Ο μετρονόμος των αστεριών

0
525

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι best-metronome-review-2.jpg

Δεν ήξερε μουσική. Στο παρελθόν βέβαια, είχε κάνει κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες να μάθει να παίζει κάποιο μουσικό όργανο. Γιατί αγαπούσε πολύ τη μουσική  και είχε μουσικό αυτί. Το να μάθεις όμως να παίζεις κάποιο μουσικό όργανο, όπως είχε μετά λύπης του ανακαλύψει, απαιτεί αφοσίωση, απαιτεί χρόνο και κουράγιο. Κι εκείνος με τα διάφορα που είχε να τον ταλανίζουν μέσα στα χρόνια δεν ήταν και τόσο υπομονετικός. Όχι ότι δεν είχε στ’ αλήθεια προσπαθήσει. Στα δάχτυλα του αριστερού του χεριού είχαν μείνει κάποια ανεπαίσθητα σημάδια από τις διπλές χορδές του λαούτου που είχε αγοράσει πριν καμιά δεκαετία. Επέμενε κι ας πονούσε. Αλλά δεν είχε λεφτά να συνεχίσει τα μαθήματα. Κι όταν έπιασε δουλειά, είχε λεφτά μα δεν είχε χρόνο. Και κάπως έτσι πέρασε πολύς καιρός.

Είχε κρυμμένα στα συρτάρια του διάφορα μουσικά εξαρτήματα. Τα συμπαθούσε πολύ. Κάποιες πένες, ένα ηλεκτρικό κουρδιστήρι, εκείνο το «λαδόξυδο» και το πανάκι για την περιποίηση του οργάνου, ένα τετράδιο πεντάγραμμο. Δεν μπορούσε να τα πετάξει, ήταν ανάμνηση της προσπάθειάς του. Ή ήταν μία από τις παραξενιές του.

Την πιο πρόσφατη προσπάθεια για να γρατζουνίσει χορδές την έκανε στην δεύτερη καραντίνα. Πήγε κι αγόρασε ένα φθηνό μπλε γιουκαλίλι. Το οποίο βέβαια μετά από λίγο καταχώνιασε κάτω από το κρεβάτι του, σ’ ένα αποθηκευτικό κουτί. Γιατί τελείωσε η καραντίνα και η καρδιά του ζητούσε να ξεχυθεί στους δρόμους, να δει φίλους, να πιει μαργαρίτες και να μη στεναχωριέται που τόσο άχαρα πατάει τις χορδές.

Επίσης, από πάντα τον γοήτευαν εκείνα τα μικρά σκονισμένα μαγαζάκια στο Μπιτ Παζάρ με τα λογής λογής αντικείμενα. Κάποια πραγματικά παλιά και κάποια κινέζικα που μοιάζαν να κουβαλούν μια ιστορία, αλλά η αληθινή ιστορία τους ήταν τα φθηνά εργατικά χέρια που τα είχαν κατασκευάσει σε κάποιο εργοστάσιο. Τα απέφευγε αυτά τα αντικείμενα.

~~

Εκείνη την ημέρα, Σάββατο ήταν, μπήκε σε ένα τέτοιο μαγαζάκι και καθώς δεν βιαζόταν,  περιεργαζόταν με τις ώρες τα ευρήματά του. Το μαγαζάκι μύριζε καπνό και γλυκερή κλεισούρα, αλλά εκείνον δεν τον πείραζε. Μάλλον τον κύριο με το μουστάκι πείραζε που τόση ώρα βρισκόταν μες στα πόδια του. Ένας από τους κλασικούς αργόσχολους που του ανακατεύουν τα μαγαζί και φεύγουν χωρίς τελικά ν’ αγοράσουν τίποτα. Τον κοιτούσε με μισό μάτι όποτε του έκανε κάποια ερώτηση.

«Άσε μας, ρε φίλε. με τις ερωτήσεις σου», ήθελε να του πει. «Άμε στο καλό!»

