Τα πέντε στάδια της Θέωσης

0
1520

Άρνηση 

       “Δεν είμαι γιος του θεού. Γιος ανθρώπου είμαι. Σε λίγα χρόνια θα φτιάχνω σταυρούς. Για να κρεμάν τους προφήτες. Εγώ δεν είμαι προφήτης. Ένας απλός μαραγκός. Κι αυτά που βλέπω στον ύπνο μου είναι απάτες του νου. Κι αυτά που βλέπω στον ξύπνιο μου είναι αέρας.

        Να γινόταν μονάχα να σταματήσει η φωνή. Μοιάζει να βρίσκεται πάντα μπροστά μου. Κρύβεται στις γωνιές του δρόμου και περιμένει να φανώ. Σκοντάφτω στις πέτρες και πέφτω πάνω της. Ή βγαίνει απ’ τα πηγάδια που τραβάω νερό.

        Κάνω ένα βήμα πίσω τότε και κλείνω τ’ αυτιά μου. “Όχι, δεν λέγεσαι Μοίρα και δεν θα το κάνω αυτό! Έμπλεξες λάθος άνθρωπο σ’ αυτήν την ιστορία! Εγώ είμαι ένας απλός μαραγκός.”

         Ο κουβάς παρασύρει το σχοινί στο πηγάδι, μα η φωνή μένει μπροστά μου και χαμογελά. Όμως μια μέρα θα σωπάσει. Θα καταλάβει πως δεν ήμουν αυτός. Πως τζάμπα έχανε τον χρόνο της μαζί μου. Εγώ είμαι φτιαγμένος από γη και νερό. Κι όλο γυρεύω αγκαλιές και αγάπες.

         Ο έρωτας που μου ζητά η φωνή είναι σκληρός. Είναι ο έρωτας του έρωτα. Δηλαδή μια χίμαιρα. Δρόμος που οδηγεί απλώς στην έξοδο. Ένα φιλί κι ένα αγκάθι.

            Μα εγώ δεν είμαι θεός. Και ούτε θέλω να γίνω. Θέλω να σμιλεύω το ξύλο και γυναικεία κορμιά. Θέλω να ζω τη ζωή με το πάθος της σάρκας. Δεν θέλω μια επώδυνη ζωή-προσευχή. Δεν θέλω μια χαρά που θα ρθει όταν λείπω. Γι’ αυτό θα συνεχίσω να είμαι ένας απλός μαραγκός. Δίχως μια μυστική ανώτερη βούληση ν’ αποφασίζει για μένα. Θα επιλέξω το λόγο και τη δράση μου εγώ. Και δεν θ’ αφήσω την τρέλα να με παρασύρει σε θείες αβύσσους.

            Δεν θα σώσω τον κόσμο, δεν θα σώσω κανέναν κι ίσως σωθώ.

          Εξάλλου μας δίνεται τόσο λίγος καιρός. Κι αφού στη γη γεννήθηκα, στη γη κι όχι πάνω στα κύματα θα περπατήσω. Αυτό είναι το πεπρωμένο μου και δεν υπάρχει άλλο.”

            Σηκώθηκε και τίναξε το χώμα απ’ τα γόνατά του. Όρθιος τώρα, στην άκρη του λόφου, μπροστά στο κενό, άνοιξε τα χέρια του κι άφησε να τον χτυπήσει ο δροσερός αέρας. Έσφιξε τη γροθιά του και κλώτσησε μια πέτρα σαν έφηβος. Ένιωσε τις φλέβες του νεανικού του κορμιού να τεντώνουν, να διαστέλλονται από την ορμή της άρνησης. Δεν ήταν τίποτ’ άλλο, παρά εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο εαυτός. Ο εαυτός του, ούτε αυτό, σε κανέναν δεν ανήκε. Ξεκίνησε να γυρίσει στο χωριό. Όχι, δεν έχει δει ποτέ του οράματα, δεν άκουσε ποτέ φωνές κι η μοίρα, αν υπάρχει, είναι μουγκή. Κι αυτός που ισχυρίζεται πατέρας του πως είναι, μα κατοικεί στον ουρανό, αυτός κι αν δεν υπάρχει.

            Μα κάπως περπατούσε τώρα πιο βαρύθυμα κι η προηγούμενη ευεξία είχε χαθεί. Ήτανε, όμως, σίγουρος πως έβλεπε σωστά. Κι έβλεπε τον χωμάτινο δρόμο, γύρω τη βλάστηση και κάποια μέτρα μακριά τα πρώτα σπίτια. Ήταν γιος ανθρώπου και θα γινόταν μαραγκός. Έκλεισε τα μάτια του και πήγε για λίγο στα τυφλά. Θα ‘βρισκε μια καλή γυναίκα και σύντομα όλ’ αυτά θα γινόντουσαν όνειρο.

