Μεσημέρι και κατεβαίνω βιαστικά την Πελοποννήσου. Ένας δρόμος οικεία θλιβερός σε όποιον έχει περπατήσει σε ελληνική πόλη. Αυτοκίνητα παρκαρισμένα πάνω στο στενό πεζοδρόμιο, καχεκτικές νεραντζιές και λαϊκές πολυκατοικίες που χτίστηκαν το ’60 από “λεβέντες” οικοδόμους, πολύ καιρό πριν τους πάρουν τις δουλειές τα φτηνά εργατικά χέρια που ήρθαν ξυπόλητα από την Αλβανία. Το ένα στα τρία καταστήματα κλειστό και τα “ενοικιάζεται” στη βιτρίνα έχουν πιάσει αράχνες. Οι άνθρωποι που προσπερνάω θλιμμένοι, βιαστικοί και άνεργοι σαν εμένα. Μόνη παρηγοριά η ζέστη. Δεκέμβρης και τα θερμόμετρα στα φαρμακεία δείχνουν 21 βαθμούς. Ευτυχώς, γιατί δεν υπάρχουν λεφτά για πετρέλαιο.
Λίγα μέτρα μπροστά μου βλέπω δυο άντρες, με τα χέρια στις άδειες τσέπες, να κοιτούν μια βιτρίνα. Μόλις τους φτάνω στέκομαι να δω τι κοιτάνε. Είναι ένα μαγαζάκι 2Χ2 με ηλεκτρολογικό εξοπλισμό. Δυο σκονισμένα ράφια και πάνω εγκαταλειμμένες κάμποσες λάμπες πυρακτώσεως, από αυτές που έχουν πια σταματήσει να βγάζουν τα εργοστάσια. Ένα ηλεκτρικό σίδερο -όχι ατμού- και κουτιά απροσδιόριστα, από συσκευές που ίσως να έχουν αξία ως αντίκες, αλλά κανείς δε θα τολμούσε να τις βάλει στην πρίζα χωρίς να φοράει λαστιχένια παπούτσια.
Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού πρέπει να πλησιάζει τα εβδομήντα. Πιθανότατα κρατάει την επιχείρηση και πληρώνει το ΤΕΒΕ, ελπίζοντας να προλάβει να βγει στη σύνταξη πριν ολοκληρωθεί η κατάκτηση της Ελλάδας από το τέταρτο Ράιχ του ΔΝΤ. Κάθεται στο γραφείο του. Μπροστά του ένα πάκο λογαριασμοί. Δαγκώνει το στυλό του και κοιτάει τηλεόραση. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτός είναι ο λόγος που στέκονται εκεί και εκείνοι οι δύο -πιθανότατα αλλοδαποί- άντρες. Η τηλεόραση.
Θα το ομολογήσω ότι έχω να δω τηλεόραση τουλάχιστον τέσσερα χρόνια. Και πριν την απέφευγα, αλλά μόλις γεννήθηκε ο γιος μου έβγαλα το καλώδιο της κεραίας. Δεν του δίνω να τρώει σκουπίδια, γιατί να τον αφήνω να τα βλέπει; Όμως η οθόνη είναι το ύψιστο θρησκευτικό αντικείμενο της εποχής μας. Αν μια οθόνη είναι αναμμένη κάπου εκεί μπροστά στα μάτια σου είναι αδύνατον να της ξεφύγεις. Ίσως γι’ αυτό έβγαλα το καλώδιο. Είμαι επιρρεπής σε κάθε είδους εθισμούς και ο γιος μου κουβαλάει τα γονίδια μου.
Κοιτάω να δω τι δείχνει. Είναι ένα ντοκιμαντέρ, όπως αυτά της ΕΡΤ-2 που καταβρόχθιζα όταν ήμουν παιδί. Η τηλεόραση δείχνει ακόμα ντοκιμαντέρ; Σίγουρα είναι κρατικό κανάλι.
Στην οθόνη, που κοιτούν τρεις άντρες και μαζί κι εγώ, σκηνές από κάποια τροπική θάλασσα. Λασπωμένη και ζεστή, σαν σούπα που ξεχάστηκε στο μάτι της κουζίνας. Καμία σχέση με τα παγωμένα και διαυγή νερά του Αιγαίου και του Κρητικού πελάγους. Αλλά εκεί, στην οθόνη, στη λασπωμένη θάλασσα, στους τροπικούς, είναι ένας πατέρας με τα δυο παιδιά του. Τσαλαβουτάνε στα ρηχά με τα σώβρακα -πιο μέσα ίσως παραμονεύουν καρχαρίες. Ο πατέρας σηκώνει το γιο του και τον πετάει μες στο νερό. Μετά γυρνάει προς την κάμερα γελώντας. Του λείπουν τα περισσότερα δόντια. Το δεύτερο παιδί σκαρφαλώνει στις πλάτες του και καταδύονται μαζί, φτωχοί και χαμογελαστοί.
Κοιτάω τους άντρες δίπλα μου. Κοιτάω το γέρο μέσα στο μαγαζί. Κοιτάω τον εαυτό μου στο τζάμι. Κανείς δε γελάει. Είμαστε φτωχοί και δεν έχουμε μια θάλασσα να πέσουμε μέσα της.
Φεύγω από το μαγαζί με γρήγορο βήμα. Έχω τόσα πολλά να κάνω, πάλι. Πρέπει να προλάβω.