Ξάφνου, σκαλίζοντας σε ένα γωνιακό ράφι, είδε καταχωνιασμένο έναν μετρονόμο. Εκείνον που χρησιμοποιούσαν παλιότερα οι μουσικοί. Πριν βγουν οι μοντέρνοι σε άχαρη ψηφιακή εκδοχή. Είχε κι εκείνος κάποτε ένα μετρονόμο, πάνω στο πιάνο του. Α, ναι, είχε προσπαθήσει να μάθει και πιάνο όταν ήταν μικρός, αλλά μετά από έναν χρόνο αδιάκοπου κι αδυσώπητου  Μπαχ, τα είχε παρατήσει. Δεν τον άντεχε τον Μπαχ.

Ο μετρονόμος αυτός δεν έμοιαζε με τον δικό του. Ήταν λιγάκι σκουριασμένος ο δείχτης του αλλά είχε πάνω ένα ασημένιο φεγγάρι. Και στο καντράν του, εκεί που δείχνει τα νούμερα, είχε μικρά αστεράκια. Κάποια ήταν λίγο ξεθωριασμένα, αλλά και πάλι, ήταν ένα πανέμορφο κομμάτι. Το κοιτούσε για ώρα. Πήγαινε λίγο πιο κει να δει κι άλλα αντικείμενα αλλά γυρνούσε ξανά να του ρίξει μια ματιά.

«Τι τον θες, μωρέ, τον μετρονόμο», σκεφτόταν. «Αφού δεν θα σου χρησιμέψει πουθενά. Δεν θα μάθεις ποτέ να παίζεις μουσική, δέξου το πια.» Αλλά το φεγγάρι και τα αστέρια αυτά τον είχαν μαγνητίσει.

Τον έπιασε στα χέρια του και ανατρίχιασε. Τα χέρια του χάρηκαν με αυτήν την επαφή. Το παλιό ξύλο σαν να είχε ζωή μέσα του. Ήταν πολύ πιο βαρύς απ’ ότι περίμενε. Τον γύρισε από την άλλη πλευρά. Είχε χαραγμένο στην πίσω επιφάνεια έναν αστερισμό. Δεν μπορούσε να τον αναγνωρίσει, μόνο την μικρή και τη μεγάλη άρκτο αναγνώριζε γιατί του θύμιζαν κατσαρολίτσα, για κανέναν άλλον λόγο. Η σχέση του με τα αστέρια ήταν αυτή του ανθρώπου που πάει διακοπές και ξαπλώνει βράδυ στην παραλία για να χαζέψει με τις ώρες τις φωτεινές πανάρχαιες κουκίδες. Μέχρις εκεί. Τέλος πάντων, αν έψαχνε πληροφορίες στο ίντερνετ θα μπορούσε να βρει μάλλον και ποιος αστερισμός ήταν αυτός στο πίσω μέρος του μετρονόμου του. Ναι, το είχε αποφασίσει αυτός ο αστερένιος μετρονόμος είχε ήδη γίνει δικός του.

Πήγε στο βάθος του μαγαζιού για να πληρώσει και να φύγει. Αρκετά είχε ενοχλήσει με την παρουσία του. Ο κύριος διάβαζε εφημερίδα -υπάρχει ακόμη κόσμος που διαβάζει εφημερίδες; Σήκωσε το βλέμμα του με μια κάποια καθυστέρηση, βαριεστημένα. Μόλις όμως είδε τι κρατούσε ο πελάτης του, άφησε μια ξαφνιασμένη ιαχή.

«Πού τον βρήκες αυτόν τον διάολο;»  είπε σχεδόν εχθρικά.

«Ε, σ’ εκείνο εκεί το ράφι», αποκρίθηκε κι έδειξε με το δάχτυλο.

