Καθόμουν στο μπαλκόνι κι έγραφα, όταν αντιλήφθηκα με την άκρη του ματιού μου μια κίνηση. Σήκωσα το κεφάλι και είδα μια μικρή μαύρη αράχνη να περνάει από μπροστά μου, περπατώντας με τα οκτώ της πόδια στο λευκό κάγκελο του μπαλκονιού.
Δε φάνηκε να μου δίνει καμιά σημασία. Μάλλον δεν κατάλαβε καν ότι ένα μέτρο μακριά της –ή κοντά της, εξαρτάται πώς θα το δεις- καθόταν ένας άνθρωπος.
Ένας άνθρωπος με εγκέφαλο χιλιάδες φορές πιο βαρύ από το δικό της.
Ένας άνθρωπος που συνδύαζε γράμματα για να σχηματίσει λέξεις, λέξεις για να φτιάξει προτάσεις, προτάσεις οι οποίες θα απέδιδαν το ένα δέκατο απ’ τις ιδέες που έχει εγκλωβισμένες στους έλικες του τεράστιου εγκεφάλου του και τις οποίες η αράχνη δεν μπορούσε ούτε να διανοηθεί, να φανταστεί στο ελάχιστο, ότι μπορούν να υπάρξουν ως ιδέες ή / και προτάσεις.
Ένας άνθρωπος που ζει σε σπίτι, μια τσιμεντένια κατασκευή πολύ πιο γερή από τον ιστό της αράχνης. Που ξέρει να χρησιμοποιεί τον ηλεκτρισμό για να ψήνει το φαγητό του, αντί να το διαλύει με γαστρικά υγρά για να το ρουφήξει. Που ανοίγει τη βρύση για να πιει νερό χωρίς να περιμένει να βρέξει.
Ένας άνθρωπος. Μέλος της ανθρωπότητας που έχει φτάσει ως το φεγγάρι και που έχει συνείδηση του εαυτού του.
Ένας άνθρωπος, που γνωρίζει τι είναι οι αριθμοί, τι είναι ο πλανήτης μας, τι είναι –περίπου- το σύμπαν.
Ένας άνθρωπος που έχει αίσθηση του χωροχρόνου, της ιστορικής συνέχειας και γνωρίζει ότι θα πεθάνει.
Ένας άνθρωπος που θα αρκούσε να κουνήσει λίγο το χέρι του για να τη λιώσει, χωρίς εκείνη ποτέ να καταλάβει τι είχε συμβεί.
Ο Άνθρωπος! Ο κυρίαρχος του πλανήτη, το μόνο ζώο με ψυχή και θρησκεία-ες, με τέχνη και επιστήμες.
Κι όμως…
Αυτός ο άνθρωπος ζήλεψε την αράχνη.
Που περπατάει στο κάγκελο χωρίς να γνωρίζει ότι κάποια μέρα θα πεθάνει.
Χωρίς να ανησυχεί αν θα μπορέσει να βρει δουλειά κι αν οι Πεφωτισμένοι θα του πάρουν το τσιμεντένιο σπίτι επειδή χρωστάει –ακόμα- κάτι που λέγεται στην ανθρώπινη γλώσσα «χαράτσι».
Ζήλεψε την αράχνη που το μοναδικό της μέλημα είναι να φτάσει ζωντανή στην άκρη του κάγκελου για να φτιάξει τον ιστό της, να παγιδέψει έναν έντομο και να ετοιμαστεί για να γεννήσει τα εκατομμύρια αυγά της, για τα οποία δε χρειάζεται να ανησυχεί αν θα έχουν μέλλον στη χώρα που ζουν, γιατί δεν ξέρει τι είναι το μέλλον, δεν ξέρει τι είναι η χώρα και δεν ξέρει τι είναι η ζωή.
Ζήλεψε την αράχνη γιατί γνωρίζει τόσο λίγα και ποτέ δε θα ανησυχήσει μην παχύνει ή μήπως πάθει καρκίνο τελικά από τα πολλά τσιγάρα που καπνίζει ή μήπως οι συμπολίτες της ξεγελαστούν και ψηφίσουν ξανά αυτούς που τους πίνουν το αίμα.
Ζήλεψε την αράχνη γιατί θα ζήσει τόσο λίγο καιρό και δε θα φοβηθεί ποτέ το θάνατο.
~~
Και ίσως, καθώς σκέφτομαι και γράφω αυτές τις προτάσεις, κάποιο υπέρτατο ον, τόσο ανώτερο πνευματικά όσο εγώ από την αράχνη, να με παρατηρεί με την άκρη του νου του.
Να ξέρει ότι μπορεί να με συνθλίψει με μια κίνηση του χεριού του –και να πεθάνω απρόσμενα στο μπαλκόνι του τσιμεντένιου σπιτιού μου- αλλά να με ζηλεύει.
Γιατί εγώ θα ζήσω τόσο λίγα χρόνια και δεν έχω ιδέα τι είναι στ’ αλήθεια ο χωροχρόνος, παρά τρέχω από τη μια δουλειά στην άλλη και από τη μια μέρα στην επόμενη, τόσο συγκεντρωμένος στο στόχο μου όσο η αράχνη στην άκρη του κάγκελου.
Και ξανά-ίσως –ενώ γελάω αλαζονικά- πάνω από αυτό το υπέρτατο ον, που δεν μπορώ καν να κατανοήσω, να στέκεται ένα ακόμα πιο υπέρτατο, τόσο ανώτερο πνευματικά όσο το αρχικό υπέρτατο από εμένα, ένας υπέρθεος που κοιτάζει το θεό που κοιτάει τον άνθρωπο που κοιτάζει την μικρή μαύρη αράχνη να περπατάει στο λευκό κάγκελο.
Και ίσως πάνω από τον υπέρθεο περπατάει μια μεγαλειώδης αράχνη που ετοιμάζεται να τους καταβροχθίσει όλους, αγνοώντας τον υπεράνω θεών και υπέρθεων άνθρωπο που σκέφτεται αν θα τη συνθλίψει ή όχι.