξε την πόρτα στο σπίτι κι έκλεισε την πόρτα στον κόσμο, στα τηλέφωνα και τα σχετικά. Πέντε μέρες έμεινε, πέντε μέρες έπινε, κάπνιζε, διάβαζε, σκεφτόταν, θυμόταν. Κυρίως αυτά. Στην έκτη κλείδωσε το σπίτι, μπήκε στο αμάξι και έκανε σταθερά ανάποδα τη διαδρομή, χωρίς να σκέφτεται, απλώς οδηγούσε και το κοντέρ έγραφε χιλιόμετρα. Εξάλλου, πάντα ήξερε πολύ καλά πού πήγαινε ή από πού έφευγε.

~~

Όταν έφτασε στο σπίτι, άνοιξε την πόρτα, γύρισε το κλειδί μια φορά, μπήκε, άφησε την τσάντα της να πέσει στο πάτωμα και κάθισε δίπλα στο Πιάνο.

“Παίξε αυτό που έπαιξες την τελευταία φορά”, της είπε, “θέλω να το ακούσω.”

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Άννα Ζιώγα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Ο πίνακας είναι του Ε. Hopper

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 184033921_1455180441490812_4893806500768420812_n.jpg

Το φράγμα

Ήρθε εδώ ένα καλοκαίρι, πριν 12 χρόνια. Φορούσε κοστούμι γυναικείο. Μαύρο παντελόνι, μαύρο σακάκι κουμπωμένο πάνω από ένα λευκό πουκάμισο. Κρατούσε ένα χαρτοφύλακα. Μαρίζα Παπαγεωργίου, μας συστήθηκε. Ήταν αυτή και όλο το συνεργείο δηλαδή. Όλοι με κοστούμια, χαρτοφύλακες και επίσημα ονοματεπώνυμα.

Άλλα εκείνη ξεχώριζε μέσα στο πλήθος των στενών κοστουμιών, ανάμεσα στους σκληρούς χαρτοφύλακες, στα απρόσωπα πρόσωπα. Εκείνη, κατάλευκη, ολόχλωμη, άσπρα χείλη, μπλε μάτια. Μα τα μάτια της ήταν τόσο εκφραστικά, ήταν σαν με το που τα μάτια της συναντούσαν τα δικά σου, να έλεγαν μια ιστορία. Μια ιστορία καταπίεσης, όχι σαν την δική μας όμως. Μια άλλη, διαφορετική καταπίεση. Μια που ανάμεσα στα στενά παντελόνια και τα μικρά εσώρουχα, η ίδια ξεχνούσε ότι υπάρχει.

Ίσια μαλλιά, κομμένα ως κάτω από τα αυτιά, στενά παπούτσια, κάλτσες κι ένα ρολόι στον καρπό του αριστερού χεριού. Το ρολόι το φορούσε χαλαρά δεμένο, μα εγώ έβλεπα τις φλέβες της που πετάγονταν και ήθελαν να σπάσουν. Από το πρώτο λεπτό ένιωθα την καρδιά της πως σιγοχτυπούσε, τον συγκρατημένο σφυγμό, τα παγωμένα χείλη, τα παγωμένα ακροδάχτυλα, το παγωμένο μέτωπο. Τα μάτια της, σε κοιτούσαν πίσω από ένα λεπτό πέπλο ομίχλης. Ένα κορίτσι πάγος, κι όμως το ήξερα πώς μέσα της κάτι βράζει. Ακόμα κι αν εκείνη δεν το ήξερε ακόμα.

Είχαν έρθει να φτιάξουν το φράγμα. Το φράγμα θα επέτρεπε στο χωριό να έχει καθαρό, πόσιμο, τρεχούμενο νερό. Όμως κανένας δεν τους καλοέβλεπε. Εξάλλου στο παρελθόν ποτέ δεν ήρθαν για καλό. Πάντα για την καταστροφή και την εκμετάλλευση.

Όμως έμειναν, δεν είχαμε άλλη επιλογή. Και έμειναν και κατέστρεψαν και δημιούργησαν. Πέντε χρόνια ήταν εδώ κοντά μας κι ύστερα έφυγαν. Έφυγαν όλοι εκτός από εκείνη.