«Απ’ όλα τα μαγαζιά, απ’ όλα τα ράφια, σ’ εκείνο πήγες κι εσύ ρε άνθρωπε;» Του έδειξε στη γωνιά. «Να δες εδώ, έχω κι άλλο μετρονόμο. Που δεν είναι και φθαρμένος. Αυτόν να πάρεις, αυτόν που κρατάς άστον καλύτερα. Μη βρω και κάνα μπελά.»

«Μα τι λέτε; Δεν είναι όλα τα αντικείμενα προς πώληση;»

«Τι να σου λέω τώρα κι εσένα. Αυτός ο μετρονόμος είναι καταραμένος.»

«Κοίτα τώρα τον κολπατζή τον πωλητή», σκέφτηκε. «Που θα μου αραδιάσει ιστορίες για αγρίους για να τον μοσχοπουλήσει. Ας είναι, θα δώσω ό,τι πει αρκεί να τον αποκτήσω».

«Πόσο κάνει πείτε μου κι ας είναι καταραμένος».

«Α, εσύ θες να το φας το κεφάλι σου. Σου είπα, πάρε έναν άλλον. Νέος είσαι, δεν θέλω να με κυνηγάνε οι τύψεις για είκοσι ψωροευρώ. Να, τον άλλον θα στον αφήσω δεκαπέντε. Θα σου κάνω έκπτωση.»

«Μα τέλος πάντων, θέλετε να πουλήσετε ή όχι; Έχω καταλήξει. Να, ορίστε, είκοσι ευρώ.»

«Καλέ μου άνθρωπε, κάτσε να σου πω την ιστορία. Ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του, ήταν ένας φοβερός πιανίστας. Είχε μάλιστα πάρει και υποφροτία, πως το λένε, σε ρωσική σχολή. Δεν ήταν κανάς τυχαίος. Όταν αγόρασε λένε αυτόν τον μετρονόμο, σταμάτησε για πάντα να παίζει μουσική και έβαζε ν’ ακούει τον μετρονόμο. Μέρα νύχτα, τικ τακ, καθόταν και τον κοιτούσε να κουνιέται δεξιά-αριστερά. Πότε σε γρήγορο και πότε σε πιο αργό ρυθμό. Αλλά δεν τον έκλεινε ποτέ. Τον κοιτούσε, τον άκουγε, μέχρι που αποτρελάθηκε. Σταμάτησε να μιλάει, σταμάτησε να φροντίζει τον εαυτό του και μια μέρα άνοιξε την πόρτα και εξαφανίστηκε. Δεν τον ξανάδανε ποτέ. Αυτό θες αδερφάκι μου; Να τρελαθείς κι εσύ; Και να σε ψάχνουμε;»

«Πώς την μάθατε εσείς αυτήν την ιστορία;» ρώτησε εκείνος μην πιστεύοντας λέξη.

«Μου την είπε η αδερφή του, που ήρθε να μου πουλήσει διάφορα από τα υπάρχοντά του. Με προειδοποίησε για να προσέχω και να μην τον ανοίξω ποτέ. Γιατί είναι επικίνδυνος. Κι εγώ την άκουσα και όσα χρόνια τον έχω, δεν άφησα κανέναν να τον ανοίξει. Κι εσύ αδερφέ μου αν τον θες, πάρτον, τι να σε κάμω; Αλλά για το καλό σου, άστονα έτσι σαν διακοσμητικό, μην τον ανοίξεις ποτέ. Θα σε μαγέψει και θα σε αποτρελάνει.»

«Καλά, καλά αν είναι έτσι. Άλλωστε εγώ δεν είμαι μουσικός, δεν τον χρειάζομαι στ’ αλήθεια…  Αλλά θα τον πάρω!»

«Αυτή είναι η τελευταία σου κουβέντα;»

«Ναι, και σ’ ευχαριστώ για την προειδοποίηση.»

«Να προσέχεις, παιδί μου.»

