Αυτές οι τρεις μικρές ιστορίες γράφτηκαν ανεξάρτητα, παίρνοντας έμπνευση από τον πίνακα της Tijana Lukovic με τίτλο “Light in the dark”. Δύο γυναίκες κι ένας άντρας έγραψαν τρία “μακάβρια” παραμύθια, που έχουν κοινά στοιχεία, αλλά περισσότερες διαφορές.
Η Κίλα ξαναγυρνάει
Τεσσάρων χρονών η Κίλα κατάλαβε τον προορισμό της. Κι η μάνα της αυτή τη δουλειά έκανε. Κι η γιαγιά της το ίδιο. Πότε η μια, πότε οι άλλη, την παίρνανε συχνά μαζί όποτε ξεγεννούσαν μια γυναίκα. Στην άκρη του χωριού μέναν οι δυο γυναίκες με τη μικρή, στο έμπα του δάσους. Ένα δάσος πλούσιο σε δέντρα, ζώα κι αυτό που πιο πολύ τους άρεσαν, τα μανιτάρια.
Η Κίλα πέρναγε όλη τη μέρα στο δάσος, ιδιαίτερα όταν ερχόντουσαν ώρες που έλειπαν κι οι δυο μανάδες. Αυτή, ψάξε για ένα μανιτάρι, ψάξε την αλεπού που την είχε φιλενάδα αφού της έφερνε κάθε μέρα λιχουδιές, ψάξε όλο και κάτι καινούργιο ή πρόσεξε τον λύκο, πρόσεχε τον ασβό που είναι τσαπατσούλης, η Κίλα απομακρυνότανε συνέχεια. Το δάσος είχε γίνει σπίτι της. Κι έτσι κάθε απόγευμα, λίγο πριν σουρουπώσει άκουγες πότε τη μια, πότε την άλλη μάνα να φωνάζουνε στο έμπα του δάσους. «Κίλα, έλα κορίτσι μου, πάει να νυχτώσει.»
Είναι αλήθεια ότι μέχρι τα δέκα της, είχε μάθει απ’ έξω κι ανακατωτά όλα τα μανιτάρια, όλα τα φάρμακα κι όλα τα «επικίνδυνα» όπως τα ‘λεγε η μάνα της. Είχε μάθει να τα μαζεύει να τα ξεχωρίζει και να φτιάχνει τα φάρμακα. Τα «επικίνδυνα» ήξερε πότε και πώς να τα μαζέψει, και πώς να κατασκευάσει φάρμακο που σε σωστές, μικρές δόσεις ήτανε θαυματουργό, ειδάλλως μπορούσες να χαθείς μέσα του ή και να πεθάνεις. Ιδιαίτερα το διαβολόχορτο που το ‘λεγε η γιαγιά, η ντατούρα που έλεγε η μαμά, πιο επιστημονική εκείνη.
Θυμόταν ακόμα την πρώτη φορά που βόηθησε να ξεγεννήσουνε μια κοπέλα στο κοντινό χωριό. Η Κίλα τράβηξε με τα χέρια της το μωρό γιατί το κορίτσι γένναγε μόνο του κι η μάνα τής Κίλας ήταν απασχολημένη με τα νερά και τα ρούχα, δεν είχε βοήθεια. Αχ, πώς περίμενε την ώρα που μέσα από το σώμα της θα ‘ρχόταν το μικρό τρυφερό πλάσμα, που θα του έδινε όλη της τη ζωή.
Κι έτσι κι έγινε. Δεν ήταν ακόμα δεκαοχτώ κι ήρθε η μέρα που ανακάλυψε πως ήταν έγκυος. Και πέρασαν μεγάλες χαρές οι τρεις γυναίκες. Μετρούσαν τις μέρες, τις βδομάδες κι ετοιμάζονταν. Θα πρέπει να ‘χε μπει στον έβδομο και μια μέρα δεν άκουγε πια το μωρό. Δεν τρόμαξε. Ήξερε ότι μπορεί να συμβεί.
