Και ο θεός έπλασε τον άνδρα και τη γυναίκα από άμμο.
Η άμμος ήταν η κατάλληλη επιλογή. Μπορείς να σμιλέψεις το μοντέλο σου όπως θέλεις και για όσο θέλεις. Κι αν στεγνώσει, το βρέχεις σιγά σιγά, προσθέτεις, αφαιρείς ή ακόμα και το χαλάς και το ξαναφτιάχνεις.
Έτσι σκέφτηκε κι έφτιαξε τον άνθρωπο από άμμο. Και τον έφτιαχνε για μέρες μέχρι να είναι τέλειος. Ή τουλάχιστον, να είναι στα μάτια του τέλειος.
Τόσο πολύ του άρεσε το δημιούργημα του που σκέφτηκε να το κρατήσει εκεί για πάντα, να το στολίσει και να το κοιτάζει. Και τους κράτησε εκεί για μέρες και μήνες και ίσως και χρόνια και τους κοιτούσε και τους ξανακοιτούσε και σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν και δεν μπορούσε να διαλέξει.
Ώσπου μια μέρα το αποφάσισε. Θα τους δώσω πνοή, κι αν θέλω, θα σταματήσω το χρόνο, θα τους παγώσω και θα τους φέρω πίσω να τους στολίσω. Μέχρι πάλι να αποφασίσω και να τους αφήσω.
Και φύσηξε πνοή μέσα τους και σηκώθηκαν. Άνθρωποι από άμμο. Κοιτάχτηκαν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν ποιοι είναι, που είναι, τι πρέπει να κάνουν. Ο άνδρας ανασήκωσε το χέρι κι έκανε να αγγίξει τη γυναίκα. Άμμος, σκόνη έπεσε από την κίνηση του στο πάτωμα. Στο άγγιγμα των χεριών τους, τρίφτηκαν λίγο τα ακροδάχτυλα και λίγη άμμος έπεσε πάλι.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια του και άμμος κύλησε από τα βλέφαρα και τα μάτια του έτσουξαν. Κι από τα δάκρυα φτιάχτηκαν στα μάγουλα δύο ρυάκια και από τα ρυάκια απομακρύνθηκε λίγη άμμος από τα μάγουλα και έμεινε ένα ελαφρύ σημάδι.
Σηκώθηκε πάνω, τίναξε τα πόδια του κι άμμος άρχισε να πέφτει δεξιά και αριστερά.
Ξεκίνησαν να προχωρούν και οι δύο μαζί. Αν φυσούσε ήταν δύσκολα, το ίδιο και αν έβρεχε. Μια πολύ ξηρή μέρα δεν ήταν επίσης κατάλληλη. Έπρεπε να διατηρούν το σώμα τους σε ένα επίπεδο υγρασίας ώστε να μην λιώνουν αλλά ούτε και να σπάνε σε κομμάτια. Αυτό τους έκανε πολύ μελαγχολικούς και η αλήθεια είναι πως η μελαγχολία βοηθούσε στη διατήρηση του κατάλληλου επιπέδου υγρασίας, κάτι που τροφοδοτούσε τη μελαγχολία τους ακόμα περισσότερο.
Μέρες μετά, ένιωθαν κι οι δύο ισχνοί, είχαν χάσει μεγάλη ποσότητα του σώματος τους, είχαν γεμίσει σημάδια, είχαν χάσει τη στιλπνότητα τους. Και ήταν απελπισμένοι.
Σκέφτηκαν να πάρουν φόρα κι όπως ήταν να βουτήξουν στη θάλασσα και να γίνουν ένα με το βυθό της.
Κάθισαν στην αμμουδιά και συζητούσαν κι έψαχναν τον τρόπο. Μα ήταν τόσο δύσκολο! Είχαν αρχίσει να αγαπούν αυτό τον κόσμο, με τις αναποδιές και τις ομορφιές του. Είχαν ήδη προλάβει να νιώσουν ζωντανοί και να ερωτευτούν τη ζωή.
Καθιστοί όπως ήταν, άνθρωποι από άμμο, πάνω στην άμμο, άρχισαν να παίζουν μαζί της. Σήκωναν μια χούφτα άμμο και την άφηναν στον αέρα κι εκείνη έφευγε σαν σκόνη. Έφτιαχναν μικρές μπαλίτσες και τις έριχναν στη θάλασσα. Άρχισαν να φτιάχνουν σχέδια με το χέρι πάνω της.
Και παίζοντας και πλάθοντας και κοιτώντας, κατάλαβαν το δώρο που τους είχε δοθεί. Μα πώς δεν το είχαν δει νωρίτερα! Άντι να βουτήξουν εκείνοι στη θάλασσα και να ενωθούν με την άμμο στο βυθό, γιατί να μην ενώσουν την άμμο στα κορμιά τους και να ξαναφτιάξουν ότι έχασαν; Πάλι και πάλι και πάλι από την αρχή;
Ο άντρας έφτιαξε στην πλάτη της γυναίκας πτερύγια. Η γυναίκα έφτιαξε στον άντρα κλαδιά και φύλλα και φρούτα να στέκονται στα κλαδιά.
Ύστερα τα χάλασαν όλα και έφτιαξαν μάτια στην πλάτη. Κοιτάχτηκαν για λίγο πλάτη με πλάτη, γέλασαν. Κι έπαιξαν και χάρηκαν και κάθε μέρα από τότε ήταν διαφορετική.
Άλλοτε με πλοκάμια, άλλοτε με ράμφη, άλλοτε με τεράστια δόντια ή με νύχια γαμψά. Με φτερά ή με λουλούδια.
Κι ο θεός χαμογέλασε και δεν θέλησε ποτέ να τους πάρει πίσω.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Ελένη Δημητροπούλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.