Τύλιξε με βαριά καρδιά τον μετρονόμο σε χασαπόχαρτο, τον έβαλε σε σακούλα και τον έδωσε με τρεμάμενα χέρια στον νεαρό. Εκείνος, μες στη χαρά, πήρε τη σακούλα και βγήκε σφυρίζοντας από το μαγαζί. Είχε αποκτήσει ένα καταραμένο αντικείμενο, του φαινόταν πολύ αστείο όλο αυτό το σκηνικό με τον τρομοκρατημένο παππούλη. Κοίτα που ακόμη και το 2025, πιστεύουν οι άνθρωποι σε κατάρες και σε μαγικά αντικείμενα. Είναι ωραίες και γοητευτικές αυτές οι ιστορίες, αυτό είναι σίγουρο. Κι εκείνος βαθιά μέσα του είχε γοητευθεί με την ιστορία του μετρονόμου κι ας μην είχε πιστέψει λεπτό πως μπορεί να ήταν υπεύθυνος για την κατάληξη του δόλιου του πρώην ιδιοκτήτη του.

~~

Περπάτησε κουνώντας τη σακούλα πέρα δώθε, ρυθμικά. Είχε πολύ εύθυμη διάθεση. Όταν έφτασε σπίτι, έπλυνε αμέσως τα χέρια του -τα κατάλοιπα της πανδημίας- κι άρχισε να καθαρίζει τον μετρονόμο. Με ένα πανάκι και οδοντόκρεμα. Η οδοντόκρεμα γυαλίζει τα μεταλλικά αντικείμενα. Είναι πολύ  αποτελεσματική. Όντως, μετά από λίγο το φεγγάρι πήρε να γυαλίζει, το ίδιο και τ’ αστέρια. Έμοιαζαν τώρα, όπως ήταν καθαρά, να βγάζουν ένα δικό τους φως.

«Έλα, σταμάτα να σκέφτεσαι χαζομάρες. Δικό τους φως και αηδίες!», είπε στον εαυτό του χαμηλόφωνα. «Γούστο θα’ χει ν’ αρχίσεις τώρα να πιστεύεις ότι ο μετρονόμος έχει μαγικές ιδιότητες.» Τον έβαλε σε περίοπτη θέση στο σαλόνι και πήγε να μαγειρέψει.

Πέρασαν κάποιες μέρες και κείνος δεν δοκίμασε ν’ ανοίξει τον μετρονόμο. Να δει έστω αν δουλεύει. Οι λέξεις του γερο-παλαιοπώλη είχαν καθίσει μέσα του και, όσο  κι αν ντρεπόταν να το παραδεχτεί, φοβόταν λίγο. Πηγαινοερχόταν κι απλώς θαύμαζε το καινούριο απόκτημά του. Πραγματικά ήταν ένας πανέμορφος μετρονόμος. Που σίγουρα είχε μεγαλύτερη αξία από τα χρήματα που του κόστισε.

Ξεκίνησε να ψάχνει ποιος ήταν ο αστερισμός που απεικονιζόταν στο πίσω μέρος του. Έψαχνε ματαίως για κάποιες μέρες μα τελικά τα κατάφερε. Επρόκειτο για τον αστερισμό της Λύρας, στον οποίο ανήκει κι ο Βέγας, το πέμπτο πιο λαμπρό αστέρι τ’ ουρανού μας.

Η μυθολογία λέει ότι πρόκειται για την πρώτη-πρώτη λύρα που φτιάχτηκε ποτέ. Εκείνη που έφτιαξε ο Ερμής και χάρισε στον Απόλλωνα. Εκείνη που στη συνέχεια ο Ορφέας, έμαθε να την παίζει τόσο μαγικά που μπορούσε να ημερεύσει ακόμη και τα πιο άγρια θηρία, ακόμη και τη θάλασσα. Συγκίνησε μάλιστα και τον Πλούτωνα, ο οποίος συμφώνησε να αφήσει τον Ορφέα να φέρει την αγαπημένη του Ευρυδίκη από τον Κάτω Κόσμο με μοναδικό όρο να μην γυρίσει να την κοιτάξει στη διαδρομή. Την κατάληξη τη γνωρίζουμε, η Ευρυδίκη έμεινε για πάντα στον κόσμο των νεκρών κι ο Ορφέας θρηνούσε μέρα νύχτα αποτρελαμένος που έχασε την γυναίκα του για πάντα.

