“Σ’ έναν τρελό κόσμο μόνο οι τρελοί είναι λογικοί.”
Ακίρα Κουροσάβα
“Μερικές φορές, η καλύτερη απάντηση στην πραγματικότητα είναι να τρελαθείς.”
Φίλιπ Ντικ
~~~~~~~~~~~~~~~~
Κουβαλάω την τρέλα στο αίμα μου.
Αυτό είναι το μόνο που μου έδωσε η οικογένεια μου. Ούτε περιουσία ούτε επιχειρήσεις ούτε καν ένα παλιοχώραφο. Άλλοι έχουν κληρονομήσει ένα όνομα και μια ιστορία. Εξορίες και αλησμόνητες πατρίδες, έναν άνθρωπο των γραμμάτων ή έστω κάποιον πρόγονο που πήρε μέρος στην Ιστορία επώνυμα, κάτι που μπορείς να αναφέρεις σε μια συζήτηση.
Εγώ έχω μόνο ένα βεβαρυμένο οικογενειακό ιστορικό ψυχασθένειας, κάτι σαν να γεννήθηκα με παραμορφωτικά γυαλιά, έτσι βλέπω τον κόσμο και τον ζω κοιτώντας μέσα από αυτά.
~~
Στην αρχή της εφηβείας, όταν οι ορμόνες με βάρεσαν στο κεφάλι, είχα περιστατικά που θα μπορούσαν να με έχουν οδηγήσει σε στενές ατραπούς.
Ήταν κάτι παράξενα όνειρα, που μόνο όνειρα δεν έμεναν. Έβλεπα ότι έπρεπε να τακτοποιήσω κάποιους αριθμούς, να τους προσθέσω, να τους αφαιρέσω, να τους βάλω στη θέση τους. Μα μόλις έφτιαχνα τον πρώτο και δεύτερο αντιλαμβανόμουν ότι υπήρχαν άπειροι αριθμοί που με περίμεναν.
Ξυπνούσα ιδρωμένος μες στην νύχτα, νιώθοντας τα μέλη μου ατροφικά, και δεν μπορούσα να ξανακοιμηθώ, για να μην επιστρέψουν οι αριθμοί.
Δεν το είπα σε κανέναν, ήταν κάτι που έπρεπε να πολεμήσω μόνος, κρυψίνους εκ γενετής. Έπινα νερό, τριγυρνούσα για λίγη ώρα στο κοιμισμένο σπίτι σαν καταδικασμένο σε αϋπνία φάντασμα, και μόλις επανακτούσα λίγη πραγματικότητα έπαιρνα και διάβαζα ένα βιβλίο.
Τα βιβλία, η λογοτεχνία, ήταν ο μόνος μου σύντροφος, ο φανταστικός μου φίλος και λυτρωτής. Κάτι σαν προσευχή, σαν ονειροπαγίδα ίσως. Και συνέχισα να διαβάζω, ξεκίνησα να γράφω, παιδί ακόμα, αμούστακο και τρομαγμένο.
Ο πατέρας μου, με έβλεπε να είμαι χωμένος στα βιβλία και τρόμαζε.
“Μην διαβάζεις τόσο πολύ”, μου έλεγε, “θα τρελαθείς”.
Δεν ήξερε ότι το διάβασμα ήταν το αντίδοτο στην τρέλα.
~~
Με το αίμα έτσι τρελό και τα βιβλία δυο-δυο σαν καρπούζια στη μασχάλη, πέρασα το καλοκαίρι της ζωής μου κι έφτασα ως αυτό που μοιάζει με την αρχή του φθινοπώρου.
Δεν θεραπεύτηκα, αλλά απέφυγα τα χειρότερα. Άλλωστε δεν ήθελα να θεραπευτώ, αυτό θα με έκανε κάτι άλλο από αυτό που είμαι, δεν θα ήμουν πια εγώ -αν και δεν είμαι βέβαιος ποιος είμαι.
Η τρέλα μου δεν μπορεί να ταξινομηθεί σε ψυχιατρικό εγχειρίδιο κι ως ένα βαθμό είμαι λειτουργικό άτομο, αν και δεν μπορώ ν’ αποδεχτώ τον κόσμο -ακόμα κι αν με ήθελε αυτός.
Ίσως ο καλύτερος ορισμός να ήταν ότι είμαι ιδιωματικά απροσάρμοστος. Προσαρμόζομαι παντού, αλλά δεν χάνομαι μέσα εκεί, δεν με απορροφάει, παραμένω πάντα ξένος, αλλότριος, κάτι σαν τουρίστας, περαστικός.
Κυρίως δεν μπορώ να πιστέψω σε τίποτα, ως απόλυτα σημαντικό και ουσιώδες. Μόνο η ζωή είναι τέτοια, όλα τα άλλα είναι ψευδαισθήσεις.
Ακόμα κι η ζωή, η ύπαρξη μας είναι παράξενη. Αν παρατηρήσεις τα πόδια σου, τα χέρια σου, το πρόσωπο σου, καταλαβαίνεις πόσο παράξενο είναι που υπάρχουν, που είναι έτσι όπως είναι. Μας φαίνονται φυσιολογικά, επειδή τα έχουμε συνηθίσει, αλλά είναι παράδοξες συναρμολογήσεις κυττάρων και συγκυριών.
~~
Καθώς περνούσα μέσα απ’ τη ζωή (γιατί δεν είναι τίποτα άλλο από πέρασμα κι εμείς ταξιδιώτες χωρίς εισιτήριο επιστροφής), συνάντησα αρκετούς ανθρώπους ίδια τρελούς με μένα. Όμοιος ομοίω αεί πελάζει. Κανείς απ’ αυτούς δεν θα μπορούσε να είναι βουλευτής ή έστω πρόεδρος σε κάποιο σύλλογο.
Από μόνοι τους χάνονται, απομακρύνονται απ’ τα κοινά, σαν να είναι ένα κομμάτι του παζλ-που-έχει-ήδη-ολοκληρωθεί, σαν ένα περισσευούμενο κομμάτι, παράταιρο, άχρηστο.
Η κοινωνία τους φορτώνει το βάρος της αλλοκοτιάς τους, για να δικαιολογήσει τη σκληρότητα της πραγματικότητας της.
Κάποιοι το δέχονται, άλλοι εξανίστανται. Οι δεύτεροι (αυτοί που θυμώνουν) δεν καταλαβαίνουν ότι η τρέλα που έχουν στο αίμα τους δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από έναν κόσμο τόσο παράλογο. Δεν καταλαβαίνουν ότι δεν είναι αρκετά τρελοί για να τους απομακρύνουν, ούτε αρκετά παράλογοι για να τους δεχτούν.
Όπως στον πόλεμο ανάμεσα στα ζώα και στα πουλιά, όπου η νυχτερίδα ήταν εχθρός όλων κι απόκληρη, γι’ αυτό αναγκάστηκε να ζει στο σκοτάδι, κρυμμένη. Έτσι ζουν κι αυτοί.
~~
Θα ήθελα να γράψω ότι οι τρελοί αλλάζουν τον κόσμο, πολύ θα με βόλευε κάτι τέτοιο -παραθέτοντας και μερικά ονόματα τέτοιων σπουδαίων και “κολασμένων” ανθρώπων. Αλλά αυτός είναι ένας ακόμα μύθος, ρομαντικός και γοητευτικός, ένας μύθος που κι εγώ συχνά τον χρησιμοποιώ για να στηρίξω τις σκέψεις μου.
Ο Κόσμος αλλάζει ούτως ή άλλως, δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο, η αλλαγή είναι μέρος της ύπαρξης. Ακόμα κι ο νεκρός εξελίσσεται καθώς λιώνει. Γίνεται λίπασμα, γίνεται τροφή, το δομικό υλικό για νέα όντα, που θα πεθάνουν κι αυτά με τη σειρά τους. Μόνο σ’ ένα απόλυτα ψυχρό Σύμπαν δεν θ’ αλλάζει τίποτα.