            Προς το παρόν, αρκούσε να ‘χει στο νου του, πως ό,τι του λέει η φωνή δεν είναι αλήθεια. Κι ας τη νιώθει πιο στέρεη από εκείνη, που όλος ο υπόλοιπος κόσμος νομίζει πως βλέπει.

 

Ιντερλούδιο Ψυχιατρείου

 Στη δυτική πτέρυγα του ψυχιατρείου επικρατούσε αναβρασμός. Είχαν συγκεντρωθεί όλοι και περίμεναν.Κάποιος μαδούσε μια μαργαρίτα: “Θά ‘ρθει, δεν θά ‘ρθει…”

Οι περισσότεροι ξυπόλυτοι, “δεν μπαίνεις με τα παπούτσια στη βασιλεία των ουρανών”, έτσι τους είχε πει ο Μάνος, έκοβαν βόλτες με τα χέρια σταυρωμένα κι όλο κοιτούσαν έξω απ’ τα παράθυρα. Άλλοι σημάδευαν με αμείλικτο βλέμμα το ρολόι του τοίχου και σιγομουρμούριζαν.

“Έντεκα πήγε! Δεν θά ‘ρθει, σας το είχα πει εγώ ότι δεν θά ‘ρθει!”, φώναξε ο Τάσος. Δυο-τρεις έπεσαν πάνω του να τον χτυπήσουν, μα τους συγκράτησαν οι νοσοκόμοι.

“Εσύ ποτέ σου δεν τον πίστεψες”, είπε η Πηνελόπη.

Τους είχε υποσχεθεί πως θα γύριζε. Τρεις μέρες θα έλειπε μόνο και θα γύριζε να τους πάρει μαζί του. Τον είχαν βρει κρεμασμένο το μεσημέρι της Τρίτης και σήμερα, Παρασκευή, τον περίμεναν.


Θυμός

            “Δεν πάει άλλο! Πρέπει να λάβει ένα τέλος αυτό το μαρτύριο. Σταμάτα απαίσια φωνή που παραμορφώνεις τη σκέψη μου. Αν είχες πρόσωπο θα στο είχα σπάσει. Μα εσύ, θρασύδειλη, έρχεσαι πάντα μουλωχτά και πριν καλά καλά το καταλάβω, με σπρώχνεις έξω από τα πράγματα, στον κόσμο της σκιάς και άυλων πλασμάτων. Δεν θέλω πια να ζω με τα φαντάσματα!

           Θέλω να πάω στην κοπελιά και να της πω πως την παντρεύομαι. Ν’ αγγίξω τη σάρκα της και να χαθώ στο κορμί της. Θέλω έναν έρωτα χειροπιαστό, όπως αυτόν που ζουν κι οι άλλοι.

            Όμως εσύ με σταματάς. Κάθε φορά με σταματάς. Ότι δεν είναι αυτός ο δρόμος μου και άλλα λαχταράει η ψυχή μου. Αλλά δεν ξέρεις. Δεν ξέρεις για τις νύχτες που στριφογυρίζω ιδρωμένος στο κρεβάτι μου. Για τη λαγνεία που ανεβαίνει ως τα μηνίγγια μου. Για την παλίρροια ηδονής που πλημμυρίζει τα σπλάχνα μου. Πώς να τα ξέρεις; Εσύ δεν είσαι απ’ τον κόσμο αυτόν. Μάλλον δεν είσαι από κανέναν.

           Πνεύμα, θεός, παράδεισος. Λέξεις αέρας. Θεός μου εμένα είναι η γη. Κι αν καταφέρνει ο άνθρωπος πάνω της να ισορροπεί στο ένα πόδι, μέχρι εκεί είναι η φύση του. Γιατί να γίνω κάτι που δεν είμαι; Πνεύμα, θεός, παράδεισος. Λέξεις παραπετάσματα του νου. Μου κρύβουν την αλήθεια.

            Δίπλα μου ο αγώνας για ψωμί, δίπλα μου η πείνα. Ανάθεμα στους άρχοντες και στα βασίλειά τους! Αν μου ‘λεγες, τουλάχιστον, αυτούς να πολεμήσω. Μα εσύ μου λες να μην ασχοληθώ, ερήμην τους να στήσω ένα βασίλειο με άλλα υλικά κι εκεί να προσκαλέσω τους ανθρώπους. Να πάψουν ν’ ασχολούνται με την πείνα τους και να καταπιαστούν με τις ψυχές τους. Ψέματα, παραμύθια, υπεκφυγές! Όταν ο άνθρωπος πεινά, γιατί να καταπίνει την οργή του;”

            Τον είχε πιάσει δύσπνοια πάνω απ’ τον πάγκο στο εργαστήρι, έβραζε το αίμα μέσα του και είχε κοκκινήσει. Έπιασε τότε το σφυρί και άρχισε να σπάει. Τον πάγκο, τους σταυρούς, τα έπιπλα, καρέκλες και τραπέζια, έτοιμα να παραδοθούν σ’ αυτούς που τα πουλούσε. Στο διάολο τα έπιπλα, στο διάολο οι πελάτες! Έσπαγε κι ένιωθε μιαν άγρια χαρά, γινόταν ο θυμός του δύναμη και το σφυρί του ανίκητο όπλο. Με το σφυρί και τη γροθιά, μ’ αυτά θα πολεμούσε. Όχι με λόγια κι ονειροφαντάσματα. Αυτά ήταν για τους δειλούς και τους αλαφροϊσκιωτους. Ένας ο κόσμος, μια η ζωή, το σώμα η μοναδική αλήθεια. Απάτη ο λόγος ενός ανύπαρκτου θεού, απάτη το περίφημο βασίλειό του.

            Πετάγονταν παντού σπασμένα ξύλα και καρφιά κι αυτός με το σφυρί στο χέρι στροβιλιζόταν σε πολεμικό χορό, φωνάζοντας “απάτη!” Από τη φασαρία, κόσμος μαζεύτηκε έξω από το παράθυρο, ήρθε κι η μάνα του κι απέμεινε να τον κοιτάζει τρομαγμένη.

         “Τι έπαθες, γιε μου;” φώναξε, τότε κι αυτός τους αντιλήφθηκε, άνοιξε την πόρτα και για λίγο κοντοστάθηκε, ύστερα σήκωσε πάλι το σφυρί.

         “Δρόμο ζωύφια, δειλοί, που μόνο την κοιλιά σας σκέφτεστε κι ούτε κι αυτήν μπορείτε να υπερασπιστείτε. Χαθείτε από τα μάτια μου και πρώτη απ’ όλους, μάνα εσύ, που μ’ έφερες σε τέτοιον κόσμο. Αθώα μάνα, μάνα αγνή, τις ξέρω όμως εγώ όλες τις βρωμιές σας, που όταν προσεύχεστε στον άγγελο, κοιμάστε με τον δαίμονα, που όταν μιλάτε για θεούς, η κάθε λέξη φτιάχνει αφέντες καινούριους για να ορίζουν τη ζωή σας. Ζωή που παραδίδετε στα χέρια τους, ανίκανοι σαν τα μικρά παιδιά να την σηκώσετε. Λειψοί για την ελευθερία που ποθείτε. Χαθείτε από μπροστά μου, ποντίκια της γης.”

            Τα μάτια του θολά, τους έσπρωχνε, οι φλέβες διαγράφονταν στο μέτωπό του, ο κόσμος έφευγε κουνώντας το κεφάλι κι η μάνα του είχε ζαρώσει σε μιαν άκρη κι έκλαιγε. Όταν στο τέλος μείναν μόνοι τους, στάθηκε σαν χαμένος δίπλα της, του έφυγε από το χέρι το σφυρί κι ο ίδιος έπεσε στο δρόμο, εκεί μπροστά της, αποκαμωμένος.

            “Τι έπαθες, γιε μου; Ποιος σε πείραξε; Πού έκρυβες τόσο θυμό, εσύ που πάντα υπήρξες ήρεμος και πράος;”

            Δεν απαντούσε. Απέμενε στο δρόμο κουλουριασμένος και ακίνητος, δεν άκουγε πια τα λόγια και το κλάμα της, έβλεπε μόνο μια σκιά να πλησιάζει κι όσο πλησίαζε, μεγάλωνε η σκιά, άνθρωπος ήταν ή θεός, και τότε λιποθύμησε.

 Ιντερλούδιο ψυχιατρείου

Η διευθύντρια μπήκε στην αίθουσα βλοσυρή κι απροσπέλαστη. Στην παρουσία της κάποιοι μαζεύτηκαν και σαν να καταλάγιασε η αναταραχή.

“Τι γίνεται εδώ; Γιατί τόση φασαρία;”

Η φωνή της γέμισε πάγο το δωμάτιο και κάποιος τρόφιμος έπαιρνε όρκο μέρες μετά, πως οι δείχτες του ρολογιού σταμάτησαν εκείνη ακριβώς τη στιγμή, για πέντε δευτερόλεπτα.