Κίνησε για το δάσος να μαζέψει λίγη ντατούρα ν’ ανεβάσει τους παλμούς. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, μια από τις πρώτες όμορφες μέρες τής άνοιξης. Μάλιστα, ήταν σίγουρη πως σήμερα είχε και πανσέληνο. Χάθηκε όπως πάντα στο δάσος κι όταν γύρισε είχε ήδη σκοτεινιάσει. Ετοίμασε το γιατρικό και βγήκε στο κατώφλι να το πιει. Το φεγγάρι είχε ήδη φανεί πίσω από τα δέντρα κι εκείνη συνέχισε να πίνει χαζεύοντας τη λάμψη του. Μέχρι που τα μάτια της θάμπωσαν από τη λάμψη του και δεν τα κράταγε πια ανοιχτά. Κι εκεί είδε τη σελήνη μέσα της, ήταν ένα με το μωρό της κι η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, ίσως γιατί άρχισε να ζεσταίνεται και πέταξε τα ρούχα από πάνω της, καθώς άρχισε να μιλάει στο ολόγιομο φεγγάρι, να το λέει μάνα της και να το παρακαλεί να της βγάλει το μωρό από μέσα της, είχε έρθει η ώρα της.
Ναι, αλήθεια είχε έρθει η ώρα της, όχι όμως για τη γέννα. Γυμνή και ξέπνοη τη βρήκαν οι δυο μάνες της στο κατώφλι. Με σπαραχτικά τραγούδια την έντυσαν νύφη και την αποχαιρέτησαν σε μια γωνιά του δάσους.
Ο καιρός πέρασε κι η καινούργια πανσέληνος ξαναφάνηκε. Κι η Κίλα βγήκε από τη γωνιά της με το πέπλο τής νύφης κι ένα μικρό φεγγαράκι στα χέρια.
Το ‘φερνε χορεύοντας σ’ όλο το δάσος μιλώντας και τραγουδώντας στη σελήνη. Της υποσχότανε πως σήμερα θα της χαρίσει ένα μικρό μωρό που σε είκοσι μέρες θα ‘χει μεγαλώσει και τότε η Κίλα θα της φέρει το επόμενο μωρό της και κάθε φορά το ίδιο, ώστε η σελήνη να μη μείνει ποτέ χωρίς μωρό, όπως έπαθε εκείνη, η Κίλα. Και σ’ όλον αυτόν το χορό τα ζώα την συντρόφευαν. Μόνο τα ζώα της νύχτας, ο ασβός, η φιλενάδα της η αλεπού, η νυφίτσα, παράξενο, πέφτανε σε ύπνο, να μην ταράξουν το τραγούδι της με το κυνήγι τους. Μα όλα τα μικρά τα ζούδια, ο σκίουρος, ο λαγός, το ζαρκάδι, η χελώνα, τα μικρά αρκούδια τής άνοιγαν το δρόμο στα σεληνόφωτα μονοπάτια. Κι έτσι η Κίλα δεν έμεινε ποτέ χωρίς μωρό.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Ανθή Ανδρεοπούλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Για ένα κορίτσι
Το κορίτσι συνέχιζε να βαδίζει γοργά μέσα στο δάσος. Η νύχτα είχε καταπιεί πια το φως της μέρας κι άνοιγε το δρόμο της, μέσα από τη φωτεινή μπάλα που έβγαζε από τα χέρια της. Η μητέρα την είχε διδάξει όταν ήταν ακόμα μικρή, πώς να φτιάχνει αυτή την μπάλα κι αυτή η γνώση της φάνηκε πολύτιμη.
Περπάταγε δίχως να έχει προορισμό, περπάταγε για να ξεφύγει από το τέρας, που βρέθηκε στο δρόμο της λίγα λεπτά πριν, ξετρυπώνοντας μέσα από τις πυκνές φυλλωσιές του δάσους. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ παρόμοιο τέρας. Είχε χέρια και πόδια σαν τα δικά της. Ήταν λίγο πιο ψηλό από εκείνη, αλλά η κορμοστασιά του της θύμιζε τη δική της. Μόνο το βλέμμα του της φάνηκε ξένο. Δεν είχε μέσα του τη δικιά της αθωότητα, αλλά έκρυβε πίσω από το μαύρο χρώμα των ματιών του την απειλή. Μόλις αντίκρυσε αυτό το βλέμμα, έκανε να τρέξει, αλλά τα πόδια της δεν ακολούθησαν τη σκέψη της. Άνοιξε το στόμα για να φωνάξει βοήθεια, αλλά κανένας ήχος δεν βγήκε.
Έμεινε ασάλευτη να κοιτάζει αυτή τη σκοτεινή μορφή, ανήμπορη να αντιδράσει, όσο το τέρας άπλωνε το χέρι του επάνω στο κορμί της. Ο χρόνος πάγωσε και ψυχρός αέρας διαπέρασε το σώμα της. Κράτησε τα μάτια της κλειστά, μη θέλοντας να μείνει αυτή η εικόνα αυτή στο μυαλό της.
Έμεινε για κάμποση ώρα έτσι, ώσπου αισθάνθηκε ένα γνώριμο άγγιγμα στο πόδι της. Άνοιξε δειλά τα μάτια και η φίλη της η αλεπού ήταν εκεί. Η αλεπού, που δεν έφυγε ποτέ από το πλευρό της και τώρα ήταν εδώ μαζί της, για να διασχίσουνε το δάσος. Το κορίτσι βρήκε τη δύναμη να περπατήσει, ακολουθώντας το δρόμο που άνοιγε η αλεπού. Γύρισε στιγμιαία προς τα πίσω να κοιτάξει το τέρας, μα αυτό δεν βρισκόταν πια εκεί. Είχε εξαφανιστεί μέσα στο σκοτεινό δάσος και μόνο το αποτύπωμα του χεριού του πάνω της, έμεινε να της θυμίζει την ύπαρξη του.
Κι έτρεχε, έτρεχε. Με όλη τη δύναμη που είχαν τ’ αδύνατα πόδια της, το κορίτσι και η αλεπού τρέχανε να βγούνε από το δάσος. Μόνο ο ήχος από τα πόδια του έσκιζε τη σιωπή της νύχτας, όλα τα άλλα ζώα ήταν παραδομένα στο πέπλο του ύπνου. Φοβόταν και γύρναγε συνέχεια το κεφάλι της θέλοντας να δει αν το τέρας είναι πίσω της. Το τέρας όμως δεν χρειαζόταν να είναι πια εκεί, για να στοιχειώνει το κορίτσι.
~~{}~~
Το κορίτσι άφησε κάτω το μολύβι του και ήπιε μια γουλιά από το ρόφημα της. Ο ίδιος εφιάλτης είχε παρουσιαστεί για ακόμα μια φορά στον ύπνο του, ώστε αποφάσισε επιτέλους να γράψει γι’ αυτόν. Είχαν περάσει χρόνια και το κορίτσι έβλεπε τον εφιάλτη τακτικά. Δεν θυμόταν από ποτέ ξεκίνησε, κάθε φορά την τρόμαζε το ίδιο. Όσο πέρναγαν τα χρόνια, γινόταν όλο και πιο έντονος και νέες εικόνες συμπλήρωναν τον εφιάλτη.
Αυτό που δεν μπορούσε να εξηγήσει ήταν γιατί την έκανε να νοιώθει έτσι. Ξύπναγε έντρομη μέσα στον ύπνο της, λουσμένη στον ιδρώτα και ένα ψυχρό αίσθημα διαπερνούσε το κορμί της. Σηκωνόταν κι έφτιαχνε ένα ζεστό τσάι για να ηρεμήσει, πριν επιστρέψει πάλι στο κρεβάτι της.
Εκείνη τη μέρα το κορίτσι έγραφε πάλι. Οι λέξεις έβγαιναν εύκολα από μέσα της και σχημάτιζαν στο χαρτί μια ιστορία. Την ιστορία για ένα κορίτσι κι ένα τέρας. Μια ιστορία για ένα κορίτσι που έχασε τη φωνή της μέσα στο δάσος, αλλά τη βρήκε μέσα από ένα χαρτί και ένα μολύβι. Τα χρόνια είχαν περάσει και το κορίτσι είχε πια μεγαλώσει. Έμαθε να ζει με το τέρας και έκανε το φόβο της δύναμη. Και με αυτή τη δύναμη έξυσε το μολύβι της και συνέχισε να γράφει, για κάθε κορίτσι σαν και αυτό που στάθηκε απέναντι στο τέρας και βρήκε το θάρρος μέσα του να συνεχίσει να περπατάει.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Φιλία Εμίρη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Της λίμνης το φιλί
Το βράδυ της 30ης του Απρίλη κάθε έτους , αν ακολουθήσεις το χωμάτινο δρομάκι ακριβώς πίσω από την παλιά εκκλησία του χωριού και καταφέρεις να πείσεις τον εαυτό σου πως είναι τα κλαδιά των δέντρων που σε αγγίζουν και οι φωνές των ζώων που ψιθυρίζουν στο σκοτάδι, τότε θα φτάσεις σε μια λίμνη που ανθρώπινο μάτι δεν την έχει δει μήτε άλλη μέρα, μήτε άλλη ώρα του χρόνου. Κι αν βρεις το θάρρος και κοιτάξεις τα ήσυχα νερά της, δεν καθρεφτίζεται παρά ο αειφανής αστερισμός της Αλώπεκος, μήτε φεγγάρι, μήτε σύννεφα ή δέντρα, μήτε καν εσύ ο ίδιος.