~~
Οι άνθρωποι που κουβαλάνε την τρέλα στο αίμα τους συχνά υποφέρουν. Γιατί δεν είναι αποδεχτοί, είναι παράξενοι, είναι εκκεντρικοί, είναι αλλοπρόσαλλοι, είναι μοναχικοί ή μονήρεις -και πετάνε μαργαριτάρια στους χοίρους, στις στάσεις των λεωφορείων και στις ουρές του ΟΑΕΔ.
Το μόνο που τους σώζει, κάποιες στιγμές, είναι ότι μπορούν να βλέπουν πράγματα που οι άλλοι δεν βλέπουν. Δεν είναι προτέρημα, δεν είναι ανωτερότητα, είναι προσωπική λύτρωση -και τίποτα άλλο.
Κι αν κάποιοι γίνονται αποδεχτοί, είναι μόνο γιατί τυχαίνει να ταιριάξει η τρέλα τους με τους καιρούς και τα ρεύματα.
Είναι λίγοι οι τυχεροί. Οι περισσότεροι πεθαίνουν στριμωγμένοι στη δικτατορία της κανονικότητας, πνίγονται κολυμπώντας ανάποδα στο ρεύμα -ή προς τα κάτω.
~~
Καθώς περνούν τα χρόνια και μαζεύω υλικό αντιλαμβάνομαι ότι αυτή η τρέλα που τόσο έχει εξιδανικευτεί ή καταδικαστεί, είναι τόσο συνηθισμένη, τόσο κοινή, είναι σχεδόν βεβαιότητα.
Όμως οι περισσότεροι την εγκιβωτίζουν στο υποσυνείδητο ή την παραχώνουν στις τσέπες των κοινωνικών απαιτήσεων, ώστε να μένει κρυφή, σαν μια αδυναμία που δεν επιτρέπεται να ομολογήσεις ή να παραδεχτείς.
Κι όταν ξεσπάει, όταν φανερώνεται, άθελα και κατακλυσμιαία, είναι καταστροφική, για τους κομιστές της και για τους τυχαίους περαστικούς.
Ίσως το παράλογο του ανθρώπου, ως κοινωνικό ον, είναι ότι δεν παραδέχεται την τρέλα του. Καθώς παλεύει να είναι φυσιολογικός και αποδεχτός, επιτυχημένος, αρεστός, διαπράττει εγκλήματα ενάντια στους άλλους και ενάντια στον εαυτό του.
Πρώτα ενάντια στον εαυτό του.
Κι όταν, κάποια μέρα, καταλαβαίνει πόσα κομμάτια του άφησε πίσω του στη διαδρομή, γιατί έτσι του είπαν οι γονείς του, οι δάσκαλοι, οι καθηγητές, οι φίλοι, οι εραστές, οι σύζυγοι, τ’ αφεντικά, οι διαφημιστές, οι ψυχίατροι και οι σοφοί, όταν αντιλαμβάνεται ότι μαζί μ’ όλα εκείνα που άφησε ξέχασε και τον εαυτό του, τότε -κάποιες φορές- τρελαίνεται αληθινά, παίρνει ένα όπλο και παίρνει εκδίκηση για τη χαμένη τρέλα, για τη χαμένη ζωή.
~~
Ο καλύτερος τρόπος για να ζήσεις -ή έστω ο πιο αληθινός, είναι να αποδεχτείς την τρέλα σου. Να μη βγάλεις τα ιδιαίτερα, χαρακτηριστικά, παράξενα γυαλιά που φοράς απ’ τη μέρα που γεννήθηκες, αυτά που σε κάνουν να βλέπεις αλλιώς -και να φαίνεσαι παράξενος.
Θα σε αποδεχτούν, θα σε καταλάβουν, θα σε κάνουν φίλο, θα σε ερωτευτούν, θα σε αγαπήσουν, μόνο εκείνοι που έχουν αγαπήσει τη δική τους τρέλα. Δεν χρειάζεσαι περισσότερους.
Και -κυρίως- δεν θα βρεθείς ποτέ μπρος στον καθρέφτη, να κοιτάζεσαι και να μην καταλαβαίνεις ποιος είναι αυτός ο ξένος που σε κοιτάει.
Είσαι εσύ. Τρελός ίσως. Αλλά είσαι εσύ.
Κι υπάρχουν πολλοί σαν κι εσένα.