Η ομοιότητα του μύθου με την άλλη ιστορία, τάραξε κάπως τον νέο ιδιοκτήτη του μετρονόμου. Ακόμη περισσότερο ταράχτηκε γιατί το όνομά του ίδιου ήταν Ορφέας. Του μπήκαν ιδέες στο μυαλό ότι ο μετρονόμος ήταν κατά κάποιο τρόπο η Λύρα του μύθου που ήθελε να βρει ξανά τον Ορφέα της. Ιδέες που μετά από έναν απολαυστικό βραδινό ύπνο, ευτυχώς απώλεσε.

Λίγες μέρες μετά, ήρθε μια φίλη του να τον επισκεφθεί. Άκουσε με ενδιαφέρον όλες τις ιστορίες γύρω από τη Λύρα-μετρονόμο και χωρίς να προλάβει να την σταματήσει, εκείνη τον άνοιξε. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Στ’ αλήθεια φοβόταν! Φοβόταν ότι κάτι κακό θα συμβεί. Ο ήχος του μετρονόμου, όντως, ακούστηκε σαν την πιο θεσπέσια μουσική στ’ αυτιά του. «Αστρική μουσική», σκέφτηκε, αν και δεν είχε ιδέα πως ήταν η αστρική μουσική.

Τ’ αυτιά του ήταν καταγοητευμένα από τον ήχο της Λύρας. Η φίλη του τον κορόιδεψε όταν έντρομος της ζήτησε να κλείσει τον μετρονόμο. Για ένα δευτερόλεπτο κι εκείνη όμως ταράχτηκε όταν πίεσε το κουμπί κι εκείνο έμενε αμετακίνητο. Δεν μπορούσε να τον κλείσει. Έβαλε λίγη ακόμη πίεση και έτσι τα κατάφερε.

Ο Ορφέας, μόνος πια, δεν τολμούσε ν’ ανοίξει τον μετρονόμο. Καθόταν όμως και τον κοιτούσε. Κοιτούσε τ’ αστέρια του να λάμπουν στο μισοσκόταδο. Περνούσε ώρες έτσι κάθε βράδυ καθισμένος στο σκοτάδι και στην ησυχία, και κοιτούσε μαγεμένος. Μέσα στο κεφάλι του άκουγε νοερά την «μουσική» του. Κανείς δεν ερχόταν στο σπίτι του, είχε χαθεί από τους φίλους και τις παρέες του. Προφασιζόταν ότι είχε δουλειές και διάβασμα και άλλες υποχρεώσεις και δεν έβλεπε πια κανέναν.

Μετά από βδομάδες που βρισκόταν σε μία είδους ύπνωση, αποφασιστικά πήγε κι άνοιξε τον μετρονόμο. Αγαλλίαση. Αυτή η μουσική ήταν ό,τι πιο όμορφο είχε ακούσει ποτέ στη ζωή του. Μα γιατί τόσο καιρό αντιστεκόταν σ’ αυτήν την ευτυχία;

~~

Ένα χρόνο μετά, μπαίνοντας με κλειδαρά στο σπίτι του, βρήκαν τα πάντα τακτοποιημένα αλλά εκείνον δεν τον βρήκαν πουθενά. Δεν έλειπε τίποτα από το υπόλοιπο σπίτι. Στο κεντρικό τραπεζάκι του σαλονιού, στεκόταν η Λύρα και από κάτω της ένα χαρτάκι που έγραφε:

Ανάμεσα στον Βέγα, τον Ντενέμπ και τον Αλτάιρ
υπάρχει μία θέση τ’ ουρανού,
όπου θα πάω σαν γίνω σκόνη αστρική.
Για κει σας κλείνω ραντεβού.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Άρτεμις Καρμπά, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής