Τα σύννεφα που αγάπησα

0
1877
  1. Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι abb.jpg1> Σύννεφα που τρέχουν στον ουρανό. Σπρώχνονται, φεύγουν με γρήγορο βήμα – αν μπορούμε να πούμε βήμα την τρεχάλα τους. Βουίζει ο βοριάς και τα σπρώχνει στα κομμάτια ουρανού ανάμεσα στα άσπρα δώματα των σπιτιών. Τρέχουν σαν να παίζουν κυνηγητό. Όπως εμείς στα στενά του χωριού.
  1. Ανάσκελα στο γρασίδι. Ζώα και πουλιά, δεινόσαυροι και δράκοι πάνω από τις φάτσες μας. Σύννεφα σε σχήματα. Σχηματισμοί από σύννεφα. Συννεφισμοί, όπως λέμε αστερισμοί.
  1. Ο τροπικός ήλιος μας έκαιγε ανελέητα. Τα νερά της Καραϊβικής ζεστά σαν λουτρό. Σε λίγα λεπτά ένα κατάμαυρο σύννεφο πάνω από την παραλία. Από πού ξεφύτρωσε; Πότε πρόλαβε; Σύννεφο τοπικό – πάνω από αυτή τη συγκεκριμένη παραλία. Σύννεφο πριβέ – μόνο για μας. Μαύρο (δεν ήξερα πόσο μαύρο μπορεί να είναι ένα σύννεφο), βαρύ, ηλεκτρισμένο, έτοιμο να ξεσπάσει. Και ξέσπαγε. Μια κουρτίνα νερού από τον ουρανό γέμιζε τη θάλασσα. Δυνατή ζεστή βροχή πάνω στα κεφάλια μας. Για μερικά λεπτά – το πολύ μισή ώρα. Μετά ο ήλιος πάλι, λαμπερός, στέγνωνε τα πάντα. Σαν να μην πέρασε το σύννεφο αυτό.
  1. Ένας ουρανός απεριόριστος. Ένας θόλος σωστός, κανονικός, πάνω σου και γύρω σου. Βλέπαμε τις γραμμές των οριζόντων να καμπυλώνουν όπου και να κοιτάζαμε. Ένα ουράνιο γαλάζιο καπάκι πάνω από την αχανή επίπεδη κουβανική ύπαιθρο. Την ώρα της δύσης άρχιζε το υπερθέαμα. Πελώρια κατακόρυφα σύννεφα, με φλογερά χρώματα και σχήματα που άλλαζαν κάθε στιγμή, χόρευαν μπροστά στα μάτια μας. Δεν ήταν σύννεφα αυτά, ήταν ένα άλλο είδος – ίσως θα έπρεπε να υπάρχει άλλη λέξη γι’ αυτά, να μην τα λέμε σύννεφα και μοιάζει κάτι οικείο. Τα βλέπαμε έκθαμβοι – πρέπει να βγάζαμε και αθέλητες κραυγές θαυμασμού. Δεν τόλμησα ποτέ να σηκώσω την κάμερα να τα απαθανατίσω. Ήταν άνιση προσπάθεια, το ήξερα. Τα κρατήσαμε στο πίσω μέρος των ματιών μας σαν φυλαχτό.
  1. Τα σύννεφα που αγάπησα. Τα σύννεφα της καραντίνας. Όσο πιο πολύ διαρκούσε ο εγκλεισμός τόσο πιο πολύ κοιτούσα ψηλά. Ήταν το παράθυρό μου στον κόσμο, στην ελευθερία, στην ομορφιά. Περπατούσα με το γνωστό ιαματικό κωδικό 6 ρουφώντας κάθε εικόνα. Μια μέρα πρόσεξα εκεί ψηλά κάτι συννεφάκια σαν να μου μιλούσαν. Να μου έκλειναν συνωμοτικά το μάτι. «Όσες κι αν χτίζουν φυλακές, κι αν ο κλοιός στενεύει, ο νους μας είναι αληταριό που όλο δραπετεύει». (song playing) . Είμαστε εδώ, έλεγαν. Ελεύθερα, αιωρούμαστε, πετάμε, ταξιδεύουμε, παίζουμε, χορεύουμε… Σήκωσα τότε το κινητό και τα έβγαλα φωτογραφία. (κλικ) Από τότε δε σταμάτησα να τα φωτογραφίζω. Μια μέρα μπορεί να κάνω έκθεση με όλα τα σύννεφα-συντρόφους μου στην εποχή του εγκλεισμού.