Από τον πρώτο καιρό αρχίσαμε να μιλάμε. Πρώτα δειλά δειλά με συστολή. Εκείνη δηλαδή, γιατί εγώ ήξερα. Ήξερα βέβαια τι νιώθει, δεν ήξερα ποτέ, αν θα το καταλάβει.

Της πήρε ακριβώς πέντε χρόνια. Εντάξει, ίσως της πήρε λιγότερο, αλλά εκείνη η στιγμή του αποχωρισμού, εκείνη η στιγμή που συγκεντρώνει όλο το χρόνο μέσα σε ένα λεπτό μόνο, εκείνη η στιγμή ήταν που έσπασαν όλες οι φλέβες της ταυτόχρονα. Μια έκρηξη ηφαιστείου παταγώδης. Διαλύθηκαν τα σωθικά της κι άρχισε γύρω της να εκτοξεύεται με φόρα όλη η φωτιά που έκρυβε μέσα της. Τα ρούχα της σκίστηκαν, κουμπιά, άσπρα και μαύρα, από το πουκάμισο, από το σακάκι, πετάγονταν στον αέρα. Το ρολόι της έπεσε στο έδαφος, τα παπούτσια της έγιναν χίλια κομμάτια, κι εκείνος ο χαρτοφύλακας της έκαψε το χέρι στο σημείο που τον κρατούσε, πριν γίνει θρύψαλα, σκόνη και σκορπιστεί στο σύμπαν.

Ακόμα έχει το σημάδι, μια αχνή κόκκινη γραμμή, να της θυμίζει τι άφησε πίσω. Το διαμέρισμα με τα σκαλιστά κάγκελα στην πλατεία Κυψέλης, στην Αθήνα. Τρεις γλάστρες που πότιζε κάθε πρωί με το κόκκινο ποτιστήρι, ένα χαλί που είχε από παιδί και ποτέ δεν αποχωρίζονταν κι ας είχε αλλάξει εφτά σπίτια και τρεις πόλεις. Την ντουλάπα με τα στενά κοστούμια, φίλους που ποτέ δεν την αγάπησαν και ποτέ δεν αγάπησε. Την κυρία Ευθαλία, την ηλικιωμένη νοικάρισσα του τρίτου, που με κάποιο μαγικό τρόπο, τραγουδούσε και της έφτιαχνε τη διάθεση τις μέρες που η ζωή τη γέμιζε με θλίψη. Τη δουλειά στο τεχνικό γραφείο, κι εκείνο το γάτο που κάθε απόγευμα, την ίδια ώρα, τελετουργικά, ανέβαινε το δέντρο, πηδούσε στο μπαλκόνι με τα σκαλιστά κάγκελα και την έψαχνε και που όποτε τον θυμάται κλαίει.

Τώρα εδώ, έμαθε τους χορούς μας και χορεύει συνέχεια, πότε γυμνή, πότε με κάτι πολύχρωμα φαρδιά υφάσματα, πάντα ξυπόλυτη. Το χλωμό της πρόσωπο, από εκείνη τη μέρα της έκρηξης, έχει μεταμορφωθεί. Είναι κατάλευκο όπως πάντα, μα τα μάγουλα της είναι κατακόκκινα, γεμάτα ζωή. Μου λέει πως έτσι είναι τα νεογέννητα από εκεί που έρχεται. Τα μάτια της έχουν ξεχάσει εκείνο το θολό πέπλο και όταν χορεύει ή γελάει πετάνε κάτι κόκκινους σπινθήρες και γελάω κι εγώ μαζί της. Τα μαλλιά της ήθελε να τα κρατήσει πάντα ίσια κομμένα ως κάτω από το αυτί. Λέει πως αυτό είναι ελευθερία κι ότι πρέπει να τα κάνω κι εγώ έτσι αντί να τα σέρνω παντού μαζί μου και να τα χτενίζω με τις ώρες.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Ελένη Δημητροπούλου, στο πλαίσιο  του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Ο πίνακας είναι του Felix Vallotton, La Blanche et la Noire, 1913