“Δεν ήρθε ακόμα.”
“Ποιος δεν ήρθε ακόμα;” η διευθύντρια κοίταξε τους νοσοκόμους.
“Τον Μάνο περιμένουν να ξανάρθει.”
Τα μάτια της διευθύντριας γυάλισαν.
“Ο Μάνος κρεμάστηκε κι οι πεθαμένοι δεν ξανάρχονται. Το καταλαβαίνετε αυτό;”
Υγρό άζωτο για άλλα πέντε δευτερόλεπτα.
“Ο Μάνος θα ξανάρθει.”
“Ο Μάνος δεν λέει ψέματα.”
“Απλώς άργησε λίγο.”
“Γιατί αυτές οι δουλειές γίνονται καλύτερα πρωί.”

Και στράφηκαν πάλι άλλοι στα παράθυρα και άλλοι στο ρολόι του τοίχου.

Διαπραγμάτευση

            “Εντάξει, λοιπόν! Θα κάνω ένα βήμα πίσω για να κάνεις ένα κι εσύ και να τα βρούμε στη μέση. Αυτό είναι το σωστό και, πίστεψέ με, δεν είναι λίγα όσα θα σου θυσιάσω.

            Είναι η μισή ζωή. Είναι όλη η γλύκα της ζωής. Αυτή η λαχτάρα, το φτερούγισμα στο στήθος, το μυστήριο. Κι έπειτα η προσέγγιση. Η εγγύτητα δυο χωριστών σωμάτων. Το πρώτο άγγιγμα, η πρώτη επαφή. Η ένωση, η ολοκλήρωση, το αλχημιστικό υγρό που ποτίζει τ’ αστέρια. Ο έρωτας είναι το μεδούλι της ζωής.

            Μα εγώ δεν θα ξανανιώσω ερωτική αγάπη για καμιά και για κανέναν. Δεν θα φιλώ στο στόμα, δεν θα χάνομαι στον αισθησιασμό, η ηδονή δεν θ’ αγγίζει το δέρμα μου. Όταν με πλησιάζει γυναίκα θ’ αρνιέμαι ευγενικά, θα κλείνω τα μάτια και θα της μιλώ για μιαν αγάπη άλλη, δίχως σώματα, θα της μιλώ για την πνευματική αγάπη.

            Που μένει πάντα αναλλοίωτη. Που υπάρχει εκεί για να την βρουν οι άνθρωποι και σύμφωνα μ’ αυτή να ορίσουν τον κόσμο τους. Μέσα σ’ αυτήν, θέλεις ο άλλος να είναι ελεύθερος, να ζει καλά και να μην αδικείται. Αυτήν υπηρετεί η λογική και όλα τ’ άλλα διαστρεβλώσεις και θεωρίες εκ του πονηρού.

            Θα της μιλώ, μα δεν θα την αγγίζω. Έτσι κι αλλιώς, δεν μου ήταν εύκολος κι αυτός ο δρόμος. Πάντα κάτι δεν πήγαινε καλά, πάντα κάτι με τραβούσε πίσω. Κι απ’ το λειψό, καλύτερα το τίποτα.”

            Σταμάτησε και ψηλάφισε το πρόσωπό του. Ήτανε νέος, όμορφος κι οι γυναίκες τον ήθελαν, το ήξερε. Έσμιξε τα φρύδια και συνέχισε το διακανονισμό.

            “Αλλά ως εκεί! Τα υπόλοιπα που μου ζητάς δεν θα τα κάνω. Δεν θα βγω να κηρύξω, δεν θα βγω να εκτεθώ. Θα μιλάω όποτε μπορώ και όταν το θέλω. Αλλά δεν θα μετατρέψω τον εαυτό μου σε λαμπάδα για να καώ. Δεν θα σηκώσω την αγάπη και τα πάθη όλου του κόσμου.

            Γιατί δεν είμαι εσύ. Δεν είμαι ο φορέας της θέλησής σου, δεν είμαστε ένα. Αυτή η δύναμη που προς εσένα με τραβά, η ίδια με διώχνει. Θα συνεχίσω να γεμίζω την κοιλιά μου και να είμαι ένας απλός μαραγκός. Θα παλεύω για το ψωμί και την αγάπη, εδώ στα χαμηλά. Και δεν θα προκαλώ τους άλλους πολύ να μ’ αγαπήσουν.

            Εκείνος που συγκεντρώνει την αγάπη όλου του κόσμου καταλήγει στο σταυρό. Εγώ προτιμώ ν’ αποφεύγω τη βία. Το αίμα θα φέρει κι άλλο αίμα και σ’ αυτόν τον αιμάτινο κύκλο ο σταυρός θ’ απομείνει ένα σύμβολο άδειο, ενώ σκουλήκια θα τρώνε τη θεϊκή πνοή. Η ανάσταση πατά πάνω στο θάνατο κι όταν οι θεοί κατεβαίνουν στη γη, οι θνητοί αλληλοσκοτώνονται.