  1. Νύχτα στο κατάστρωμα. «Κοίτα, το φεγγάρι είναι σαν να φοράει φερετζέ!». Είχαμε μαζέψει μεθύσι από ρακές και Λιβυκό για όλο το χειμώνα που θα ρχόταν. Αξέχαστο μου έμεινε εκείνο το κρυφτό που έπαιζε το φεγγάρι με τα σύννεφα. Τέλος καλοκαιριού του 98.
  1. Ήταν ένας μακρύς, βαρύς και δύσκολος χειμώνας. Μνημόνια, οικονομική κρίση, η φίλη που αρρώστησε βαριά και μας την έκανε σιγά σιγά…. Όλα έμοιαζαν να τελειώνουν, να κλείνουν. Πόσο με πλάκωναν αυτά τα σύννεφα! Είχαν κατέβει μέχρι τις ταράτσες των πολυκατοικιών. Σαν να είχε χαθεί ο ουρανός πίσω τους για πάντα. Μέρες αξημέρωτες… Γιατί δεν ξημερώνει ποτέ αυτό το χειμώνα; Γιατί δε βγαίνει ο ήλιος; Γιατί δε φεύγουν αυτά τα γκρίζα σύννεφα; Έστω να ραγίσουν κάπου λίγο και να δούμε το γαλάζιο του ουρανού που ξεχάσαμε… Στις δύσκολες ώρες έβρισκα καταφύγιο στη σκέψη της φυγής. Αεροπλάνο. Αυτό θα κάνω! Αν δε φύγουν ποτέ, θα μπω σε αεροπλάνο, θα αλλάξω πόλη, θα αλλάξω χώρα και θα πάω να ψάξω γαλάζιο ουρανό με άσπρα συννεφάκια. Με αυτή τη σκέψη, ηρεμούσα κι έπαιρνα κουράγιο. Έξοδος κινδύνου. Η άνοιξη άργησε εκείνο το χρόνο. Αλλά ήρθε.
  1. «Αν αυτά τα σύννεφα είναι οι φόβοι /των ανθρώπων που παγώνουνε /πάνω από τις σκεπές…./ Ας ξεπλύνουν οι πιο άγριες βροχές /αυτούς τους δρόμους /Αν αυτά τα σύννεφα ζυγίζουνε το βάρος που λυγίζει τις ανθρώπινες καρδιές../ Ας γκρεμίσουνε οι πιο άγριες ματιές αυτά τα σκιάχτρα» (song playing).
  1. Τριήμερο Καθαράς Δευτέρας στο αγαπημένο νησάκι. Αρχή της άνοιξης. Αλλά η άνοιξη πουθενά ακόμα. Μόνο αυτή η απέραντη γκρίζα συννεφιά πάνω από τα κεφάλια μας, σαν να θέλει να μας σκεπάσει. Δεν ήθελα να κοιτάω ψηλά. Αίσθημα ασφυξίας. Άραγε είμαι μόνο εγώ; Τι μου συμβαίνει; Μήπως έχω αρχίσει να το χάνω; Εκείνη τη στιγμή ένας συνεπιβάτης στο πλοίο, άνθρωπος σίγουρα πιο νορμάλ από μένα, είπε: «Κοίτα εκεί, έσκασε επιτέλους λίγο γαλάζιο στον ουρανό». Ένα βάρος έφυγε ξαφνικά από μέσα μου.. Θεόσταλτος.
  1. Συννεφάκι πάνω ακριβώς από την κολόνα της ψάθινης ομπρέλας – πρώην ψάθινης ομπρέλας. Δεν είχε μείνει παρά μόνο η κολόνα της στη χειμωνιάτικη παραλία. Ομπρέλα από σύννεφο λοιπόν. (Κλικ).
  1. Πολλά μικρά συννεφάκια στη σειρά… Κοπάδι από συννεφάκια χαμηλά στον ορίζοντα, λίγο πάνω από τον αγροτικό δρόμο που κατεβαίνει προς τη θάλασσα. Το μεγάλο μπροστά και ακολουθούν κατά σειρά μεγέθους. Λες και γυρίζουν σπίτι τους μετά τη δουλειά και μια δύσκολη μέρα. Συννεφάκια στη σειρά. (Κλικ).
  1. Δεν περίμενα ότι θα μου βγουν τόσες αναμνήσεις για τα σύννεφα. Μη-γεγονότα. Σκέτες εικόνες. Παλιές και τωρινές. Από όλες τις ιστορίες και τα γεγονότα που έζησα και ΔΕΝ θυμάμαι να αφηγηθώ, θυμάμαι όλες τις λεπτομέρειες για τα σύννεφα;;;; WTF? Και ποιον ενδιαφέρουν;
  1. Η αλήθεια είναι ότι καθόλου δε με νοιάζει αν ενδιαφέρουν τα σύννεφα μου άλλους ανθρώπους. Εμένα μου μιλάνε.
  1. Μάλλον έφτασα στο σημείο που δε μου έρχονται άλλα για τη λέξη σύννεφο. Αυτό το σπρωξίδι και στριμωξίδι λέξεων που πρέπει να βγουν σταμάτησε… Αυτό σημαίνει ότι από δω και πέρα τίποτα δε θα μου βγει να γράψω για το σύννεφο; Ή ότι θα είναι δεύτερης διαλογής και fake; Μπορεί. Αλλά είναι άσκηση. Είναι απλά μια άσκηση.
  1. Τα «μουχλιασμένα σύννεφα» έγραφε μέσα στη μαυρίλα της κατάθλιψης η Ρίτα. Με άρπαξε αυτή η φράση της. Την έβαλα στην καρδιά μου για αυτό. Τη Ρίτα. Για αυτή τη φράση μέσα στο μικρό βιβλιαράκι «I woof Christmas» – αυτό που κανείς δε θα διαβάσει εκτός αν του το χαρίσει εκείνη. Χαίρομαι που μου το χάρισε….
  1. Συνήθειες που έμειναν από την καραντίνα: να πηγαίνω στην παραλία την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Είδα όσα ηλιοβασιλέματα δεν είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Πράγματα που έμαθα: το καλοκαίρι τα ηλιοβασιλέματα είναι κλισέ. Όμορφα αλλά κλισέ. Τίποτα απρόβλεπτο δε θα συμβεί. Ενώ τις άλλες εποχές…. Τα σύννεφα κάνουν τα ηλιοβασιλέματα συγκλονιστικά. Συναρπαστικά. Κάθε μέρα κάτι άλλο. Κάθε στιγμή κάτι άλλο.
    Ποτέ δε θα δεις το ίδιο ηλιοβασίλεμα δεύτερη φορά.
  1. «Η βροχή. Χιλιάδες χρόνια πέφτω από τα σύννεφα. Ίδιος ο κόσμος». Δεν ξέρω γιατί αυτό το ποίημα με έχει χαράξει τόσο. Κατά βάθος ξέρω.
  1. «Είμαι βροχή, σύννεφο, βουή κι αγριοκαίρι… Έτσι πετώ και τραγουδώ, στο χώμα πέφτω και χτυπώ, παρά τον πόνο μου ανασαίνω και γελώ…. Κι ευτυχώς δεν είμαι κανενός». Σανταζίνια. Αδελφή ψυχή. (song playing)
  1. Είναι περασμένες δύο τη νύχτα. Δε θα ήθελα να σταματήσω. Αλλά η έλλειψη ιδεών με κάνει να σκέφτομαι πως ήρθε η ώρα να σταματήσω εδώ. Θα μπορέσω να συνεχίσω να γράφω για τα σύννεφα; Και αν δε βγει αύριο τίποτα άλλο; Τι να κάνουμε; Αν δε βγει, δε βγήκε. Let it be… Let me be…
  1. Α ναι… λίγο πριν κλείσω μου ήρθε άλλη μια εικόνα… Road trip στην Κούβα πάλι. Με νοικιασμένο αυτοκίνητο – το πιο φτηνό που είχαμε καταφέρει να βρούμε. Στη διάρκεια του ταξιδιού καταλάβαμε γιατί. Τα λάστιχα του αυτοκινήτου ήταν λεία. Έκαναν πατινάζ σε βρεγμένο δρόμο. Οι υαλοκαθαριστήρες φθαρμένοι – δεν καθάριζαν τζάμια με τίποτα… Που σημαίνει δεν έπρεπε να μας πετύχει βροχή. Σε εποχή βροχών. Και τι βροχή; Καταιγίδα τροπική. Ταξιδεύαμε λοιπόν κάτω από αυτό τον ουράνιο θόλο που λέγαμε πριν. Παντού καθαρός ουρανός και κατά τόπους έβλεπες μακρινά σημεία με σύννεφα και καταιγίδες. Δύο τρία τέτοια σημεία στο χάρτη με τα σύννεφα και την καταιγίδα τους.  Δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να συνεχίσουμε να προχωράμε – ευχόμενοι να μη μας πηγαίνει ο δρόμος προς τη βροχή. Και να φτάσουμε στον επόμενο σταθμό μας πριν νυχτώσει.
