Ο κάβουρας πουλούσε φιστίκια στον σταθμό του τρένου.
Καρκινοβατούσε, έσερνε τα πόδια του και κοιτούσε τους επιβάτες στα μάτια.
Όμως κανείς δεν αγόραζε κι όλοι του γυρίζανε την πλάτη.
“Τι φταίει;” αναρωτιόταν ο κάβουρας.
Το περιστέρι πέταξε δίπλα του και τον συμβούλεψε να αλλάξει εμπόρευμα.
“Σε κανέναν δεν αρέσουν τα φιστίκια”, του είπε και δοκίμασε να φάει ένα. “Καλύτερα να πουλάς τυρόπιτες και κουλούρια που μασιούνται πιο εύκολα.”
Ο κάβουρας άκουσε το περιστέρι και την επομένη πουλούσε κουλούρια. Όμως πάλι κανείς δεν αγόραζε.
“Φιστίκια και κουλούρια, ποιος να τα αγοράσει αυτά; Ο κόσμος θέλει να τρώει φρέσκα φρούτα, σταφύλια και φράουλες ζουμερές”, τον συμβούλεψε ο σκαντζόχοιρος.
Ο κάβουρας άκουσε τον σκαντζόχοιρο και την επομένη πουλούσε σταφύλια. Όμως κανείς δεν αγόραζε.
Ο σκύλος του μίλησε για κόκαλα, η γάτα για νυχτοπεταλούδες και ο μυρμηγκοφάγος για…
Ο κάβουρας δοκίμασε τα πάντα, αλλά οι επιβάτες συνέχιζαν να του γυρνάνε την πλάτη.
Απογοητευμένος γύρισε σπίτι και είπε στη γυναίκα του ότι παρατούσε το εμπόριο.
“Και τι θα τρώνε τα παιδιά σου;” τον ρώτησε εκείνη.
“Φιστίκια, κουλούρια, σταφύλια και κόκαλα”, απάντησε ο κάβουρας.
Η γυναίκα του τον κοίταξε απηυδησμένη.