            Άκουσέ με κι εσύ μια φορά, φωνή, κι ας τα βρούμε στη μέση. Εγώ αφήνω τον έρωτα κι εσύ αφήνεις εμένα. Εγώ θα μιλάω πού και πού στους ανθρώπους για σένα, αλλά εσύ δεν θα με ξαναενοχλήσεις ποτέ.”

            Τον βάρυνε ξαφνικά μια αίσθηση ματαιότητας για όλα γύρω του. Οι αγώνες για ένα δίκαιο κόσμο δεν οδηγούσαν πουθενά, ο τροχός γύριζε, αλλά έμενε στο ίδιο σημείο. Οι άνθρωποι είχαν στιγμές γέλιου και ξενοιασιάς, αλλά τον περισσότερο καιρό ήταν ζεμμένοι. Γνωρίζονταν και ερωτεύονταν, όπως δυο άλογα δεμένα δίπλα, σε υποζύγιο. Η αγάπη τους μπορούσε ν’ αναπαράγει ζωή, αλλά μονάχα για να προσφέρει το κρέας που θα δεθούν τα χαλινάρια. Έτσι συνέβαινε αιώνες τώρα και μήτε ο άνθρωπος μήτε ο θεός φαινόταν να μπορούν να το αλλάξουν.

            Ακόμα ένας προφήτης στο σταυρό. Μα ο σταυρός έμοιαζε να τραβά τη δική του πορεία. Αυτό που είχε αποφασίσει ήταν το σωστό. Μακριά απ’ τα πάθη της σάρκας, μακριά κι απ’ τα δόντια του πλήθους. Δεν θ’ αγαπούσε έναν, θ’ αγαπούσε πολλούς. Όμως δεν θ’ άφηνε πολλούς τον ίδιο ν’ αγαπήσουν. Σωστή η απόφαση, αυτή ήταν η σωστή, θα έπειθε και τη φωνή και θα τη σταματούσε.

            Αλλά μια πίκρα έσταζε η απόφαση μέσα του και λίγο λίγο σκοτείνιαζε το βλέμμα κι η καρδιά του. Τι έδινε για να πάρει τι; Πώς του ‘ρθε να στήσει αυτό το παζάρι; Κι αν η απόφαση ήταν σωστή, γιατί του έφερνε τέτοια ανείπωτη θλίψη;

 

Ιντερλούδιο ψυχιατρείου

 “Αν κάνουμε λίγη παραπάνω ησυχία, ίσως τον ακούσουμε να ‘ρχεται.”
“Ή αν πιάσουμε όλοι μαζί τ’ αυτιά μας.”

 Το ρολόι έδειχνε τρεις κι ο Μάνος δεν είχε φανεί. Οι λίγοι που έφαγαν βιαστικά, στο πόδι, μεσημεριανό, έτριβαν τώρα την κοιλιά τους, ευχαριστημένοι που τουλάχιστον έφαγαν. Οι υπόλοιποι τους έριχναν απαξιωτικές ματιές κι αδημονούσαν.

“Ίσως να ήρθε και να μη μας βρήκε έτοιμους.”
“Ή μπορεί να βρήκε κάτι πιο ενδιαφέρον στο δρόμο και να σταμάτησε.”
Αυτό τους φάνηκε αρκετά πιθανό.
“Θα πρέπει να γίνουμε πιο ενδιαφέροντες”, παρατήρησε ο Τάσος.

  Άρχισε τότε ο καθένας να κάνει τα πιο απίθανα πράγματα, ήχους, γκριμάτσες, κραυγές, ό,τι του ‘ρχόταν στο κεφάλι, κάποιος περπατούσε ανάποδα, άλλοι ξεκινούσαν εντρυφείς επιστημονικές συζητήσεις.

Οι νοσοκόμοι είχαν σταθεί στην πόρτα και τους χάζευαν.

“Δεν απέχει πολύ απ’ το να είσαι στο κέντρο της πόλης, ώρες αιχμής.”
“Ναι, αλλά άμα κάνουν τώρα έτσι, όταν περάσει η μέρα και δεν έρθει, τι θα συμβεί;”
“Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι. Πώς την πάτησαν έτσι;”
“Κι η σκύλα μέσα δεν θα τους χαριστεί.”

Κατάθλιψη

            “Ο τροχός δεν γυρίζει, γιατί ο άνθρωπος δεν αντέχει τη θλίψη. Οι σφοδρές αλλαγές κουβαλούν και χειμώνα.