    (για δύο μετά τα μεσάνυχτα και λίγο πριν το τέλος μεγάλη ξαφνική πολυλογία με έπιασε)
  1. «Μην τον ρωτάς τον ουρανό, το σύννεφο και το φεγγάρι, το βλέμμα σου το σκοτεινό, κάτι απ’ τη νύχτα έχει πάρει….. να να να να να να να να να να να….» (song playing) (Παντελής έλλειψη ιδεών, είναι προφανές. Καληνύχτα).
  1. (New day dawning, προχωράμε). Κάθεται πάνω στον κυματοθραύστη. Καλάμι ψαρέματος και ένα σκαμνάκι. Ένα συννεφάκι τρελό αιωρείται σαν καπέλο πάνω από το κεφάλι του… Λες και δεν τον χωρίζουν εκατοντάδες (ή μήπως χιλιάδες;) πόδια ύψος απ’ αυτό… Φοράει καπέλο το προσωπικό του συννεφάκι. (Κλικ).
  1. Κυματοθραύστης και πάλι. Μια θεατρική παράσταση στήνεται καθημερινά πάνω του. Skywalkers. Κόσμος πηγαίνει, έρχεται, σαν να περπατάει στον ουρανό. Η κυρία με το σκυλάκι, το ζευγάρι χέρι με χέρι, οι φίλοι με τον καφέ τους. Περπατάνε πάνω από τη θάλασσα, κοντά στον ουρανό. Αγγίζουν τα σύννεφα. Σκιές στο φως του δειλινού – μοιάζει να λείπει το σάρκινο σώμα τους. Φιγούρες σε θέατρο σκιών. (Πολλά κλικ).
  1. Σφιγμένη την ώρα της απογείωσης. Ένιωθε την καρδιά και το στομάχι της να συμπιέζονται, τα χέρια να ιδρώνουν… Το πρώτο της υπερατλαντικό ταξίδι. Δέκα ώρες και παραπάνω στον αέρα – σε αυτό τον τόπο που είναι και δεν είναι τόπος. Δεν είσαι πουθενά. Ούτε εδώ ούτε εκεί. Δεν είσαι μέσα στη ζωή σου. Είσαι πάνω από τη ζωή σου. Θέλω να πω, ζεις φυσικά, είσαι πάντα μέσα στη ζωή σου. Αλλά έξω από το πλαίσιο που την ορίζει – αυτό εννοώ. Σε αυτή την αιώρηση πάνω από το πλαίσιο της όποιας ζωής σου, νιώθεις ευάλωτα. Πολύ κοντά στον ουρανό, πολύ μακριά από τη γη, όπου η ζωή κυλάει ερήμην σου. Είναι ο φόβος του αεροπλάνου λοιπόν; Ή μήπως ο φόβος για το πού θα φτάσεις; Για το πού θα επιστρέψεις; Ποια ζωή σε περιμένει; Δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι δύο φορές. Δεν μπορείς να φτάσεις στον ίδιο τόπο δύο φορές…. Της έπιασε το χέρι δυνατά. Την κοίταξε με μάτια που έλαμπαν. «Δεν είναι υπέροχο; Πόσες φορές στη ζωή μας έχουμε την ευκαιρία να είμαστε πάνω από τα σύννεφα;», της είπε με ενθουσιασμό. Αυτό ήταν. Αγάπησε τις πτήσεις. Αγάπησε το πέταγμα. Αυτό δεν είναι κι η αγάπη; Να πετάς πάνω απ’ τον κόσμο… Το ίπτασθαι οικειοθελώς… (πίνακας του Σαγκάλ, Πτήση πάνω από την πόλη).
  1. Τι παράξενο που είναι στα βουνά.. Αλλού τα σύννεφα είναι ψηλά, πάνω από τις κορφές κι αλλού χαμηλά, αγγίζουν σχεδόν τις σκεπές των σπιτιών.
  1. «Παιδιά, κοιτάχτε πόση ομίχλη!» «Τι είναι η ομίχλη, μπαμπά;» «Σύννεφα που κατέβηκαν χαμηλά».