Κι αν από περιέργεια ή βλακεία βρεθείς μια τέτοια νύχτα στη Φαρμακωμένη, όπως έχουν ονομάσει οι ντόπιοι τη λίμνη, μην κάνεις το λάθος και μείνεις μετά τις τρεις το ξημέρωμα. Γιατί εκείνη την ώρα, μια γυναικεία μορφή ντυμένη στα λευκά, με πολύ μακριά μαλλιά, βγαίνει με βήμα αργό μέσα από το νερό και παίρνει το δρομάκι προς τα πάνω. Πριν πολλά χρόνια, μια συμφορά που δεν ξέρει κανείς με σιγουριά να ξεστομίσει, την έκανε να φτάσει στο συγκεκριμένο σημείο του δάσους μ’ ένα μπουκάλι κώνειο, το διασημότερο των δηλητηρίων και να το πιει με μιαν ανάσα. Η ουσία άρχισε να επιδρά και η απελπισμένη κοπέλα έπεσε με τρομερούς σπασμούς στο χώμα περιμένοντας πρώτα τον ύπνο και τελικά τον αδερφό του, τον Θάνατο. Μα για κακή της τύχη, μια πεινασμένη αλεπού περνούσε από το σημείο και μυρίστηκε εύκολη λεία. Πλησίασε κι ενώ η κοπέλα ήταν ακόμη ζωντανή, της έσκισε τη σάρκα προσπαθώντας να βρει ζεστό κρέας. Το έξυπνο ζώο αντιλήφθηκε τη θανατηφόρα ουσία κι έφυγε τρέχοντας, αφήνοντας το κορίτσι να ψυχορραγεί με πόνους αβάσταχτους για αρκετή ώρα πριν πεθάνει, μέσα σε μια λίμνη από το ίδιο της το αίμα.
Λένε και πράγματα ακόμη πιο τρελά. Πως πριν φύγει από το σπίτι της εκείνο το βράδυ, έβαλε το νυφικό που προόριζαν για ‘κείνη, χτενίστηκε για πάντα και ασπάστηκε ένα-ένα τα ντουβάρια της φτωχικής μονοκατοικίας, αποχαιρετώντας μ’ αυτόν τον τρόπο το μέρος που μεγάλωσε. Και πως –στο σήμερα πια- όσοι προσπάθησαν να δουν πού πηγαίνει βγαίνοντας από τη λίμνη, ακολουθώντας το νερό που στάζει από τα μακριά μαλλιά της, γύρισαν μισότρελοι στο χωριό, μιλώντας γλώσσες ακατάληπτες, γλώσσες των στοιχειών.
Μα εγώ ξέρω. Ξέρω πού πηγαίνει. Είναι το μυστικό που κρατώ εδώ και χρόνια. Από τότε που παράτησα όλα τα χαμένα της πόλης και ήρθα να ζήσω εδώ. Με τις ελάχιστες οικονομίες μου αγόρασα μια μισογκρεμισμένη καλύβα. Μου την έδωσαν σε τόσο καλή τιμή μάλιστα, που με τα υπόλοιπα χρήματα μπόρεσα να την επισκευάσω. Μόνος. Κανείς δεν ερχόταν, επειδή είμαι ξένος θεώρησα αρχικά. Εκεί απέδωσα και τις παράξενες ματιές, τους ψιθύρους όταν περνούσα από το καφενείο ή από την εκκλησία. «Θα με γνωρίσουν με τον καιρό» έλεγα στον εαυτό μου. Μα με τον καιρό τίποτα δεν άλλαξε.
«Στο σπίτι τση Φαρμακωμένης μεν’ τούτος» άκουσα μια γριά να λέει σε μιαν άλλη ένα απόγευμα. Ψάχνοντας έμαθα την ιστορία. Κοίτα να δεις σύμπτωση. «Φαρμακωμένη» λέγεται κι ένα τραγούδι από το αγαπημένο μου συγκρότημα όταν ήμουν έφηβος. Πώς πήγαινε να δεις… Ίσως αυτός ήταν και ο λόγος που συμβιβάστηκα εύκολα με την ιδέα και δεν έφυγα. Ίσως πάλι και το ότι δεν είχα πού αλλού να πάω. Για μένα τελικά δεν ήταν παρά ένας ακόμη αστικός μύθος.
Όλα αυτά μέχρι το βράδυ της 30ης Απριλίου εκείνης, της πρώτης μου φοράς στο χωριό. Κι από τότε, κάθε τέτοιο βράδυ. Τριάντα δύο φορές κι απόψε, τριάντα τρεις. Μα απόψε -Θεέ μου βοήθα με- είναι η τελευταία. Μα θα το πιάσω απ’ την αρχή. Πρέπει να το πιάσω από την αρχή: Τριάντα τρία χρόνια πριν, γύρω στις τρεις τα ξημερώματα άκουσα υγρό να στάζει. Ήμουν στο κρεβάτι, πίστεψα πως έχω αφήσει κάποια βρύση μισάνοιχτη, σηκώθηκα βρίζοντας και την είδα να στέκεται κοντά στον τοίχο, σχεδόν διάφανη. Έβλεπα την πλάτη της σκεπασμένη από τα υγρά μακριά μαλλιά, ανακατεμένα με φύκια και λάσπες, το βρεγμένο λευκό –κάποτε- φόρεμα και το υδάτινο πέρασμα που είχε αφήσει στον διάδρομο. Δεν μπορούσα να βγάλω άχνα. Ο μόνος ήχος στο δωμάτιο ερχόταν από την καρδιά μου. Εκείνη, αιωρούμενη άνοιξε τα χέρια λυγισμένα προς τα επάνω, τ’ ακούμπησε στον κοντινό της τοίχο και σαν να ασπάζεται εικόνα ιερή, έγειρε και φίλησε το κρύο ντουβάρι. Έπειτα, απαλά πήγε στο επόμενο. Και μετά στο επόμενο. Τα αιώνια χείλη της άφηναν υγρές στάμπες στη μπογιά και ύστερα από λίγο χάνονταν. Έτσι χανόταν κι εκείνη. Γλιστρούσε απαλά έξω, αφήνοντας πίσω μια μυρωδιά πόνου, απελπισίας, αίματος, υγρασίας. Ψιθύριζε δυο λέξεις φεύγοντας κι αμέσως μετά απόκοσμη σιωπή. Ποτέ δεν είχα δει το πρόσωπό της, δεν μου μίλησε, ποτέ δεν με κοίταξε, αμφιβάλλω αν γνώριζε καν πως βρισκόμουν εκεί. Ίσως είχα γίνει μέρος του τελετουργικού, ίσως τελικά δεν είχε καμία σημασία η ύπαρξή μου. Ας ήξερα έστω τι ψιθύριζε, ίσως μπορούσα ακόμη και να τη βοηθήσω.