            Κι εγώ δεν την αντέχω. Αλλά πιο πολύ ακόμα δεν αντέχω το βλέμμα των άλλων, όταν κοιτάζουν τη θλίψη μου. Η θλίψη μου δεν είναι για τα μάτια κανενός.

            Πέρασε τόσος καιρός και δεν αλλάζει τίποτα. Δεν θέλω πια να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι, δεν θέλω να δουλεύω, δεν θέλω να μιλώ, δεν θέλω να κάνω τίποτα. Να με ρουφήξει η ανυπαρξία θα ήθελα. Να μην ξυπνώ.

            Φοβάμαι να βγω στους ανθρώπους, φοβάμαι το μίσος τους, φοβάμαι την αγάπη μου. Φοβάμαι πως όλα θ’ αποδειχτούν αυταπάτη.

            Ένα πέπλο καλύπτει τα πράγματα. Ένας τρόμος κάτω απ’ το πέπλο. Η τρομερή όψη της αλήθειας, διογκωμένα μάτια σε δύσμορφο πρόσωπο.

            Φωνή, ακούς; Ήθελες ν’ αγαπώ πάνω απ’ τον έρωτα κι έφτασα να μην αγαπώ ούτε μένα.

            Ίσως και να ‘ρθε τώρα η ώρα σου, τώρα που είμαι κουρέλι, να με πείσεις. Μη μου το κάνεις αυτό. Περισσότερο θλίβομαι όταν σκέφτομαι το νέο, που δίχως να με γνωρίζει, μου καρφώνει τα χέρια. Πώς να τον κοιτάξω χωρίς να ντραπώ;”

            Έπιασε το κεφάλι του και αναστέναξε.

            “Μα οτιδήποτε είναι καλύτερο απ’ αυτό το μαρτύριο. Δεν νιώθω πια, δεν ζω. Έδωσα μάχη απέναντί σου, φωνή, μα πλέον είμαι ανήμπορος ν’ αντιταχθώ στο κάλεσμά σου. Αυτό ζητάς; Να υποταχθώ; Να γίνω ανδρείκελο στις προσταγές της θέλησής σου; Τέτοιος θεός αρμόζει στους ανθρώπους;

            Όλα είναι νύχτα, μοναξιά και θάνατος. Κι όταν ανάβεις ένα φως, το φως από κοντά τυφλώνει. Γι’ αυτό δεν πρέπει να μιλάνε οι σοφοί. Ας ζουν σιωπηλοί μες στη σοφία τους κι ας μην μπερδεύουν κι άλλο τα πράγματα. Ζητάς ν’ αποδεχτώ το φως, μα αυτό που θα ‘πρεπε ν’ αποδεχτώ είναι το σκοτάδι.”

            Ο ήλιος είχε φτάσει στο κέντρο τ’ ουρανού, όταν σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και βγήκε στην αυλή. Τα βήματά του ήταν αργά, με κάθε κίνηση έμοιαζε να υποφέρει. Στο τέλος, κάθισε αποκαμωμένος στο κατώφλι.

            Έτυχε τότε να περνά μπροστά απ’ το σπίτι ο πρώτος του έρωτας. Η γυναίκα με τα μαύρα μαλλιά κοντοστάθηκε κι όπως τον είδε περίλυπο, δίστασε λίγο πριν του μιλήσει.

            “Τι έχεις κι είσαι έτσι, Ιησού; Μήπως κάποιος αρρώστησε;”

            “Εγώ αρρώστησα, γυναίκα. Έχει αρρωστήσει η καρδιά μου και πονά. Βαριά είναι τα καλέσματα του πεπρωμένου μου και δεν μπορώ ν’ ακολουθήσω. Κάθομαι, το λοιπόν, εδώ άπραγος. Βαλτώνω. Και μήτε λόγος φιλικός μήτε άγγιγμα γυναίκας μπορούνε να με βγάλουν απ’ τ’ ανάθεμα.”

            Έτσι είπε κι η γυναίκα τον πλησίασε, έσκυψε και τον άγγιξε στον ώμο.

            “Μη λυπάσαι, Ιησού. Η ζωή κανενός δεν χαρίζεται. Κάνε ό,τι πρέπει να κάνεις κι ας μετανιώσεις μετά. Μόνο σήκω από δω. Πρώτ’ απ’ όλα είναι η πράξη.”

            Εκείνος ανατρίχιασε στο άγγιγμά της και σηκώθηκε.

            “Κάποτε σ’ αγάπησα, γυναίκα. Τι όμορφα που θα ‘ταν να ήσουν εσύ το κάλεσμά μου.”

         Πήρε το πρόσωπό του στα χέρια της και τον φίλησε στο στόμα. Ύστερα, έφυγε βιαστικά, ανήσυχη μήπως την είδε κανα μάτι.

            Έμεινε μόνος στο κατώφλι να την κοιτάζει σαν χαμένος. Είχε τη γεύση της στα χείλη του κι ένιωθε μέσα του κάτι να σπάει σιγά σιγά, η πλάκα που ‘χε πέσει στο στήθος του ράγιζε, όπως ο βράχος απ’ το νερό.

            Λίγα χρόνια αργότερα, δυο άλλα χείλη θ’ αγγίζαν τα δικά του, όμως, αυτό το δεύτερο φιλί θα είχε τη γεύση προδοσίας.

 

Ιντερλούδιο Ψυχιατρείου

 Τελικά δεν έγινε τίποτα. Πήγαν όλοι ήσυχα στα κρεβάτια τους και πήραν κανονικά τα φάρμακά τους. Δεν μιλούσαν πολύ. Κι απ’ την ώρα που βράδιασε, δεν ανέφεραν πλέον το όνομα του Μάνου καθόλου.

Οι νοσοκόμοι τους παρατηρούσαν κι ήταν ακόμα σ’ επιφυλακή, ενώ η διευθύντρια θεώρησε καλό να είναι η ίδια παρούσα κατά τη βραδυνή κατάκλιση. Τίποτα, όμως, δεν έγινε.

 Αργότερα, μέσα στη νύχτα και τη νεκρική σιωπή που κάλυπτε το ίδρυμα, ο Τάσος γλίστρησε έξω απ’ το κρεβάτι του κι αθόρυβα μπήκε στο δωμάτιο της Πηνελόπης. Κούρνιασε δίπλα της και την σκούντησε ελαφρά να δει αν κοιμάται.

 “Δεν ήρθε ο Μάνος”, ψιθύρισε.

 Η Πηνελόπη του χάιδεψε τα μαλλιά.

 “Θα έρθει. Στις δώδεκα ακριβώς θα έρθει. Κι αν δεν έρθει, θα πάμε να τον βρούμε εμείς.”

 

Αποδοχή

            “Ποιος ήσουν; Ποιος ήσουν την ώρα που φιλούσε τα χείλη σου; Ήσουν αμέτρητα μικρά θέλω. Που εκείνη τη στιγμή ενώθηκαν σ’ ένα μεγάλο, σ’ ένα τεράστιο θέλω. Τότε κατάλαβες. Πως μπορείς να ζεις με τις επιθυμίες ή να ζεις με την πληρωμή τους. Αυτάρκης, δίχως να σου λείπει τίποτα. Διότι δεν θέλεις πια τίποτα. Κάθε στιγμή είναι πλήρης.

            Έτσι τιθάσσευσες τον χρόνο. Τότε ένα χέρι τράβηξε τον άνθρωπο μέσα απ’ τον άνθρωπο και τον έβγαλε έξω. Τον έστησε ανάμεσα -στο χέρι και σε σένα- κι είμαστε τρεις: Το χέρι, το άγιο πνεύμα-άνθρωπος κι εσύ χωρίς επιθυμίες. Κι εμείς οι τρεις φτιάχνουμε το ένα.

            Το ένα που δρα και μόνο με την παρουσία του. Καθώς δεν έχει δικά του θέλω, μπορεί να ωθεί με τη βούλησή του τα θέλω των άλλων. Όταν κανείς δεν θα ‘χει πια δικά του θέλω, δεσμοί αγάπης θα ενώσουν τη φυλή. Τότε μονάχα, σαν ένας οργανισμός, οι άνθρωποι θα νικήσουν το θάνατο. Τώρα ακόμα σε κοιτούν και απορούν. Που ενώ δεν θέλεις τίποτα, έχεις τα πάντα. Σαν μικρά παιδιά ακούν τις ιστορίες σου και χαίρονται. Τους φαίνεται εύκολο να έρθουν μαζί σου. Όμως ο δρόμος σου περνάει πάνω απ’ τον σταυρό. Είναι επικίνδυνοι για τους ισχυρούς της γης οι δεσμοί της αγάπης.”

            Κάτω από μια μηλιά, είχε σηκωθεί λίγα μέτρα πάνω από το έδαφος. Ένιωσε να στροβιλίζεται στον κύκλο της ζωής και ξαφνικά το φυσικό τοπίο γύρω του εξαφανίστηκε και βρέθηκε σ’ ένα δωμάτιο με τρεις λευκούς τοίχους και στον τέταρτο μεγάλα παράθυρα ασφαλισμένα με σίδερα. Ήταν γεμάτο με πυγολαμπίδες που βούιζαν κι εκείνος τις έπιανε και τις έβαζε σ’ ένα βάζο. Όταν τις μάζεψε όλες, βρέθηκε πάλι κάτω απ’ τη μηλιά, άνοιξε το βάζο και τις άφησε ελεύθερες, ενώ συγχρόνως πάτησε στο έδαφος.

            Κοίταξε το δέντρο και ανατρίχιασε. “Απόψε κάποιος θα κρεμαστεί”, σκέφτηκε, “μα θα ‘ναι φωτισμένος. Η τυχαιότητα πλέκει τα πράγματα, η λογική απλώς κατανοεί την πλοκή. Από μακριά, το θεϊκό σχέδιο μοιάζει με μουντζούρα. Από κοντά, ξεπροβάλλουν περίτεχνοι συνδυασμοί σχημάτων και μαγευτικές αρμονίες.”

            Πήρε το δρόμο του γυρισμού προς τους ανθρώπους. Πριν τον καλούσε ο θεός. Τώρα τον καλούσε ο άνθρωπος. Μα όχι πια κάποιος συγκεκριμένος. Όλοι τους. Ήξερε πως πλησίαζε η στιγμή, που ως άλλος Διόνυσος θα προκαλούσε παροξυσμό στις Μαινάδες. Δεν τον ένοιαζε, όμως. Όσα κομμάτια κι αν του κόβανε, είχε πλέον ακεραιοποιηθεί.

               Εκεί τον οδήγησε η θεία σχιζοφρένεια.

 

Ποστλούδιο Ψυχιατρείου: Η Ανάληψη

Το πρωί έγλειφε τους τοίχους του ψυχιατρείου, την ώρα που το συνεργείο καθαρισμού ξεκινούσε τη βάρδια του.

Η Μάγδα στηρίχθηκε στο κοντάρι της σκούπας κι οσμίστηκε τον αέρα.

“Τι είναι αυτή η μυρωδιά; Σανδαλόξυλο είναι.”
“Είναι υπέροχη. Ας μην ανοίξουμε για λίγο τα παράθυρα”, αναστέναξε ο Θοδωρής. “Λέτε να τους ξυπνήσουμε;” κι έδειξε τα δωμάτια.
“Γιατί όχι;” συμφώνησε κάποιος.
“Θα μας την πουν οι νοσοκόμοι.”
“Γάμα τους, μωρέ. Πάμε να χαρούν λιγάκι οι άνθρωποι.”

 Άνοιξαν κάποιες πόρτες και πλησίασαν τα κρεβάτια όσο γινόταν πιο αθόρυβα. Τα κρεβάτια ήταν άδεια και στρωμμένα. Άνοιξαν και τις υπόλοιπες πόρτες, το ίδιο.

Πήγαν στο γραφείο των νοσοκόμων και ρώτησαν τι γίνεται. Οι νοσοκόμοι τους κοιτάζαν σαν χαζοί. Όταν είδαν με τα μάτια τους τα άδεια δωμάτια, κοκκάλωσαν. Μόλις συνήλθαν, άρχισαν να ψάχνουν σ’ όλους τους χώρους. Ψυχή πουθενά, τα πάντα κλειδωμένα όπως έπρεπε κι ο φύλακας να κοντεύει να πάθει εγκεφαλικό.

Με βαριά καρδιά τηλεφώνησαν στη διευθύντρια. Απείλησε τους πάντες με μηνύσεις, αλλά ήξερε πως παιζόταν και το δικό της κεφάλι. Δεν μπορεί τόσοι άνθρωποι να είχαν έτσι απλά εξαφανιστεί. Πήγαινε να της στρίψει, διευθύντρια σ’ ένα άδειο ψυχιατρείο.

 ~

            Όσο κι αν έψαξαν η αστυνομία και οι δημοσιογράφοι, κανένας από τους τρόφιμους δεν βρέθηκε ποτέ. Η ιστορία έμεινε γνωστή ως “το θαύμα της θείας σχιζοφρένειας”, ενώ το ψυχιατρείο σύντομα έκλεισε. Οι επόμενοι ιδιοκτήτες μετέτρεψαν το κτίριο σε κέντρο προστασίας άγριων πουλιών και κάποια μέρα έλαβαν με το ταχυδρομείο ένα δέμα, που περιείχε ένα άδειο βάζο. Το δέμα μύριζε σανδαλόξυλο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το κείμενο γράφτηκε απ’ την Άννα Ραμάλ, στο τέλος του ανοιξιάτικου Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Περισσότερα κείμενα της μπορείτε να βρείτε στο περιοδικό Αντλία που κυκλοφορεί σε επιλεγμένα και υπόγεια μέρη.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 Η φωτογραφία είναι απ’ το “Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο” του Παζολίνι