    Μέσα στο χωριό την ώρα του δειλινού: «Κοίτα, μαμά, ροζ σύννεφα!! Φαντάζεσαι να κατέβαιναν κι αυτά χαμηλά; Θα είχαμε ροζ ομίχλη!»
  1. Η εξαθέσια αβιονέτα απογειώθηκε πάνω από το -ο Θεός να το κάνει- αεροδρόμιο. Εμείς οι δύο, άλλα δύο άτομα και ο πιλότος. Με ακουστικά στα αυτιά του και άγνωστο τι μέσα τεχνολογίας για την πλοήγησή του. Αποχαιρετήσαμε τα ποτάμια, τους καταρράκτες, τα εντυπωσιακά βραχώδη βουνά και πήραμε το δρόμο για το κοντινότερο σημείο με χερσαία πρόσβαση – κάπου μία ώρα πτήσης μακριά… Συνήθως είχα λίγο άγχος κατά την απογείωση και την προσγείωση, αλλά στη διάρκεια της πτήσης απολάμβανα την εκπληκτική θέα με το βλέμμα του αετού. Δε με τάραζαν ούτε τα χοροπηδήματα της αβιονέτας ούτε ο πιλότος που έμοιαζε να ψάχνει στο χάρτη τη διαδρομή μας. Αυτό που με άγχωνε τώρα ήταν τα σύννεφα. Πετούσαμε σχετικά χαμηλά, μέσα τους και όχι από πάνω τους. Αναρωτιόμουν τι ομορφιές μας κρύβει αυτή η συννεφιά; Και τι κινδύνους; Πώς θα αποφύγει ο πιλότος τα βουνά; Πώς θα πατήσουμε στη γη χωρίς να συγκρουστούμε;
    Κοιτούσα έξω από το παράθυρο προσπαθώντας να διακρίνω κάτι, οτιδήποτε, μα ήταν αδύνατον. Άσπρο πυκνό σύννεφο. Μια ώρα μέσα στο ατελείωτο λευκό. Εμπειρία τυφλότητας. Ή ανυπαρξίας.  Για να την αντέξω, έστρεφα το βλέμμα μου μέσα. Παρατηρούσα επιμελώς τα χέρια μου, τα πόδια μου, τους ανθρώπους μέσα στο αεροπλάνο, τα σακίδια. Όμως πάλι το λευκό της ανυπαρξίας με τραβούσε. Θυμόμουν το διήγημα εκείνο του Σεπούλβεδα, όπου οι επιβάτες ενός τρένου χάθηκαν για πάντα μέσα στην ομίχλη. Μπήκαν μέσα της και δε βγήκαν ποτέ.
    Ευτυχώς για μας όμως και την αβιονέτα μας  κάποια στιγμή τέλειωσαν τα σύννεφα και είδαμε, τρομακτικά ξαφνικά και από πολύ κοντά, τη γη που σε λίγα λεπτά θα πατούσαν τα πόδια μας.
  1. Σκέφτομαι τώρα ότι όλα όσα έγραψα για τα σύννεφα ταιριάζουν μάλλον σε ψυχοθεραπευτική συνεδρία παρά σε συνεργείο δημιουργικής γραφής. Γιατί ποιον άλλον εκτός από τον ψυχαναλυτή σου αφορούν όλοι αυτοί οι φόβοι που κρύβονται (όχι πολύ πετυχημένα ομολογώ) πίσω από μερικές εικόνες και αναμνήσεις;
  1. Τώρα μόλις, λίγο πριν τελειώσω την άσκηση, κατάλαβα γιατί διάλεξα αυτή τη λέξη. Δεν ήταν μόνο οι φωτογραφίες και οι αναμνήσεις (κάμποσες ομολογουμένως), αλλά η αντίληψη για τον εαυτό… Πάντα με τοποθετούσα στα σύννεφα. Άλλοτε εννοώντας το πέταγμα από ευτυχία. Και πιο συχνά εννοώντας την επιλεκτική και κάπως ονειροπαρμένη επαφή με την πραγματικότητα.
  1. Σημαντική υποσημείωση. Αγαπώ τα σύννεφα. Όχι τη συννεφιά. Το σύννεφο έχει υπόσταση, μορφή, σχήμα, χρώμα. Η συννεφιά είναι μια κατάσταση. Είναι το γκρι, η απουσία ορίζοντα, το βάρεμα της ψυχής.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το κείμενο έγραψε η Ειρήνη Παθιάκη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Οι φωτογραφίες είναι δικές της.