Αυτά πίστευα ως απόψε. Βράδυ 30ης Απριλίου, ονομαστική εορτή της Αγίας Βαλπούργκας. Τρεις τα ξημερώματα, βρίσκομαι μ΄ένα ποτήρι απ’ το αγαπημένο μου μεσκάλ στα χέρια, συνήθεια που έγινε απαραίτητη για ν’ αντέξω. Και να τη, πιστή στο ραντεβού, στον αιώνιο κύκλο της, μπαίνει μέσα. Το δωμάτιο γεμίζει φόβο, απελπισία, νερό, αίμα, σιωπή, χείλη στους τοίχους. Έχω πάρει την απόφασή μου. Μια γουλιά κι άλλη μία. Καθώς φτάνει και στον τελευταίο τοίχο, μαζεύω κουράγιο ετών και ψιθυρίζω εκείνο το τραγούδι της εφηβείας μου… «Φαρμακωμένη εσύ…να σβήσει η…να θρέψει η…να κλείσει η πληγή». Προς έκπληξή μου τα καταφέρνω και σπάω την αλληλουχία που με τόση ευλάβεια ξετύλιγε κάθε χρόνο μπροστά μου κι αντί να φύγει στέκεται ακίνητη με πλάτη σε μένα. «Σα να ‘ταν χθες, που σήκωσε αγέρας και τα μαλλιά μας μπέρδεψε» συνεχίζω τρέμοντας. Αν με αυτόν τον τρόπο προκαλώ ένα τέλος, είμαι διατεθειμένος να φτάσω εκεί. Γυρίζει αργά, τα πόδια μου παραλύουν μα στέκομαι όρθιος και σταματώ το τραγούδι. Το πρόσωπό της μου αποκαλύπτεται πρώτη φορά και –Θεέ μου- τι φρίκη. Δυο μεγάλα, σκοτεινά κενά στη θέση των ματιών, λευκό σάπιο δέρμα που του λείπουν κομμάτια ολόκληρα και στο υπόλοιπο σώμα της αίμα, αίμα και ξεσκισμένες σάρκες ανακατεμένες με βρύα και υφάσματα. Μα το πιο φρικτό από όλα το στόμα της. Μια παγωμένη, παραμορφωμένη στους αιώνες άηχη κραυγή, χάσκει ανοιχτό με όλο το σκοτάδι του Άδη μέσα του, γεμάτο μύγες και σκουλήκια.
Τα γόνατά μου δεν μπορούν να με κρατήσουν άλλο. Πέφτω με αφύσικα αργή ταχύτητα προς το έδαφος. Ξέρω πως δεν την άφησα να ψιθυρίσει εκείνες τις δυο λέξεις. Το τελετουργικό δεν έχει ολοκληρωθεί. Βρίσκεται δίπλα στο αυτί μου με το τεράστιο, απαίσιο στόμα της και χωρίς να το ανοιγοκλείσει, σαν από το βάθος πηγαδιού ή τάφου, ακούω τις δύο λέξεις που τόσο μου είχαν εξάψει τη φαντασία κι αλίμονο, την περιέργεια: «Γαμημένη κόλαση». Και ξανά. «Γαμημένη κόλαση». Και ξανά. Προσπαθώ να κλείσω τ’ αυτιά μου. Ξανά. Μάταια. Ξανά. Πέφτω ακόμα, αργά και είναι το μόνο που μπορώ να κάνω. Που μου επιτρέπει να κάνω. Τινάσσεται ξαφνικά επάνω, ενώ εγώ φτάνω, σακί γεμάτο στο πάτωμα.
Απομακρύνεται. Μια αλεπού. Πότε μπήκε στο σπίτι αυτή η αλεπού; Έρχεται, με μυρίζει και φεύγει τρέχοντας. Σκοτάδι.
Πεθαίνω. Γνωρίζοντας μέσα από την μελέτη μου για Εκείνη, τις επιπτώσεις που έχει το κώνειο στον ανθρώπινο οργανισμό, γράφω τις τελευταίες μου λέξεις λίγα λεπτά πριν τον μεγάλο ύπνο. Δεν έχω φίλους, μήτε συγγενείς. Δεν περιμένω κάποιον, επισκέπτης δεν ήρθε ποτέ σ’ αυτό το σπίτι. Κανείς δεν θα με αναζητήσει. Αν διαβάζεις αυτές τις λέξεις, σημαίνει πως δεν τις κατέστρεψα, άρα είμαι νεκρός. Και κάποιος ή κάτι, για λόγους που δεν θα μάθω ποτέ, φρόντισε να φτάσουν σε σένα.
~~~~
Σ.σ. : Το μικρό αυτό διήγημα εμπνέεται με σεβασμό και δέος από τη μουσική και τη στιχουργική των Διάφανων Κρίνων και του Ζαφείρη Μαράνου στις Μπαλάντες για φόνους, ενώ βρίσκει το alter ego του στον πίνακα της Tijana Lukovic με τίτλο “Light in the dark”
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Ηλίας Παπάζογλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής